ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Δεν έχει εντοπιστεί νομοθεσία ή απόφαση ή δικονομικός θεσμός στον οποίο να κάνει αναφορά η απόφαση αυτή
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Γεώργιος Ιωάννου ν. Γεώργιος Κουννίδης, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 9795, 9 Ιουνίου, 1998
Βερεγγάριας Π. Παπακόκκινου κ.α. ν. Δήμου Πάφου, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 9103, 9 Απριλίου, 1998
Μαρία Θεοδούλου ν. Γεώργιος Ιακώβου Δημητρίου κ.α., Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 9440, 21 Μαΐου, 1998
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 8735
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Παπαδόπουλου, Χατζητσαγγάρη, Νικολάου, ΔΔ.Παντελής Χ"Μιλτή,
Εφεσείων
- και -
Νίκου Βρόντου,
Εφεσίβλητου
-------------------
20 Μαΐου, 1996
Για τον εφεσείοντα: Χρ. Μελίδης με Μ. Πανταζή για Γ. Σαββίδη.
Για τον εφεσίβλητο: Λ. Γεωργίου.
-------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων αξίωνε αποζημιώσεις για τροχαίο ατύχημα την πρόκληση του οποίου απέδιδε στον εφεσίβλητο. Η απαίτηση απορρίφθηκε. Κρίθηκε ότι την ευθύνη την έφερε αποκλειστικά ο ίδιος.
Σε ό,τι αφορά το καθαυτό συμβάν αδιαμφισβήτητα ήταν μόνο τα εξής. Ενωρίς το βράδυ της 27 Δεκεμβρίου 1987, ο ενάγων οδηγούσε το αυτοκίνητο του με επιβάτιδα τη σύζυγο του κατά μήκος του κύριου δρόμου Πλατρών-Λεμεσού με κατεύθυνση προς Λεμεσό. ΄Οταν βρισκόταν σε σημείο παρά τον φράκτη Πολεμιδιών, όπου ο δρόμος ήταν κατηφορικός με ελαφρά δεξιά στροφή, συναντήθηκε με όχημα το οποίο οδηγούσε εξ αντιθέτου ο εφεσίβλητος. Επρόκειτο για βυτιοφόρο μεταφοράς λυμάτων. ΄Οταν τα δύο οχήματα κατά πρώτον αντικρύστηκαν τα χώριζε απόσταση 40 με 50 μέτρων. Από εδώ και πέρα οι εκδοχές των δύο ως προς τις περιστάσεις του συναπαντήματος διίσταντο.
Ο εφεσείων διατεινόταν ότι κρατούσε την αριστερή του πλευρά προχωρώντας με λογική ταχύτητα 40-45 μ.α.ω. όταν με την εμφάνιση του εξ αντ ιθέτου ελαύνοντος οχήματος εκτυφλώθηκε από τα φώτα και βρέθηκε σε αμηχανία διότι επιπλέον εκείνο το όχημα οδηγείτο στη λανθασμένη πλευρά του δρόμου. Οπότε για να αποφύγει ο ίδιος την κατά μέτωπο σύγκρουση, οδήγησε το αυτοκίνητό του προς την άκρη αριστερά, πέφτοντας στο κράσπεδο παρόλον που το πλάτος δεν ήταν αρκετό για να παράσχει δυνατότητα διαφυγής. Ακολούθως απώλεσε τον έλεγχο του αυτοκινήτου του με αποτέλεσμα να ανατραπεί και ακυβέρνητο πια το αυτοκίνητο να διασχίσει τη δεξιά πλευρά του δρόμου και να καταλήξει στους πέραν της πλευράς εκείνης αγρούς. Προς υποστήριξη της εκδοχής του ότι αρχικά οδηγούσε στην αριστερή του πλευρά, επικαλέστηκε ίχνη τριβής που το αυτοκίνητο του άφησε επί του ασφαλτικού καταστρώματος. Αυτά άρχιζαν από κάπου στην αριστερή πλευρά κοντά στο κέντρο του δρόμου και προχωρούσαν διαγωνίως προς τα δεξιά. Αντίθετα προς αυτή την εκδοχή, ο εφεσίβλητος πρόβαλε ότι τα φώτα του οχήματος του ήταν μεν τα μεγάλα αλλά στη χαμηλή στάση και δεν ήταν, ως εκ τούτου, εκτυφλωτικά αλλά και ότι ο ίδιος οδηγούσε στη δική του ορθή πλευρά του δρόμου με πολύ μικρή ταχύτητα, ήτοι, γύρω στα 10 μ.α.ω. όταν είδε το εξ αντιθέτου αυτοκίνητο να τρίβεται φλεγόμενο επί του δρόμου στην πλευρά του δρόμου στην οποία οδηγείτο το δικό του όχημα. Μπροστά σε αυτό τον κίνδυνο πήρε τη δεξιά πλευρά για να αποφύγει σύγκρουση και ακολούθως σταμάτησε εκεί για να προσφέρει βοήθεια στον οδηγό του εκτροχιασθέντος αυτοκινήτου. Καθώς κατέθεσε, κατάφερε κατά την κρίσιμη στιγμή να οδηγήσει το βυτιοφόρο στην άλλη πλευρά του δρόμου κυρίως εξ αίτιας της ύπαρξης στροφής, την οποία περίγραψε ως δεξιά στροφή σε σχέση με τη δική του κατεύθυνση. Εξήγησε τη σημασία της στροφής λέγοντας ότι επειδή επρόκειτο για μεγάλο όχημα το οποίο μετέφερε εσωτερικά μετακινούμενο φορτίο, περιοριζόταν η δυνατότητα ελιγμού και δεν θα ήταν αλλιώς δυνατό να καταλάβει τόσο σύντομα την άλλη πλευρά του δρόμου.
Σε ελάχιστο διάστημα μετά το συμβάν κατέφθασε στη σκηνή, κατευθυνόμενο προς Λεμεσό, και ένα άλλο αυτοκίνητο το οποίο οδηγούσε κάποιος κ. Θεμιστοκλέους - δεύτερος εξάδελφος της συζύγου του εφεσείοντα - ο οποίος κατέθεσε ως μάρτυρας για την υπόθεση του εφεσείοντα. Ευτυχώς πρόλαβε και σταμάτησε μπροστά στο βυτιοφότο το οποίο του έφρασσε το δρόμο. Μεταξύ της μαρτυρίας του εφεσίβλητου και εκείνης του κ. Θεμιστοκλέους προέκυψε σημαντική διαφορά που αφορούσε στα φώτα του βυτιοφόρου. Ενώ, σύμφωνα με τον εφεσίβλητο, αμέσως μετά το συμβάν έσβησε τα μεγάλα φώτα που ήταν στη χαμηλή στάση και άφησε αναμμένα μόνο τα φώτα στάθμευσης όπως και τα προειδοποιητικά κινδύνου, κατά τον κ. Θεμιστοκλέους, όταν ο ίδιος αφίχθη στη σκηνή το βυτιοφόρο είχε αναμμένα τα μεγάλα φώτα τα οποία μάλιστα ήταν και εκτυφλωτικά. Κατά τη δίκη απασχόλησαν και διάφορες λεπτομέρειες των όσων ακολούθησαν στη σκηνή. Δεν ήταν ωστόσο παρά επουσιώδεις και θα ήταν άσκοπο να επεκταθούμε σε αυτές. Σπεύδουμε ωστόσο να προσθέσουμε ότι δεν παραγνωρίζουμε πως το δικαστήριο πρωτόδικα είχε αποδώσει σε εκείνες κάποια σημασία ως ενδείξεις που συνάπτονταν θεμάτων αξιοπιστίας.
Το δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα επισημαίνοντας προς επίρρωση ό,τι θεώρησε να αποτελούσαν αδυναμίες - κάποιες αντιφάσεις στη μαρτυρία του - σε σχέση με τα επακολουθήσαντα, προσθέτοντας και ότι θα ανέμενε κανείς πως αν ο εφεσείων αρχικά κρατούσε την αριστερή πλευρά η ενέργεια του προς αποφυγή σύγκρουσης λογικά θα αναμενόταν πως θα ήταν να στρίψει δεξιά και όχι αριστερότερα όπου δεν υπήρχε αρκετός χώρος. Το δικαστήριο επίσης απέρριψε τη μαρτυρία του κ. Θεμιστοκλέους. Σχολίασε ιδιαίτερα το ότι ο κ. Θεμιστοκλέους δεν είχε σε κανένα στάδιο πληροφορήσει την αστυνομία ότι ήταν μάρτυρας μιας πτυχής που άμεσα ενδιάφερε, ήτοι, το κατά πόσο το βυτιοφόρο είχε αναμμένα μεγάλα εκτυφλωτικά φώτα όταν μάλιστα προσήφθη ποινική κατηγορία εναντίον του εφεσείοντα με τον οποίο συνδεόταν. Ως προς τον εφεσίβλητο, το δικαστήριο τον θεώρησε μάρτυρα αληθείας και αποδέχθηκε την εκδοχή του. Αυτή η αντίκρυση λάμβανε ως δεδομένο, και τούτο αντίθετα προς την πραγματική μαρτυρία την οποία απεικόνιζε το σχεδιάγραμμα, ότι η στροφή προς την κατεύθυνση του εφεσβίλητου ήταν δεξιά ενώ ήταν αριστερά.
Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον του τρόπου με τον οποίο το δικαστήριο πρωτόδικα αντίκρυσε και αξιολόγησε τη δοθείσα μαρτυρία. Εξειδικεύονται τέσσερις τομείς. Πρώτο, ότι το δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε πως η μαρτυρία του εφεσείοντα περιείχε αντιφάσεις και πως, εν πάση περιπτώσει, αν υπήρχαν, τους απέδωσε υπέρμετρη σημασία. Δεύτερο, ότι κατά το σχηματισμό της εντύπωσης του δικαστηρίου πως ο μάρτυρας κ. Θεμιστοκλέους δεν ήταν αξιόπιστος επέδρασε ο λανθασμένος συλλογισμός ότι αν η περιγραφή του κ. Θεμιστοκλέους για τα φώτα ήταν ορθή θα αναμενόταν να έδιδε κατάθεση στην αστυνομία, ενώ τέτοια υποχρέωση δεν είχε. Τρίτο, ότι το δικαστήριο προέβη σε ευρήματα τα οποία δεν υποστηρίζονταν από τη μαρτυρία. Σε τούτο επισημάνθηκαν σχετικά τα εξής: (α) ότι ενώ σύμφωνα με μαρτυρία την οποία το δικαστήριο αποδέχθηκε, ο εφεσείων είχε αποχωρήσει από τη σκηνή πριν από την άφιξη της αστυνομίας, εν τούτοις θεώρησε ότι ο εφεσείων ήταν παρών. (β) ότι η στροφή προς την κατεύθυνση του εφεσίβλητου ήταν αριστερή και όχι δεξιά. και (γ) ότι αν το αυτοκίνητο του εφεσείοντα δεν κρατούσε αρχικά τη δική του πλευρά, δεν θα άφηνε ίχνη σε εκείνη την πλευρά. Τέταρτο, ότι λανθασμένα ήταν που το δικαστήριο αποδέχθηκε την εκδοχή του εφεσίβλητου εφόσον η εκδοχή του είχε ως αναγκαίο στοιχείο την ύπαρξη, προς την κατεύθυνση του, δεξιάς στροφής ενώ η στροφή ήταν αριστερά.
Εξετάσαμε με προσοχή τα όσα προβλήθηκαν προς υποστήριξη της έφεσης. Η πρωτόδικη απόφαση παρουσιάζει όντως κάποιες αδυναμίες. ΄Ομως αυτές αναφέρονται, κατά την άποψη μας, σε επουσιώδεις λεπτομέρειες, σε κάποια φραστική ασυνέπεια αναφορικά με την κατεύθυνση της στροφής και σε σχόλιο που φανέρωνε μια προσέγγιση υπέρμετρα αυστηρή σχετικά με τον ισχυρισμό του εφεσείοντα περί ενέργειας προς αποφυγή μπροστά στον κίνδυνο. Δεν είχαν εν προκειμένω κρίσιμη επίδραση σε ό,τι αποτέλεσε τις βασικές πρωτόδικες καταλήξεις που προέκυπταν από τις εντυπώσεις που απεκόμισε το δικαστήριο για εκείνους που κατέθεσαν. Τα όσα πρόσθετα επικαλέστηκε το δικαστήριο, όπως και αν τα αντικρύσει κανείς, δεν τις εξασθένιζαν. Εξ άλλου το σχόλιο του πρωτόδικου δικαστηρίου σχετικά με το ότι ο μάρτυρας κ. Θεμιστοκλέους δεν είχε θέσει υπόψη της αστυνομίας κάτι το οποίο εθεωρείτο σημαντικό - παρόλον που δεν ήταν αναγκασμένος να το πράξει - ήταν εύλογο σχόλιο. Δεν θεωρούμε ότι παρίσταται ανάγκη να επεκταθούμε παρά μόνο στην αντίρρηση του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο αποτέλεσμα δεν συνάδει με την πραγματικότητα ενόψει της κατεύθυνσης της στροφής και της ύπαρξης των ιχνών τριβής του αυτοκινήτου του.
Ως προς το πρώτο, η αναφορά σε δεξιά στροφή σε σχέση με την κατεύθυνση του εφεσίβλητου οφειλόταν, καθώς μας φαίνεται, σε φραστική αβλεψία τόσο του εφεσίβλητου όσο και του δικαστηρίου. Το ότι η στροφή ήταν στην πραγματικότητα αριστερά, δεν αναιρεί την εξήγηση την οποία έδωσε ο εφεσίβλητος αναφορικά με το πως μπόρεσε να μετακινηθεί στην άλλη πλευρά του δρόμου όταν αντιμετώπισε τον κίνδυνο. Τουναντίον η πραγματική κατεύθυνση της στροφής αποτελεί το ορθολογικό έρεισμα της εξήγησης του, που συναρτάτο με τον περιορισμό στο στρίψιμο τον οποίο, καθώς ανέφερε, επέβαλλε το όχημα που οδηγούσε. Που σήμαινε τη μείωση στο μέγιστο δυνατό βαθμό της παρέκκλισης από την ήδη χαραχθείσα πορεία του, πράγμα που θα ήταν, καθώς είναι αυτονόητο, αδύνατο αν η στροφή ήταν δεξιά. Ως προς το δεύτερο, το ότι το αυτοκίνητο του εφεσείοντα άφησε ίχνη τριβής που άρχιζαν από την αριστερή πλευρά σε σχέση με την κατεύθυνση του - αλλά κοντά στο μέσο του δρόμου - δεν σημαίνει και ότι οδηγείτο αμέσως προηγουμένως σε εκείνη την πλευρά. Τα ίχνη, οφειλόμενα προφανώς στο αμάξωμα του αυτοκινήτου, δημιουργήθηκαν μετά την ανατροπή. ΄Ετσι η παρουσία τους δεν ήταν ασυμβίβαστη με τήρηση προηγουμένως θέσης του αυτοκινήτου του στη δεξιά πλευρά του δρόμου και με εν συνεχεία ανατροπή του αυτοκινήτου προς τα αριστερά.
Ενόψει των διαπιστώσεων μας αναφορικά με ό,τι στην ουσία προκύπτει από την πρωτόδικη απόφαση, δεν έχει αποκαλυφθεί λόγος για επέμβαση. Οι επί τούτου εφαρμοστέες αρχές εκτίθενται επαναληπτικά σε σωρεία αποφάσεων, ορισμένες από τις οποίες είναι και εντελώς πρόσφατες. Διατυπώνονται ευσύνοπτα και περιεκτικά στην εξής περικοπή από την απόφαση στην υπόθεση Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 691 (στη σελ. 697):-
"Στο δικό μας σύστημα η ευθύνη για τη διαπίστωση των γεγονότων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να εκτιμήσει την αξιοπιστία τους στα πλαίσια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης (Papadopoulos v. Stavrou). Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η ευθύνη για τον προσδιορισμό των γεγονότων ενόψει συγκρουόμενων εκδοχών βαρύνει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Η επέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δικαιολογείται μόνο όταν αυτά αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή έρχονται σε αντίθεση με αδιαμφισβήτητα μέρη της μαρτυρίας ....."
Η έφεση αποτυγχάνει. Και απορρίπτεται με έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΕΘ