ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ αρ.9034
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΗ και ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, δ/στωνΜεταξύ -
Γεώργιου Αδάμου, από την Αραδίππου
Εφεσείοντα/Ενάγοντα
- και -
Νικόλα Αργυρού, από τη Λάρνακα
Εφεσίβλητου/εναγόμενου
---------------
Ημερομηνία:
6 Δεκεμβρίου, 1996Για τον εφεσείοντα: Ε. Ερωτοκρίτου
Για τον εφεσίβλητο: Γ. Κουκούνης
---------------------
-
Η απόφαση θα δοθεί από το δικαστή Σ. Νικήτα -----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Σόλων Νικήτας, Δ.
: Η αγωγή του εφεσείοντα κατά του εναγόμενου-εφεσίβλητου, αφού ακούστηκε από το Πλήρες Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας μέχρι τέλους, απορρίφθηκε πάνω σε ουσιαστικά προδικαστικό σημείο, που προστέθηκε στο δικόγραφο της υπεράσπισης ύστερα από τροποποίηση του, που επέτρεψε το ίδιο δικαστήριο. Η σχετική αίτηση υποβλήθηκε μετά την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας και αφού ακούστηκαν δύο μάρτυρες του εφεσείοντα.Με την αγωγή του ο εφεσείων αξίωσε αποζημιώσεις για σωματική βλάβη και άλλη συνακόλουθη ζημία που έπαθε στη διάρκεια επεισοδίου σε νυκτερινό κέντρο της Λάρνακας. Το δικαστήριο, μετά από εκτίμηση της μαρτυρίας, κατέληξε ότι ο εφεσίβλητος επιτέθηκε παράνομα στον ενάγοντα, τραυματίζοντας τον σοβαρά στο δεξί χέρι. Και του επιδίκασε ποσό £8.000 ως γενική αποζημίωση πλέον £3.160 για απώλεια εισοδημάτων ως ειδική αποζημίωση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε, ως προελέχθη, την αγωγή επειδή ο ενάγων, κατά την κρίση του, δε συμμορφώθηκε με τις διατάξεις του άρθρ. 67 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, όπως τροποποιήθηκε. Δεν ειδοποίησε έγκαιρα το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για την έγερση της αγωγής. Έγινε δηλαδή αποδεκτή η μία από τις δύο προδικαστικές ενστάσεις, που πρόσθεσε ο εναγόμενος στη γραπτή υπεράσπιση του.
Με τους λόγους έφεσης ο εφεσείων αμφισβητεί: (1) ότι υπήρχε δυνατότητα, υπό τις συνθήκες, έγκρισης του αιτήματος για τροποποίηση της υπεράσπισης και προσθήκης των προδικαστικών ενστάσεων
. ας σημειωθεί πως το θέμα αποφασίστηκε με ενδιάμεση απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου. (2) ότι εξετάστηκαν τα γεγονότα για να διαπιστωθεί ότι το αγώγιμο δικαίωμα είχε ως έρεισμα κακούργημα. και εν πάση περιπτώσει το ζήτημα δεν αποτέλεσε κοινό έδαφος, όπως λανθασμένα αναφέρει η εκκαλούμενη απόφαση. (3) το συμπέρασμα του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι δε δόθηκε στο Γενικό Εισαγγελέα η γραπτή γνωστοποίηση, που απαιτεί το άρθρ. 67 ως και τα ευρήματα που περιστοιχίζουν το θέμα αυτό. και (4) τα παραπάνω ποσά που επιδικάστηκαν στον ενάγοντα ως αποζημιώσεις ο εφεσείων τα θεωρεί χαμηλά.Στο σημείο αυτό μπορούμε να διαβάσουμε το άρθρ. 67, όπως διαμορφώθηκε μετά την τροποποίηση που επέφερε ο τροποποιητικός νόμος αρ. 87 του 1973 και να προβούμε σε σύντομη επισκόπηση των προνοιών του:
"Δεν συνιστά κώλυμα εις αγωγήν επ' αστικώ αδικήματι το ότι τα γεγονότα εφ' ών εδράζεται η αγωγή συνιστώσιν έγκλημα ή ποινικόν αδίκημα δυνάμει των διατάξεων οιουδήποτε νομοθετήματος:
Νοείται όμως ότι εάν το τοιούτο έγκλημα ή ποινικόν αδίκημα συνιστά κακούργημα, ουδεμία αγωγή δύναται να καταχωρηθή εν σχέσει προς το αστικόν αδίκημα, εκτός εάν προηγουμένως δοθή έγγραφος γνωστοποίησις προς τον Γενικόν Εισαγγελέα της Δημοκρατίας."
Πριν τη σημαντική, ομολογουμένως, τροποποίηση αυτή, το άρθρ. 67 αποτελούσε καθολική ενσωμάτωση του κανόνα του κοινού δικαίου που επέβαλλε στο άτομο που υπέστη βλάβη από τις διατάξεις αστικού αδικήματος, σε περίπτωση που αυτή αποτελούσε συνάμα και κακούργημα, το δημόσιο καθήκον να διώξει ποινικά το δράστη προτού ζητήσει θεραπεία με αγωγή. Για την προέλευση και τη λογική της θεωρίας αυτής παραπέμπουμε στη
Midland Insurance Company v. Smith and Wife (1880-81) 6 Q.B.D. 561. Βλέπε επίσης για την εφαρμογή της την υπόθεση Smith v. Selwyn (1914) 3 K.B. 98.Το άρθρ. 67 αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση των σκοπών της δικαιοσύνης προβλέποντας ότι ο ζημιωθείς συνεπεία αστικού αδικήματος οφείλει να δώσει προηγουμένως έγγραφη ειδοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, στον οποίο το Σύνταγμα εναπόθεσε την ευθύνη της εφαρμογής του ποινικού δικαίου (άρθρ. 113). Με τη νέα επιφύλαξη του άρθρ. 67 το δικαίωμα του ενάγοντα να εγείρει αγωγή δεν αναστέλλεται μέχρις ότου ο δράστης προσαχθεί ενώπιον της δικαιοσύνης. Ο πολίτης μπορεί να επιδιώξει τα δικαιώματα του δίνοντας απλώς ειδοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα με τον τρόπο που καθορίζεται στο άρθρ. 67.
Είναι πιστεύουμε καθαρό από το κείμενο της διάταξης ότι η γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα αποτελεί προϋπόθεση του δικαιώματος να ζητήσει ο ενάγων θεραπεία με αγωγή. Επομένως η μη τήρηση του όρου αυτού καθιστά ολόκληρη τη διαδικασία άκυρη: βλέπε
Eleftheriades & Others v. Mavrellis & Others (1985) 1 C.L.R. 436. Πρέπει ωστόσο να τονισθεί εμφαντικά ότι προτού ληφθεί η απόφαση για απόρριψη της αγωγής πρέπει να καταδειχθεί , είτε από τη μαρτυρία που άκουσε το δικαστήριο ή στην περίπτωση που δεν άρχισε η δίκη από την έκθεση απαιτήσεως ή άλλο υλικό που προσκομίστηκε, ότι η αγωγή βασίζεται σε κακούργημα: βλέπε Jack Clark (Rainham) Ltd. v. Clark (1946) 2 All E.R. 683.Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης με τη σειρά που τους έχουμε συνοψίσει. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα κάκισε πρωτίστως την ενέργεια του πρωτόδικου δικαστηρίου να εγκρίνει την τροποποίηση και μάλιστα μετά που άρχισε η δίκη και κατέθεσαν μάρτυρες. Δε συμφωνούμε. Το εγειρόμενο ήταν ζήτημα δημόσιας τάξης που το δικαστήριο θα μπορούσε να εξετάσει και αυτεπάγγελτα. Αγωγή, που έχει ως βάση κακούργημα, δεν μπορεί να καταχωρηθεί εκτός αν προηγηθεί γνωστοποίηση στο Γενικό Εισαγγελέα. Η υπόθεση
Jack Clark (Rainham) Ltd., ανωτέρω, υποστηρίζει την άποψη. Παραπέμπουμε ιδιαίτερα σε ότι είπε ο δικαστής Τucker στην αρχή της απόφασης στη σελ. 685:"This application ......... is based on a rule founded on public policy, namely, that a plaintiff should not be entitled to his civil remedy against a defendant when his cause of action is founded on a felony committed by the defendant for which that defendant has not been prosecuted."
Θα προσθέταμε ότι η διαδικασία της ad hoc αίτησης ήταν πιο ενδεδειγμένη για την επίλυση του προκύψαντος προδικαστικού θέματος. Και προσφερόταν γιαυτό ο μηχανισμός της Δ.27 του περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού: βλέπε και την υπόθεση
Jack Clark (Rainham) Ltd., ανωτέρω.Θα μας απασχολήσει στη συνέχεια η φύση του αδικήματος. Εν πρώτοις κακούργημα είναι το αδίκημα, που ειδικά ο νόμος καθορίζει σαν τέτοιο ή αν δεν είναι έτσι καθορισμένο και δεν προσδιορίζεται ρητά ως πλημμέλημα τιμωρείται, μεταξύ άλλων, με φυλάκιση τριών ή περισσοτέρων ετών (άρθρ. 4 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154). Το άρθρ. 231 του ιδίου νόμου τιμωρεί την πρόκληση οδυνηρής σωματικής βλάβης με φυλάκιση 7 ετών.
Στην παράγραφο 2 της εκθέσεως απαιτήσεως αναφέρεται ότι ο εφεσίβλητος επιτέθηκε στον εφεσείοντα "όλως παρανόμως, αυθαιρέτως και απροκλήτως ........ με σπασμένη μπουκάλα και του επροξένησε οδυνηράς σωματικάς βλάβας ........" Ακολουθεί λεπτομερειακή περιγραφή των τραυμάτων που θα συνιστούσαν το αδίκημα του άρθρ. 231. Εκτός απ' αυτό, όπως επισημάναμε, το δικαστήριο άκουσε ολόκληρη την υπόθεση. Και από τη μαρτυρία προκύπτει αναντίρρητα ότι η αιτία της αγωγής ήταν τουλάχιστον το κακούργημα του άρθρ. 231. Πρέπει ακόμη να λεχθεί ότι ο δικηγόρος του εφεσείοντα δεν έθεσε ποτέ θέμα, στην πρωτόδικη διαδικασία, ότι δεν είχαν έτσι τα πράγματα. Προφανώς γιατί στην επιστολή του ουσιαστικά χαρακτηρίζει την πράξη του εφεσίβλητου κακούργημα. Αναφέρει ακριβώς:
" .....ότι ο πελάτης μου κ. Γεώργιος Αδάμου από την Αραδίππου προτίθεται να λάβη δικαστικά μέτρα εναντίον του Νίκου Κυριάκου Αργυρού εκ Διοσκόπου 10, Άγιοι Ανάργυροι, Λάρνακα, για επίθεση με πρόκληση οδυνηρής σωματικής βλάβης η οποία δυνατόν να συνιστά κακούργημα."
Μένει το θέμα της γνωστοποίησης. Το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσον η γνωστοποίηση, τεκμ. 3 , από το δικηγόρο του εφεσείοντα, ημερ. 26/7/88, δόθηκε πριν ή μετά την καταχώρηση της αγωγής στις 27/7/88. Στο σημείο αυτό η πρωτόδικη απόφαση σωστά ερμήνευσε τη λέξη "δοθή" στο άρθρ. 67 σε αντιδιαστολή με τη λέξη "σταλή". Το πρώτο εξυπακούει λήψη.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε, στηριζόμενο στη μαρτυρία του υπεύθυνου του αρχείου του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα Α. Κυθραιώτη, ότι το τεκ. 3 λήφθηκε την 1/8/88, όπως δείχνει η σχετική σφραγίδα που είχε τεθεί στο τεκμήριο, σύμφωνα με την πρακτική του Γραφείου αυτού. Ο κ. Ερωτοκρίτου επέκρινε την αποδοχή της γιατί ο μάρτυς δε θυμόταν ειδικά την παρούσα περίπτωση. Περαιτέρω το δικαστήριο έκρινε ότι, με βάση όσα αναφέρει ο Phipson on Evidence, 13η έκδοση, παράγραφος 35-03, το τεκμήριο γράφτηκε κατά την ημερομηνία που αναγράφεται, δηλαδή, στις 26/7/88. Αυτό όμως δε δημιουργεί τεκμήριο αναφορικά με την ταχυδρόμηση του την ίδια ή οποιαδήποτε άλλη ημερομηνία. Δεν υπήρχε, προσθέτει η απόφαση, οποιαδήποτε μαρτυρία είτε από τον κ. Ερωτοκρίτου, που υπέγραψε την επιστολή, είτε από τον εφεσείοντα ή άλλη πηγή που να διαφωτίζει σχετικά. Η δε μαρτυρία του εφεσείοντα που είπε γενικά και αόριστα ότι στάληκε ειδοποίηση πριν την έγερση της αγωγής από το δικηγόρο του δεν προσδιορίζει, όπως εύστοχα επεσήμανε το δικαστήριο, αν το τεκμ. 3 στάληκε μέσω του ταχυδρομείου.
Το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε στη συνέχεια σε διάφορους συλλογισμούς που είχαν ως βάση ότι πράγματι η επιστολή ταχυδρομήθηκε για να καταλήξει όμως ότι έλειπε η μαρτυρία για την κρίσιμη ημερομηνία πότε ακριβώς ταχυδρομήθηκε για να αποφασισθεί κατά πόσον παραδόθηκε στον παραλήπτη "in the ordinary course of post", όπως ερμηνεύει την έκφραση "service by post" το άρθρ. 2 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1. Η μόνη μαρτυρία που μπορούσε να συσχετισθεί με την παραλαβή της επιστολής, όπως έκρινε η πρωτόδικη απόφαση, ήταν εκείνη του μάρτυρα Κυθραιώτη ότι παραλήφθηκε την 1/8/88, δηλαδή, μετά την έγερση της αγωγής.
Ο κ. Ερωτοκρίτου πρόβαλε τη μαρτυρία του ενάγοντα σαν ικανοποιητική. Τίποτε όμως απ' όσα ανέφερε δε μας έπεισε ότι οι σκέψεις και τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν λανθασμένα. Η μαρτυρία του εφεσείοντα, στην οποία κυρίως βασίστηκε, δεν είχε, λόγω της αοριστίας της, καμιά αποδεικτική αξία. Η απάντηση στις επικρίσεις της μαρτυρίας του κ. Κυθραιώτη είναι ότι το βάρος απόδειξης για την έγκαιρη λήψη της γνωστοποίησης έφερε ακέραιο ο εφεσείων, ο οποίος απέτυχε να το αποσείσει.
Υπό τις περιστάσεις ορθά απορρίφθηκε η αγωγή. Παρέλκει επομένως η εξέταση των λόγων που προσβάλλουν την επάρκεια των αποζημιώσεων.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.
Δ.
Δ.
Δ.
/Κασ