ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 9053.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, Δ.Δ.
R.C.K. SPORTS ως έχει μετονομασθεί από
PALINEX SPORTS LTD, από τη Λευκωσία,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
και
PERSONA ADVERTISING LTD, από τη Λευκωσία,
Εφεσίβλητοι-Ενάγοντες.
__________________
11 Οκτωβρίου, 1996
.Για τους Εφεσείοντες : Ν. Γεωργιάδης.
Για τους Εφεσίβλητους: Χ. Κυριακίδης.
___________________
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.
: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσειο Δικαστής Π. Καλλής.
___________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
: Με αγωγή τους που καταχώρησαν στις 12.1.93, δυνάμει ειδικού οπισθογραμμένου κλητηρίου, οι ενάγοντες αξίωναν Λ.Κ.10.555 "δυνάμει υπολοίπου λογαριασμού για παροχή διαφημίσεων ή και άλλων συναφών υπηρεσιών από τους ενάγοντες προς τους εναγομένους".Την καταχώρηση σημειώματος εμφανίσεως από τους εναγομένους, στις 27.1.93, ακολούθησε αίτηση των εναγόντων για συνοπτική απόφαση.
Τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την αίτηση παρατίθενται στην ένορκη δήλωση που την συνοδεύει. Μπορούν να συνοψισθούν ως πιο κάτω:
Οι ενάγοντες είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με έδρα τη Λευκωσία η οποία ασχολείται, μεταξύ άλλων, με την παροχή διαφημιστικών εργασιών και την προβολή και διαφήμιση εμπορικών προϊόντων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Με την εναγόμενη εταιρεία οι ενάγοντες είχαν από πολλού χρόνου συνεργασία. Οι ενάγοντες διαφήμιζαν τα προϊόντα των εναγομένων και ετηρείτο λογαριασμός κατά τον ουσιώδη χρόνο. Οι εναγόμενοι ήταν οι εισαγωγείς ή και οι αντιπρόσωποι ή και οι διανομείς ή και οι μεταπωλητές στην Κύπρο των προϊόντων Reebok με τους οποίους οι ενάγοντες συνεργάζονταν σχεδόν σε αποκλειστική βάση για τη διαφήμιση των προϊόντων αυτών σε όλα τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η συνεργασία των διαδίκων διακόπηκε όταν υπήρξαν εσωτερικές ανακατατάξεις μεταξύ των ιδιοκτητών και μετόχων των εναγομένων. Καθ΄ όλη τη διάρκεια της συνεργασίας των διαδίκων και για περίοδο πολλών ετών, όλες οι χρεώσεις ή και τιμολογήσεις των εναγόντων που αφορούσαν τα πιο πάνω προϊόντα γίνονταν στο όνομα της Εταιρείας Palinex Sports Ltd η οποία στη συνέχεια μετονομάστηκε σε R.C.K. Sports Ltd και ετηρείτο λογαριασμός και κανένα πρόβλημα δεν εδημιουργείτο. ΄Οταν τα προβλήματα εντάθηκαν στην εταιρεία των εναγομένων λόγω εσωτερικών τους αλλαγών, οι εναγόμενοι πληροφόρησαν τους ενάγοντες ότι θα διάκοπταν τη συνεργασία τους.
Κατά τη διακοπή της συνεργασίας οι εναγόμενοι όφειλαν προς τους ενάγοντες το ποσό των £13,216.59. Το ποσό αυτό επιβεβαιώθηκε από τους ελεγκτές των εναγομένων τόσο προς τους ενάγοντες όσο και προς τους ελεγκτές των τελευταίων. Μετά την επιβεβαίωση οι εναγόμενοι κατέβαλαν προς τους ενάγοντες διάφορα ποσά με αποτέλεσμα το τελικό υπόλοιπο να ανέρχεται στις £9,870.- Περαιτέρω οι ίδιοι οι ελεγκτές των εναγομένων με βεβαίωση τους ημερ. 9.12.92 (Τεκ. Β) εβεβαίωσαν ότι στις 31.12.91 το υπόλοιπο των εναγομένων στα ίδια τους τα βιβλία ήταν £9,870.-
Αντί να εξοφλήσουν το πιο πάνω υπόλοιπο οι εναγόμενοι ήγειραν στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την αγωγή 11873/92 τόσο κατά των εναγόντων όσο και κατά της εταιρείας Palinex Trading Ltd με την οποία ζητούσαν από το Δικαστήριο όπως χρεώσεις των εναγόντων σε βάρος των εναγομένων ύψους Λ.Κ.9879,70 ακυρωθούν και υπολογιστούν κατά της εταιρείας Palinex Trading Ltd. Ο ισχυρισμός των εναγομένων στην πιο πάνω αγωγή τους ήταν ότι ουδεμία δοσοληψία είχαν με τους ενάγοντες πριν το Μάϊο του 1992 και ότι ουδέν ποσό όφειλαν στους ενάγοντες την 21.12.91. Ισχυρίζοντο, επίσης, ότι το αξιούμενο ποσό οφείλεται από την εταιρεία Palinex Trading Ltd η οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε τους ίδιους μετόχους όπως και οι εναγόμενοι αλλά μετά τα εσωτερικά προβλήματα των εναγομένων οι μέτοχοι φρόντισαν να ανταλλάξουν τις μεταξύ τους μετοχές.
Η αίτηση για συνοπτική απόφαση συνοδεύετο και από ένορκη δήλωση της υπαλλήλου των ελεγκτών των εναγόντων. Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση της η τελευταία παρευρέθηκε προσωπικά "κατά ή περί την 17.12.92 σε συνάντηση με τους ελεγκτές ή/και λογιστές των εναγομένων με τους οποίους ήλεγξαν όλες τις δοσοληψίες των διαδίκων. ΄Ολοι μαζί κατέληξαν ότι σύμφωνα με τα βιβλία των εναγομένων αλλά και των εναγόντων το πραγματικό υπόλοιπο που οι εναγόμενοι όφειλαν στους ενάγοντες ανήρχετο στο ποσό των Λ.Κ.13,216.59. Το ποσό αυτό τους επιβεβαίωσαν και εγγράφως στις 23.12.92 οι ελεγκτές των εναγομένων".
Με την ένορκη δήλωση τους, που συνοδεύει την ένσταση τους, οι εναγόμενοι αρνήθηκαν όλους τους ισχυρισμούς των εναγόντων. Ταυτόχρονα ισχυρίσθηκαν ότι ουδεμία συμβατική ή άλλη σχέση υπήρχε κατά τον ουσιώδη χρόνο μεταξύ των εναγόντων και των εναγομένων αναφορικά με διαφημίσεις των προϊόντων Reebok επειδή όλα τα έξοδα διαφήμισης τους για το 1991 και μέχρι το Μάρτιο του 1992 τα είχε αναλάβει η εταιρεία Palinex Trading Ltd. Ισχυρίσθηκαν, επίσης, ότι ουδέποτε παραδέχθηκαν εγγράφως ή προφορικώς ότι οφείλουν προς τους ενάγοντες οποιοδήποτε ποσό το οποίο αφορά διαφημήσεις ή άλλες υπηρεσίες τις οποίες οι ενάγοντες προσέφεραν προς την εταιρεία Palinex Trading Ltd.
Κατά την ακρόαση της αίτησης, οι ομνύσαντες υποβλήθηκαν σε αντεξέταση, μετά από σχετική άδεια του πρωτόδικου δικαστηρίου. Ο ομνύσας την ένορκη δήλωση εκ μέρους των εναγομένων ανέφερε ενόρκως ότι ήταν ο λογιστής των εναγομένων καθώς και της αδελφής εταιρείας Palinex Trading Ltd. Οι λογαριασμοί των δυο εταιρειών ελέγχοντο από εγκεκριμένους ελεγκτές, υπογράφοντο από τους Διευθυντές τους και υποβάλλοντο στον ΄Εφορο Φόρου Εισοδήματος. Με βάση δε τους λογαριασμούς του 1991 οι εναγόμενοι όφειλαν στους ενάγοντες ποσό £9,000 με £10,000. Συμφώνησε, επίσης, με το περιεχόμενο του Τεκ. Β στην ένορκη δήλωση των εναγόντων, στο περιεχόμενο του οποίου έχουμε ήδη αναφερθεί.
Ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγομένων συνόψισε πιο κάτω τις τρεις υπερασπίσεις που είχαν τεκμηριώσει οι εναγόμενοι:
(1) Κάποιου είδους νέα υποκατάστατη σύμβαση (novation).
(2) Ολοκληρωτική αποτυχία της αντιπαροχής.
(3) Ανυπαρξία συμβατικής σχέσης μεταξύ των εναγόντων και των εναγομένων.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού εξέτασε όλες τις υπερασπίσεις παρέθεσε τα σχετικά συμπεράσματα του. Το συμπέρασμα του πάνω στην υπεράσπιση της νέας υποκατάστατης σύμβασης δεν θα μας αποσχολήσει επειδή κατά την ακρόαση της έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγομένων εγκατέλειψε τη σχετική υπεράσπιση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο προσέγγισε ως πιο κάτω την υπεράσπιση της αποτυχίας της αντιπαροχής:
"Το επιχείρημα για έλλειψη αντιπαροχής καταρρίπτεται από την ίδια την μαρτυρία του Αντώνη Αργυρίδη ο οποίος ήταν ο μόνος μάρτυρας που κατάθεσε εκ μέρους των εναγομένων. Ο μάρτυρας αυτός ανέφερε επί λέξη ότι οι εναγόμενοι είναι αντιπρόσωποι των αθλητικών ειδών Reebok στην Κύπρο και ότι η Palinex Trading Limited ήταν οι μεταπωλητές των εναγομένων στην Κύπρο. Οι εναγόμενοι εισάγουν τα προϊόντα αυτά στην Κύπρο, τα πωλούσαν στην Palinex Trading Ltd η οποία τα πουλούσε στους καταναλωτές. Οι ενάγοντες διαφημίζουν αυτά τα προϊόντα. Από αυτό και μόνο προκύπτει ότι υπήρξε όφελος από τους ενάγοντες από τις διαφημίσεις γιατί είναι φανερό ότι η αύξηση των πωλήσεων των προϊόντων Reebok στην Κύπρο θα ήταν επωφελής και στους ίδιους. Ο ίδιος ο μάρτυρας σε άλλο σημείο της επανεξέτασης του, αυτή τη φορά, και σε ερώτηση αν μπορούσε να πει για το έτος 1991 ποιά εταιρεία είχε το κέρδος από τις πωλήσεις των προϊόντων Reebok στην Κύπρο απάντησε ότι την μερίδα του λέοντος των κερδών την είχε η εταιρεία Palinex Trading Limited και ότι οι εναγόμενοι πωλούσαν τα προϊόντα Reebok με χαμηλότερο ποσοστό κέρδους στην Palinex Trading Limited. Επομένως κάποιο μερίδιο από τα κέρδη πήγαινε στους εναγόμενους και κάποιο όφελος έστω και σχετικά πιό μικρό από το όφελος που είχε η εταιρεία Palinex Trading Limited, είχαν και οι εναγόμενοι, άρα υπήρχε όφελος και αντιπαροχή από μέρους των εναγόντων προς τους εναγομένους."
Αναφορικά με την υπεράσπιση της απουσίας συμβατικής σχέσης η προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου έχει ως πιο κάτω:
"Το τρίτο δε επιχείρημα του δικηγόρου των εναγομένων ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε συμβατική σχέση μεταξύ των εναγόντων και των εναγομένων δεν μπορεί να ευσταθεί γιατί πιστεύω ότι έρχεται σε σύγκρουση με την όλη μαρτυρία που προσκομίστηκε τόσο από πλευράς των εναγόντων όσο και από πλευράς των εναγομένων. ΄Ερχεται επίσης σε σύγκρουση και με την πρώτη του θέση ότι υπήρξε νέα υποκατάστατη συμφωνία (novation) μεταξύ των μερών η οποία αντικατέστησε παλιά συμφωνία. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω από την μαρτυρία του μάρτυρα των εναγομένων Αντώνη Αργυρίδη πηγάζει το γεγονός αυτό."
Μετά την απόρριψη των πιο πάνω υπερασπίσεων των εναγομένων το πρωτόδικο δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση απόφασης υπέρ των εναγόντων για το ποσό των £9,870.
Η παρούσα έφεση στρέφεται κατά της πιο πάνω απόφασης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων υποστήριξε ότι η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου, με την οποία είχαν απορριφθεί οι σχετικές υπερασπίσεις τους, πάσχει λόγω έλλειψης αξιολόγησης της μαρτυρίας, ευρημάτων και αιτιολογίας. Δέχθηκε ότι τα τιμολόγια τα οποία εξεδίδοντο στο όνομα των εναγομένων "κακώς ή εκ λάθους περάστηκαν στα βιβλία των ενώ έπρεπε να χρεωθεί η Palinex
Trading Ltd". Δέχθηκε, επίσης, ότι οι ενάγοντες εδιαφήμιζαν τα προϊόντα των εφεσειόντων "αλλά τις οδηγίες τις πήραν από την Palinex Trading Ltd οι οποίοι ήταν οι διανομείς ενώ οι εναγόμενοι ήσαν οι εισαγωγείς".
Αρχές που διέπουν την έκδοση συνοπτικής απόφασης
:Συνοψίζονται ως πιο κάτω στο Annual Practice, 1967, σελ. 121:
"Η εξουσία έκδοσης συνοπτικής απόφασης, δυνάμει της Δ.14, εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει εύλογη αμφιβολία ότι ο ενάγων δικαιούται σε απόφαση και όπου είναι απρόσφορο να επιτραπεί στον εναγόμενο να υπερασπισθεί απλώς για λόγους καθυστέρησης
Πρέπει να δίδεται άδεια για υπεράσπιση εκτός εάν είναι καθαρό ότι δεν υπάρχει ουσιώδες ζήτημα για εκδίκαση
(Godd v. Delap (1905) 92 L.T. 510, H.L.), και ότι δεν υπάρχει αμφισβήτηση σε σχεση με πραγματικά ή νομικά ζητήματα τα οποία εγείρουν εύλογη αμφιβολία κατά πόσο ο ενάγων δικαιούται σε απόφαση (Jones v. Stone, (1894) A.C. 122; Thompson v. Marshall, 41 L.T. 720, C.A.; Jacobs v. Booth' s Distillery Co. (1901) 85 L.T. 262, H.L.; Lindsay v. Martin, 5 T.L.R. 322)."
Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στο πιο κάτω απόσπασμα απο την
European Asian Bank A G v. Punjab and SindBank (1983) 2 All E.R. 508, 515, 516:"Το δικαστήριο τότε μόνο μπορεί να δώσει συνοπτική απόφαση
εάν (1) δεν έχει απορρίψει την αίτηση του ενάγοντα, προφανώς λόγω κάποιου ελαττώματος της αίτησης, (2) ο εναγόμενος δεν έχει ικανοποιήσει το δικαστήριο είτε (α) ότι υπάρχει επίδικο ζήτημα το οποίο πρέπει να εκδικασθεί ή (β) ότι για κάποιο λόγο πρέπει να διεξαχθεί δίκη. Αφού αποκλειστούν αυτές οι δυνατότητες, είναι πράγματι πολύ δύσκολο να διανοηθούμε περιστάσεις όπου το δικαστήριο δεν πρέπει να δώσει απόφαση υπέρ του ενάγοντα, ειδικά όταν έχουμε υπόψη μας ότι κύριος στόχος της Δ.14 ήταν πάντοτε ότι στην πρέπουσα περίπτωση αίτησης, εάν ο Δικαστής ικανοποιείται ότι δεν υπάρχει δικάσιμο ζήτημα, πρέπει να δίδει απόφαση υπέρ του ενάγοντα............................... .................................................. ...............
Ο σκοπός της Δ.14 είναι η αποτροπή των καθυστερήσεων στις περιπτώσεις που δεν υπάρχει υπεράσπιση."
΄Οταν τα νομικά και πραγματικά ζητήματα είναι τέτοιας φύσης που καθίσταται δυνατό για το δικαστήριο να μορφώσει άποψη αμέσως, χωρίς περαιτέρω διευκρίνηση κατά το στάδιο της δίκης, τότε πρέπει να εκδίδεται συνοπτική απόφαση. Η αρχή αυτή έχει τεθεί στην Nichimen Corporation v. Gatoil Overseas Inc. (CC.A.) (1987) 2 Lloyd's Rep. 46, 51, ως πιο κάτω:
"Εάν η υπόθεση αφορά σε νομικά ζητήματα ή σε άλλο υλικό, τα οποία καθιστούν δυνατό για το δικαστήριο να μορφώσει μια οριστική άποψη αμέσως δεν είναι αρκετό για το δικαστήριο να συμπεράνει ότι οι εναγόμενοι έχουν μια συζήτησιμη υπόθεση."
Το βάρος ικανοποίησης του Δικαστηρίου ότι έχει καλή υπεράσπιση το φέρει ο εναγόμενος. Οσάκις το δικαστήριο αποφαίνεται επί του ζητήματος πρέπει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια (Βλ. Κυπριανίδης ν. Ιωάννου (1966) 1 Α.Α.Δ. 265)
.
Στην κατ΄ έφεση δικαιοδοσία του το Εφετείο δε διστάζει, στις κατάλληλες περιπτώσεις, να αποφασίσει το ίδιο νομικά ζητήματα, κάτω από τη Δ.18 των Διαδικαστικών Κανονισμών, ακόμα και όταν εκ πρώτης όψεως τα θέματα αυτά εμφανίζονται πολύπλοκα αν, βεβαίως, συζητηθούν πλήρως ενώπιον του (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν. Χατζηνέστορος (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 204, 221)
.
Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης υπό το φως των πιο πάνω αρχών και σε συνάρτηση με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο, για τους λόγους που έχει αναφέρει, αποφάσισε ότι οι υπερασπίσεις που είχαν επικαλεσθεί οι εφεσείοντες δεν ευσταθούσαν.
Τα ερωτήματα που προβάλλουν για επίλυση είναι δύο, τα ακόλουθα:
(1) Κατά πόσο το αποδεικτικό υλικό το οποίο βρίσκετο ενώπιον του πρωτοδίκου δικαστηρίου δικαιολογούσε την σχετική κατάληξη του, και
(2) Κατά πόσο το πρωτόδικο δικαστήριο μπορούσε να λάβει υπόψη του εκείνο το υλικό ενόψει, ιδίως, της θέσης των εφεσειόντων ότι η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης αξιολόγησης της μαρτυρίας, ευρημάτων και αιτιολογίας.
Αρχίζουμε με την υπεράσπιση της έλλειψης αντιπαροχής. Σύμφωνα με τον Treitel the Law of Contract, 8η έκδοση, 1991, "ο παραδοσιακός ορισμός της αντιπαροχής επικεντρώνεται πάνω στην προϋπόθεση ότι πρέπει να δοθεί 'κάτι αξίας' και κατ΄ ακολουθίαν αναφέρει ότι η αντιπαροχή αποτελείται είτε από κάποια ζημιά στον δανειστή (promisee) επειδή θα δώσει αξία, ή από κάποιο όφελος προς τον οφειλέτη (promisor) επειδή θα πάρει αξία. Συνήθως αυτή η ζημιά και το όφελος είναι απλώς το ίδιο πράγμα εξεταζόμενα από διαφορετικές σκοπιές".
Αναφορικά με την δεύτερη υπεράσπιση - απουσία συμβατικών σχέσεων - θεωρούμε ότι οι ίδιοι οι εφεσείοντες δέχονται την ύπαρξη τους με το να επικαλούνται την υπεράσπιση της υποκατάστατης νέας συμφωνίας - novation.
΄Εχουμε εξετάσει τη μαρτυρία, η οποία αποτέλεσε το βάθρο για την απόρριψη των δυο υπερασπίσεων των εφεσειόντων, σε συνάρτηση με την έννοια του όρου "αντιπαροχή" και την έννοια του όρου "συμβατικές σχέσεις". ΄Εχουμε την άποψη πως η σχετική κατάληξη του δικαστηρίου εδικαιολογείτο από τη μαρτυρία την οποία έλαβε υπόψη.
Αναφορικά με το δεύτερο ερώτημα, το οποίο έχουμε θέσει πιο πάνω, διαπιστώνουμε ότι τα σχετικά συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την αντιπαροχή βασίσθηκαν καθ΄ ολοκληρίαν πάνω στη μαρτυρία του μάρτυρα των εφεσειόντων. Το δε συμπέρασμα του σε σχέση με την υπεράσπιση της απουσίας συμβατικής σχέσης βασίσθηκε πάνω σε ολόκληρη τη μαρτυρία. Ωστόσο, ανεξάρτητα από
την υπόλοιπη μαρτυρία, η ύπαρξη συμβατικών σχέσεων πηγάζει και από τη μαρτυρία του μόνου μάρτυρα των εφεσειόντων καθώς και από την - εγκαταληφθείσα - υπεράσπιση της υποκατάστατης νέας συμφωνίας ("novation").Θεωρούμε ότι ζήτημα αξιολόγησης μαρτυρίας εγείρεται μόνο οσάκις υπάρχουν δύο διϊστάμενες εκδοχές και το δικαστήριο θα πρέπει να επιλέξει μια από τις δυο. Στην κρινόμενη περίπτωση το δικαστήριο δεν είχε να επιλέξει μεταξύ δύο διϊστάμενων εκδοχών. Σε σχέση με την υπεράσπιση της έλλειψης αντιπαροχής δέχθηκε την μόνη εκδοχή, εκείνη των εφεσειόντων, η οποία δεν διέφερε από εκείνη των εφεσιβλήτων. Σε σχέση με την υπεράσπιση της απουσίας συμβατικής σχέσης οι εκδοχές των δυο μερών ήταν σύμφωνες. Τα σχετικά συμπεράσματα του δικαστηρίου θεμελιώθηκαν πάνω σε μαρτυρία η οποία δεν ήταν διϊστάμενη. Δεν εγείρεται, λοιπόν ζητήμα αξιολόγησης ή ευρημάτων Περαιτέρω, θεωρούμε πως ο διάδικος του οποίου η μαρτυρία γίνεται δεκτή και αποτελεί το βάθρο για τις σχετικές καταλήξεις του δικαστηρίου δεν μπορεί να παραπονείται για έλλειψη αξιολόγησης και ευρημάτων.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό των εφεσειόντων για έλλειψη αιτιολογίας το τί αποτελεί δέουσα αιτιολογία εξαρτάται από τα περιστατικά και τη φύση της υπόθεσης (Re M.X. Δικηγόρος, ΄Εφεση 3/92, 7.10.93). ΄Εχουμε την άποψη πως λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών και της φύσης της κρινόμενης υπόθεσης, η δοθείσα από το πρωτόδικο δικαστήριο αιτιολογία, ικανοποιεί πλήρως την ανάγκη για αιτιολόγια.
Το ποσό της επίδικης οφειλής δεν είχε αμφισβητηθεί από τους εφεσείοντες. ΄Αλλωστε έχει επιβεβαιωθεί και από τους ελεγκτές τους. Η υπόθεση αφορούσε σε νομικά και πραγματικά ζητήματα τα οποία το καθιστούσαν δυνατό για το δικαστήριο να μορφώσει μια οριστική άποψη αμέσως. Τα νομικά ζητήματα έχουν ορθώς επιλυθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο και δεν υπάρχει αμφισβήτηση σε σχέση με τα πραγματικά ζητήματα. ΄Εχουν επιλυθεί σύμφωνα με την μαρτυρία των ιδίων των εφεσειόντων. Δεν έχουμε διαγνώσει οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Ακολουθεί πως η έφεση πρέπει να απορριφθεί με έξοδα
.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.