ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 1 ΑΑΔ 5

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική Έφεση Αρ. 8882

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΠΙΚΗ, Π., Γ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗ, Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, ΔΔ.

Μεταξύ:

1. Χριστάκη Αυγουστή, από τη Λεμεσό

2. Μαρούλλας Χριστάκη Αυγουστή, από τη Λεμεσό

Εφεσει όντων-εναγομένων

- ν -

Γεωργίου Πίριλλου, από τη Λευκωσία

Εφεσίβ λητου-ενάγοντα

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 10.1.1997

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για τους εφεσείοντες: Χρ. Λουκά.

Για τον εφεσίβλητο : Στ. Παύλου.

- - - - - -

Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει

ο Μ. Κρονίδης, Δ.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Μ. ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ.: Με αγωγή που καταχώρησε, με ειδικό οπισθογραφημένο κλητήριο, ο ενάγων αξίωνε ποσό £71.634,00 πλέον τόκους ως οφειλόμενο υπόλοιπο τιμήματος από τους εναγομένους, δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 13.7.1989 με την οποία συμφωνήθηκε όπως πωλήσει στον εναγόμενο αρ. 1 όλες τις μετοχές που κατείχε στην εταιρεία PAL (PROFIL ALUMINIUM) LTD έναντι ποσού εξ £135.000,00 πληρωτέο με χρονοδιάγραμμα που προνοούσε τμηματικές παροχές. Η εναγομένη 2 με βάση τη συμφωνία εγγυήθηκε από κοινού και αλληλέγγυα με τον εναγόμενο 1 την τήρηση των όρων της συμφωνίας.

Την καταχώρηση σημειώματος εμφανίσεως από τους εναγομένους στην αγωγή ακολούθησε αίτηση του ενάγοντα ημερομηνίας 4.9.1992 για συνοπτική απόφαση.

Τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την αίτηση εκτίθενται στην ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει. Συνοπτικά δε έχουν ως ακολούθως:

Ο ενάγων είναι ιδιοκτήτης και κάτοχος 5.000 μετοχών πλήρως εξοφλημένων στην εταιρεία PAL (PROFIL ALUMINIUM) LTD που αποτελούν το ήμισυ του εκδοθέντος κεφαλαίου. Δυνάμει γραπτής συμφωνίας μεταξύ ενάγοντος και εναγομένου 1 ο πρώτος συμφώνησε όπως πωλήσει στο δεύτερο όλες τις πιο πάνω μετοχές έναντι του συνολικού ποσού των £135.000,00. Το τίμημα αυτό θα πληρωνόταν ως ακολούθως:

(α) Λ.Κ. 85.000 μέχρι την 30.7.1989

(β) Λ.Κ. 30.000 μέχρι την 30.12.1989 και

(γ) Λ.Κ. 20.000 μέχρι την 30.6.1990.

Η εναγομένη 2 εγγυήθηκε από κοινού και αλληλέγγυα με τον εναγόμενο 1 την τήρηση των όρων της συμφωνίας. Ήταν ρητός όρος της συμφωνίας ότι αν οποιαδήποτε από τις πιο πάνω δόσεις δεν επληρώνετο εμπρόθεσμα οποιοδήποτε υπόλοιπο του τιμήματος θα καθίστατο απαιτητό αμέσως και θα επιβαρύνετο με τόκο προς 9% ετησίως.

Ο εναγόμενος 1 πλήρωσε σαν προκαταβολή το ποσό των £45.000,00 έναντι του τιμήματος και σε διάφορες ημερομηνίες, όπως φαίνεται στην Έκθεση Απαίτησης, διάφορα ποσά και παρέμεινε υπόλοιπο εξ £71.634,00, απαιτηθέν ποσό με την αγωγή.

Ο ενάγων στην ένορκη δήλωσή του αναφέρει ότι οι εναγόμενοι δεν έχουν υπεράσπιση και η καταχώρηση εκ μέρους τους του σημειώματος εμφανίσεως έγινε με μόνο σκοπό την καθυστέρηση της διαδικασίας.

Σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση και καταχωρήθηκε με άδεια του Δικαστηρίου, ο ελεγκτής της εταιρείας PAL (PROFIL ALUMINIUM) LTD αναφέρει ότι οι διάδικοι του παρέδωσαν τη συμφωνία ημερομηνίας 13.7.1989 προς φύλαξη, την οποία και κατέθεσε στο Δικαστήριο, καθώς και έγγραφο μεταβίβασης όλων των μετοχών ιδιοκτησίας του ενάγοντα εις το όνομα των εναγομένων το οποίο θα παρέδιδε στους τελευταίους όταν θα εξοφλείτο το τίμημα αγοράς των μετοχών.

Με την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την γραπτή ένστασή τους, οι εναγόμενοι αρνήθηκαν τους ισχυρισμούς του ενάγοντα και ισχυρίζονται ότι ο τελευταίος δεν έχει αγώγιμο δικαίωμα ούτε καλή βάση αγωγής. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η συμφωνία ημερομηνίας 13.7.1989 είναι άκυρη ή ακυρώσιμη γιατί αντίκειται στις πρόνοιες του περί Εταιρειών Νόμου γιατί έγινε χρήση του κεφαλαίου της εταιρείας για την αγοραπωλησία αυτή των μετοχών. Επίσης ισχυρίζονται ότι η συμφωνία της 13.7.1989 ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με άλλη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων και ότι ποσό £25.000,00 που πληρώθηκε προς την εταιρεία έγινε από τους εναγομένους προς εξόφληση του ενάγοντα για την αγορά των μετοχών.

Σε συμπληρωματική ένορκη δήλωση του εναγομένου 1, η οποία καταχωρήθηκε στο φάκελο της υπόθεσης λίγες μέρες πριν την ακρόαση, αναφέρονται κάποιες λεπτομέρειες του ισχυρισμού του περί εξοφλήσεως του τιμήματος της αγοραπωλησίας των μετοχών και της χρησιμοποίησης του κεφαλαίου της εταιρείας για την αγορά των μετοχών. Ισχυρίζεται ότι ένα οικόπεδο στο οποίο υπήρχε αποθήκη εδόθη στον ενάγοντα και η αξία του οποίου (£35.000,00) υπολογίσθηκε έναντι του τιμήματος της συμφωνίας της 13.7.1989 μεταξύ των διαδίκων. Επίσης αναφέρει αόριστα ότι δόθηκε στον ενάγοντα ένα οικόπεδο αξίας £20.000,00 έναντι του τιμήματος και το υπόλοιπο ποσό των £35.000,00 έγινε συμψηφισμός με χρέη του ενάγοντα προς τον εναγόμενο 1 τα οποία προήλθαν από δάνεια που συνομολογήθησαν σε προηγούμενα χρόνια πριν την υπογραφή της συμφωνίας.

Σε απάντηση της πιο πάνω συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης του εναγομένου 1 ο ενάγων κατέθεσε νέα ένορκη δήλωση στην οποία αντικρούει τους ισχυρισμούς του. Ισχυρίζεται ότι το οικόπεδο με την αποθήκη αγοράσθηκε από την εταιρεία έναντι ποσού εκ £35.000,00 δυνάμει γραπτής συμφωνίας ημερομηνίας 5.4.1988 δηλαδή δεκαπέντε και πλέον μήνες πριν την επίδικη συμφωνία. Επίσης ισχυρίζεται ότι το διαμέρισμα το αγόρασε από την εταιρεία Zenios σαν αποτέλεσμα ξεχωριστής συμφωνίας και ότι ουδεμία σχέση έχει με την επίδικη συμφωνία. Σαν τεκμήρια "Α" και "Β" στην ένορκη δήλωση κατετέθησαν τα δύο πιο πάνω συμφωνητικά έγγραφα. Ο ενάγων ισχυρίζεται περαιτέρω, σε απάντηση προς τους ισχυρισμούς του εναγομένου 1 που περιέχονται στη συμπληρωματική ένορκη δήλωσή του, ότι το ποσό των £45.000,00 που δόθηκε ως προκαταβολή περιελάμβανε, ως λογιστικός υπολογισμός, πάσα εκκρεμότητα μεταξύ των διαδίκων, εκκρεμότητες οι οποίες διευθετήθηκαν οριστικά με την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας.

Οι δύο αυτές συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις κατεχωρήθησαν χωρίς να δοθεί άδεια του Δικαστηρίου λίγες μέρες πριν την ακρόαση.

Είναι καθιερωμένη αρχή της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι επιπρόσθετες ή συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις είναι έγκυρες μόνο όταν καταχωρούνται στο φάκελο της υπόθεσης κατόπιν αδείας του Δικαστηρίου. Ένορκες δηλώσεις που καταχωρούνται εκ των υστέρων ως επιπρόσθετες ή συμπληρωματικές αυτών που συνοδεύουν είτε την αίτηση είτε την ένσταση χωρίς την εκ των προτέρων άδεια του Δικαστηρίου πάσχουν από ακυρότητα και δεν είναι δυνατό να αποτελέσουν μαρτυρία που είναι ενώπιον του Δικαστηρίου. Η προσέγγιση αυτή είναι σύμφωνη με τις πρόσφατες αποφάσεις Louis Vuitton v. Δερμοσάκ (1992) 1(Β) ΑΑΔ 1453 και Γιαννάκη Χρυσάνθου και άλλων ν. MARIALA CONSTRUCTION LIMITED, Πολιτική Έφεση 9153, ημερομηνίας 31.10.1996.

Τόσο στην πρωτόδικη διαδικασία όσο και στην κατ' έφεση ενώπιόν μας διαδικασία το θέμα αυτό δεν έχει καθόλου θιγεί από τους ευπαιδεύτους συνηγόρους. Το δε πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφασή του είναι φανερό ότι έλαβε υπόψη όλη τη μαρτυρία που είχε ενώπιόν του χωρίς να αποκλείσει το περιεχόμενο των δύο συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων.

Κατά την ενώπιόν μας διαδικασία της έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων υπεστήριξε μόνο το λόγο 4 της ειδοποίησης έφεσης όπως έχει τροποποιηθεί και ισχυρίσθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι οι εφεσείοντες-εναγόμενοι δεν έδωσαν επαρκείς λεπτομέρειες των ισχυρισμών τους περί καλόπιστης υπεράσπισης. Περιστράφηκε δε γύρω από τους δύο πόλους γεγονότων που κατά την κρίση του αποτελούσαν καλόπιστη υπεράσπιση που απέκλειε την έκδοση συνοπτικής απόφασης με βάση τη νομολογία. Πρώτο, ότι η επίδικη συμφωνία ήταν παράνομη, αφού για την αγοραπωλησία των μετοχών χρησιμοποιήθηκε κεφάλαιο της εταιρείας και δεύτερο, ότι το τίμημα είχε εξοφληθεί. Ως προς το πρώτο θέμα το πρωτόδικο Δικαστήριο το προσήγγισε στην απόφασή του ως ακολούθως:

"Οφείλω να πω ότι δεν έχει επεξηγηθεί καθόλου από τι συνίσταται το νομικό κώλυμα που επικαλούνται οι Εναγόμενοι, πέραν του γενικού ισχυρισμού ότι η συμφωνία μεταξύ των διαδίκων είναι "άκυρη ή ακυρώσιμη καθότι αντίκειται στις πρόνοιες του Περί Εταιρειών Νόμου". Εκλαμβάνω την εισήγηση αυτή, στην απουσία εξειδικευμένης τοποθέτησης, ότι έχει σαν νομική της βάση, το Α.53 του Περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.

.............................. .................................................. .................................................. .................................................< /P>

Διαφορετικά όμως είναι που παρουσιάζονται τα γεγονότα στην παρούσα αγωγή. Στην επίδικη γραπτή συμφωνία την οποία επικαλείται ο Ενάγων δεν περιέχεται κανένα στοιχείο από το οποίο να εγείρεται θέμα συμμετοχής άμεσης ή έμμεσης, της εταιρείας στην αγοραπωλησία μετοχών.

Πρόκειται για αγοραπωλησία μεταξύ δύο φυσικών προσώπων, το αντίτιμο της οποίας είναι μετρητά τα οποία υποχρεούται να καταβάλει ο αγοραστής σε τακτές προθεσμίες."

Ως προς τον δεύτερο λόγο το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει σε μακροσκελή και λεπτομερειακή αναφορά στα γεγονότα που είχε ενώπιόν του και καταλήγει ότι οι ισχυρισμοί των εναγομένων περί εξοφλήσεως του τιμήματος είναι εντελώς ασαφείς, αόριστοι και χωρίς λεπτομέρειες και εντελώς ανεπαρκείς για να υποστηρίξουν τη θέση ότι αποκαλύπτεται καλόπιστη υπεράσπιση.

Οι αρχές που διέπουν την έκδοση συνοπτικής αποφάσεως συνοψίζονται στο Annual Practice (1967) σελ. 121:

"The power to give summary judgment under O.14 intended only to apply to cases where there is no reasonable doubt that a plaintiff is entitled to judgment, and where therefore it is inexpedient to allow a defendant to defend for mere purposes of delay (Jones v. Stone (1894) A.C. 122).

.................................. .................................................. ..........

Leave to defend must be given unless it is clear that there is no real substantial question to be tried (Good v. Delap (1905) 92 L.T. 510, H.L.); that there is no dispute as to facts or law which raises a reasonable doubt that the plaintiff is entitled to judgment."

Όταν τα νομικά και πραγματικά ζητήματα, λόγω της φύσεώς τους είναι απλά και καθίσταται δυνατό στο Δικαστηρίο να μορφώσει άποψη χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση στο στάδιο της δίκης, τότε πρέπει να εκδίδεται συνοπτική απόφαση υπέρ του ενάγοντα. Η αρχή αυτή έχει τεθεί στη Nichimen Corporation v. Gatoil Overseas Inc. (C.L.A) (1987) 2 Lloyds Rep. 46.

Το βάρος της ικανοποίησης του Δικαστηρίου ότι έχει καλή υπεράσπιση το φέρει ο εναγόμενος. Το Δικαστήριο αποφαινόμενο επί του ζητήματος πρέπει να ασκήσει τη διακριτική του εξουσία. (Βλέπε Κυπριανίδης ν. Ιωάννου (1966) 1 ΑΑΔ 265).

Επανερχόμενοι στην παρούσα υπόθεση και με γνώμονα το μόνο λόγο έφεσης που προβάλλεται, θα εξετάσουμε αν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθά.

Οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι η επίδικη συμφωνία είναι παράνομη γιατί χρησιμοποιήθηκε κεφάλαιο της εταιρείας για την αγορά των μετοχών. Στην ένορκη δήλωση των εφεσειόντων που συνοδεύει την ένσταση κανένα στοιχείο ή λεπτομέρεια δεν παρατίθεται ούτως ώστε εύλογα να υποθέσει κάποιος ότι εγείρεται καλόπιστη υπεράσπιση. Κάποιες λεπτομέρειες παρατίθενται στη συμπληρωματική ένορκη δήλωσή τους, την οποία όμως θεωρούμε ως παράτυπη. Το Δικαστήριο εν τούτοις σχολιάζει εν εκτάσει στην απόφασή του τα γεγονότα. Πέραν του γεγονότος ότι στην επίδικη συμφωνία το τίμημα της αγοράς αφορά μετρητά που θα πληρωθούν προσωπικά από τον αγοραστή (εναγόμενο 1), το Δικαστήριο δεν δέχεται τον ισχυρισμό του εφεσείοντα περί του οικοπέδου με την αποθήκη, περιουσία της εταιρείας, που δόθηκε στον ενάγοντα έναντι του τιμήματος, αφού αποδείχθηκε ότι επρόκειτο περί αγοραπωλησίας μεταξύ ενάγοντα και εταιρείας που έγινε ένα και πλέον χρόνο πριν την επίδικη συμφωνία. Τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθά και εύλογα κατέληξε ότι οι εφεσείοντες δεν έχουν εγείρει καλόπιστη υπεράσπιση στο θέμα αυτό.

Αλλά και το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι εφεσείοντες δεν έδωσαν επαρκείς λεπτομέρειες και επαρκή γεγονότα για να στηρίξουν τον ισχυρισμό τους ότι εξόφλησαν το τίμημα της επίδικης συμφωνίας δεν μπορεί να ανατραπεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε με πολλή προσοχή ένα προς ένα τους ισχυρισμούς των εφεσειόντων και ορθά κατέληξε ότι απλώς οι τελευταίοι προέταξαν γενικούς και ασαφείς ισχυρισμούς οι οποίοι δεν συνάδουν προς καλόπιστη υπεράσπιση. Από την ίδια ασάφεια, αοριστία και έλλειψη λεπτομερειών διακρίνεται και ο γενικός ισχυρισμός ότι ο ενάγων χρωστούσε χρήματα στον εναγόμενο 1 και ότι συμφωνήθηκε κάποιος συμψηφισμός όπως αναφέρει και το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Δεν έχουμε διαγνώσει οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ορθά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες δεν απέσεισαν το βάρος το οποίο είχαν της παράθεσης σε ικανοποιητικό βαθμό γεγονότων και λεπτομερειών τα οποία να καταδεικνύουν έγερση καλόπιστης υπεράσπισης.

Όπως έχουμε αναφέρει προηγούμενα στην απόφασή μας η συμπληρωματική ένορκη δήλωση του εναγομένου-εφεσείοντα 1 είναι αντικανονική ως καταχωρηθείσα χωρίς άδεια του Δικαστηρίου και δεν μπορούσε το περιεχόμενο της να αποτελεί έγκυρη μαρτυρία. Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την γραπτή ένσταση των εφεσειόντων δεν έχει επαρκή στοιχεία, γεγονότα και λεπτομέρειες που να αποτελούν βάση καλόπιστης υπεράσπισης.

Η έφεση, κατά συνέπεια απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.

 

 

Π.

 

Δ.

 

Δ.

 

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο