ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 1 ΑΑΔ 1026

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΕΚΛΟΓΟΔΙΚΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Εκλογικές Αιτήσεις Αρ. 5/97 και 7/97

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗ,

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ,

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ, Δ.Δ.

Αναφορικά με Εκλογική Αίτηση σχετικά με την Εκλογή στην Εκλογική Περιφέρεια Λεμεσού.

Εκλογική Αίτηση Αρ. 5/97

Μεταξύ:

Γιαννάκη Κουλουντή, εκ Λεμεσού

Αιτητή

- και -

1. Βουλής των Αντιπροσώπων εκ Λευκωσίας

2. Ντίνου Μιχαηλίδη, Υπουργού Εσωτερικών

εκ Λευκωσίας

3. Χριστάκη Αθανασίου, Εφόρου Εκλογής Μελών

της Βουλής των Αντιπροσώπων, Εκλογικής

Περιφέρειας Λεμεσού

4. Χριστόδουλου Βενιαμίν εκ Λευκωσίας

5. Ανορθωτικού Κόμματος Εργαζομένου Λαού

(ΑΚΕΛ) εκ Λευκωσίας

Καθ΄ ων η αίτηση

________

 

 

 

Εκλογική Αίτηση Αρ. 7/97

Μεταξύ:

Μιχάλη Παφιτανή, εκ Λεμεσού

Αιτητή

- και -

1. Βουλής των Αντιπροσώπων, εκ Λευκωσίας

2. Ντίνου Μιχαηλίδη, Υπουργού Εσωτερικών,

εκ Λευκωσίας

3. Χριστάκη Αθανασίου, Εφόρου Εκλογής Μελών

της Βουλής των Αντιπροσώπων, Εκλογικής

Περιφέρειας Λεμεσού

4. Χριστόδουλου Βενιαμίν, εκ Λευκωσίας

5. Ανορθωτικού Κόμματος Εργαζομένου Λαού

(ΑΚΕΛ) εκ Λευκωσίας

Καθ΄ων η αίτηση

_______

17 Σεπτεμβρίου, 1997

 

Για τους αιτητές : Χρ. Κληρίδης με Χρ. Χριστοφή και

Δ. Θεοδώρου.

Για τους καθ΄ων η αίτηση 1 και 4 : Π. Πολυβίου προσωπικά και εκ μέρους

του Γ. Κακογιάννη με Γ. Χριστοφίδη.

Για τους καθ΄ων η αίτηση 2 και 3 : Α. Μαρκίδης, Γενικός Εισαγγελέας της

Δημοκρατίας, με Α. Παπασάββα και

Γ. Φράγκου (κα).

Για τους καθ΄ων η αίτηση 5 : Α. Σ. Αγγελίδης με Σ. Παπασάββα.

(ΑΚΕΛ)

 

________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Οι αιτητές είναι εκλογείς εγγεγραμμένοι στον εκλογικό κατάλογο Λεμεσού. Στις γενικές βουλευτικές εκλογές του Μαΐου 1996 μεταξύ άλλων, εξελέγη ως βουλευτής της εκλογικής περιφέρειας Λεμεσού, με το συνδυασμό ΑΚΕΛ Αριστερά - Νέες Δυνάμεις και ο κ. Δημήτρης Κοντίδης. Ο κ. Κοντίδης υπέβαλε επίσης υποψηφιότητα στις δημοτικές εκλογές που διεξήχθηκαν στις 15.12.1996 και εξελέγη Δήμαρχος Λεμεσού. Μετά την εκλογή του και συγκεκριμένα στις 31.12.1996, ο κ. Κοντίδης με επιστολή του προς τον Πρόεδρο της Βουλής των Αντιπροσώπων, παραιτήθηκε από την 1.1.1997, ημερομηνία ανάληψης των καθηκόντων του ως Δημάρχου Λεμεσού, από το αξίωμά του βουλευτή.

Στις 28.2.1996 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο περί της Τρίτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμος του 1996, Ν.115(1)/96, με το άρθρο 2 του οποίου αντικαταστάθηκε η παράγραφος 2 του ΄Αρθρου 66 του Συντάγματος που προέβλεπε ότι κενωθείσα βουλευτική έδρα πληρούται με αναπληρωματική εκλογή που διενεργείται μέσα σε 45 ημέρες από την κένωσή της. Μετά την τροποποίησή του το ΄Αρθρο 66.2 προβλέπει ότι κενωθείσα βουλευτική έδρα πληρούται εντός προθεσμίας σαράντα πέντε το πολύ ημερών από της κένωσής της, καθ΄όν τρόπο νόμος ορίζει.

Ακολούθως στις 31.12.1996 δημοσιεύτηκε ο περί Εκλογής των Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων (Τροποποιητικός) (Νο.2) Νόμος του 1996, Ν. 118(1)/96. Με το ΄Αρθρο 2 του Νόμου 118(1)/96 προστέθηκε στο νόμο το ΄Αρθρο 35Α σύμφωνα με το οποίο όταν κατά τη διάρκεια βουλευτικής περιόδου κενούται βουλευτική έδρα, πληρούται μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες, με ανακήρυξη από τον ΄Εφορο του πρώτου επιλαχόντος υποψηφίου του συνδυασμού της ίδιας εκλογικής περιφέρειας του κόμματος που κατείχε την έδρα που κενώθηκε.

Στις 3.1.1997 ο Υπουργός Εσωτερικών διόρισε το Χριστάκη Αθανασίου, ΄Επαρχο Λεμεσού, ως ΄Εφορο εκλογής, ο οποίος στις 7.1.1997 ανακήρυξε το Χριστόδουλο Βενιαμίν ως εκλεγέντα βουλευτή της εκλογικής περιφέρειας Λεμεσού.

Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι ως εκλογείς της εκλογικής περιφέρειας Λεμεσού στερήθηκαν του δικαιώματος ψήφου στην εκλογή για πλήρωση της κενωθείσας βουλευτικής έδρας κατά παράβαση ΄Αρθρου 31 του Συντάγματος, καθώς και του δικαιώματος υποβολής υποψηφιότητας βουλευτή, δικαίωμα που διαφυλάσσεται από το ΄Αρθρο 64 του Συντάγματος. Προβάλλεται σειρά επιχειρημάτων και τέλος αξιώνεται η κήρυξη της εκλογής και ανακήρυξης του Χριστόδουλου Βενιαμίν ως βουλευτή της εκλογικής περιφέρειας Λεμεσού ως άκυρης, παράνομης και αντισυνταγματικής.

Το κύριο επιχείρημα των αιτητών συνοψίζεται στη θέση ότι η ανακήρυξη του Χριστόδουλου Βενιαμίν ως βουλευτή βασίστηκε στο Νόμο 118(1)/96 ο οποίος βρίσκεται σε αντίθεση με το ΄Αρθρο 66.2 του Συντάγματος πριν την τροποποίησή του. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι εν πάση περιπτώσει, ο Νόμος 118(1)/96 θεσπίστηκε και βασίστηκε στην τροποποίηση του Συντάγματος που έγινε με το Νόμο 115(1)/1996 και η οποία προσκρούει στο ΄Αρθρο 182.3 του Συντάγματος.

Είναι η θέση των αιτητών ότι ο Νόμος 115(1)/96 εγκρίθηκε από την πλειοψηφία τουλάχιστον των δύο τρίτων του όλου αριθμού των στην ελληνική κοινότητα ανηκόντων βουλευτών μόνο και συνεπώς είναι άκυρος και αντισυνταγματικός γιατί προσκρούει στα ΄Αρθρα 182.2 και 182.3 του Συντάγματος. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ΄Αρθρου 182 για την τροποποίηση των μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος απαιτείται πλειοψηφία που περιλαμβάνει τουλάχιστον τα δύο τρίτα του όλου αριθμού των ανηκόντων στην ελληνική κοινότητα και τουλάχιστον τα δύο τρίτα του όλου αριθμού των ανηκόντων στην τουρκική κοινότητα βουλευτών. Λόγω της απουσίας των βουλευτών που ανήκουν στην τουρκική κοινότητα ισχυρίζονται οι αιτητές, δεν είναι δυνατή οποιαδήποτε τροποποίηση του Συντάγματος.

Οι καθ΄ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι ο Νόμος 115(1)/96 είναι απόλυτα έγκυρος και σύμφωνος με το Σύνταγμα, γιατί το ΄Αρθρο 66 δεν περιλαμβάνεται στα θεμελιώδη άρθρα και η τροποποίησή του δικαιολογείται από το δίκαιο της ανάγκης, αφού οι Τουρκοκύπριοι εκούσια και από καιρό δεν συμμετέχουν στις εκλογές και φυσικά ούτε στη λειτουργία της Βουλής των Αντιπροσώπων. Με άλλα λόγια, προβάλλεται η θέση ότι το δίκαιο της ανάγκης δικαιολογεί τη διατήρηση και άσκηση της αναθεωρητικής λειτουργίας της Βουλής των Αντιπροσώπων σε σχέση με την τροποποίηση μη θεμελιωδών διατάξεων του Συντάγματος για την ομαλή, απρόσκοπτη και αποτελεσματική λειτουργία του πολιτεύματος, του Συντάγματος και των δημοκρατικών θεσμών.

Το δίκαιο της ανάγκης εισήχθη στη νομική ιστορία του τόπου μας σχεδόν από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στην κλασσική πια υπόθεση Attorney-General v. Mustafa Ibrahim and Others 1964 C.L.R.195 στην οποία κρίθηκε η συνταγματικότητα του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964, Ν. 33/64, με τον οποίο εγκαθιδρύθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο υπό τη σημερινή του μορφή, ύστερα από την αποχώρηση των Τούρκων δικαστών, αποφασίστηκε ότι η αρχή της ανάγκης στο δημόσιο δίκαιο είναι στην πραγματικότητα η αποδοχή της ανάγκης ως πηγής της εξουσιοδότησης προς ενέργεια, με τρόπο που δεν προνοείται από το νόμο αλλά απαιτείται από το ανώτατο δημόσιο συμφέρον για τη σωτηρία της πολιτείας και του λαού. Σε τέτοιες περιπτώσεις η αρχή salus populi suprema lex esto του Ρωμαϊκού Δικαίου, αναγνωρίζεται σαν αρχή δικαίου. Στην ίδια απόφαση τέθηκαν και οι προϋποθέσεις που θα πρέπει να ικανοποιηθούν πριν εφαρμοστεί η αρχή της ανάγκης.

Επίκληση του δικαίου της ανάγκης έγινε έκτοτε επανειλημμένα. Στην Αναφορά 1/86, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 C.L.R. 1439 ο περί της Πρώτης Τροποποιήσεως του Συντάγματος Νόμος του 1986, με τον οποίο επιχειρήθηκε τροποποίηση του Συντάγματος για να τυγχάνουν δικαιώματος ψήφου όσοι είχαν συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας τους, καθώς και για τη μη διεξαγωγή αναπληρωματικής εκλογής για την πλήρωση κενωθείσας έδρας, κρίθηκε ως αντισυνταγματικός. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι για να κριθεί ως έγκυρη η ψήφιση του εν λόγω νόμου έπρεπε να πεισθεί πως οι τροποποιήσεις των ΄Αρθρων 63 και 66 ήταν τόσο απαραίτητες ώστε να δικαιολογείται, βάσει του δικαίου της ανάγκης η τροποποίηση μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος με πλειοψηφία μόνο των βουλευτών που ανήκουν στην ελληνική κοινότητα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι λόγοι που είχαν προβληθεί για τις πιο πάνω τροποποιήσεις δεν ήταν υπό τις επικρατούσες συνθήκες επιτακτικότεροι της υπέρτατης πολιτειακής ανάγκης να μην τροποποιηθούν τα ΄Αρθρα 63 και 66, χωρίς τη συμμετοχή των βουλευτών και των δύο κοινοτήτων.

Αντίθετα στην υπόθεση Νικολάου ν. Νικολάου (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338 στην οποία εξετάστηκε η συνταγματικότητα του περί της Πρώτης Τροποποιήσεως του Συντάγματος Νόμου του 1989, Ν.95/89 και του περί Οικογενειακού Δικαστηρίου Νόμου του 1990, Ν.23/90, αποφασίστηκε ύστερα από ισοψηφία των Δικαστών που απάρτιζαν τη συγκεκριμένη σύνθεση ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων χωρίς τη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων, έχει αναθεωρητική δικαιοδοσία και μπορεί να προχωρήσει σε τροποποίηση του Συντάγματος μόνο με πλειοψηφία των ανηκόντων στην ελληνική κοινότητα βουλευτών.

Πριν μπούμε σε λεπτομερή ανάλυση των θεμάτων που εγείρονται νομίζουμε ότι η εξέταση της συνταγματικής θεωρίας θα ήταν χρήσιμη. Πρώτα όμως ας ρίξουμε μια ματιά στο Σύνταγμά μας. Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας όπως είναι γνωστό δεν αποτελεί την έκφραση της θέλησης του κυπριακού λαού. Είναι δοτό και αποτέλεσμα των επικρατουσών κατά το χρόνο της γέννησης της Κυπριακής Δημοκρατίας διεθνών και τοπικών συνθηκών. Παρά ταύτα οι συντάκτες του θα πρέπει να θεωρηθούν ότι είχαν συνείδηση του γεγονότος ότι νομοθετούσαν για το λαό της χώρας αυτής, ανεξάρτητα από τα συμφέροντα ή τους σκοπούς των ξένων δυνάμεων (βλ. απόφαση του Δικαστή Βασιλειάδη στην υπόθεση Ibrahim, ανωτέρω, στη σελ. 211).

Το Σύνταγμά μας εκτός από δοτό είναι και αυστηρό γιατί θέτει για τροποποίηση των κανόνων του προϋποθέσεις διαφορετικές και αυστηρότερες από εκείνες που ισχύουν για τη θέσπιση, τροποποίηση ή κατάργηση του κοινού δικαίου, ενώ ορισμένα του άρθρα, τα θεμελιώδη, δεν μπορούν να τροποποιηθούν, μεταβληθούν ή καταργηθούν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο. Για τροποποίηση των υπόλοιπων άρθρων απαιτείται πλειοψηφία που περιλαμβάνει τουλάχιστον τα δύο τρίτα του όλου αριθμού των στην ελληνική κοινότητα ανηκόντων βουλευτών και τουλάχιστον τα δύο τρίτα του όλου αριθμού των στην τουρκική κοινότητα ανηκόντων βουλευτών.

Η αυστηρότητα ενός Συντάγματος προϋποθέτει και συνεπάγεται το διαχωρισμό της νομοθετικής από την αναθεωρητική εξουσία. Οι προϋποθέσεις για τη διατήρηση του πολιτεύματος δεν είναι μόνο νομικές, αλλά αποτελούν συνάρτηση των ιστορικά εξελισσόμενων και μετασχηματιζόμενων πολιτικών δεδομένων. Η δομή της πολιτείας και οι θεσμοί της αντιστοιχούν και εκφράζουν το συνολικό συσχετισμό δυνάμεων στη συγκεκριμένη πολιτεία. Η αυστηρότητα του Συντάγματος λειτουργεί ως απόπειρα διασφάλισης ορισμένων θεσμών και με τον τρόπο αυτό δυσχεραίνονται μεταβολές και εξελίξεις, ακόμα κι΄ όταν συντρέχουν οι απαραίτητες ιστορικές προϋποθέσεις. ΄Ετσι όμως το δίκαιο έρχεται αντιμέτωπο με την πολιτική πραγματικότητα (Δημήτρης Τσάτσος, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Α, Τέταρτη ΄Εκδοση, σελ. 191).

Ο θεσμός της αναθεώρησης του Συντάγματος υπηρετεί κατά βάση την ομαλή προσαρμογή του προς τις μεταβαλλόμενες κοινωνικές και άλλες συνθήκες και αφ΄ ετέρου με την περιοριστική ρύθμιση της αναθεώρησής του, το προστατεύει έναντι της θέλησης της εκάστοτε πλειοψηφίας (Αριστόβουλος Μάνεσης, Αι Εγγυήσεις Τηρήσεως του Συντάγματος, Τόμος ΙΙ, 1991, σελ. 294).

Ο βαθμός αυστηρότητας των διαφόρων Συνταγμάτων ποικίλει. Παράδειγμα απόλυτα αυστηρού Συντάγματος ήταν το ελληνικό Σύνταγμα του 1844, το οποίο δεν προέβλεπε καμιά απολύτως δυνατότητα αναθεώρησης και γι΄αυτό άλλωστε, όπως επισημαίνει και ο Δ. Τσάτσος, καταλύθηκε με επανάσταση. ΄Οπως επίσης εύστοχα παρατηρεί ο Τσάτσος ο αυστηρός χαρακτήρας ενός Συντάγματος και κυρίως οι μη αναθεωρήσιμες διατάξεις του, γεννούν το πρόβλημα της ιστορικής του διάρκειας. Ακόμα και για απόλυτα αυστηρά Συντάγματα, όπως ήταν το Ελληνικό Σύνταγμα του 1844, ισχύει η ρήση του Ν. Ι. Σαρίπολου " ο κυρίαρχος λαός εν παντί καιρώ και πάση ώρα έχει την εξουσίαν μεταρρυθμίσαι το πολίτευμα κατά το αυτώ δοκούν " (Νικόλαος Ν. Σαρίπολος, Ελληνικόν Συνταγματικόν Δίκαιον, Τρίτη έκδοση, Τόμος Α΄, σελ.86), ενώ με επιστολή του προς το Βασιλιά συμβουλεύει την αναθεώρηση του Συντάγματος παρά το άρθρο 107 που απαγόρευε την τροποποίηση και το οποίο "ουδεμίαν έχει ισχύν, άτε αντικείμενον εις την κυριαρχίαν του ΄Εθνους και εις τον ορθόν λόγον". Η παρά το άρθρο 107 σύγκληση της Εθνοσυνέλευσης κατά τον Ν. Ι. Σαρίπολο "δεν είναι κατατόλμημα πολιτικόν, αλλά τουναντίον, πρόνοια πολιτική όπως προληφθεί μία επανάστασις, ήτις ευρίσκεται επί θύραις..." (βλ. Νικόλαος Ν. Σαρίπολος Ελληνικόν Συνταγματικόν Δίκαιον, ανωτέρω, σελ. 41, 42. Βλ. επίσης Ευάγγελος Βενιζέλος, Μαθήματα Συνταγματικού Δικαίου, Τόμος Ι, 1991, σελ. 31).

Στην Κύπρο καμιά τροποποίηση του Συντάγματος δεν έγινε με την προβλεπόμενη διαδικασία, αλλά με επίκληση του δικαίου της ανάγκης. Το Συνταγματικό Δίκαιο της ανάγκης βασίζεται στη σκέψη ότι η θέσπιση κάθε κανόνα δικαίου, επομένως και του Συντάγματος, θεμελιώνεται στην πρόβλεψη μιας ορισμένης πραγματικής κατάστασης και μιας κανονικής εξέλιξης της κατάστασης αυτής. ΄Οταν η πρόβλεψη του νομοθέτη διαψεύδεται, δηλαδή όταν η προβλεπόμενη "κανονικότητα" της πολιτικής εξέλιξης ή των πραγματικών δεδομένων αναιρεθεί, αναιρούνται και οι πραγματικές προϋποθέσεις για τη νομική αποτελεσματικότητα των σχετικών κανόνων (Τσάτσος, ανωτέρω, σελ. 239, 240).

΄Ετσι υπεισέρχεται το δίκαιο της ανάγκης το οποίο στηρίζεται στην αρχή ότι ο κανόνας της σωτηρίας της πολιτείας είναι ο υπέρτατος νόμος, αποτελεί το θεμέλιο κάθε κρατικής οργάνωσης, συνιστά δε σε τελευταία ανάλυση, το βασικό κανόνα που διέπει τη συγκρότηση δεδομένης πολιτείας, δηλαδή τον υπέρτατο κανόνα συνταγματικού δικαίου (Αριστόβουλος Μάνεσης, Περί Αναγκαστικών Νόμων-Αι Εξαιρετικαί Νομοθετικαί Αρμοδιότητες της Εκτελεστικής Εξουσίας, 1953, σελ. 142).

Προϋπόθεση της ισχύος της έννομης τάξης σε όλες της τις βαθμίδες, προϋπόθεση της ισχύος κάθε επί μέρους κανόνα της, είναι η ύπαρξη της πολιτείας. Η εξαφάνιση της πολιτείας συνεπάγεται κατάλυση της διέπουσας αυτής έννομης τάξης. Γι΄ αυτό και μπορεί να λεχθεί ότι η έννομη τάξη έχει ως βάθρο της τον κανόνα salus populi suprema lex esto. Η ισχύς του κανόνα salus populi είναι συνεχής, καθίσταται όμως εμφανώς ενεργός υπό ορισμένους όρους.

Η επίκληση του δικαίου της ανάγκης θα πρέπει να προσεγγίζεται με μεγάλη προσοχή γιατί δυνατόν να κρύβει τον κίνδυνο κατάλυσης της έννομης τάξης με νομιμοφάνεια.

Ο κίνδυνος που διέρχεται η πολιτεία πρέπει να είναι αντικειμενικά υπαρκτός, άμεσος και έκδηλος. Τα πιο πάνω τυπικά στοιχεία του κινδύνου κατά το δίκαιο της ανάγκης, πρέπει να συνυπάρχουν κατά την αντίληψη του μέσου ανθρώπου και κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας (Μάνεσης, ανωτέρω, σελ.150).

Πολιτειακό κίνδυνο δημιουργεί κάθε απρόβλεπτη, εξαιρετική, σοβαρή κατάσταση πραγμάτων, από την ένταση ή έκταση της οποίας διακυβεύεται ή ύπαρξη της πολιτείας, ενώ συγχρόνως οι υπάρχοντες ειδικοί κανόνες της έννομης τάξης αδυνατούν απολύτως να εκπληρώσουν το βασικό προορισμό τους (Μάνεσης, ανωτέρω, σελ.151).

Μετά την αποχώρηση των βουλευτών που ανήκαν στην τουρκοκυπριακή κοινότητα το 1964, το κράτος βρέθηκε ενώπιον δύο εκλογών. Είτε να συμμορφωθεί με το αυστηρό γράμμα του Συντάγματος, να σταυρώσει τα χέρια και να παρακολουθεί αδρανές την πλήρη παράλυση των λειτουργιών του, είτε να αποστεί από το γράμμα του Συντάγματος το οποίο είχε, εν πάση περιπτώσει, καταστεί μη λειτουργήσιμο λόγω των απρόβλεπτων γεγονότων και να προβεί στις απαραίτητες για τη λειτουργία του κράτους πράξεις προσωρινά μέχρι της επιστροφής στις κανονικές συνθήκες, με σκοπό την αποτροπή της κατάρρευσης του οικοδομήματος του κράτους. ΄Οπως τονίζεται και από το Δικαστή Ιωσηφίδη στην υπόθεση Ibrahim στη σελ. 268, κάτω από τέτοιες εξαιρετικές περιστάσεις ήταν το καθήκον της διακυβέρνησης, μέσω του νομοθετικού οργάνου να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα που ήταν απολύτως αναγκαία για την κανονική λειτουργία του κράτους.

΄Εχει ήδη αποφασιστεί δικαστικά ότι τα πολιτειακά όργανα διαθέτουν εκτός από την εξουσία που τους δόθηκε από το Σύνταγμα και το εξυπακουόμενο καθήκον να ασκούν κρατική εξουσία. Ακόμα και παρά το συνταγματικό αδιέξοδο το κράτος συνεχίζει να υφίσταται και μαζί του συνεχίζει να υφίσταται και η ανάγκη για διακυβέρνηση. ΄Οταν η σχετική πρόνοια του Συντάγματος λόγω της επείγουσας κατάστασης έχει παύσει να λειτουργεί λόγω της απρόβλεπτης κατάστασης, τόσο η εκτελεστική όσο και η νομοθετική λειτουργία έχουν την εξουσία, αλλά και το καθήκον να φροντίσουν όπως ληφθούν τα απαραίτητα νομοθετικά μέτρα για διασφάλιση της κρατικής λειτουργίας.

Η αρχή του δικαίου της ανάγκης στο δημόσιο δίκαιο αποτελεί στην πραγματικότητα την αποδοχή της ανάγκης ως πηγής εξουσίας για ενέργεια με τρόπο που δεν προβλέπεται από το νόμο, αλλά που είναι απαραίτητος κάτω από τις επικρατούσες συνθήκες από το ανώτατο δημόσιο συμφέρον για την επιβίωση του κράτους και του λαού. Μάλιστα στην υπόθεση Ibrahim αφήνεται ακόμα να νοηθεί ότι όταν η λαϊκή κυριαρχία δεν μπορεί να λειτουργήσει για να επιτευχθεί τροποποίηση του Συντάγματος, τότε ακριβώς γίνεται επίκληση του δικαίου της ανάγκης.

Κατά την απάντηση του ερωτήματος σε ποιά έκταση η Βουλή των Αντιπροσώπων ενώπιον μιας επείγουσας κατάστασης, δικαιούται να ενεργήσει για λογαριασμό του λαού, το Δικαστήριο θα πρέπει να επιδεικνύει μεγάλη αυτοσυγκράτηση κατά την εξέταση του θέματος της κατ΄ ισχυρισμόν αντισυνταγματικότητας ενός νόμου, σε περίπτωση δε αμφιβολίας θα πρέπει να τείνει υπέρ της εγκυρότητας ενός τέτοιου νόμου. Η δεύτερη αρχή που το Δικαστήριο θα πρέπει να έχει υπ΄ όψη είναι ότι κατά το δυνατό θα πρέπει να ακολουθείται η εμπειρική προσέγγιση (κατά Τριανταφυλλίδη, στην Ibrahim, σελ. 232, 233). Η εμπειρική προσέγγιση είναι η προσέγγιση σύμφωνα με την οποία το Σύνταγμα προσεγγίζεται περισσότερο σαν ένα πολιτικό, παρά σαν ένα νομικό κείμενο.

Κατά την ακρόαση των υπό εξέταση εκλογικών αιτήσεων έγινε πολύς λόγος για την Αναφορά 1/86, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1986) 3 C.L.R. 1439. Θα πρέπει κατ΄ αρχήν να πούμε ότι η υπόθεση εκείνη δεν αφορούσε ουσιαστικά το ίδιο επίδικο θέμα. Δεν εξέτασε κατά πόσο σύμφωνα με το δίκαιο της ανάγκης είναι δυνατή η τροποποίηση του Συντάγματος. Εν πάση περιπτώσει δεν θεωρούμε ότι η απόφαση καταλήγει στη θέση ότι η τροποποίηση του Συντάγματος δεν είναι δυνατή χωρίς την παρουσία των Τουρκοκυπρίων βουλευτών. Αντίθετα αναφέρει ότι για να κριθεί έγκυρη η ψήφιση του υπό κρίση νόμου, το Ανώτατο Δικαστήριο θα πρέπει να πεισθεί ότι οι τροποποιήσεις των συγκεκριμένων άρθρων είναι τόσο απαραίτητες ώστε να δικαιολογείται βάσει του δικαίου της ανάγκης, η τροποποίηση μη θεμελιωδών άρθρων του Συντάγματος με νόμο, που ψηφίστηκε χωρίς την παρουσία των Τουρκοκυπρίων. Κατά τη γνώμη μας η διατύπωση αυτή προϋποθέτει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δέχεται κατ΄ αρχήν ότι το δίκαιο της ανάγκης δικαιολογεί τροποποίηση του Συντάγματος, παρά την απουσία των Τουρκοκυπρίων βουλευτών.

Στην Αναφορά 1/86 το Δικαστήριο κατέληξε ότι οι λόγοι που προβάλλονταν για τις τροποποιήσεις δεν ήταν επιτακτικότεροι της υπέρτατης πολιτειακής ανάγκης να μην τροποποιηθούν τα Άρθρα 63 και 66. Οφείλουμε να πούμε ότι δεν αντιλαμβανόμαστε τι συνιστά αυτή την υπέρτατη πολιτειακή ανάγκη μη τροποποίησης άρθρων του Συντάγματος και ποιό δημόσιο συμφέρον εξυπηρετεί.. Στην απόφαση γίνεται αναφορά στη θεμελιώδη φύση του ΄Αρθρου 182.3 του Συντάγματος. Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι δεν είναι το ΄Αρθρο 182.3 που τροποποιήθηκε. Απλώς, με επίκληση του δικαίου της ανάγκης ατονεί η πρόνοιά του ως προς την πλειοψηφία των δύο τρίτων του Τουρκοκυπρίων βουλευτών. Δεν συμμεριζόμαστε επίσης τη διαπίστωση ότι η Βουλή στην πραγματικότητα διεκδικεί απεριόριστο δικαίωμα τροποποίησης του Συντάγματος χωρίς ειδική αναφορά στον κυπριακό λαό. Κατ΄ αρχή για αναθεώρηση του Συντάγματος δεν απαιτείται ούτως ή άλλως ειδική αναφορά στο λαό. Τέτοιες προϋποθέσεις απαιτούνται από άλλα Συντάγματα. Στην περίπτωση του δικού μας Συντάγματος το μόνο που απαιτείται είναι η πλειοψηφία των δύο τρίτων των βουλευτών των δύο κοινοτήτων. Από την άλλη, στη Βουλή παραχωρείται εν πάση περιπτώσει από το Σύνταγμα απεριόριστη εξουσία αναθεώρησης, αν επιτευχθεί βέβαια η απαιτούμενη πλειοψηφία.

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η Βουλή είναι κατ΄ αρχήν το αρμόδιο για την αναθεώρηση του Συντάγματος όργανο. Περαιτέρω, ακόμα και με το δίκαιο της ανάγκης εξακολουθεί να απαιτείται η πλειοψηφία των δύο τρίτων των βουλευτών της ελληνικής κοινότητας και ουσιαστικά η μόνη συνταγματική προϋπόθεση που αναστέλλεται είναι η ανάγκη για ψήφιση της τροποποίησης από τα δύο τρίτα των Τουρκοκυπρίων βουλευτών, οι οποίοι εν πάση περιπτώσει, δεν υφίστανται γιατί η τουρκοκυπριακή κοινότητα μόνη της επέλεξε να μην εκλέγει βουλευτές. Δεν είναι, σύμφωνα με το δικό μας Σύνταγμα, απαραίτητο να δοθεί στη συγκεκριμένη σύνοδο της Βουλής αναθεωρητική δικαιοδοσία. Αρκεί να εξασφαλίζεται η απαιτούμενη πλειοψηφία των δύο τρίτων.

Στην Αναφορά 1/86 το Δικαστήριο δεν απέκλεισε την άσκηση της αναθεωρητικής λειτουργίας της Βουλής χωρίς την παρουσία μελών της τουρκικής κοινότητας. Εξάρτησε όμως την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης από την αναγκαιότητα της συγκεκριμένης τροποποίησης. Η κατάληξη αυτή δεν συμφωνεί με την απόφαση στην υπόθεση Πολύκαρπος Ιωαννίδης ν. Αστυνομίας (1973) 2 C.L.R. 125, όπου κρίθηκε ότι αφού η παράταση της θητείας της Βουλής ήταν έγκυρη υπό τας περιστάσεις, η νομοθετική εξουσία μπορούσε να ασκηθεί από αυτή, όχι μόνο σε επείγουσες και εξαιρετικές περιπτώσεις, αλλά όπως και πριν την παράταση της θητείας της. Με την υπόθεση Ιωαννίδης υιοθετείται ουσιαστικά η αρχή ότι όταν δοθεί στη Βουλή, βάσει του δικαίου της ανάγκης, η εξουσία να νομοθετεί και χωρίς την παρουσία των Τουρκοκυπρίων βουλευτών, αυτή η εξουσία διατηρείται και ασκείται χωρίς να απαιτείται κάθε φορά η εξέταση της αναγκαιότητας ψήφισης του συγκεκριμένου νομοθετήματος.

Το ίδιο θέμα απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο και στην υπόθεση Νικολάου και άλλη ν. Νικολάου και άλλου (Αρ.2) (1992) 1 Α.Α.Δ. 1338. Εξετάστηκε η δυνατότητα της Βουλής προς αναθεώρηση του ΄Αρθρου 111 του Συντάγματος χωρίς και πάλιν την παρουσία των Τουρκοκυπρίων βουλευτών. Πέντε από τους Δικαστές που απάρτιζαν τη συγκεκριμένη σύνθεση κατέληξαν στην απόφαση ότι η Βουλή έχει το δικαίωμα βάσει του δικαίου της ανάγκης, να τροποποιεί οποιοδήποτε μη θεμελιώδες άρθρο του Συντάγματος. ΄Εγινε αναφορά τόσο στην υπόθεση Πολύκαρπος Ιωαννίδης, ανωτέρω, όσο και στην Αναφορά 1/86, την οποία τελικά αποφάσισαν να μη ακολουθήσουν για τους λόγους που εκθέτουν. Στην απόφασή του ο Δικαστής Στυλιανίδης επιβεβαιώνει τη θέση που τέθηκε με την απόφαση στην Ιωαννίδης ότι κατά την εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης δεν εξετάζεται κάθε συγκεκριμένο νομοθέτημα, αφού η ανάγκη συνίσταται στη λειτουργία της Βουλής.

Αντίθετα, οι άλλοι πέντε Δικαστές που διαφώνησαν με τη γραμμή αυτή, δέχτηκαν ότι η Βουλή υπό την παρούσα της σύνθεση δεν έχει αναθεωρητική δικαιοδοσία. Ο υπό κρίση νόμος κρίθηκε συνταγματικός με βάση το τεκμήριο συνταγματικότητας το οποίο σε περίπτωση ισοψηφίας δεν ανατρέπεται.

Ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας είναι δικανικός και δεν αναφέρεται ούτε στη σοφία ούτε στη σκοπιμότητα ή τις επιπτώσεις του νόμου (Τhe Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Christodoulos Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640). Ο ασκούμενος από τα δικαστήρια έλεγχος είναι έλεγχος συνταγματικής νομιμότητας. Δεν επιτρέπεται να επεκταθεί και μετατραπεί σε έλεγχο σκοπιμότητας, πολύ δε περισσότερο σε πολιτικό έλεγχο των πράξεων της νομοθετικής εξουσίας (Νικολάου, ανωτέρω). Την ευθύνη για τη σοφία του νόμου φέρει μόνο η Βουλή των Αντιπροσώπων.

΄Οπως τονίζεται και στην απόφαση των μελών του Δικαστηρίου που δέκτηκαν τη συνταγματικότητα της τροποποίησης στην υπόθεση Νικολάου, η μη άσκηση της αναθεωρητικής λειτουργίας από τη Βουλή των Αντιπροσώπων λόγω της αποχώρησης των Τουρκοκυπρίων βουλευτών, μετατρέπει μη θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος σε θεμελιώδη και εμποδίζει τη λειτουργία του πολιτεύματος, όπως προδιαγράφεται στο Σύνταγμα. Εμποδίζει την εξέλιξη της πολιτείας και αποτελεί προσβολή των δημοκρατικών θεσμών. Η ανάγκη εντοπίζεται στην άσκηση της αναθεωρητικής λειτουργίας της Βουλής και υφίσταται όσο χρόνο διαρκούν οι εξαιρετικές περιστάσεις. Για όσο χρόνο η συμμόρφωση προς ορισμένες διατάξεις του Συντάγματος είναι αντικειμενικά αδύνατη, το δίκαιο της ανάγκης καθιστά τις διατάξεις αυτές ανενεργές.

Η υπόθεση Νικολάου καταλήγει στην αποδοχή της θέσης ότι το δίκαιο της ανάγκης δικαιολογεί την άσκηση της αναθεωρητικής εξουσίας του ΄Αρθρου 182 του Συντάγματος, με την προβλεπόμενη πλειοψηφία μόνο των βουλευτών που ανήκουν στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, εν όψει της αποχώρησης των βουλευτών που ανήκουν στην τουρκοκυπριακή κοινότητα.

Παρά την ισοψηφία που σημειώθηκε, θεωρούμε την απόφαση στην υπόθεση Νικολάου για τη δυνατότητα τροποποίησης άρθρων του Συντάγματος ως δεσμευτική, όπως αν είχε αποφασιστεί ομόφωνα (nemine dissentiente) (A.G. v. Dean and Canons of Windsor (1860) 8 H.L. Cas. 369, 392, Inland Revenue Commissioners v. Walker [1915] A.C. 509, 519, 522. Βλ. επίσης 22, Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση, παραγρ. 1686).

Θεωρούμε ότι η υπόθεση Νικολάου έχει αποστεί από τις θέσεις της Αναφοράς 1/86 για τους λόγους που εκτίθενται στο σκεπτικό της απόφασης. Πέραν τούτου και πέραν από τις σκέψεις που εκθέσαμε πιο πάνω, πιστεύουμε ότι κανένας πρακτικός σκοπός δεν θα εξυπηρετηθεί με την περαιτέρω ανάλυση των λόγων για τους οποίους θεωρούμε ότι η απόφαση Νικολάου αφίσταται της θέσης που εκφράστηκε από την Αναφορά 1/86. Αρκεί να λεχθεί ότι θεωρούμε την αντιμετώπιση στη Νικολάου και της υπόθεσης Ιωαννίδη ως ορθές και τις υιοθετούμε.

Μια από τις πιο σημαντικές και υπεύθυνες λειτουργίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι η μεταμόρφωση της νομικής θεωρίας σε ζωντανό νόμο που μπορεί να εφαρμοστεί στην καθημερινή ζωή για τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης. ΄Οταν η επιβίωση της χώρας τελεί υπό απειλή, οι περιστάσεις της στιγμής επικρατούν επί της δικανικής εμμονής στη νομιμότητα (Ibrahim, ανωτέρω, σελ. 258).

Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η Βουλή δεν άσκησε αρμοδιότητες που δεν της παρέχονται από το Σύνταγμα, ούτε το περιεχόμενο της τροποποίησης είναι ασύμφωνο με οποιαδήποτε συνταγματική διάταξη. Ο μόνος λόγος για τον οποίο προβάλλεται ο ισχυρισμός για αντισυνταγματικότητα είναι η απουσία των Τουρκοκυπρίων βουλευτών.

Με δεδομένο ένα Σύνταγμα άκαμπτο, μονομερές και με στενή θεώρηση, όπως είναι το δικό μας, η πλήρης αδυναμία αναθεώρησής του που δεν επιτρέπει τη λήψη των αναγκαίων υπό τας περιστάσεις μέτρων, θα μας έφερνε στο παράλογο αποτέλεσμα το ίδιο το Σύνταγμα να κατέληγε στην καταστροφή της έννομης τάξης, εν ονόματι της διατήρησής του.

Τόσο η εκτελεστική όσο και η δικαστική εξουσία εξακολουθούν να ασκούν όλο το φάσμα των αρμοδιοτήτων που ανατέθηκαν σ΄ αυτές από το Σύνταγμα, χωρίς οποιοδήποτε περιορισμό και χωρίς οποιοσδήποτε τρίτος να εγκρίνει τους λόγους που τις ωθούν στη λήψη των εκάστοτε αποφάσεών τους, παρά το γεγονός ότι η λειτουργία τους έχει επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από το δίκαιο της ανάγκης. Ακόμα και η νομοθετική εξουσία, στην κανονική της νομοθετική λειτουργία, ασκεί τα καθήκοντά της και νομοθετεί παρά την αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων βουλευτών, χωρίς να αμφισβητείται η νομιμότητα των νόμων που ψηφίζει. Διερωτώμαστε γιατί να αρνηθούμε στη Βουλή τη νομιμότητα των αρμοδιοτήτων που χαίρουν οι άλλες δύο εξουσίες, ή γιατί να της αρνηθούμε την αναθεωρητική της δικαιοδοσία, ενώ ασκεί κανονικά τη συνήθη νομοθετική της λειτουργία.

Η αιτιολόγηση της αρχής της ανάγκης βρίσκεται στην ανάγκη διασφάλισης της ύπαρξης του κράτους και της διατήρησης της κοινωνικής τάξης. Η αρχή της ανάγκης είναι νομική αρχή και προκύπτει από την αναγκαιότητα συσπείρωσης των κοινωνικών στοιχείων. Τα μέτρα που λαμβάνονται εν ονόματι της ανάγκης θα πρέπει να προκύπτουν από τη συλλογική θέληση για επιβίωση. ΄Ετσι θα πρέπει να τυγχάνουν της έγκρισης της λαϊκής αντιπροσωπείας (Αndreas Aloupas and Another v. National Bank of Greece S.A. (1983) 1 C.L.R. 55).

Η Βουλή των Αντιπροσώπων είναι ο ρυθμιστής της νομοθεσίας. Είναι το σώμα που είναι υπεύθυνο για την αναγνώριση των αναγκών του λαού και των κακών εναντίον των οποίων θα πρέπει ο λαός να προστατευτεί, καθώς επίσης και των μέτρων που απαιτούνται κάτω από τις περιστάσεις (Georghios Apostolides and Others v. The Republic (1982) 3 C.L.R. 928).

Η δυνατότητα αναθεώρησης του Συντάγματος αποτελεί την πλέον βασική αρμοδιότητα της Βουλής και αποτελεί μια από τις συνέπειες της δημοκρατικής μορφής του πολιτεύματος (Νικόλαος Αντωνόπουλος Συνταγματικόν Δίκαιον, Τόμος Β, Τεύχος Α, 1971, σελ. 214).

Οι περιορισμοί που το Σύνταγμα περιέχει για τροποποίηση των διάφορων άρθρων του, σκοπό έχουν την προστασία του λαού από επιβουλές εναντίον της λαϊκής κυριαρχίας. Στην παρούσα περίπτωση σίγουρα η Βουλή δεν επιβουλεύεται τη λαϊκή κυριαρχία. Αντίθετα αν εστερείτο από τη λαϊκή αντιπροσωπεία το δικαίωμα αναθεώρησης του Συντάγματος θα είχαμε σαφή περιορισμό της λαϊκής κυριαρχίας.

Υπάρχουν κράτη που δεν έχουν καν γραπτό Σύνταγμα και όμως δεν αντιμετωπίζουν συνταγματικές ή πολιτειακές εκτροπές. Αυτό αποδεικνύει ότι ουσιαστικά προστασία του Συντάγματος είναι ο σεβασμός των πολιτειακών οργάνων στην ουσία και στο πνεύμα του και όχι στο γράμμα του, όταν αυτό καταλήγει κάτω από τις συνθήκες σε παράλογα αποτελέσματα.

Κανένα νομικό επιχείρημα ακόμα κι΄ όταν είναι ακαδημαϊκά ορθό δεν μπορεί να απομακρύνει την οδυνηρή κατάσταση που επιβλήθηκε στον Κυπριακό λαό για τόσα χρόνια, σχεδόν από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η σημερινή κατάσταση της πατρίδας μας καθιστά εμφανή με τον πιο πειστικό τρόπο πόσο μακριά από την πραγματικότητα ήταν ορισμένες συνταγματικές πρόνοιες και σε ποιό βαθμό το Σύνταγμα απαιτεί τη βοήθεια του δικαίου της ανάγκης για να μπορέσει το κράτος να συνεχίσει να λειτουργεί.

Η αρχή ότι η ύπαρξη της ανάγκης θα πρέπει να δικαιολογείται κάθε φορά είναι ορθή. ΄Ομως κάτω από τις επικρατούσες στον τόπο μας συνθήκες, κάθε φορά που γίνεται επίκληση του δικαίου της ανάγκης, το Δικαστήριο έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με την ίδια αναγκαιότητα, την ανάγκη λειτουργίας των οργάνων της πολιτείας, σ΄ αυτή την περίπτωση της Βουλής, παρά την απουσία των Τουρκοκυπρίων. Δεν πρέπει, όπως σωστά λέχθηκε και στην υπόθεση Νικολάου, να εξετάζεται η αναγκαιότητα της συγκεκριμένης νομοθετικής πράξης. Η ανάγκη που εξυπηρετείται είναι, για όσο καιρό διαρκεί η ανώμαλη κατάσταση η λειτουργία των πολιτειακών οργάνων, παρά την απουσία των Τουρκοκυπρίων.

Με την επίκληση του δικαίου της ανάγκης απλώς αναστέλλεται το μέρος του ΄Αρθρου 182.3 που αναφέρεται στην προϋπόθεση ψήφισης της τροποποίησης από τα δύο τρίτα των Τουρκοκυπρίων βουλευτών. ΄Ετσι εν όψει του ότι η κατάσταση εξακολουθεί να παραμένει μέχρι σήμερα αναλλοίωτη, θεωρούμε ότι εφ΄ όσον επικρατούν οι ίδιες συνθήκες, η Βουλή των Αντιπροσώπων έχει το δικαίωμα να προβαίνει σε τροποποίηση του Συντάγματος, ασκώντας την αναθεωρητική της λειτουργία, νοουμένου πάντα ότι θα εξασφαλίζεται η πλειοψηφία των δύο τρίτων των εκλεγέντων βουλευτών. Είναι γι΄ αυτό το λόγο που δεν είναι αναγκαίος ο έλεγχος της αναγκαιότητας ψήφισης του κάθε συγκεκριμένου νομοθετήματος.

΄Ενα από τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν εναντίον του δικαιώματος της Βουλής να τροποποιεί το Σύνταγμα είναι ότι ενώ το δίκαιο της ανάγκης εφαρμόζεται για τη λήψη προσωρινών μέτρων και μόνο για την περίοδο που διαρκεί η ανάγκη, η τροποποίηση του Συντάγματος είναι μέτρο μόνιμο και καθόλου προσωρινό. Στην υπόθεση Νικολάου έχει λεχθεί ότι οι νόμοι που τροποποιούν το Σύνταγμα δεν διαφέρουν ως προς τη διάρκεια της ισχύος τους από οποιοδήποτε άλλο νόμο που θεσπίστηκε κατ΄ επίκληση του δικαίου της ανάγκης. Αν οι συνήθεις νόμοι που ψηφίστηκαν με βάση το δίκαιο της ανάγκης κρίνονται συνταγματικοί παρόλον ότι ισχύουν επ΄αόριστο και μέχρι την κατάργησή τους ή την τροποποίησή τους, γιατί νόμος που τροποποιεί το Σύνταγμα να θεωρείται μονιμότερη διευθέτηση, διερωτήθηκε ο Δικαστής Πογιατζής.

Μιλώντας για προσωρινότητα, τριανταπέντε και πλέον χρόνια μετά την πρώτη επίκληση και εφαρμογή του δικαίου της ανάγκης, η ανάγκη, όχι μόνο δεν έχει παρέλθει, αλλά αντίθετα έχει επιδεινωθεί.

Στην απόφαση του Αρείου Πάγου Αρ. 86/1945, που υιοθετήθηκε από το Δικαστήριο στην υπόθεση Ibrahim, γίνεται αποδεκτό ότι κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της διάκρισης των εξουσιών, με βάση το δίκαιο της ανάγκης μπορεί να τροποποιείται ή καταργείται από την εκτελεστική εξουσία διάταξη του Συντάγματος. Η συντακτική πράξη που εκδίδεται παραμένει αντισυνταγματική, αλλά τυγχάνει εφαρμογής και τα δικαστήρια δεν μπορούν να αρνηθούν την εφαρμογή της λόγω ασυμφωνίας της με το Σύνταγμα. Νομίζουμε ότι η ίδια αρχή ισχύει και στην Κύπρο. Κάθε νόμος που ψηφίζεται κατ΄ επίκληση του δικαίου της ανάγκης παραμένει αντισυνταγματικός, αλλά για όσο διάστημα διαρκεί η κατάσταση ανάγκης, εφαρμόζεται κανονικά παρά την αντισυνταγματικότητά του. ΄Ετσι δεν τίθεται θέμα μονιμότητας της τροποποίησης του Συντάγματος. Μετά τη λήξη της κατάστασης ανάγκης οι διάφορες πράξεις θα πρέπει είτε να επικυρωθούν, είτε να ακυρωθούν.

Εναντίον της συνταγματικότητας του νόμου προβλήθηκαν και άλλα επιχειρήματα. Αμφισβητήθηκε η συνταγματικότητα της τροποποίησης του Ν. 115(1)/96. Προβλήθηκε το επιχείρημα ότι αφού το ΄Αρθρο 66.2 του Συντάγματος τροποποιήθηκε, παραμένει εν αμφιβόλω η ισχύς του ΄Αρθρου 66.3 το οποίο συνεχίζει να αναφέρεται σε αναπληρωματική εκλογή. Θεωρούμε ότι ούτε αυτό το επιχείρημα μπορεί να ευσταθήσει. Η παράγραφος 3 του ΄Αρθρου 66 εξακολουθεί να ισχύει όπου για οποιοδήποτε λόγο εξακολουθεί να είναι αναγκαία αναπληρωματική εκλογή. Μια τέτοια περίπτωση ισχύει αν για παράδειγμα δεν υπάρχουν επιλαχόντες ή αν η θέση που χηρεύει ανήκε σε ανεξάρτητο βουλευτή ή αν τέλος οι επιλαχόντες του συγκεκριμένου κόμματος έχουν πάψει να ανήκουν στο κόμμα. Σ΄αυτή την περίπτωση βέβαια ισχύουν οι πρόνοιες του ΄Αρθρου 66.3 με αποτέλεσμα οι εκλογές να είναι απαραίτητες.

Τέθηκε επίσης το επιχείρημα ότι με την τροποποίηση μεταβάλλονται τα προσόντα εκλογιμότητας, αφού η σχετική συνταγματική διάταξη δεν προβλέπει τη συμμετοχή σε κόμμα ως μια από τις προϋποθέσεις υποβολής υποψηφιότητας. Ούτε και με αυτό το επιχείρημα θα συμφωνήσουμε. Η εκλογιμότητα εξετάζεται κατά την υποβολή υποψηφιοτήτων για τις γενικές εκλογές όπου καθένας μπορεί να θέσει υποψηφιότητα. Κατά τη θέση της υποψηφιότητας στις εκλογές η συμμετοχή σε κόμμα δεν είναι μια από τις απαραίτητες προϋποθέσεις.

Σύμφωνα με τον υφιστάμενο νόμο οι εκλογές προκηρύσσονται και διενεργούνται τόσο για εκλογή των βουλευτών, όσο και για εκλογή των επιλαχόντων κατά το χρόνο της αρχικής εκλογής. Ουσιαστικά η εκλογή γίνεται την πρώτη φορά και ο ΄Εφορος απλώς διαπιστώνει την ύπαρξη των προϋποθέσεων για να διαπιστωθεί ποιός από τους επιλαχόντες πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει εκλεγεί. Ο νόμος στην ουσία επιθυμεί να διατηρηθεί η ετυμηγορία του λαού που δόθηκε με βάση το αναλογικό σύστημα.

Παρεμπιπτόντως θα πρέπει να λεχθεί ότι ουσιαστικά η προϋπόθεση που θέτει ο εκλογικός νόμος δεν είναι η συμμετοχή του επιλαχόντος στο ίδιο κόμμα, αλλά η συμμετοχή του στον ίδιο εκλογικό συνδυασμό και ουσιαστικά με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η επιλογή του εκλογικού σώματος.

Στις αιτήσεις προβλήθηκε επίσης ο ισχυρισμός στον οποίο όμως δεν έγινε οποιαδήποτε αναφορά κατά την ακρόαση, ότι η τροποποίηση του νόμου έγινε μετά την κένωση της έδρας και συνεπώς δεν μπορεί να ισχύσει στην παρούσα περίπτωση. Δεν συμφωνούμε. Η τροποποίηση του Συντάγματος δημοσιεύτηκε στις 28.2.1996 και ο Νόμος 118(1)/96 στις 31.12.1996. Μπορεί ο κ. Κοντίδης να ψηφίστηκε δήμαρχος στης εκλογές που διεξήχθηκαν στις 15.12.1996, αλλά η έδρα του κενώθηκε την 1.1.1997 όταν παραιτήθηκε από το αξίωμα του βουλευτή.

Πριν τελειώσουμε θέλουμε να σημειώσουμε ότι δεν δίδουμε οποιαδήποτε σημασία στο επιχείρημα ως προς το διορισμό του Εφόρου εκλογής. Ουσιαστικά πρόκειται για απλή διατύπωση που δεν μπορεί να επηρεάσει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο. Ασφαλώς δεν θα μπορούσε να ανακηρυχθεί υποψήφιος χωρίς το διορισμό Εφόρου εκλογής.

Σαν αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω θεωρούμε ότι τόσο ο Νόμος 115(1)/96 όσο και ο Νόμος 118(1)/96 είναι συνταγματικοί και συνεπώς οι αιτήσεις θα πρέπει να απορριφθούν. Οι αιτήσεις απορρίπτονται χωρίς έξοδα.

 

 

Φρ. Νικολαΐδης

Δ.

 

 

 

 

 

 

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο