ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 1 ΑΑΔ 1026

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΕΚΛΟΓΟΔΙΚΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Εκλογικές Αιτήσεις Αρ. 5/97 & 7/97

 

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, ΗΛΙΑΔΗ Δ/στών

Αναφορικά με Εκλογική Αίτηση σχετικά με την Εκλογή στην Εκλογική Περιφέρεια Λεμεσού

 

Εκλογική Αίτηση Αρ. 5/97

Μεταξύ:

Γιαννάκη Κουλουντή, εκ Λεμεσού

Αιτητή

και

1. Βουλής των Αντιπροσώπων εκ Λευκωσία

2. Ντίνου Μιχαηλίδη, Υπουργού Εσωτερικών εκ Λευκωσίας

3. Χριστάκη Αθανασίου, Εφόρου Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων, Εκλογικής Περιφέρειας Λεμεσού.

4. Χριστόδουλου Βενιαμίν εκ Λευκωσίας

5. Ανορθωτικού Κόμματος Εργαζομένου Λαού

(ΑΚΕΛ) από τη Λευκωσία

Καθ΄ων η αίτηση

---------------------

 

Εκλογική Αίτηση Αρ. 7/97

Μεταξύ:

Μιχάλη Παφιτανή από τη Λεμεσό

Αιτητή

και

1. Βουλής των Αντιπροσώπων, εκ Λευκωσίας

2. Ντίνου Μιχαηλίδη, Υπουργού Εσωτερικών,

εκ Λευκωσίας

3. Χριστάκη Αθανασίου, Εφόρου Εκλογής Μελών

της Βουλής των Αντιπροσώπων, Εκλογικής Περιφέρειας Λεμεσού

4. Χριστόδουλου Βενιαμίν, εκ Λευκωσίας

5. Ανορθωτικού Κόμματος Εργαζομένου Λαού

(ΑΚΕΛ) εκ Λευκωσίας

Καθ΄ων η αίτηση

------------------

 

17 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1997

Για τους αιτητές: Χρ. Κληρίδης με Χρ. Χριστοφή και Δ. Θεοδώρου.

Για τους καθ΄ων η αίτηση 1 και 4: Π. Πολυβίου προσωπικά και εκ μέρους του Γ. Κακογιάννη με Γ. Χριστοφίδη.

Για τους καθ΄ων η αίτηση 2 και 3: Α. Μαρκίδης, Γενικός Εισαγγελέας της

Δημοκρατίας, με Α. Παπασάββα και Γ.

Φράγκου (κα).

Για τους καθ΄ων η αίτηση 5: Α. Σ. Αγγελίδης με Σ. Παπασάββα.

-----------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ: Το πρώτο ζήτημα αφορά στη δυνατότητα της Βουλής των Αντιπροσώπων να τροποποιήσει το ΄Αρθρο 66.2 του Συντάγματος, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του Άρθρου 182.3 του Συντάγματος, κατ΄επίκληση του δικαίου της ανάγκης. Συμφωνώ επ΄αυτού με την απόφαση του Προέδρου Πική.

Με δοσμένη την αντίθετη κατάληξη της πλειοψηφίας, αναφύονται ως αυτοτελή όσα εναλλακτικά υποστήριξαν οι αιτητές. Δηλαδή:

1. Ο Νόμος 115(Ι)/96 με τον οποίο τροποποιήθηκε το ΄Αρθρο 66.2 του Συντάγματος είναι ο ίδιος αντισυνταγματικός, ως εκ του περιε- χομένου του.

2. Ο Νόμος 118(Ι)/96 που εισάγει τη συζητούμενη διάταξη αναφορικά με τον τρόπο πλήρωσης κενωθείσας βουλευτικής έδρας, είναι αντισυνταγματικός.

3. Η ανακήρυξη του κ. Χρ. Βενιαμίν ως Βουλευτή, διενεργήθηκε κατά παράβαση του Νόμου 118(Ι)/96.

Εξειδικεύθηκαν και αποτέλεσαν το αντικείμενο συζήτησης ενώπιόν μας όσα συνοψίζω πιό κάτω. ΄Αλλοι ισχυρισμοί που περιλήφθηκαν στις αιτήσεις, δεν προωθήθηκαν ενώπιόν μας.

(α) Τα ΄Αρθρα 62.1, 62.2, 67.1, 72.1 και 73.2 αναφέρονται σε εκλογή που πρέπει να θεωρηθεί ότι, ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του ΄Αρθρου 66(2), εξυπακούουν διαδικασία ψηφοφορίας. Το δε Αρθρο 31 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα της ψήφου ενώ το ΄Αρθρο 34 το δικαίωμα υποβολής υποψηφιότητας. Εισηγούνται οι αιτητές πως "το Σύνταγμα σε καμιά περίπτωση δεν αφήνει το θέμα στη διακριτική ευχέρεια του Νομοθέτη, να καθορίζει τον τρόπο πλήρωσης κενωθείσας βουλευτικής έδρας". Συνεπώς, καταλήγει η εισήγηση, αφού με την τροποποίηση που έγινε αφήνεται αποκλειστικά στη Βουλή η διά Νόμου ρύθμιση του θέματος, ενόψει και του ΄Αρθρου 179 του Συντάγματος, ο Ν. 115(Ι)/96 είναι αντισυνταγματικός.

(β) Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, είναι αντισυνταγματικός ο Νόμος 118(Ι)/96 επειδή

(ι) εξαρτά την ανακήρυξη βουλευτή προς πλήρωση κενωθείσας έδρας από το κατά πόσο αποδεδειγμένα, κατά το χρόνο της κένωσης της έδρας, εξακολουθεί να ανήκει στο ίδιο κόμμα ή συνασπισμό κομμάτων ως υποψήφιος των οποίων ανεδείχθη ως επιλαχών στις Γενικές Βουλευτικές Εκλογές. Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με την εισήγηση, πως η προϋπόθεση της διατήρησης της κομματικής ταυτότητας στο συγκεκριμένο χρόνο, εισάγει προσόν υποψηφιότητας βουλευτή, πέραν των καθοριζομένων από το Αρθρο 64 του Συντάγματος.

(ιι) Παραβιάζει το ΄Αρθρο 31 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει

το δικαίωμα ψήφου. ΄Οπως εξηγείται, κάθε εκλογικός νόμος πρέπει να συνάδει με τις πρόνοιες του άρθρου 63 ως προς το ποιοί μπορούν να ψηφίσουν, του Άρθρου 65 ως προς την περίοδο για την οποία εκλέγεται η Βουλή και του Άρθρου 66 ως προς το πότε έχουμε γενικές ή αναπληρωματικές εκλογές. Και τηρουμένων αυτών των συνταγματικών προνοιών και του εκλογικού νόμου "που πρέπει να συνάδει με τις αρχές αυτές, σύμφωνα με το Αρθρο 31 ο κάθε πολίτης έχει δικαίωμα ψήφου στις γενικές και αναπληρωματικές εκλογές". Τονίζεται πως η τροποποίηση του Συντάγματος αφήνει το θέμα της κατάργησης της αναπληρωματικής εκλογής στο νομοθέτη και, ως αποτέλεσμα, "ο Νομοθέτης έχει υποχρέωση να ενεργήσει μέ τέτοιο τρόπο που να συνάδει με τη συνταγματική τάξη και υποχρέωση για διεξαγωγή αναπληρωματικής εκλογής", που την επέβαλλαν τα Άρθρα 62.1, 62.2, 67.1, 72.1 και 73.2 που προαναφέρθηκαν. Τα οποία αναφέρονται σε βουλευτές εκλεγέντες, εκλεγόμενους ή που εκλέγονται. Επικαλέστηκαν εν προκειμένω οι αιτητές την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Εκλογοδικείου στην υπόθεση Μαυρογένης ν. ΄Εφορος Εκλογής κ.α. Αίτηση 1/95 ημερομηνίας 26.3.96 ως θεμελειώνουσα πως "όπου το Σύνταγμα ομιλεί για εκλογή και εκλεγέντες βουλευτές.... εννοεί εκλογή δια ψηφοφορίας". Και υποστηρίζουν πως αυτή η ερμηνεία ενισχύεται από το ΄Αρθρο 66.3 του Συντάγματος που παρέμεινε αναλλοίωτο. Το οποίο αναφέρεται σε και προϋποθέτει εκλογή διά ψηφοφορίας.

(γ) Ανεξάρτητα από τα συνταγματικά ζητήματα, η ανακήρυξη του κ. Βενιαμίν ως βουλευτή είναι άκυρη γιατί έγινε από ΄Εφορο Εκλογής που διορίστηκε κατά παράβαση των προνοιών του Ν. 118(Ι)/96. Απολήγει το επιχείρημα των αιτητών στη θέση πως δεν παρεχόταν εκ του Νόμου δυνατότητα διορισμού Εφόρου Εκλογής αφού, κατά τις μή τροποποιηθείσες διατάξεις του, τέτοιος διορισμός προϋποθέτει αναπληρωματική εκλογή.

Τα επιχειρήματα εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση συνοψίζονται ως εξής:

Ο Νόμος 115(Ι)/96, από τη στιγμή της θέσπισης του και της προσυπογραφής του από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατέστη Σύνταγμα. Είναι οι πρόνοιές του που αποτελούν πλέον το ΄Αρθρο 66.2 του Συντάγματος και, όπως χαρακτηριστικά πρότεινε ο Γενικός Εισαγγελέας, δεν μπορεί το Σύνταγμα να είναι αντισυνταγματικό. Και δεν τίθεται ζήτημα αντιπαραβολής προς άλλα Άρθρα του Συντάγματος και πολύ λιγότερο σύγκρουσης προς αυτά. Ιδίως αφού το Άρθρο 66.2, και στην περίπτωση κάποιας φαινομενικής αντίφασης, πρέπει να υπερισχύσει ως η ειδική ρύθμιση επί του θέματος. Εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα στέρησης του κατοχυρωμένου δικαιώματος ψήφου σε εκλογές που διεξάγονται όπως προνοεί το ΄Αρθρο 31, όταν, κατά το Σύνταγμα πλέον, δεν διεξάχθηκε αναπληρωματική εκλογή. Ούτε προσθήκης στα προσόντα που καθορίζει το ΄Αρθρο 64, αφού εκείνα αναφέρονται στο χρόνο της εκλογής που ήδη διενεργήθηκε το Μάϊο του 1996. Το δε Αρθρο 66.3 εξακολουθεί να έχει λόγο ύπαρξης εφόσον δεν αποκλείεται η αναπληρωματική εκλογή από το Αρθρο 66.2 αλλά αφήνεται στο Νομοθέτη η ευχέρεια ως προς τον τρόπο πλήρωσης κενωθείσας έδρας. Ο οποίος θα μπορούσε να προκρίνει αναπληρωματική εκλογή, την οποία και πράγματι διατήρησε σε ορισμένη περίπτωση.

Αναφορικά με την ουσία του τελευταίου θέματος, υποστηρίχθηκε πως αφού κατά το Ν. 118(Ι)/96 η κενωθείσα έδρα πληρούται με ανακήρυξη από τον ΄Εφορο, ήταν αναγκαίος ο διορισμός Εφόρου, που θα έπρεπε να διενεργηθεί από τον Υπουργό Εσωτερικών ως τον γενικά αρμόδιο για το διορισμό Εφόρων στο πλαίσιο του Νόμου. Χωρίς προηγούμενη προκήρυξη αναπληρωματικής εκλογής αφού δεν θα διεξαγόταν τέτοια.

Συζητούμε τα πιο πάνω θέματα στη βάση της κρίσης πως εγκύρως η Βουλή των Αντιπροσώπων άσκησε αναθεωρητική εξουσία προς τροποποίηση του ΄Αρθρου 66.2 του Συντάγματος. Η εισήγηση των αιτητών πως, και με αυτό ως δεδομένο, το περιεχομένο της τροποποίησης είναι "αντισυνταγματικό" επειδή, όπως ισχυρίζονται, συγκρούεται με άλλα ΄Αρθρα του Συντάγματος, σημαίνει πως έχει μεν η Βουλή την εξουσία τροποποίησης μή θεμελιώδους Άρθρου του Συντάγματος αλλά περιορίζεται ως προς το περιεχόμενο της τροποποίησης από τις πρόνοιες των άλλων άρθρων του Συντάγματος που αναφέρθηκαν που, ας σημειωθεί, είναι και αυτά μή θεμελιώδη. Με την εξαίρεση του ΄Αρθρου 62.2 ως προς το μέρος του όμως που αφορά στις ιδιαίτερες ρυθμίσεις αναφορικά με τις δυο κοινότητες.

Δεν θα ήμουν έτοιμος να δεκτώ την ύπαρξη τέτοιου περιορισμού αλλά, ούτως ή άλλως, δεν έχει και τεκμηριωθεί η σύγκρουση στην οποία αναφέρθηκαν οι αιτητές. Το Άρθρο 31 κατοχυρώνει το δικαίωμα ψήφου "εις οιανδήποτε εκλογήν διενεργουμένην συμφώνως τω Συντάγματι και οιωδήποτε τοιούτω νόμω". Δεν είναι αφ΄εαυτού προσδιοριστικό των εκλογών που πρέπει να διεξάγονται και προϋποθέτει εκλογή που προβλέπεται από το Σύνταγμα ή δυνάμει τούτου ψηφιζόμενο εκλογικό νόμο. Ούτε τα άλλα Άρθρα που αναφέρθηκαν μπορούν να θεωρηθούν ότι παραπέμπουν αφ΄εαυτών σε αναπληρωματική εκλογή που προϋποθέτει ψηφοφορία. Η πλήρωση κενωθείσας έδρας με αναπληρωματική εκλογή ρυθμίστηκε από το ΄Αρθρο 66.2 και είναι ενόψει αυτής της ειδικής συνταγματικής διάταξης που στην υπόθεση Μαυρογένης ν. Εφόρου Εκλογής (ανωτέρω) κρίθηκε πως απαιτείτο αναπληρωματική εκλογή από το εκλογικό σώμα. Η αναφορά στην απόφαση εκείνη στην αλληλουχία του ΄Αρθρου 66.2 με τα ΄Αρθρα 63, 64 και 31 δεν σήμαινε πως αυτά συνιστούσαν ανεξάρτητες ρυθμίσεις που επέβαλλαν από μόνες τους την αναπληρωματική εκλογή από το εκλογικό σώμα. Αποσκοπούσε στον τονισμό των προεκτάσεων από την ανάδειξη βουλευτή χωρίς τη διεξαγωγή εκλογής από το εκλογικό σώμα, εφόσον αυτή προβλεπόταν από το Σύνταγμα. Εξ ου και η παραπομπή στην υπόθεση Ευθυμίου (1991) 3 ΑΑΔ 299 αλλά και η διευκρίνιση πως "η τήρηση των προνοιών του ΄Αρθρου 66.2 επιβάλλεται όχι μόνο από τις διατάξεις του αλλά και από εκείνες του άρθρου 31...." Ως προς δε το Αρθρο 64, δεν μπορώ να συμφωνήσω πως ο Ν. 118(Ι)/96 εισάγει νέα προϋπόθεση για την ύπαρξη δικαιώματος υποβολής υποψηφιότητας βουλευτή. Το ΄Αρθρο 64 ορίζει τα προσόντα που πρέπει να συνυπάρχουν για να υπάρξει δικαίωμα υποβολής τέτοιας υποψηφιότητας, "κατά το χρόνο της εκλογής", και δεν αναφέρεται σ΄αυτά ο Νόμος.

Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία ως προς το αποτέλεσμα της τροποποίησης του Συντάγματος. Ούτε ως προς τη πρόθεση κατά τη θέσπιση της, όπως την αποκαλύπτει το ίδιο το κείμενό της. Αφ΄εαυτού αλλά και έχοντας υπόψη και το Άρθρο 66.2 πριν την τροποποίησή του. Δεν απαιτείται κατ΄ανάγκην αναπληρωματική εκλογή. Η πλήρωση κενωθείσας βουλευτικής έδρας μπορεί να διενεργηθεί κατά τρόπο καθοριζόμενο από Νόμο. Ο Ν. 118(Ι)96, ως συνάδων προς την τροποποίηση, που αποτελεί την ειδική συνταγματική διάταξη επί του θέματος, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντισυνταγματικός, όπως εισηγήθηκαν οι αιτητές.

Το Αρθρο 66.3 αναφέρεται και στην περίπτωση κατά την οποία "η κατά την ...... δευτέραν παράγραφον του παρόντος άρθρου εκλογή δεν δύναται να διενεργηθεί κατά την καθοριζόμενη υπό του Συντάγματος ή συμφώνως τούτω καθορισθείσαν ημερομηνίαν...". Είναι προσαρμοσμένο σε δεύτερη παράγραφο που προβλέπει εκλογή. Η τροποποίηση της παραγράφου 2 με τον πιο πάνω τρόπο, αφαιρεί το υπόβαθρο της ρύθμισης της παραγράφου 3 αφού δεν αναφέρεται πλέον σε αναπληρωματική εκλογή. Θα αναμενόταν πως δεν θα διέφευγε της προσοχής της Βουλής αυτή η επίπτωση όταν αποφάσιζε να ασκήσει εξουσία αναθεώρησης του Συντάγματος. Και δεν είναι ορθή η άποψη πως πρέπει να θεωρήσουμε ότι το ΄Αρθρο 66.3 ορθά αφέθηκε για να διαδραματίζει ρόλο στην περίπτωση κατά την οποία ο Νόμος θα πρόβλεπε αναπληρωματική εκλογή, όπως και πράγματι έγινε. Το Αρθρο 66.3 αναφέρεται σε εκλογή που προβλέπεται από το Αρθρο 66.2 και, πάντως, δε νομίζω πως είναι νοητή συνταγματική ρύθμιση η ενεργοποίηση της οποίας θα τελεί υπό την αίρεση της θέσπισης νόμου με ορισμένο περιεχόμενο.

Δεν είναι όμως δυνατό αυτή η αναντιστοιχία να οδηγήσει και στην αποδοχή της άποψης πως, πλέον, ο Νόμος 118(Ι)/96 αντίκειται στο Αρθρο 66.3. Πολύ λιγότερο πως η ίδια η τροποποίηση του Συντάγματος αντίκειται προς αυτό. Εφόσον είχε η Βουλή την εξουσία τροποποίησης του ΄Αρθρου 66.2 που είναι, επαναλαμβάνω, η προϋπόθεση υπό την οποία συζητούμε αυτό το θέμα, δεν μπορεί να λεχθεί πως η διατήρηση του ΄Αρθρου 66.3 αναιρεί το σαφές αποτέλεσμα της τροποποίησης, όπως το προανέφερα. Γιατί σ΄αυτό θα οδηγούμαστε αν θεωρούσαμε πως, παρά την τροποποίηση, είναι υποχρεωτική η αναπληρωματική εκλογή ενόψει του Άρθρου 66.3. Η επίπτωση από τη διατήρηση του ΄Αρθρου 66.3 εξαντλείται στα όσα σημείωσα και δεν δικαιολογεί τις εισηγήσεις που συναρτήθηκαν προς αυτό.

Τελικά, ως προς το θέμα του διορισμού του Εφόρου. Η επιχειρηματολογία των καθ΄ων η αίτηση, όπως τη συνόψισα, είναι πειστική και η εισήγηση των αιτητών δεν γίνεται δεκτή.

 

Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ

 

 

/Μσι.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο