ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 8849
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Π. ΑΡΤΕΜΗ, Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΔΔ.Μεταξύ:
Μάριου Γιασεμή,
Εφεσείοντα-Εναγομένου,
- και -
Κώστα Ρούσου,
Εφεσίβλητου-Ενάγοντα.
- - - - - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
24.10.96ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για τον εφεσείοντα: κ. Κ. Παπαδόπουλος
Για τον εφεσίβλητο: κα Στ. Πολυβίου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Σ. ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Π. Αρτέμης, Δ.
Π. ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Στις 27.3.89 ο εφεσίβλητος-ενάγοντας ενώ περπατούσε στην οδό Ομήρου στην περιοχή ΡΙΚ με τη σύζυγο του, κτυπήθηκε από αυτοκίνητο που οδηγούσε ο εφεσείοντας.-εναγόμενος, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε τον εφεσείοντα-εναγόμενο ένοχο αμέλειας και τον εφεσίβλητο-ενάγοντα υπεύθυνο συντρέχουσας αμέλειας. Ο εφεσείοντας προσβάλλει την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι δε λόγοι της έφεσης αφορούν τα ευρήματα και την αξιολόγηση της μαρτυρίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Κατά την πιο πάνω ημερομηνία, ενώ ο εφεσίβλητος περπατούσε με τη σύζυγο του στην αριστερή πλευρά της ασφάλτου, σε κάποιο σημείο διασταύρωσε μαζί της στην απέναντι πλευρά με σκοπό να συνομιλήσουν με την οδηγό αυτοκινήτου που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση και η οποία σταμάτησε για το σκοπό αυτό. Ήταν η εκδοχή του ότι αφού τελείωσε τη συνομιλία, διάσχισαν και πάλιν στην απέναντι πλευρά και συνέχισαν το βάδισμα τους. μετά από μερικά βήματα κτυπήθηκε τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγος του από πίσω από το όχημα του εφεσείοντα.
Αντίθετα, η εκδοχή του εφεσείοντα είναι ότι αυτός είδε τα φώτα του αυτοκινήτου που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση και ενώ ήταν πάρα πολύ κοντά διέκρινε δύο σκιές να διασχίζουν το δρόμο, αλλά η απόσταση ήταν τόσο μικρή που δεν μπορούσε να αντιδράσει, με αποτέλεσμα να κτυπήσει τους δύο πεζούς. Ανέφερε επίσης ότι εν όψει του γεγονότος ότι ήταν νύκτα και τα φώτα του οχήματος που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση ήταν αναμμένα, περιόριζαν την ορατότητα του όσον αφορά αντικείμενα ή πρόσωπα που βρίσκονταν κοντά στο αυτοκίνητο αυτό.
Βασικά οι λόγοι για τους οποίους ο εφεσείων προσβάλλει την απόφαση είναι ότι, παρόλες τις αντιφάσεις τις οποίες επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο στη μαρτυρία για τον εφεσείοντα και παρόλον ότι απέρριψε πολλούς από τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από τον ίδιο και τους μάρτυρες του, εντούτοις αποδέχθηκε την εκδοχή του αξιολογώντας λανθασμένα το σύνολο της μαρτυρίας που είχε ενώπιον του και καταλήγοντας συνεπακόλουθα σε λανθασμένα συμπεράσματα.
Αφού εξετάσαμε με προσοχή τη μαρτυρία και τα ευρήματα του Δικαστηρίου καταλήξαμε στο συμπέρασμα πως η αξιολόγηση της μαρτυρίας πάσχει σε πολλά σημεία και ως εκ τούτου τα ευρήματα είναι ακροσφαλή.
Το εύρημα του Δικαστηρίου ήταν ότι η μαρτυρία του εφεσίβλητου-ενάγοντα είναι αληθής γιατί, μεταξύ άλλων, συνάδει με εκείνη άλλων μαρτύρων και συγκεκριμένα της συζύγου του, Μ.Ε.6. Ταυτόχρονα το Δικαστήριο, ενώ θεώρησε ως ανυπόστατους και ανειλικρινείς πλείστους ισχυρισμούς της Μ.Ε.6, εντούτοις δέχθηκε άλλους, γιατί όπως παρατήρησε συμφωνούν με εκείνους του εφεσίβλητου. Είναι προφανές ότι ο κύκλος αυτός της αλληλοσυνάρτησης των δύο μαρτυριών είναι αντινομικός και ανεπίτρεπτος. Περαιτέρω, έχοντας δεχθεί με αυτό το σκεπτικό ως αξιόπιστους τους ισχυρισμούς του εφεσίβλητου δικαιολογεί την αποδοχή μέρους της μαρτυρίας της Μ.Ε.6, με το γεγονός ότι αυτή συμφωνά με εκείνη του εφεσίβλητου, ως εαν οι ισχυρισμοί του εφεσίβλητου αποτελούσαν αναφορά και μέτρο με το οποίο μπορούσε να κριθεί η μαρτυρία άλλων μαρτύρων.
Όσον αφορά τη μαρτυρία της Μ.Ε.3, ενώ γενικά το πρωτόδικο Δικαστήριο την απέρριψε ως αναξιόπιστη, δέχθηκε μόνο ένα από τους βασικούς της ισχυρισμούς, δηλαδή το γεγονός ότι είχε χαμηλωμένα τα φώτα της με την ανεπαρκή αιτιολογία ότι επί του σημείου αυτού επέμενε κατά την αντεξέταση. Το εύρημα τούτο συναρτάται και με την απόρριψη της εκδοχής του εφεσείοντα ότι ο ισχυρισμός του ότι τυφλώθηκε από τα φώτα της Μ.Ε.3 ήταν αναληθής και μεταγενέστερη σκέψη, με το αιτιολογικό ότι δεν περιείχετο στην έκθεση υπεράσπισης. Έχουμε να παρατηρήσουμε επί του σημείου τούτου ότι αν μπορούσε να δώσει αυτή τη μαρτυρία εν όψει της μη εγέρσεως του σημείου στα δικόγραφα είναι άλλο θέμα και το γεγονός τούτο δεν μπορούσε να αποτελέσει αιτιολογία για την απόρριψη του ισχυρισμού του ως αναληθούς.
Εν όψει των πιο πάνω, κρίνουμε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το Πρωτόδικο Δικαστήριο πάσχει, και ως εκ τούτου τα ευρήματα του είναι προφανώς ακροσφαλή σε βαθμό που να δικαιολογούν την επέμβασή μας. (Δέστε Roussou v. Αristodemou
(1989) 1 C.L.R. 12, Μαυρίδης ν. Dharaghji κ.α. Π.Ε. 7617, 30.11.90).Με την έφεση προσβάλλεται επίσης το ύψος των γενικών αποζημιώσεων ως υπερβολικό. Κατά τη διάρκεια των αγορεύσεων ο εφεσίβλητος απλώς υπέβαλε τον ισχυρισμό αυτό κάμνοντας αναφορά και σε μία παλαιά υπόθεση του 1978. Δεν έχουμε ικανοποιηθεί υπό τις συνθήκες ότι χωρεί η επέμβαση μας στο θέμα αυτό.
Ως συνέπεια των πιο πάνω διατάσσουμε την επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή όσον αφορά το θέμα της ευθύνης μόνο και απορρίπτουμε την έφεση αναφορικά με το ύψος των αποζημιώσεων. Επιδικάζουμε έξοδα υπέρ του εφεσείοντα-εναγομένου.
Δ.
Δ.
Δ.
/Χ.Π.