ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 1 ΑΑΔ 257
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
Αίτηση Αρ. 201/96
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, Δ.
Επί τοις αφορώσι την αίτηση του Ιωάννη Μεταξά εκ Λεμεσού ο οποίος είναι ο αιτητής εις την υπ΄αριθμόν αίτηση 54/92 του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών.
ΔΙ΄ ΑΔΕΙΑ Αιτήσεως Διατάγματος CERTIORARI KAI MANDAMUS
και
Επί τοις αφορώσι την απόφαση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών εκδοθέντος υπό του Δικαστού κ. Κυριάκου Καλλή ημερομηνίας 25.11.96 εις την υπ΄αρ. Αίτηση 54/92.
και
Επί τοις αφορώσι των Περί Ετησίων Αδειών Μετ΄Απολαβών Νόμων (8/67-93) ιδία Άρθρα 12(13)(β)(ιι) και εις τους Δικονομικούς Κανόνες εκδοθέντες επί τη βάσει του Περί Ετησίων Αδειών μετ΄Απολαβών Νόμου, ιδία Δ.Κ. 17(1)(2) και (3)
και
Επί τοις αφορώσι το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος
--------------------------------
5 Μαρτίου 1997
Για τον αιτητή: κ. Ντ. Παπαδόπουλος για Λ. Παπαφιλίππου & Σία.
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών την 30.10.96 απέρριψε την αίτηση αρ. 54/92 του αιτητή, με την οποία διεκδικούσε αποζημιώσεις για μονομερή ή/και εξυπακουόμενο τερματισμό της απασχόλησης του και πληρωμή ημερομισθίων, αντί προειδοποίησης.
Σαν αποτέλεσμα της απορριπτικής απόφασης ο αιτητής στις 19.11.96 υπέβαλε αίτηση με βάση το Δ.Κ.17(1) των περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Κανονισμών του 1968 και ζήτησε τη σύνταξη Υπομνήματος προς το Ανώτατο Δικαστήριο που να περιλαμβάνει επτά λόγους που κατά την εισήγηση του συνιστούν νομικά ερωτήματα. Τα ερωτήματα αυτά είναι τα ακόλουθα:
"(1) Κατά πόσο το Δικαστήριο ορθά αγνόησε και/ή παρέλειψε να λάβει υπ΄όψη και/ή να αξιολογήσει την μαρτυρία υπέρ του αιτητού αναφορικά με το ύψος του μισθού του.
(2) Κατά πόσο το Δικαστήριο ορθά παρέλειψε να αιτιολογήσει με οποιοδήποτε τρόπο το εύρημα του ότι ο μισθός του Αιτητή ήτο Λ.Κ.400 μηνιαίως για το 1990 και Λ.Κ.450 μηνιαίως για το 1991.
(3) Κατά πόσο το Δικαστήριο ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μισθός του Αιτητή για το 1990 ήταν Λ.Κ.400 και για το 1991 Λ.Κ.450 μηνιαίως εν όψει του γεγονότος ότι το πλείστο της προσαχθείσας μαρτυρίας υποστήριζε τον ισχυρισμό του αιτητή ότι ο μισθός του ήταν Λ.Κ.1200 μηνιαίως.
(4) Κατά πόσο το Δικαστήριο ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής δεν είχε απολυθεί παράνομα από τον καθ΄ου η αίτηση εν΄όψει του γεγονότος ότι η προσαχθείσα μαρτυρία υπεστήριζε τον ισχυρισμό ότι η απόλυση του Αιτητή ήταν παράνομη.
(5) Κατά πόσο το Δικαστήριο ορθά παρέλειψε να αιτιολογήσει το συμπέρασμα του ότι ο Αιτητής δεν είχε απολυθεί παράνομα.
(6) Κατά πόσο το Δικαστήριο ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής δεν συμπλήρωσε 26 εβδομάδες συνεχούς απασχόλησης και επομένως δεν έχει δικαίωμα για αποζημίωση για παράνομη απόλυση και/ή για προειδοποίηση εν΄όψει του γεγονότος ότι η προσαχθείσα μαρτυρία υπεστήριζε ότι ο αιτητής είχε προσληφθεί για δύο έτη και η απόλυση έλαβε χώρα το δεύτερο έτος.
(7) Κατά πόσο το Δικαστήριο ορθά αποφάσισε ότι δεν έχει δικαιοδοσία να επιδικάσει υπέρ του αιτητή οποιαδήποτε ποσά αναφορικά με δεδουλευμένους μισθούς και 13ον εν όψει του άρθρου 12 του Νόμου 8/67 ως τροποποιήθηκε από το Νόμο 79(1)/96 το οποίο ρητά δηλώνει ότι το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών έχει τέτοια δικαιοδοσία."
Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών στις 30.10.96 έκρινε ότι όλα τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν δεν ήταν αμιγή νομικά, αλλά στόχευαν στην αμφισβήτηση των ευρημάτων του Δικαστηρίου πάνω στα γεγονότα και απέρριψε την αίτηση του αιτητή για σύνταξη Υπομνήματος.
Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής επιζητεί τη λήψη άδειας για να αποταθεί για την έκδοση διατάγματος certiorari, που να ακυρώνει την απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών στην αίτηση αρ. 54/92, ημερ. 25.11.96, δυνάμει της οποίας απερρίφθη το αίτημα του αιτητή για σύνταξη και υποβολή Υπομνήματος και για την έκδοση διατάγματος mandamus αναγκάζοντας τον δικαστή κ. Κυρ. Καλλή που εκδίκασε την υπόθεση και την αίτηση, να συντάξει και να παραπέμψει στο Ανώτατο Δικαστήριο Υπόμνημα σύμφωνα με την αίτηση του αιτητή ημερ. 19.11.96.
Η άδεια από το Ανώτατο Δικαστήριο παρέχεται όταν αποκαλυφθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση ή άλλως συζητήσιμη υπόθεση (βλ.
In Re Kakos (1985) 1 CLR 25 και Άνθιμου (1991) 1 ΑΑΔ 41.Για να ευσταθήσουν οι θεραπείες που επιδιώκονται, θα πρέπει να διαπιστωθεί ότι τα ερωτήματα που επιζητείται να αναφερθούν στο Υπόμνημα προς το Ανώτατο Δικαστήριο, είναι αμιγώς νομικά, γιατί δεν υπάρχει δικαίωμα εφέσεως για τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω σε πραγματικά γεγονότα (βλ. άρθρο 12, παρ. (13)(β)(ii), του περί Ετησίων Αδειών Μετ΄Απολαβών Νόμου του 1967 (Ν. 8/67), όπως τροποποιήθηκε). Αν διαπιστωθεί ότι όντως τα ερωτήματα είναι νομικά, τότε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών είναι υποχρεωμένο να τα παραπέμψει (βλ.
Re HjCostas (1984) 1 CLR 513, Εκδοτική Εταιρεία "Αλήθεια" Λτδ (1992) 1 (Α) ΑΑΔ 492).Τι είναι νομικό και τι πραγματικό ερώτημα επεξηγείται από τον Πική, Δ., όπως ήταν τότε, στην In Re HjiCosta (1984) 1 CLR 513, στη σελ. 519, με τα ακόλουθα:
"What amounts to a pure question of law is perhaps easy to define but hard to apply to the particular circumstances of a case. The question of law raised, whatever its nature, must necessarily be one relevant to the facts of the case. A pure question of law cannot be one extricated or detached from the facts of the case for in those circumstances it would be an academic question of law. It appears to me that whenever an issue revolves round the application of the law to given facts, it raises a pure question of law. So long as the facts to which the Court is required to apply the law are not called in question, the point is a legal one. It merely raises questions bearing on the interpretation and the scope of the law. Exploration of the ambit of the law is always a question of law."
Eπίσης ο δικαστής Πικής και νυν Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφερόμενος στο ίδιο θέμα στην υπόθεση
Stylianides v. Paschalides (1985) 1 CLR 49, στις σελ. 53 και 54, προέβη στην ακόλουθη διατύπωση:"What is a question of Law?
In Re HadjiCostas (1984) 1 C.L.R. 513, 519, an effort was made to explore what is a question of law and notice that difficulties inherent in supplying an all embracing definition. Whatever its content, it must not call the findings of the Court into question unless, of course, they arise from a misdirection in law; while its relevance to the outcome of the case must be manifest. The Court added: "It appears to me that whenever an issue revolves round the application of the law to given facts, it raises a pure question of law. So long as the facts to which the Court is required to apply the law are not called in question, the point is a legal one. It merely raises questions bearing on the interpretation and the scope of the law. Exploration of the ambit of the law is always a question of law". The decision in Edwards v. Bairstow (1955) 3 All E.R. 48 (H.L.) is instructive on the features distinguishing a question of law from one of fact. Care must be taken to identify the question and ponder its implications."Με το πιο πάνω διατυπωθέν νομικό πλαίσιο οριοθετούνται τα κριτήρια με βάση τα οποία θα πρέπει να καθοδηγείται η σκέψη για να μπορέσει να απαντηθεί το ερώτημα. Όμως μεταγενέστερα, και συγκεκριμένα στις 21.7.95 το Εφετείο, με την απόφαση του στο Υπόμνημα αρ. 293, Λούτση ν. ΚΕΜΤΑΧΙ ΛΤΔ, στην οποία βασίζεται ο αιτητής, επεξέτεινε το πλαίσιο αυτό και ταξινόμησε ερωτήματα σαν νομικά, που θέτουν υπό κρίση το αιτιολογημένο ή μη της πρωτόδικης απόφασης και την παράλειψη ανάλυσης της μαρτυρίας. Διατυπώθηκε η θέση πως η αιτιολογία συνιστά στοιχείο της έγκυρης δικαστικής απόφασης και χωρίς αυτήν η δικαστική ετυμηγορία είναι άκυρη. Η ανάλυση της μαρτυρίας δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά συνιστά στοιχείο της αιτιολογίας της διοικητικής απόφασης.
Επίσης έγινε αναφορά από το δικηγόρο του αιτητή σε άλλες αποφάσεις που δεν κρίνεται χρήσιμο να αναφερθούν σ΄αυτό το στάδιο, γιατί το νομικό πλαίσιο που καθορίζεται με την προαναφερθείσα νομολογία, μου δίδει τη δυνατότητα, μελετώντας τα προαναφερθέντα ερωτήματα, να αποφανθώ πως υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση, πως υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση ως προς το αν και κατά πόσο τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν είναι νομικά ή
όχι, στοιχείο που είναι αποφασιστικής σημασίας, ως προς την παραιτέρω εξέλιξη της υπόθεσης.Επομένως, παραχωρείται άδεια. Η αίτηση να καταχωρηθεί εντός 15 ημερών και να ορισθεί από τον Πρωτοκολλητή σε συνεννόηση με το Δικαστήριο. Η αίτηση να επιδοθεί στον Πρωτοκολλητη του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών και στους καθ΄ων η αίτηση στην Αίτηση αρ. 54/92.
Γ. Χρυσοστομής
Δ.
/ΚΧ"Π