ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 146/96
Αναφορικά με το άρθρο 155.4 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και τα άρθρα 3 και 9 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964.
και
Αναφορικά με την αίτηση του SAMIR TANIOS YAZBEK
από το Λίβανο ο οποίος κατηγορήθηκε στην ποινική υπόθεση με αρ. 11670/96 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, για χορήγηση άδειας του Δικαστηρίου που να επιτρέπει την καταχώρηση αίτησης για Διάταγμα certiorari και Μandamus
και
Αναφορικά με την απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας η οποία εκδόθηκε την 30 Ιουλίου 1996 στην ποινική υπόθεση με αριθμμό 11670/96 και με την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι στερείται εξουσίας να εξετάσει τις ενστάσεις που ηγέρθηκαν από την υπεράσπιση και που αφορούσαν (α) παραβίαση του άρθρου 30.2 του Συντάγματος και (β) κατάχρηση διαδικασίας και καταπιεστική μεταχείριση του κατηγορουμένου.
-----------------
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 4 Οκτωβρίου, 1996.Για τον αιτητή: Μ. Κυπριανού.
--------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η κατηγορούσα αρχή κατέθεσε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα περί της μη αναγκαιότητας διεξαγωγής προανάκρισης και ζήτησε την παραπομπή του κατηγορουμένου στο Κακουργιοδικείο δυνάμει των διατάξεων του περί Ποινικής Δικονομίας (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμου του 1974 (Ν. 42/74 όπως τροποποιήθηκε από το Ν. 44/83).
Ο κατηγορούμενος ενέστη στην παραπομπή και εισηγήθηκε την απαλλαγή και αθωωσή του. Με άξονα το γεγονός ότι ο Γενικός Εισαγγελέας καταχώρησε αναστολή ποινικής δίωξης στην πορεία προηγούμενης διαδικασίας ενώπιον του Κακουργιοδικείου για τα ίδια αδικήματα, υποστήριξε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 30.2 του Συντάγματος που διασφαλίζει τη διεξαγωγή δίκαιης δίκης και ότι η εκ νέου δίωξή του συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας και καταπιεστική μεταχείριση.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο δέκτηκε την εισήγηση της Κατηγορούσας Αρχής πως δεν είχε εξουσία εξέτασης τέτοιου θέματος. ΄Εκρινε πως ενόψει των διατάξεων του Νόμου και της απόφασης στην υπόθεση In Re Ellinas (1988) 1 CLR 57, ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του μόνο το κατά πόσο η μαρτυρία που αποκαλύπτεται στις καταθέσεις είναι αρκετή ώστε να δικαιολογείται η παραπομπή. Προχώρησε ένα ακόμα βήμα και με αναφορά στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Alan Ford και άλλοι, Νομικά Ερωτήματα 305 και 306, ημερομηνίας 11 Ιουλίου 1995, διατύπωσε άποψη ως προς το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορούσε να εξεταστούν οι εισηγήσεις του κατηγορουμένου όταν θα διεξαχθεί η δίκη ενώπιον του Κακουργοδικείου.
Ο κατηγορούμενος επιδιώκει άδεια για καταχώρηση αίτησης για διάταγμα της φύσης certiorari προς ακύρωση της επακόλουθης παραπομπής του στο Κακουργιοδικείο και για διάταγμα mandamus με το οποίο "να υποχρεώνεται το Επαρχιακό Δικαστήριο να επιληφθεί των ενστάσεων της υπεράσπισης". Πρότεινε πως η υπόθεση In Re Ellinas (ανωτέρω), ενώ αφορούσε στο διαφορετικό ζήτημα της ύπαρξης ή μή διακριτικής εξουσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου να διατάξει τη διεξαγωγή προανάκρισης όταν ο Γενικός Εισαγγελέας, σύμφωνα με το Νόμο, καταθέτει γραπτή συγκατάθεση περί της μή αναγκαιότητας διεξαγωγής της, στην πραγματικότητα ενισχύει τη θέση του. Επειδή εξηγήθηκε σ΄αυτή πως η ανυπαρξία τέτοιας διακριτικής εξουσίας δεν σημαίνει και κατάργηση του καθήκοντος του Δικαστηρίου να εξετάσει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για παραπομπή. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως κατέληξε η εισήγησή του, το Επαρχιακό Δικαστήριο όφειλε να ασκήσει τη συμφυή εξουσία που έχει κάθε Δικαστήριο προς καταστολή της κατάχρησης της διαδικασίας που εκδηλώθηκε με την εκ νέου δίωξή του και που απέληγε σε καταπιεστική συμπεριφορά αλλά και σε παραβίαση του συνταγματικού του δικαιώματος για δίκαιη δίκη. Επικαλέστηκε συναφώς τις υποθέσεις Conelly v. DPP (1964) 2 All E.R. 401 at 409, DPP n. Humphreys (1976) 2 All E.R. 497, R. v. Riebold (1965) 1 All E.R. 653, R. v. London Quarter Sess. (1953) 2 All E.R. 750, Alecos Constantinindes v. Vima Ltd (1983) 1 CLR 348 και Τζεννάρο Περέλλα Πολιτική ΄Εφεση 9173 ημερομηνίας 16 Μαρτίου 1995.
Αντικείμενο της προανάκρισης ή της διαδικασίας παραπομπής χωρίς τη διεξαγωγή προανάκρισης δυνάμει των Νόμων 42/74 και 44/83, είναι πράγματι η εξακρίβωση αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για παραπομπή. Δεν μπορώ να συμμεριστώ όμως την άποψη του αιτητή ως προς το ποιές μπορεί να είναι αυτές οι προϋποθέσεις. ΄Οπως ορθά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στο Νόμο αλλά και στην υπόθεση In Re Ellinas (ανωτέρω), ούτε η μια ούτε η άλλη διαδικασία συνιστούν τη δίκη του κατηγορουμένου. Εφόσον διεξάγεται προανάκριση, έργο του Δικαστηρίου είναι να κρίνει αν από τη μαρτυρία που προσάγεται, τηρουμένου του άρθρου 94 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 155, υπάρχουν επαρκείς λόγοι για παραπομπή. Το ίδιο και κατά την διαδικασία της παραπομπής χωρίς προανάκριση, αλλά στην περίπτωση εκείνη, πάνω στη βάση του περιεχομένου των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας τους οποίους προτίθεται να καλέσει η κατηγορούσα αρχή. Υπό την προϋπόθεση της προηγούμενης επίδοσής τους στον κατηγορούμενο ή το δικηγόρο του και, βέβαια, της παροχής από το Γενικό Εισαγγελέα της γραπτής συγκατάθεσης του άρθρου 3(α) του Ν. 42/74.
Αυτός ο εκ του Νόμου προσδιορισμός της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν αφήνει κανένα περιθώριο για αποδοχή της εισήγησης του αιτητή. Δεν ανήκει στο Επαρχιακό Δικαστήριο η εξέταση των θεμάτων που εγέρθηκαν στο πλαίσιο των πιο πάνω διαδικασιών και δεν νοείται συμφυής εξουσία ασύνδετη προς το αντικείμενο της διαδικασίας και το σκοπό που αυτή είναι ταγμένη να εξυπηρετήσει. (Βλ. συναφώς την υπόθεση Γεώργιος Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων και άλλοι Αίτηση Αρ. 1/95 ημερομηνίας 26 Ιανουαρίου 1996). Δεν αναγνωρίζει ο Νόμος δυνατότητα ανακοπής της ποινικής δίωξης και πολύ λιγότερο αθώωσης του κατηγορουμένου σε εκείνο το στάδιο και αναπόφευκτα το Επαρχιακό Δικαστήριο αρνήθηκε να εξετάσει ισχυρισμούς που στόχευαν σ΄αυτό το αποτέλεσμα. Θα υπενθύμιζα εδώ και την πρόνοια του άρθρου 93(η) σύμφωνα με το οποίο ακόμα και η απαλλαγή του κατηγορουμένου όποτε κρίνει το Επαρχιακό Δικαστήριο πως δεν υπάρχει επαρκής λόγος για παραπομπή, δεν αποκλείει μεταγενέστερη όμοια κατηγορία.
Ορθά εισηγήθηκε ο κ. Κυπριανού ότι αρκεί για την παροχή της αιτούμενης άδειας η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως ή συζητήσιμης υπόθεσης. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το Δικαστήριο μπορεί να μορφώσει μόνο εκ πρώτης όψεως γνώμη. ΄Οπως εξηγήθηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση In Re Kakos (1985) 1 CLR 250, δεν μπορεί να θεμελιωθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση πάνω σε νομική βάση η οποία, με δοσμένα τα στοιχεία που τη συνθέτουν, διαπιστώνεται ότι είναι λανθασμένη.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Γ. Κωνσταντινίδης
Δ.
/Μσι.