ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1997) 1 ΑΑΔ 68
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9043
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΔΔ.
Κώστας Κυριακίδης, από τα Κ. Πολεμίδια,
Εφεσείων
- ν. -
1. Χρυστάλλας Στυλιανού ανηλίκου διά του πλησιεστέρου
φίλου και πατρός αυτής Κωνσταντίνου Στυλιανού, από
τη Λεμεσό,
2. Νίκης άλλως Νικολέττας Στυλιανού, διά του πλησιεστέρου
φίλου και πατρός αυτής Κωνσταντίνου Στυλιανού, από
τη Λεμεσό,
3. Κωνσταντίνου Στυλιανού, από τη Λεμεσό,
Εφεσίβλητων
-----------------------------
27 Ιανουαρίου 1997
Για τον εφεσείοντα: Α.Σ. Μυριάνθης.
Για τους εφεσίβλητους: Ε. Σεργίδης.
-----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Το πρωί της 6 Ιουνίου 1988 οι εφεσίβλητες ξεκίνησαν μαζί από το σπίτι τους στη Λεμεσό για να μεταβούν, όπως συνήθιζαν, στα σχολεία τους. Η μια, ηλικίας 13 ετών στο γυμνάσιο ενώ η μικρότερη, ηλικίας 10 ετών, στο δημοτικό. Διήνησαν την οδό Τριών Ιεραρχών κρατώντας την αριστερή πλευρά και έφτασαν στο τέρμα, εκεί όπου ενώνεται με την οδό Μισιαούλη και Καβάζογλου. Την οποία τα δύο κορίτσια θα διασταύρωναν. Προχώρησαν λοιπόν λίγο αριστερότερα στην άκρη της Μισιαούλη και Καβάζογλου και επειδή υπήρχε εκεί σταθμευμένο αυτοκίνητο, κάλυψαν το πλάτος του και στάθηκαν στην πλευρά του, εντός του δρόμου, αναμένοντας ευκαιρία να διασταυρώσουν. Η Μισιαούλη και Καβάζογλου είναι κύριος, πολυσύχναστος δρόμος πλάτους 34 ποδών. Κοντά στην εν λόγω ένωση υπήρχε υπεραγορά. Σε απόσταση περίπου 200 μέτρων ήταν το δημοτικό σχολείο. Και σε κάποια απόσταση πιο πέρα βρισκόταν το γυμνάσιο. Ήταν περίπου 7.30 π.μ., ώρα κυκλοφοριακής αιχμής.
Ο εφεσείων οδηγούσε μοτοσυκλέτα - μια μικρή μοτοσυκλέττα κυβισμού 49 κ.ε. - κατά μήκος του κύριου δρόμου με ανατολική κατεύθυνση. Δηλαδή ερχόταν από τα δεξιά των εφεσίβλητων. Γνώριζε, καθώς ανέφερε, πως στην περιοχή υπήρχαν σχολεία προς τα οποία εκείνη την ώρα μετέβαιναν τα παιδιά. Προς την κατεύθυνση από την οποία ερχόταν ο εφεσείων, οι εφεσίβλητες 1 και 2 είχαν μεγάλη ορατότητα: 200 μέτρα περίπου. Ενώ προς την άλλη, η ορατότητα περιοριζόταν ένεκα στροφής. Γι΄ αυτό και φαίνεται πως οι εφεσίβλητες 1 και 2 είχαν περισσότερη έγνοια για οχήματα από τα αριστερά τους. Προς τα εκεί είχαν εστραμμένη την προσοχή αμέσως προτού επιχειρήσουν να διασταυρώσουν το δρόμο κρατώντας, η μια το χέρι της άλλης. Χωρίς, κατά εκείνη τη στιγμή, να κοιτάξουν και προς τα δεξιά.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του μεγαλύτερου κοριτσιού - της εφεσίβλητης 1 - προχώρησαν με γοργό βήμα αλλά όχι τρέχοντας. Ο εφεσείων τις είδε από κοντινή απόσταση: 10 με 12 μέτρα, καθώς ανέφερε στην κατάθεση του στην αστυνομία και 15 μέτρα, καθώς είπε στη μαρτυρία του. Τις είδε να στέκονται στο δρόμο παρά το πλευρό του σταθμευμένου αυτοκινήτου και να κοιτάζουν προς την άλλη πλευρά. Στην κατάθεση του ανέφερε ότι δεν αντιλήφθηκε ότι σκοπός τους ήταν να διασταυρώσουν εκείνη τη στιγμή. Και έτσι συνέχισε την πορεία του. Όταν βρισκόταν σε απόσταση 2 μέτρων έτρεξαν απότομα να διασταυρώσουν. Με αποτέλεσμα να μην μπορέσει να τις αποφύγει παρόλον που πρόλαβε και έστριψε το τιμόνι του λίγο στα αριστερά και σταμάτησε. Η μια κτύπησε στο αριστερό μπροστινό μέρος της μοτοσυκλέτας οπότε και οι δύο ακολούθως έπεσαν κάτω στο δρόμο. Ωστόσο, στη μαρτυρία του ανέφερε ότι παρόλον που δεν αντιλήφθηκε πως θα διασταύρωναν εκείνη τη στιγμή, μείωσε την ταχύτητα του από 15 μ.α.ω. σε 5 μ.α.ω. για κάθε ενδεχόμενο. Η σύγκρουση έγινε σε περίπου το μέσο του δρόμου: 16 πόδια από την αριστερή άκρη σε σχέση με την κατεύθυνση του εφεσείοντος.
Το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε ότι ένας συνετός οδηγός θα μπορούσε να προβλέψει ότι τα κορίτσια στέκονταν μέσα στο δρόμο για να διασταυρώσουν. Ήταν άλλωστε η ώρα που τα παιδιά πήγαιναν σχολείο. Και ο εφεσείων το ήξερε. Έπειτα, το δικαστήριο αναφέρθηκε στη Δαυίδ ν. Αστυνομίας, (1993) 2 Α.Α.Δ. 169 στην οποία υπογραμμίστηκε ότι εφόσον εντοπίζονται παιδιά στο δρόμο το ενδεχόμενο να τρέξουν να τον διασταυρώσουν είναι κάτι το σύνηθες και οι οδηγοί πρέπει να το αναμένουν. Γι΄ αυτό, δεδομένου ότι εδώ οι εφεσίβλητες 1 και 2 κοίταζαν προς την άλλη κατεύθυνση, ο εφεσείων όφειλε να ηχήσει τη σειρήνα του για να καταστήσει γνωστή την παρουσία του. Και όφειλε να επαγρυπνεί μήπως και συμβεί το χειρότερο. Το δικαστήριο δεν απέδωσε ουσιαστική σημασία στο κατά πόσο ο εφεσείων αντιλήφθηκε ή όχι το κατά πόσο οι εφεσίβλητες θα διασταύρωναν το δρόμο, θεωρώντας αφενός ότι όφειλε να το είχε αντιληφθεί, και αφετέρου ότι όφειλε να είχε λάβει αποτελεσματικά μέτρα. Ενώ ως προς τον τρόπο που διασταύρωσαν αποδέχθηκε τη μαρτυρία της εφεσίβλητης 1. Καταλόγισε λοιπόν στον εναγόμενο ευθύνη για αμέλεια. Καταλόγισε όμως και συντρέχουσα αμέλεια στις εφεσίβλητες 1 και 2 διότι στην ηλικία τους γνώριζαν πως προτού διασταυρώσουν θα έπρεπε εν τέλει να κοιτάξουν και στα δεξιά. Έπειτα, αφού αναφέρθηκε εκτενώς στην Baker v. Willoughby (1969) 3 All E.R. (H.L.) 1528 στην οποία εξηγείται ότι στον καταμερισμό ευθύνης λαμβάνονται υπόψη δύο παράγοντες, ήτοι, η υπαιτιότητα και η αιτιώδης συνάφεια, κατένειμε την ευθύνη 70% στον εφεσείοντα και 30% στις εφεσίβλητες 1 και 2.
Ο εφεσείων αμφισβητεί ότι φέρει οποιαδήποτε ευθύνη για το ατύχημα και προσθέτει ότι εν πάση περιπτώσει η όποια δική του ευθύνη είναι κατά πολύ μικρότερη εκείνης που του καταλογίστηκε. Κατά την κρίση μας, ορθά ήταν που το πρωτόδικο δικαστήριο για τους λόγους που εξέθεσε, διέγνωσε ότι ο εφεσείων έφερε ευθύνη και μάλιστα το μεγαλύτερο μέρος, για την πρόκληση του ατυχήματος. Δεν διακρίνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στη στάθμιση - που είναι πρωτίστως έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου - της αντίστοιχης υπαιτιότητας και αιτιώδους συνάφειας που, όπως δέχεται και η δική μας νομολογία, αποτελούν τα κριτήρια για τον καταλογισμό ευθύνης: βλ. την Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) (Ε) 1 Α.Α.Δ. 178 ανάμεσα σε πολλές. Δεν καταδεικνύεται λοιπόν χώρος για επέμβαση από το Εφετείο.
Προβλήθηκε ακόμα ένας λόγος έφεσης. Αναφορικά με τις ειδικές ζημιές διατύπωνε αξίωση μαζί με τις εφεσίβλητες 1 και 2 και ο πατέρας τους, εφεσίβλητος 3. Το δικαστήριο επεδίκασε αποζημιώσεις προς όφελος μόνο των εφεσίβλητων 1 και 2, παραλείποντας εν τέλει να αναφερθεί και στον εφεσβίλητο 3 ώστε να κρίνει την τύχη της δικής του αξίωσης. Εκείνος δεν προσέβαλε την εν λόγω παράλειψη. Την προσβάλλει όμως ο εφεσείων. Παρόλον που δεν θίγεται κανένα δικό του συμφέρον. Αυτός ο λόγος έφεσης στερείται λοιπόν αντικειμένου. Και δεν χρήζει εξέτασης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ