ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 1 ΑΑΔ 415

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΟ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

 

ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 52

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΑΡΤΕΜΗ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ Δ/στών

Χριστάκης Κατσουρίδης

Εφεσείων-καθ΄όυ η αίτηση

ν.

Ανδρούλλας Γεωργίου Κατσουρίδη

Εφεσιβλήτο υ-αιτήτριας

----------------------------

21 Απριλίου 1997

Για τον εφεσείοντα: Λ. Βραχίμης.

Εφεσίβλητη απούσα.

----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Η εφεσίβλητη, με αίτηση της στο Οικογενειακό Δικαστήριο, επικαλούμενη το άρθρο17(1) του περι Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990 (Ν. 23/90), ενόψει της διακοπής της συμβίωσης της με τον εφεσείοντα σύζυγό της, ζήτησε την παραχώρηση σ΄αυτή του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης της οικογενειακής στέγης. Κατοικίας δηλαδή στην οδό Μίνωος στo Στρόβολο που ενοικιάστηκε, μετά τον επαναπατρισμό του ζεύγους και των δυο παιδιών τους το 1993, ηλικίας 16 και 6 χρονών, μόλις δυο περίπου μήνες νωρίτερα. Διέμεναν ως τότε στις ΗΠΑ για μεγάλο χρονικό διάστημα. Από την εποχή του γάμου τους το 1975, με μια μικρή διακοπή το 1980 όταν είχαν επανέλθει για μερικούς μήνες.

Ταυτόχρονα, με μονομερή αίτηση της ζήτησε την έκδοση παρεμπίπτοντος απαγορευτικού διατάγματος και, πράγματι, το πρωτόδικο Δικαστήριο απαγόρευσε στον εφεσείοντα "να εισέρχεται και/ή επεμβαίνει με οποιονδήποτε τρόπο και καθ΄οιονδήποτε χρόνο χρησιμοποιεί την κατοικία....." Αντικείμενο της έφεσης είναι η απόφαση για οριστικοποίηση του διατάγματος αλλά πριν από οτιδήποτε άλλο θα επαναλάβουμε τη διαφωνία που διατυπώσαμε και κατά τη διάρκεια της διαδικασίας στην "αναστολή" της πρωτόδικης διαδικασίας που αποφασίστηκε μετά από κοινή εισήγηση των διαδίκων, σε αναμονή της έκβασης αυτής της έφεσης. Προσθέτουμε τώρα και τις παρατηρήσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Vuitton v. Δέρμοσακ Λτδ και άλλης (1992) 1 ΑΑΔ 1453 στις σελίδες 1465 και 1466:

"Θέλουμε να τονίσουμε ότι η παροχή ενδιάμεσης θεραπείας δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέτρο συνυφασμένο με την πιθανότητα εξασφάλισης ανάλογης θεραπείας κατά τη δίκη. Η δίκη είναι η καθιερωμένη διαδικασία για τον καθορισμό και διακήρυξη των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των διαδίκων. Το κύριο έρεισμα για την παροχή προσωρινής θεραπείας είναι η αντικειμενική αδυναμία της άμεσης διεξαγωγής της δίκης".

Οι ισχυρισμοί των διαδίκων αναφορικά με σειρά από περιστατικά που συζητήθηκαν, ήταν αντίθετοι. Εξήγησε όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο πως δεν θα αξιολογούσε τη μαρτυρία για να καταλήξει σε ευρήματα που ανήκαν στη διαδικασία της κύριας δίκης. Συμφωνεί ο εφεσείων πως αυτό ήταν το ενδεδειγμένο, και ορθά επίσης δεν αμφισβήτησε τον προσανατολισμό του πρωτόδικου Δικαστηρίου προς τις προϋποθέσεις έκδοσης παρεμπίπτοντος διατάγματος, όπως τις θέτει το άρθρο 32 του περι Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60). Το οποίο και καθοδηγήθηκε από την υπόθεση Odysseos v. Pieris Estates Ltd and Others (1982) 1 CLR 557 και άλλες υποθέσεις που την ακολούθησαν, με αναφορά και στις αρχές που διέπουν την παροχή με παρεμπίπτον διάταγμα της τελικής θεραπείας. Κατά το άρθρο 16(1) του Ν. 23/90 τα Οικογενειακά Δικαστήρια ασκούν, τηρουμένων των αναλογιών, όλες τις εξουσίες που διαλαμβάνονται στο Τέταρτο Μέρος του πιο πάνω Νόμου, στο οποίο περιλαμβάνεται και το άρθρο 32 και ήταν αυτή τη δικαιοδοσία που επικαλέστηκε η εφεσίβλητη. Η φύση της τελικής θεραπείας που επιδιώκεται δεν μεταβάλλει το δικαιοδοτικό πλαίσιο. Οι οικογενειακές διαφορές κατά κανόνα συνάπτονται προς λεπτές πτυχές των ανθρωπίνων σχέσεων, και, συνήθως, εμπλέκουν και το όλως ευαίσθητο ζήτημα της ευημερίας ανηλίκων. Αυτά, όπως και τα ιδιαίτερα κριτήρια με γνώμονα τα οποία, όπως ορίζει κατά περίπτωση ο ουσιαστικός νόμος, παρέχεται η τελική θεραπεία, κατ΄ανάγκην αποτιμούνται. Εντεταγμένα όμως στους προβληματισμούς που επάγεται η δικαιοδοτική διάταξη που περιλαμβάνει και τη γενική αξίωση να αναδεικνύεται η έκδοση του ορισμένου παρεμπίπτοντος διατάγματος, όσο και αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που τίθενται, ως δίκαιη και πρόσφορη.

Οι ενστάσεις του εφεσείοντα ενώπιόν μας δεν αφορούν στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του Νόμου. Είχε δεχθεί εξαρχής πως εγειρόταν σοβαρό ζήτημα και πως υπήρχε πιθανότητα να δικαιούται η εφεσίβλητη σε θεραπεία. Σημειώνουμε εδώ πως ήταν αδιαμφισβήτητη η διακοπή της συμβίωσης και πως διέμεναν πλέον στην κατοικία που ενοικιάστηκε μόνο η εφεσίβλητη και τα παιδιά τους. Η εφεσίβλητη είχε αναφέρει στην ένορκη δήλωσή της πως "έδιωξε" τον εφεσείοντα λόγω της συμπεριφοράς του αλλά εξήγησε με την προφορική της μαρτυρία πως όταν τον κάλεσε να φύγει εκείνος συγκατένευσε. Ο ίδιος δε ο εφεσείων κατέθεσε πως "έφυγε από το σπίτι". Επίσης σημειώνουμε πως οι διάδικοι περίπου συμφωνούσαν και ως προς το περιστατικό που έδωσε την αφορμή γι΄αυτή την εξέλιξη. Αφορούσε στην ενέργεια του εφεσείοντα να τοποθετήσει στο αυτοκίνητό του διάφορα αντικείμενα. Προσωπικά της, έλεγε η εφεσίβλητη, τα οποία θα πωλούσε για λογαριασμό του. Ενώ, άεργος όπως ήταν συνήθως, δεν φρόντιζε για τις ανάγκες της οικογένειάς του. Αντικείμενα που ανήκαν και στους δυο, έλεγε ο εφεσείων, τα οποία έφεραν από τις ΗΠΑ ακριβώς με σκοπό να τα πωλήσουν για να ενισχυθεί ο οικογενειακός προϋπολογισμός. Στον οποίο πάντα συνεισέφερε αν και σοβαρές ασθένειες και πρόσφατο ατύχημα δεν του επέτρεψαν να εργάζεται σταθερά. Το γεγονός ήταν πως δημιουργήθηκε επεισόδιο και πως παρενέβη η αστυνομία, όσο και αν ο εφεσείων αρνήθηκε τον ισχυρισμό της εφεσίβλητης και άλλης μάρτυρος πως την κτύπησε.

Ο εφεσείων διέμενε πλέον στο σπίτι της αδελφής του και στη συνέχεια στο Παραλίμνι αφού εξασφάλισε εργασία στον Πρωταρά. Εξακολουθούσε όμως να επανέρχεται και στην οικογενειακή κατοικία και αυτή ήταν πλέον η αιτία των προστριβών. Για να αποσπάσει αντικείμενα από το σπίτι με σκοπό να τα πωλήσει ή και προφασιζόμενος, όπως κατέθεσε η εφεσίβλητη, επιθυμία του να βλέπει τα παιδιά τους, τους ενοχλούσε κάθε βράδυ τις πρωϊνές ώρες. Με αποκορύφωμα την προσπάθειά του να εισέλθει βίαια στο σπίτι στις 2.00 π.μ. στις 15.7.93 που οδήγησε και πάλιν στην εμπλοκή της αστυνομίας το ίδιο βράδυ αλλά και την επομένη. Με τελικό αποτέλεσμα την τρομοκράτηση των παιδιών και τη δημιουργία φόβου πως κινδύνευαν πλέον, αφού, μαζί με τα άλλα, ο εφεσείων διατύπωνε σαφείς απειλές κατά της ίδιας αλλά και των συγγενών της.

Ο εφεσείων δεν αρνήθηκε πως πράγματι επιχειρούσε να εισέλθει στο σπίτι. Αρνήθηκε όμως όλα τα άλλα. Ορμάτο, όπως ισχυρίστηκε, από τη γνήσια επιθυμία του να βλέπει τα παιδιά του και να παραλαμβάνει προσωπικά του αντικείμενα. Δέχθηκε πως στις 2.00 π.μ. τις 15.7.93 θέλησε να διανυκτερεύσει στο σπίτι επειδή δεν ήταν δυνατό να φιλοξενηθεί εκείνο το βράδυ από την αδελφή του. Ούτως ή άλλως, δημιουργούνταν προστριβές και επεισόδια για τα οποία κατ΄επανάληψη υποβλήθηκαν παράπονα στην αστυνομία, όπως κατέθεσε και αστυνομικός που κάλεσε η εφεσίβλητη. Αμφισβητούμενης βέβαια, έντασης αν και παραδέκτηκε και ο εφεσείων πως σε μια περίπτωση ο υιός του προσπάθησε να τον κτυπήσει. Και αυτά, με επίκεντρο όχι την επιθυμία του εφεσείοντα να επανέλθει στο σπίτι για να διαμένει εκεί και ας σημειωθεί παρενθετικά πως στη συνέχεια άσκησαν και οι δυο διάδικοι αγωγή διαζυγίου.

Μια παρέκβαση πριν προχωρήσουμε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε πως "η υπαιτιότητα των συζύγων στη διακοπή της συμβίωσης δεν λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο στην άσκηση των εξουσιών του σύμφωνα με το άρθρο 17(1) του Ν. 23/90", και επεκτάθηκε ο κ. Βραχίμης σε επιχειρηματολογία ως προς την ορθότητα αυτής της θέσης. Και αφού το άρθρο 17(1) αναπαραγάγει ουσιαστικά το άρθρο 1393 του Ελληνικού Αστικού Κώδικα, μας παρέπεμψε στο Νέο Οικογενειακό Δίκαιο του Β. Α. Βαθρακοκοίλη Γ έκδοση σελ. 207 σύμφωνα με το οποίο πρέπει να συνεκτιμούνται το εύλογο ή όχι της διακοπής της συμβίωσης και η υπαιτιότητα. Χωρίς όμως να παραλείψει, και πρέπει να εξάρουμε αυτή τη δίκαιη στάση του, ιδιαίτερα σε μια διαδικασία στην οποία δεν εκπροσωπήθηκε η εφεσίβλητη, να επισημάνει την υποσημείωση στο ίδιο Σύγγραμμα πως άλλος συγγραφέας διατηρεί διαφορετική άποψη. (Βλ. συναφώς και Γ. Κουμάντου - Οικογενειακό Δίκαιο Τόμος ΙΙ σελ. 176 και Ιω. Γ. Δεληγιάνη, Οικογενειακό Δίκαιο Τόμος ΙΙ σελ. 196).

Αφού όμως σαφώς αναγνωρίστηκε πως υπήρχε πιθανότητα να δικαιούται η εφεσίβλητη σε θεραπεία, ακριβώς δυνάμει του άρθρου 17(1), δεν εγειρόταν τέτοιο θέμα. Θεωρούμε, συνεπώς, πως δεν είχε τη θέση της η γνώμη που εξέφρασε το πρωτόδικο Δικαστήριο και επίσης πως εκφεύγει και του πλαισίου της έφεσης η συζήτησή της, αφού, όπως σημειώσαμε, ούτε ενώπιόν μας αμφισβητηθηκε πως, στο πλαίσιο του συνόλου των δεδομένων, πράγματι υπάρχει η αναφερθείσα πιθανότητα. Επειδή όμως από άλλο σημείο της πρωτόδικης απόφασης φαίνεται να προσδίδεται σημασία στο γεγονός ότι "το άρθρο 17(1) δεν συναρτά την επέμβαση του Δικαστηρίου με την υπαιτιότητα που ενδεχόμενα έχει ένας διάδικος στη διακοπή της συμβίωσης", παρατηρούμε πως το άρθρο δεν εξειδικεύει κανένα από τους παράγοντες που θα μπορούσαν να προσμετρήσουν. Προνοεί πως παραχωρείται στον ένα σύζυγο η αποκλειστική χρήση της οικογενειακής στέγης ή τμήματός της "εφόσο το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας και ενόψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των παιδιών", χωρίς όμως να προκαθορίζει, ούτε θα ήταν δυνατό άλλωστε, ποιό γεγονός ή ποιά συμπεριφορά θα είχε και σε ποιό βαθμό ή δεν θα είχε σημασία, κατά περίπτωση.

Ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε ούτε την τρίτη από τις προϋποθέσεις της επιφύλαξης στο άρθρο 32(1). Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στο σύγγραμμα του David Bean, Injunctions, 5η έκδοση σελ. 149 ως προς τη δυνατότητα του Δικαστηρίου για άμεση παρέμβαση με παρεμπίπτον διάταγμα στις περιπτώσεις οικογενειακών διαφορών που απολήγουν σε πράξεις βίας ή που επηρεάζουν την ευημερία ανηλίκων για να καταλήξει πως "οι πληγωμένες σχέσεις και τα τραυματισθέντα συναισθήματα των διαδίκων και των ανηλίκων δεν αποτιμούνται σε χρήμα και δεν αποκαθίστανται μεταγενέστερα". Θεωρώντας ορθή αυτή την καθοδήγηση, ο εφεσείων συγκεκριμενοποίησε το παράπονό του με αναφορά στις επιπτώσεις του διατάγματος πάνω στον ίδιο. Κατά την εισήγησή του δεν συνεκτιμήθηκαν αυτές οι επιπτώσεις, ιδίως ο τραυματισμός των δικών του αισθημάτων. Δεν έγινε, συνεπώς, δίκαιος ισοζυγισμός και η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκήθηκε λανθασμένα. Επικαλέστηκε συναφώς την υπόθεση Wiseman v. Simpson (1988) 1 All ER 245, στην οποία το διάταγμα εξώσεως του συζύγου από την οικογενειακή στέγη χαρακτηρίστηκε ως μέτρο δρακόντειο και διατάχθηκε επανεκδίκαση ενόψει κενών σε σχέση με τη διαπίστωση πως ήταν δίκαιη και εύλογη η έκδοση του, όπως απαιτεί ο αγγλικός Νόμος. Ο δεύτερος λόγος έφεσης που προωθήθηκε, αφορούσε σε διαφορετικό ζήτημα. Κατά τον εφεσείοντα εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ακύρωσε το διάταγμα ενόψει μή πλήρους και ειλικρινούς αποκάλυψης από την εφεσίβλητη όλων των ουσιωδών γεγονότων όταν ζήτησε και πέτυχε την έκδοσή του με την αρχική μονομερή της αίτηση.

Θα ασχοληθούμε πρώτα με τον ισχυρισμό για μή αποκάλυψη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ως προς τις αρχές με αναφορά στην υπόθεση Στυλιανού ν. Στυλιανού (1992) 1 ΑΑΔ 583 και η αμφισβήτηση δεν αφορά σ΄αυτή την πτυχή της απόφασης του. Αφορά στο κατά πόσο, αντίθετα προς την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, απεκρύβησαν πράγματι ουσιώδη γεγονότα.

Ο εφεσείων απαρίθμησε όσα θεωρούσε ως απόκρυψη και μπορούμε να καταγράψουμε εξ αρχής τη διαφωνία μας προς την εισήγηση του. Ας πάρουμε το πρώτο στο οποίο και δόθηκε ιδιαίτερη σημασία. Στην ένορκη δήλωση της αιτήτριας περιεχόταν ο ισχυρισμός πως ο καθ΄ου η αίτηση απειλούσε συνεχώς ότι θα την σκότωνε, πως λόγω προβλήματος υγείας είχε καταστεί επικίνδυνος για τη ζωή της και την ομαλή λειτουργία της ζωής των παιδιών τους, τα οποία και περιγράφει ως τρομοκρατημένα. Κατά την προφορική της μαρτυρία η εφεσίβλητη δήλωσε πως υιοθετούσε την ένορκη δήλωσή της αλλά αυτό, κατά την εισήγηση του εφεσείοντα, δεν αρκούσε. Αναφέρθηκε στην απόφαση της πλειοψηφίας στην υπόθεση Νίνος Β. Μιχαηλίδης Λτδ ν. Κυριάκου Γ. Δρουσιώτη και άλλοι Πολιτική ΄Εφεση 9346, ημερομηνίας 30.10.95 και πρότεινε πως η, κατά τον ισχυρισμό του, παράλειψη αναφοράς στα ίδια κατά την προφορική εξέταση, ανάγεται σε μή ειλικρινή αποκάλυψη. Εδώ δεν έχει πραγματικό υπόβαθρο ο ισχυρισμός και δεν χρειάζεται να μας απασχολήσει οτιδήποτε άλλο. Βλέπουμε στην προφορική μαρτυρία της εφεσίβλητης, που ήταν μακροσκελής, ισχυρισμούς πως συνεχώς ο εφεσείων κτυπούσε την πόρτα του σπιτιού, την ύβριζε, δημιουργούσε ψυχολογικά προβλήματα στα παιδιά, και απειλούσε ότι "θα σπάσει την πόρτα να μπεί μέσα και θα γεμίσει το κρεβάτι μου με αίμα και όλη η οικογένειά μου θα μαυροφορήσει".

Τα υπόλοιπα αναφέρονταν στο κατά πόσο ο Εφεσείων, πράγματι αρρώστησε και υπέστη ατύχημα και γι΄αυτό δεν εργαζόταν, τον έδιωξε ή έφυγε από το σπίτι - θέμα στο οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί - πλήρωσε ή όχι κάποιο ενοίκιο και υπό ποιές συνθήκες τερματίστηκε η ενοικίαση της κατοικίας στον ίδιο, έφεραν αντικείμενα από τις ΗΠΑ για να τα πωλήσουν, κατασχέθηκαν ή απλώς κρατήθηκαν από την αστυνομία δυο όπλα που είχε στο αυτοκίνητό του, ανοίχτηκε ποινικός φάκελλος ή απλώς καταγράφηκαν παράπονα σε σχέση με τα επεισόδια που διαδραματίζονταν. Ακόμα και ως προς το κατά πόσο, επειδή η εφεσίβλητη στην ένορκή της δήλωση ισχυρίζεται πως ο εφεσείων την κτύπησε βίαια, θα έπρεπε να υπάρξει, και χωρίς αυτή έχουμε μή ειλικρινή αποκάλυψη, μαρτυρία για σωματική βλάβη. Υπήρξαν ορισμένες επί μέρους διαφορές αλλά δεν μπορούμε να δεχθούμε πως κατεφάνη οτιδήποτε που θα εδικαιολογείτο να ταξινομηθεί ως απόκρυψη ή μή ειλικρινής αποκάλυψη γεγονότος ουσιώδους για τους σκοπούς της αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα.

Απομένει ο ισχυρισμός για παραγνώριση των επιπτώσεων του Διατάγματος πάνω στον εφεσείοντα. Δεν συμμεριζόμαστε την άποψή του. Δεν προκύπτει πως το πρώτοδικο Δικαστήριο παρέλειψε να συνεκτιμήσει όλα τα δεδομένα. Τα παιδιά θα έμεναν μαζί με τη μητέρα τους και η ανάγκη να διαμένουν στο σπίτι στο οποίο ήδη βρίσκονταν, δεν αμφισβητήθηκε. Η συμβίωση διεκόπη, το δικαίωμα του εφεσείοντα να επικοινωνεί με τα παιδιά του ουδέποτε αμφισβητήθηκε, ενώ οι ρυθμίσεις γι΄αυτό δεν συζητήθηκαν ως μέρος της διαδικασίας που διεξάχθηκε. Αντίθετα, η εφεσίβλητη δήλωσε την προθυμία της για ρυθμίσεις προς αυτή την κατεύθυνση και, ενόψει του συνόλου των περιστατικών, δεν παρέχεται περιθώριο για παρέμβαση προς ανατροπή του τρόπου με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του εξουσία. Τα γεγονότα της υπόθεσης Wiseman v. Simpson (ανωτέρω) ήταν διαφορετικά και δεν αφορούσε σε παρεμπίπτον αλλά σε τελικό διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει αντίστοιχης, αλλά όχι ακριβώς όμοιας, αγγλικής νομοθετικής διάταξης.

Η έφεση απορρίπτεται. Δεν εκδίδεται διαταγή για έξοδα.

 

 

 

Δ.

 

Δ.

 

 

 

 

 

/Μσι.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο