ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 1 ΑΑΔ 1255

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9682.

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, Δ.Δ.

 

Επί τοις αφορώσι τον Τάκη Οικονομίδη, από τη Λευκωσία,

Χρεώστ ης-Εφεσείων

και

Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, από τη Λευκωσία,

Πιστωτ ές-Εφεσίβλητοι.

____________________

29 Σεπτεμβρίου, 1997.

Για τον Εφεσείοντα : Λ. Κληρίδης.

Για τους Εφεσίβλητους: Ν. Παπαευσταθίου.

____________________

ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Δικαστής Π. Καλλής.

_____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 15.1.92 οι εφεσίβλητοι επέδωσαν στον εφεσείοντα ειδοποίηση πτώχευσης σε σχέση με εξ αποφάσεως χρέος της τάξεως των £647.895,68 σεντ. Δεν συμμορφώθηκε με την ειδοποίηση και οι εφεσίβλητοι καταχώρησαν αίτηση για έκδοση διατάγματος παραλαβής εναντίον της περιουσίας του.

Η αίτηση συνάντησε την ένσταση του εφεσείοντος. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την ένσταση και προχώρησε στην χορήγηση του αιτούμενου διατάγματος παραλαβής. Εξού και η παρούσα έφεση.

Οι λόγοι της ένστασης του εφεσείοντος ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου καθώς και οι λόγοι της έφεσης σχετίζονται άμεσα με ορισμένες πτυχές της διαδικασίας και της απόφασης από την οποία πηγάζει το εξ αποφάσεως χρέος. Για το λόγο αυτό κρίνεται σκόπιμη η αναφορά σε αυτές τις πτυχές. Το εξ αποφάσεως χρέος έχει προκύψει από την εκ συμφώνου απόφαση στην αγωγή 650/86 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου ημερ. 24.3.87 στην οποία οι εφεσίβλητοι ήταν ένας από τους δύο ενάγοντες. Εναγόμενοι στην αγωγή εκείνη ήταν ο εφεσείων (εναγόμενος 2) η εταιρεία "Iata Gorgona Beach Estates Ltd" (εναγόμενη 1) και οι Ανδρέας Ρούσου, Σταύρος Αμπίζας και Βασούλλα Κοζάκη (εναγόμενοι 3, 4 και 5 αντιστοίχως). Ο εφεσείων είναι διευθύνων σύμβουλος της εναγόμενης 1 και ένας από τους μεγαλύτερους μετόχους της.

Με την πιο πάνω εκ συμφώνου απόφαση οι εναγόμενοι 1, 2 και 3 διατάχθηκαν "να πληρώσουν ομού και/ή κατεχωρισμένως εις τους ενάγοντας το ποσό των £647,895.68 εντόκως προς 9% ετησίως από 1.10.86 μέχρι εξοφλήσεως". Με την ίδια απόφαση (παράγ. (δ)) διατάχθηκε όπως:

"(δ) Το ενυπόθηκο ακίνητο των εναγομένων 1, δυνάμει υποθήκης υπ΄ αρ. Υ 12/81 Επαρχ. Κτηματολογίου Αμ/στου, υπ΄ αρ. τεμ.60, Φ/Σχ. ΧL II/27 WI κείμενον εις το χωρίον Σωτήρα της Επαρχίας Αμ/στου, να πωληθεί διά δημοσίου πλειστηριασμού. Τα έσοδα εκ της πωλήσεως να διατεθούν διά την εξόφλησιν του εξ αποφάσεως χρέους και των εξόδων. Οιονδήποτε υπόλοιπον να επιστραφεί εις τους εναγομένους 1, 2 και 3."

Η αγωγή εναντίον των εναγομένων 4 και 5 απορρίφθηκε. Αργότερα - στις 19.10.94 - με αίτηση των εναγόντων (εφεσιβλήτων) έγινε τροποποίηση της απόφασης της 24.3.87 και συγκεκριμένα της πιο πάνω παραγράφου (δ) με την απάλειψη της φράσης "2 και 3" στην τελευταία γραμμή.

Εναντίον της απόφασης για την τροποποίηση της απόφασης ασκήθηκε έφεση από τον εφεσείοντα στην παρούσα έφεση η οποία ακόμη εκκρεμεί.

Οι διάφοροι λόγοι ένστασης του εφεσείοντος εναντίον της αίτησης για έκδοση διατάγματος παραλαβής απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο δικαστήριο. Θα αναφερθούμε μόνο στους λόγους οι οποίοι έχουν αποτελέσει και λόγους έφεσης.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι με την απόφαση στην αγωγη αρ. 650/86 οι αιτητές-εφεσίβλητοι είναι εξασφαλισμένοι πιστωτές καθότι υπάρχει υποθήκη η οποία πρέπει πρώτα να εκποιηθεί και τά έσοδα να διατεθούν για την εξασφάλιση του χρέους και εξόδων. Εάν μετά την πώληση του κτήματος προκύψει οποιοδήποτε υπόλοιπο, τότε οι πιστωτές να προχωρήσουν εναντίον του χρεώστη-εφεσείοντος στην παρούσα έφεση.

Ο πιο πάνω λόγος της ένστασης είχε σαν νομικό βάθρο τα άρθρα 2 - ορισμός του όρου "ασφαλισμένος πιστωτής" - και 5(2) του περί Πτωχεύσεως Νόμου, Κεφ. 5.

Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε τον πιο πάνω λόγο της ένστασης. ΄Εκρινε ότι ο χρεώστης (εφεσείων) δεν είχε δώσει οποιαδήποτε εξασφάλιση. Την εξασφάλιση "την είχε ο συνοφειλέτης του χρέους" - η εναγόμενη εταιρεία 1.

Για την κατάληξη του αυτή το πρωτόδικο δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από το πιο κάτω απόσπασμα του Williams and Muir Hunter on Bankruptcy, 19η έκδοση, σελ. 525:

"Section 167 defines a 'secured creditor' as a person holding security over the property of the debtor, accordingly this rule would appear only to apply to such creditors, and not to creditors holding security over the property of third parties."

Σε ελληνική μετάφραση:

"Το άρθρο 167 δίνει τον ορισμό του 'ασφαλισμένου πιστωτή' σαν του προσώπου το οποίο κατέχει ασφάλεια επί της περιουσίας του χρεώστη. Συνακόλουθα φαίνεται ότι αυτός ο κανόνας εφαρμόζεται στην περίπτωση τέτοιων πιστωτών και όχι σε πιστωτές οι οποίοι κατέχουν ασφάλεια επί της περιουσίας τρίτων."

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης προσβάλλεται ως εσφαλμένη η πιο πάνω κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου. Υποστηρίχθηκε περαιτέρω ότι το γεγονός ότι ο εφεσείων είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος της εναγόμενης εταιρείας 1 ουσιαστικά σημαίνει ότι ο εξ αποφάσεως πιστωτής είναι "ασφαλισμένος πιστωτης".

Συμφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Η κατάληξη στην οποία έχει αχθεί ήταν η μόνη δυνατή λαμβανομένου υπόψη του λεκτικού των πιο πάνω άρθρων του Κεφ. 5. Η ασφάλεια που κατείχε ο πιστωτής ήταν ασφάλεια επί της περιουσίας της εναγομένης εταιρείας 1 και δεν μπορεί να καλύψει με κανένα τρόπο την περίπτωση του εφεσείοντος.

Αναφορικά με την εισήγηση η οποία σχετίζεται με το μετοχικό καθεστώς της εναγόμενης εταιρείας 1 υπενθυμίζουμε την πολύ καλώς εδραιωμένη αρχή: Η εταιρεία έχει ανεξάρτητη οντότητα ξεχωριστή και διαφορετική από εκείνη των μετόχων της (Βλ. Salomon v. Salomon (1897) A.C. 22 και Bank of Cyprus v. Republic (1983) 3 C.L.R. 363). Ακολουθεί πως η ιδιότητα του μεγαλομετόχου της εναγόμενης 1, σε σχέση με την οποία οι εφεσίβλητοι ήταν ασφαλισμένοι πιστωτές, δεν καθιστά και τους τελευταίους ασφαλισμένους-πιστωτές και σε σχέση με τον εφεσείοντα. Ο πρώτος λόγος της έφεσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου είχε, επίσης, υποστηριχθεί ότι η απόφαση στην πιο πάνω αγωγή δεν ήταν τελεσίδικη. Η σχετική εισήγηση είχε σαν νομικό έρεισμα το άρθρο 3(1) (ζ) του Κεφ. 5. Το πρωτόδικο δικαστήριο υπέδειξε ότι η έφεση δεν σχετίζεται με το οφειλόμενο ποσό το οποίο - τόνισε - ήταν παραδεκτό και δεν είχε προηγηθεί αναστολή εκτέλεσης της απόφασης. ΄Εκρινε ότι η καταχώριση της έφεσης μόνο δεν είναι αρκετό για να κάμει μη τελεσίδικη την απόφαση στην πιο πάνω αγωγή.

Με το δεύτερο λόγο της έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστήριξε ότι το πιο πάνω συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν εσφαλμένο.

Ο όρος "τελεσίδικη απόφαση" ("final judgment") εμφανίζεται και στο άρθρο 4(1) (g) της Αγγλικής Bankruptcy Act, 1883 (βλ. τώρα Bankruptcy Act, 1914, άρθρο 1(1) (g)). ΄Εχει ερμηνευθεί στην υπόθεση Re Chinery, Ex p. Chinery (1884) 12 Q.B.D. 342, 345:

"I think we ought to give to the words 'final judgment' in this subsection their strict and proper meaning, i.e. a judgment obtained in an action by which a previously existing liability of the defendant to the plaintiff is ascertained or established."

Σε ελληνική μετάφραση:

"Νομίζω ότι πρέπει να δώσουμε στις λέξεις 'τελεσίδικη απόφαση' σ΄ αυτό το εδάφιο την αυστηρή και σωστή έννοια τους. Είναι απόφαση που λαμβάνεται σε μια αγωγή με την οποία μια προυπάρχουσα υποχρέωση του εναγομένου προς τον ενάγοντα εξακριβώνεται ή αποδεικνύεται."

Στην Huntly (Marchioness) v. Gaskell (1905) 2 Ch. (CA) 656, 667 ο όρος έχει ερμηνευθεί ως εξής:

"When the word 'final' is used, as I think it is in some authorities with reference to judgments, that does not mean, I apprehend, a judgment which is not open to appeal, but merely 'final' as opposed to 'interlocutory'. A judgment is, in my opinion, not the less an estoppel between the parties to the action because it may be reversed on appeal to the House of Lords."

 

Σε ελληνική μετάφραση:

"΄Οπου η λέξη 'τελεσίδικη' χρησιμοποιείται, καθώς νομίζω, σε μερικές αυθεντίες σε σχέση με αποφάσεις, αντιλαμβάνομαι ότι αυτό δεν σημαίνει απόφαση η οποία δεν υπόκειται σε έφεση, αλλά απλώς 'τελεσίδικη' σε αντίθεση με την 'ενδιάμεση'. Κατά την γνώμη μου μια απόφαση δεν αποτελεί μικρότερο κώλυμα μεταξύ των μερών επειδή δυνατόν να ανατραπεί κατ΄ έφεση από την Δικαστική Επιτροπή των Λόρδων."

 

Συμφωνούμε με την πιο πάνω ερμηνεία. Η καταχώριση έφεσης δεν έχει καταστήσει μη τελεσίδικη την απόφαση στην πιο πάνω αγωγή. ΄Οπως και το ίδιο το άρθρο 3(1) (ζ) προβλέπει μόνο με την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης ο χρεώστης δεν διαπράττει πράξη πτωχεύσεως. Ο δεύτερος λόγος της έφεσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

Μια άλλη θέση που είχε προβληθεί ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου σχετιζόταν με την ταυτόχρονη προώθηση της διαδικασίας πώλησης του ενυπόθηκου κτήματος και της διαδικασίας πτώχευσης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος υποστήριξε ότι εφόσο έχει καταχωρηθεί αίτηση για πώληση του ενυπόθηκου κτήματος που αναφέρεται στην απόφαση δεν μπορούν να συνυπάρχουν δύο μεθόδοι εκτέλεσης της ίδιας απόφασης.

Ο τρίτος - και τελευταίος - λόγος της έφεσης στρέφεται εναντίον της απόρριψης της πιο πάνω θέσης από το πρωτόδικο δικαστήριο.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος με αναφορά στην Panaou v. HajiChristofi and Others (1963) 2 C.L.R. 19 υποστήριξε ενώπιον μας ότι σε σχέση με απόφαση η οποία είχε εκδοθεί εναντίον των εναγομένων "ομού και/ή κεχωρισμένως" δεν μπορεί ταυτόχρονα να επιδιώκεται πώληση ενυπόθηκου κτήματος και διαδικασία πτώχευσης.

Στην Panaou (πιο πάνω) κρίθηκε ότι ένας εξ αποφάσεως πιστωτής δεν μπορεί ταυτόχρονα να επιδιώκει διαφορετικούς τρόπους εκτέλεσης και δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τη διαδικασία εκτέλεσης καταπιεστικά.

Η αρχή της Panaou (πιο πάνω) συμβαδίζει με την αρχή η οποία έχει διατυπωθεί στην Christodoulou v. Andreou, C.L.R. XVI, σελ. 95, σύμφωνα με την οποία ένας εξ αποφάσεως πιστωτής δεν μπορεί να επιδιώκει ταυτόχρονα δύο τρόπους εκτέλεσης.

Οι μεθόδοι εκτέλεσης προδιαγράφονται από το άρθρο 14 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 το οποίο δεν περιλαμβάνει τη διαδικασία πτώχευσης. ΄Ασχετα από αυτό έχουμε τη γνώμη ότι οι πιο πάνω αρχές τυγχάνουν εφαρμογής μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που οι διάφοροι τρόποι εκτέλεσης στρέφονται εναντίον του ιδίου χρεώστη. ΄Οταν πρόκειται για εκτέλεση απόφασης που εκδίδεται "ομού και/ή κεχωρισμένως" δεν υπάρχουν τέτοιοι περιορισμοί. Ο εξ αποφάσεως πιστωτής είναι ελεύθερος να επιδιώξει την ταυτόχρονη εκτέλεση της απόφασης εναντίον όλων των χρεωστών. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση θα αλλοίωνε την έννοια της απόφασης που εκδίδεται "ομού και/ή κεχωρισμένως" και θα ισοδυναμούσε με αναστολή εκτέλεσης της απόφασης σε σχέση με εκείνους τους χρεώστες εναντίον των οποίων δεν είχε επιδιωχθεί εκτέλεση της απόφασης.

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

Δ.

 

Δ.

Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο