ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Μιχάλη Χαραλαμπίδη ν. Νικόλαου Κωμοδρόμου, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 7063., 11 Νοεμβρίου, 2002
ΜΟΔΕΣΤΟΥ κ.α. v. ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 339/2013, 26/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:A364
Παναγιώτου Ευγένιος και Άλλος ν. Αστυνομίας (2000) 2 ΑΑΔ 191
ΠΑΝΙΚΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ κ.α ν. ΑΝΔΡΕΑ ΓΕΡΑΚΙΩΤΗ, Πολιτική Έφεση Αρ. 79/2008, 22 Ιανουαρίου 2010
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΑΣ ν. ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 11195, 27 Ιουνίου, 2003
Μελάς Γιώργος ν. Κυριάκου Κυριάκου (2003) 1 ΑΑΔ 826
Larissa Fedossova (Aρ. 2) (1997) 1 ΑΑΔ 1333
ΜΙΡΑΝΤΑ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ ν. ΣΟΦΟΚΛΗ ΜΟΥΣΟΥΛΟΥ, Έφεση Αρ.18/2011, 26/7/2012
Λευκής Κόκου Μάρκου ν. Όθωνος Μιχαήλ Πασχάλη, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10787., 21 Ιουνίου, 2001
Νεοφύτου Πανίκος και Άλλη ν. Ανδρέα Γερακιώτη (2010) 1 ΑΑΔ 25
Κτηματικές Επιχειρήσεις Ανδρέας Ευριπίδη Διογένους Λτδ (2016) 1 ΑΑΔ 1990, ECLI:CY:AD:2016:D401
Xαραλαμπίδης Mιχάλης ν. Nικόλαου Kωμοδρόμου (2002) 2 ΑΑΔ 522
Δημητρίου Μάριος ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2015) 1 ΑΑΔ 2259, ECLI:CY:AD:2015:A697
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ν. ΓΙΩΤΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ, Έφεση Αρ. 7/2008, 18 Μαΐου 2010
Παπακόκκινου Βερεγγάρια και Άλλη ν. Αγγελικής Σμυρλή και Άλλου (2001) 1 ΑΑΔ 1653
Ann-Clair Developments Ltd ν. Στέλιου Kυριακίδη (1999) 1 ΑΑΔ 537
Sartas Importers - Distributors Ltd ν. Ανδρέα Μαρουλλή (2003) 1 ΑΑΔ 1446
SARTAS IMPORTERS-DISTRIBUTORS LTD ν. ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΡΟΥΛΛΗ, Πολιτική Έφεση Αρ. 11201, 23 Οκτωβρίου, 2003
Αγγελίδου Μιράντα ν. Σοφοκλή Μούσουλου (2012) 1 ΑΑΔ 1846
Καψάλης (Αρ. 2) (1996) 1 ΑΑΔ 980
Πίττας Χριστάκης ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ και Άλλων (2007) 1 ΑΑΔ 110
Γιαννάκη Πελεκάνου κ.α. ν. Ανδρέα Πελεκάνου, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 10669, 26 Νοεμβρίου 2001
ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΠΙΤΤΑΣ ν. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ κ.α, Πολιτικές Εφέσεις 11920 και 11921, 6 Φεβρουαρίου 2007
Mάρκου Λευκή Kόκου ν. Όθωνος Mιχαήλ Πασχάλη (2001) 1 ΑΑΔ 829
(1996) 1 ΑΑΔ 530
21 Μαΐου, 1996
[ΠΙΚΗΣ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ/στές]
ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ ΚΑΙ ΑΛΛΗ,
Εφεσείουσες- Εναγόμενες
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητου- Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 8848)
Κώλυμα — Κώλυμα εξ υποσχέσεως (promissory estoppel) — Προϋποθέσεις δημιουργίας.
Μαρτυρία — Δικογραφία, δεν αποτελεί μαρτυρία, αλλά επενεργεί στον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων.
Πολιτική δικονομία — Δικόγραφα — Υπεράσπιση — Ισχυρισμοί στην υπεράσπιση, δε λαμβάνονται υπόψη κατά την έκδοση απόφασης κατόπιν απόδειξης της υπόθεσης του ενάγοντα στην απουσία του εναγόμενου.
Με σύσταση της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας παραχώρησε υποτροφία στην εφεσείουσα -εναγόμενη 1 για σπουδές στην ορθοπτική στο εξωτερικό. Ήταν όρος της συμφωνίας, ότι μετά το πέρας των σπουδών της θα επέστρεφε για να εργαστεί στην Κύπρο, διαφορετικά θα ευθύνετο να πληρώσει αποζημιώσεις. Η εφεσείουσα - εναγομένη 2 εγγυήθηκε την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της εφεσείουσας - εναγομένης 1.
Η Κυπριακή Δημοκρατία με αγωγή της εναντίον των εφεσειουσών - εναγομένων, διεκδίκησε αποζημιώσεις, επειδή η εφεσείουσα - εναγόμενη 1 δεν επέστρεψε στην Κύπρο για να εργαστεί.
Μετά από αλλεπάλληλες αναβολές και αφού κατά την ημερομηνία που η υπόθεση ήταν ορισμένη για απόδειξη δεν εμφανίστηκαν ούτε οι εφεσείουσες - εναγόμενες ούτε ο δικηγόρος τους, το Δικαστήριο, αφού άκουσε μαρτυρία καταδίκασε τις εφεσείουσες - εναγόμενες σε αποζημιώσεις.
Με έφεση τους, οι εφεσείουσες - εναγόμενες προσέβαλαν την απόφαση επικαλούμενες εξ υποσχέσεως κώλυμα (promissory estoppel) που κατά τους ισχυρισμούς τους προέκυψε από την παράλειψη των εφεσίβλητων - εναγόντων να απαντήσουν σε επιστολή της εφεσείουσας - εναγομένης 1 για αναστολή της υποχρέωσης της να επιστρέψει και εργαστεί στην Κύπρο λόγω σοβαρών οικογενειακών λόγων. Άλλοι λόγοι ακύρωσης που πρότειναν ήταν αφ' ενός η έκδοση απόφασης ενώ η αγωγή ήταν ορισμένη για απόδειξη και όχι ακρόαση και αφ' ετέρου ότι η απόφαση εκδόθηκε ανεξάρτητα από τους ισχυρισμούς που προβάλλονταν στην υπεράσπιση.
Αποφασίστηκε ότι:
(1) Δεν προέκυπτε εξ υποσχέσεως κώλυμα. Μπορεί να προκύψει μόνο από σαφείς και Θετικές παραστάσεις οι οποίες γίνονται από το πρόσωπο προς το οποίο οφείλετο η συμβατική υποχρέωση, ως αποτέλεσμα των οποίων ο οφειλέτης βασιζόμενος σ' αυτές αναπροσαρμόζει τη συμπεριφορά του επί του προκειμένου με τρόπο που Θα ήταν άδικο σε μεταγενέστερο στάδιο να κληθεί να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις.
(2) Ο ορισμός της υπόθεσης για απόδειξη εξυπακούει ότι κατά την ορισθείσα ημερομηνία το Δικαστήριο θα ακούσει μαρτυρία για την απόδειξη της που είναι και ο σκοπός για τον οποίο η υπόθεση ορίζεται για ακρόαση.
(3) Η υπεράσπιση δεν αποτελεί μαρτυρία αλλά δικόγραφο στο οποίο προσδιορίζονται οι θέσεις του εναγομένου έναντι των διεκδικήσεων του ενάγοντα και το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δεν τους έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασης του μετά από ακρόαση μαρτυρίας μόνο από τον ενάγοντα.
(4) Έκδοση απόφασης μετά από απόδειξη της υπόθεσης στην απουσία του εναγόμενου ο οποίος γνώριζε την ημερομηνία ορισμού της δεν παραβιάζει το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενη υπόθεση:
Ελληνική Τράπεζα Λτδ ν. Πολυδωρίδη και Άλλων (1993) 1 Α.Α.Δ. 68.
Έφεση.
Έφεση από τις εναγόμενες κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που δόθηκε στις 20/11/92 (Αρ. Αγωγής 9915/90), κατόπιν απόδειξης της απαίτησης του ενάγοντα με την προσαγωγή σχετικής προς τούτο μαρτυρίας στην απουσία των εναγομένων.
Ν. Κληρίδης, για τις Εφεσείουσες.
Πρ. Μιχαήλ (δ/νίς), για τον Εφεσίβλητο.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γ.Μ. Πικής, Π.
ΠΙΚΗΣ, Π.: Η Δημοκρατία ενήγαγε την εφεσείουσα 1, με αξίωση την καταβολή εκκαθαρισμένης αποζημίωσης για την παράβαση συμφωνίας, βάσει της οποίας της χορηγήθηκε, με σύσταση της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, υποτροφία της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, για σπουδές στην Ορθοπτική στο εξωτερικό.
Η εφεσείουσα 1 τελείωσε τις σπουδές της το 1970. Αντίθετα προς τη συμβατική της υποχρέωση, δεν επέστρεψε για να εργαστεί στην Κύπρο για την προβλεπόμενη από τη συμφωνία περίοδο, παράλειψη η οποία την καθιστούσε υπόλογη σε αποζημιώσεις, καθοριζόμενες βάσει του κώδικα ο οποίος τέθηκε στη συμφωνία.
Η εφεσείουσα 2 εγγυήθηκε την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της εφεσείουσας 1. Η αγωγή στρέφεται και εναντίον της ως εγγυήτριας.
Οι εφεσείουσες παραδέχτηκαν στην Υπεράσπιση τους τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν την Απαίτηση. Το μόνο γεγονός που αμφισβητείται είναι ο αριθμός των επιστολών που τους απέστειλε η Δημοκρατία, προειδοποιώντας τες για τη λήψη δικαστικών μέτρων, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων τους.
Στην αποδοχή των διεκδικήσεων της Δημοκρατίας για την παροχή θεραπείας, παρεμβάλλεται, όπως οι εφεσείουσες ισχυρίστηκαν στην Υπεράσπιση, εξ υποσχέσεως κώλυμα (promissory estoppel), το οποίο προέκυψε από την παράλειψη των εφεσίβλητων να απαντήσουν σε επιστολή της εφεσείουσας 1, που στάληκε το 1971, για την αναστολή της υποχρέωσης της να επιστρέψει και να εργαστεί στην Κύπρο, λόγω σοβαρών οικογενειακών λόγων.
Τα γεγονότα τα οποία προβάλλονται δε στοιχειοθετούν την Υπεράσπιση την οποία επικαλούνται οι εφεσείουσες. Εξ υποσχέσεως κώλυμα μπορεί να προκύψει μονό από σαφείς και θετικές παραστάσεις, οι οποίες γίνονται από το πρόσωπο προς το οποίο οφείλεται η συμβατική υποχρέωση, ως αποτέλεσμα των οποίων ο οφειλέτης, βασιζόμενος σ' αυτές, αναπροσαρμόζει τη συμπεριφορά του επί του προκειμένου, με τρόπο που θα ήταν άδικο σε μεταγενέστερο στάδιο να κληθεί να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις -(βλ., μεταξύ άλλων, Ελληνική Τράπεζα Λτδ. ν. Πολυδωρίδη και Άλλων (1993)1 Α.Α.Δ. 68.
Η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε επανειλημμένως, λόγω της ανετοιμότητας ή απουσίας των διαδίκων ή των δικηγόρων τους, ή λόγω έλλειψης χρόνου του Δικαστηρίου. Η τελευταία φορά που αναβλήθηκε ήταν η 16η Οκτωβρίου, 1992. Την ημέρα εκείνη η υπόθεση ορίστηκε "για απόδειξη" στις 20 Νοεμβρίου, 1992. Η αναβολή δόθηκε, όπως συνάγεται από το πρακτικό, για να παρασχεθεί ακόμα μια ευκαιρία στο δικηγόρο των εφεσειουσών να επικοινωνήσει με τις πελάτιδές του στο εξωτερικό, για το συμβιβασμό της υπόθεσης.
Στις 20 Νοεμβρίου, 1992, δεν εμφανίστηκαν ούτε οι εφεσείουσες ούτε ο δικηγόρος τους. Οι εφεσίβλητοι προσήγαγαν μαρτυρία, προς θεμελίωση της Απαίτησης τους, υπό το φως της οποίας εκδόθηκε απόφαση ως η Απαίτηση, με έξοδα.
Με την έφεση επιζητείται η ακύρωση της απόφασης, για τους ακόλουθους λόγους:-
1. Η υπόθεση ορίστηκε για απόδειξη και όχι για ακρόαση.
Ο λόγος αυτός στερείται ολωσδιόλου ερείσματος. Ο ορισμός της υπόθεσης για απόδειξη, εξυπακούει ότι, κατά την ορισθείσα ημερομηνία, το Δικαστήριο θα ακούσει μαρτυρία για την απόδειξη της, που είναι και ο σκοπός για τον οποίο υπόθεση ορίζεται για ακρόαση.
2. Η απόφαση εκδόθηκε ανεξάρτητα από τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στην Υπεράσπιση.
Η Υπεράσπιση συνιστά δικόγραφο, στο οποίο προσδιορίζονται οι θέσεις του εναγομένου έναντι των διεκδικήσεων του ενάγοντα. Η δικογραφία επενεργεί στον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων. Δε συνιστά μαρτυρία ούτε αποδεικτικό υλικό για την απόδειξη των εκατέρωθεν ισχυρισμών. Άλλωστε, όπως έχουμε επισημάνει, η Υπεράσπιση συνιστούσε, στην ουσία, παραδοχή της Απαίτησης. Όπως έχουμε υποδείξει, οι ισχυρισμοί των εφεσειουσών για την παρεμβολή κωλύματος στις διεκδικήσεις των εφεσίβλητων εστερούντο νομικής βάσης.
3. Παράβαση των δικαιωμάτων των εφεσειουσών που κατοχυρώνονται στο Άρθρο 30 του Συντάγματος.
Δε διαπιστώνεται καμιά παραβίαση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το Άρθρο 30 και, ειδικά, η παράγραφος 3. Οι εφεσείουσες γνώριζαν ότι η υπόθεση ήταν ορισμένη ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την καθορισμένη ημερομηνία. Μάλιστα, όπως αναγράφεται στο πρακτικό, η αγωγή είχε αναβληθεί στη συγκεκριμένη ημερομηνία με τη σύμφωνη γνώμη και των δύο μερών. Η παρουσία των εφεσειουσών δεν αποτελούσε προϋπόθεση για την ακρόαση της υπόθεσης. Χωρίς οποιοδήποτε δικαιολογητικό για την απουσία των εφεσειουσών, όχι μόνο ήταν επιτρεπτό, αλλά αποτελούσε καθήκον του Δικαστηρίου να επιληφθεί της υπόθεσης.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.