ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1995) 1 ΑΑΔ 1098
18 Δεκέμβριου, 1995
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ TOY DAVID CARTER (ΑΡ. 2),
ΚΑΙ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΑΙΤΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ HABEAS CORPUS AD SUBJICANDUM ΚΑΙ/Η ΓΙΑ ΕΝΤΑΛΜΑ CERTIORARI ΔΥΝΑΜΕΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ.
(Αίτηση Αρ. 214/95).
Προνομιακά εντάλματα — Habeas corpus — Διάταγμα κράτησης προσώπου υπό έκδοση εκτός αν εκπληρώσει εγγυητικό όρο — Νομιμότητα κράτησης πριν από την έκδοση διατάγματος έκδοσης φυγοδίκου.
Φυγόδικοι — Νομιμότητα κράτησης προσώπου εναντίον του οποίου άρχισε διαδικασία έκδοσης — Αναγκαιότητα πληροφόρησης του υπό έκδοση προσώπου από το Δικαστήριο για το δικαίωμά του να ζητήσει ένταλμα habeas corpus.
Ο αιτητής, εναντίον του οποίου εκκρεμούσε διαδικασία έκδοσης του στις Ηνωμένες Πολιτείες δε μπόρεσε να εκπληρώσει τον όρο που έθεσε το Δικαστήριο για παραχώρηση εγγύησης £7.000,- εξασφαλισμένη από αξιόχρεο εγγυητή εκτός της συζύγου του ή με κατάθεση του ίδιου ποσού στο Δικαστήριο, με αποτέλεσμα να παραμείνει υπό κράτηση, σύμφωνα με τις πρόνοιες διατάγματος που εξέδωσε.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, επιλήφθηκε αιτήματος του για έκδοση εντάλματος habeas corpus και certiorari, αφού αντιπαρήλθε αριθμού παρατυπιών στη σχετική αίτηση ενώπιόν του, την οποία σύνταξε ο ίδιος ο αιτητής, δεδομένης της αμεσότητας που προσφέρει το ζητηθέν ένταλμα για την προστασία της ελευθερίας του ατόμου. Επίσης αποδέκτηκε παρουσίαση μέρους του πρακτικού του Δικαστηρίου εκ των υστέρων.
Ο συνήγορος του αιτητή κατά την ακρόαση της υπόθεσης, εισηγήθηκε ότι το διάταγμα ήταν άκυρο για τέσσερις λόγους. Πρώτον, το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να διατάξει την κράτηση διότι σύμφωνα με το άρθρο 11.2(στ) του Συντάγματος τέτοια εξουσία υπόκειται στις πρόνοιες των παραγράφων 5 και 6 του ιδίου άρθρου, όπου προβλέπεται η διαδικασία κατόπιν σύλληψης προκειμένου περί κράτησης εκκρεμούσας της διερεύνησης της υπόθεσης. Δεύτερον, το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν ήταν δικαιολογημένο. Τρίτον η καθορισθείσα εγγύηση ήταν υπέρμετρα ψηλή. Τέταρτον, το Επαρχιακό Δικαστήριο, κατά την έκδοση του διατάγματος παρέλειψε να πληροφορήσει τον αιτητή για το δικαίωμά του να αποταθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο προς εξασφάλιση εντάλματος habeas corpus.
Αποφασίστηκε, ότι:
(1) Η κράτηση του αιτητή εκαλύπτετο πλήρως και αυτοτελώς από τις πρόνοιες του Άρθρου 11.2(στ) του Συντάγματος που παρέχουν εξουσία κράτησης προσώπου προς τον σκοπό εκδόσεως, ενώ οι παράγραφοι 5 και 6 του ιδίου άρθρου δεν είχαν εφαρμογή αφού ο αιτητής βρισκόταν ήδη ενώπιον του Δικαστηρίου.
(2) Οι εισηγήσεις ότι το ένταλμα σύλληψης δεν ήταν αιτιολογημένο και ότι η εγγύηση ήταν υπέρμετρα ψηλή, δεν μπορούσαν να εξεταστούν, επειδή το μέρος του σχετικού πρακτικού που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο δεν περιλάμβανε το αιτιολογικό αλλά περιοριζόταν μόνο στο διατακτικό.
(3) Το άρθρο 10(1) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 που προβλέπει για την ανάγκη πληροφόρησής του υπό έκδοση φυγοδίκου περί του δικαιώματός του να αποταθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο για ένταλμα habeas corpus, έχει εφαρμογή όταν το Δικαστήριο έχει ήδη αποφασίσει την έκδοση δυνάμει του εδαφίου 5 του άρθρου 9 και όχι στην περίπτωση ατόμου που τίθεται υπό σύλληψη υπό κράτηση στα άλλα προγενέστερα στάδια που αναφέρονται στο άρθρο αυτό.
(4) Δεν δικαιολογείτο η χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση εντάλματος certiorari.
Η αίτηση απορρίφθηκε.
Αίτηση.
Αίτηση με την οποία ο αιτητής ζητά την έκδοση εντάλματος Habeas Corpus.
Σ. Δράκος, για τον Αιτητή.
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας εκκρεμεί διαδικασία για έκδοση του παρόντος αιτητή στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Καθώς ανέφερε ο συνήγορος του, σε κάποιο στάδιο καταχωρήθηκε η εξουσιοδότηση του Υπουργού Δικαιοσύνης για την έναρξη της διαδικασίας έκδοσης και η υπόθεση προχώρησε. Οπότε, σύμφωνα με το άρθρο 9(3) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 (Ν.97/1970), το Επαρχιακό Δικαστήριο κέκτειται, για τα περαιτέρω, τις ίδιες εξουσίες με εκείνες που προβλέπονται για συνοπτική εκδίκαση αδικήματος δυνάμει του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 - βλ. άρθρο 48 - περιλαμβανομένης και της εξουσίας να αναβάλλει την εκδίκαση και να διατάσσει την στο μεταξύ κράτηση ή απόλυση με εγγύηση. Κατ' ακολουθίαν, αφού το Επαρχιακό Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για ακρόαση σε μελλοντική ημερομηνία, επέβαλε όρο εγγύησης με τον οποίο ο αιτητής συμμορφώθηκε και ως εκ τούτου αφέθηκε ελεύθερος. Ακολούθως όμως, κατά την πορεία της ακρόασης, η Δημοκρατία υπέβαλε αίτημα για μεταβολή του όρου προς το αυστηρότερο. Ο αιτητής ενέστει. Την 14 Δεκεμβρίου 1995, το Επαρχιακό Δικαστήριο, κατά την αναβολή της υπόθεσης για περαιτέρω ακρόαση την οποία όρισε για την 21 Δεκεμβρίου 1995, εξέτασε το αίτημα της Δημοκρατίας και, καθώς εξήγησε ο συνήγορος του αιτητή, κατόπιν της επί τούτου διεξαγωγής ακροαματικής διαδικασίας, αποφάσισε την αντικατάσταση των προσωπικών εγγυήσεων του αιτητή και της συζύγου του, εκάστης για ποσό £25.000 χωρίς εγγυητή, με νέα εγγύηση από τον ίδιο τον αιτητή για ποσό ύψους £7.000 εξασφαλιζομένης όμως από αξιόχρεο εγγυητή, εκτός της συζύγου του, ή με κατάθεση αυτού του ποσού στο Δικαστήριο. Η μή εκπλήρωση του όρου είχε ως αποτέλεσμα να παραμείνει ο αιτητής υπό κράτηση.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ο αιτητής καταχώρησε, ενεργώντας μέσω της συζύγου του, ό,τι προόριζε ως αίτηση για ένταλμα habeas corpus ad subjiciendum, και για άδεια να αποταθεί για ένταλμα certiorari. Ορίστηκε για το πρωΐ της επομένης, οπότε και επιλήφθηκα του θέματος. Επισήμανα κατά την έναρξη της διαδικασίας διάφορες πτυχές αντικανονικότητας και συνακόλουθης ανεπάρκειας. Που ο συνήγορος του αιτητή αναγνώρισε. Με αποτέλεσμα να υποβάλει προφορικό αίτημα για τροποποίηση η οποία απέβλεπε σε σχεδόν ολοσχερή αντικατάσταση του περιεχομένου της καταχωρισθείσας ως προοριζόμενης αίτησης. Απέρριψα το αίτημα για τους λόγους που εκτίθενται σε ενδιάμεση απόφαση. Άλλο αίτημα για αναβολή, προκειμένου να καταχωρηθεί ένορκος δήλωση η οποία θα έπρεπε εξ αρχής να συνοδεύει αίτηση αυτής της φύσης επίσης απορρίφθηκε για λόγους που και πάλι εξέθεσα. Επέτρεψα ωστόσο, κατόπιν πρόσθετου αιτήματος, την παρουσίαση εγγράφου αποτελούντος μέρος του πρακτικού του Επαρχιακού Δικαστηρίου, έγγραφο το οποίο ο αιτητής επιθυμούσε να επικαλεσθεί παρόλον που θα έπρεπε να είχε καταχωρηθεί με την αίτηση. Θεώρησα, σε σχέση με αυτό, ότι η σπουδαιότητα της δικαιοδοσίας στον τομέα των προνομιακών ενταλμάτων και ειδικότερα του habeas corpus, δεδομένης της αμεσότητας που προσφέρει για την προστασία της ελευθερίας του ατόμου, θα μπορούσε επιεικώς να δικαιολογήσει την πρόσβαση στην ουσία ανεξάρτητα από τον τύπο, εφόσον πάντως η διόρθωση παρατυπίας δεν θα παραβίαζε κάποια αρχή και, μια τέτοια εξέλιξη, δεν θα συνιστούσε νέα παραβίαση των θεσμών. Εξέτασα λοιπόν την αίτηση με την προσθήκη του εν λόγω μέρους του πρακτικού του οποίου επέτρεψα την παρουσίαση. Αποτέλεσε ουσιαστικά το μόνο διαθέσιμο υλικό. Έχει ως εξής.
"..................................
Δικαστήριο: Η υπόθεση αναβάλλεται για συνέχιση της ακρόασης στις 21/12/95 η ώρα 3:30 μ.μ. Ο καθ' ου η αίτηση να είναι παρών στο Δικαστήριο με τους ίδιους όρους όπως και προηγουμένως εκτός από τον όρο της προηγούμενης εγγύησης που τροποποιείται με την προσθήκη ότι θα εξασφαλιστεί η παρουσία του με υπογραφή εγγύησης ύψους £7.000,- από αξιόχρεο εγγυητή, εκτός της συζύγου του, ή με την κατάθεση του ποσού αυτού σε μετρητά στον Πρωτοκολλητή. Μέχρι να δοθεί η πιο πάνω εγγύηση ο καθ' ου η αίτηση θα πραμείνει υπό κράτηση."
Την αντικανονικότητα σε διάφορες άλλες πτυχές την αντιπαρήλθα προκειμένου να εξετάσω προκαταρκτικά το κατά πόσο εγειρόταν ζήτημα το οποίο θα μπορούσε εν πάση περιπτώσει να προωθηθεί. Και τούτο δεδομένου ότι, σε αυτό τον ευαίσθητο τομέα, η διαδικασία κινήθηκε από τον ίδιο τον αιτητή ενόσω τελούσε υπό κράτηση και προφανώς υπό το κράτος ανησυχίας που δεν του επέτρεψε να περιμένει, έστω για λίγο, ώστε να εξασφαλίσει τις υπηρεσίες του συνηγόρου του.
Κατά την ορισθείσα ακρόαση, εμφανίστηκε ενώπιον μου ο συνήγορος του και αγορεύοντας προς υποστήριξη προέβαλε τέσσερις αιτιάσεις. Η κάθε μια από τις οποίες, κατά την εισήγηση του, δικαιολογούσε την ακύρωση του διατάγματος με το οποίο είχαν τεθεί όροι προκειμένου να αφεθεί ελεύθερος ο αιτητής.
Συνοψίζονται στα εξής:
(α) Επειδή με το διάταγμα επέρχετο η κράτηση του αιτητή σε περίπτωση μή εκπλήρωσης των τεθέντων όρων, το διάταγμα δεν μπορούσε να ήταν έγκυρο διότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε, σύμφωνα με το Σύνταγμα, εξουσία να διατάξει την κράτηση. Ο συνήγορος εισηγήθηκε συναφώς ότι το άρθρο 11.2(στ) με το οποίο παρέχεται εξουσία για σύλληψη ή κράτηση προσώπου " ... προς τον σκοπόν ... εκδόσεως" υπόκειτο στις πραγράφους 5 και 6 του ιδίου άρθρου στις οποίες προβλέπεται η διαδικασία κατόπιν σύλληψης προκειμένου περί κράτησης εκκρεμούσας της διερεύνησης της υπόθεσης. Ο συνήγορος παρέπεμψε αναφορικά με το θέμα και στις αντίστοιχες πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως δια την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων όπως κυρώθηκε με το Νόμο 39 του 1962.
(β) Το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου δεν ήταν αιτιολογημένο.
(γ) Η καθορισθείσα εγγύηση ήταν υπέρμετρα υψηλή.
(δ) Το Επαρχιακό Δικαστήριο, κατά την έκδοση του διατάγματος, παρέλειψε να πληροφορήσει τον αιτητή σύμφωνα με το άρθρο 10(1) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970, ότι ο αιτητής είχε δικαίωμα να αποταθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο για ένταλμα habeas corpus. Επικαλέστηκε επί τούτου την απόφαση Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Αναφορικά με τον Ντέιβιντ Κάρτερ (1995) 1 Α.Α.Δ. 770 που, ας σημειωθεί, αφορούσε τον ίδιο αιτητή.
Τα όσα προβλήθηκαν εκ μέρους του αιτητή, επιδέχονται όλα σύντομης απάντησης. Ως προς το πρώτο ζήτημα, επισημαίνω ότι οι εξαιρέσεις οι οποίες εκτίθενται στην παράγραφο 2 του Άρθρου 11 του Συντάγματος αναφορικά με το δικαίωμα ελευθερίας που κατοχυρώνεται με την παράγραφο 1, αποτελούν τη δικαιοδοτική βάση για τη σύλληψη, τον περιορισμό ή την κράτηση προσώπου στην κάθε περίπτωση στην οποία αναφέρονται. Στην προκείμενη περίπτωση, η υποπαράγραφος (στ) παρέχει εξουσία για την κράτηση προσώπου "προς τον σκοπό ... εκδόσεως". Με την παράγραφο 5 του ιδίου Άρθρου, διασφαλίζεται η χωρίς καθυστέρηση προσαγωγή συλληφθέντος ενώπιον δικαστή ενώ με την παράγραφο 6 προβλέπεται η δυνατότητα συνέχισης της κράτησης όπου η "περί της διαπράξεως του αδικήματος ανάκρισις δι' ό συνελήφθη δεν συνεπληρώθη". Στην περίπτωση που εξετάζω, ο αιτητής ήδη βρισκόταν ενώπιον του Δικαστηρίου. Και βρισκόταν όχι για σκοπούς κράτησης με προοπτική τη συμπλήρωση ανάκρισης αλλά για εκδίκαση υπόθεσης με την οποία ήδη ασχολείτο το Δικαστήριο. Προκύπτει συνεπώς ότι οι παράγραφοι 5 και 6 του Άρθρου 11 δεν εμπλέκονταν στην προκείμενη περίπτωση. Η κράτηση του αιτητή εκαλύπτετο πλήρως και αυτοτελώς από το Άρθρο 11.2(στ) εντός του πλαισίου του οποίου εντάσσεται το άρθρο 9(3) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 όπου προβλέπεται ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει, σε υπόθεση για έκδοση προσώπου, τις εξουσίες που απαντώνται στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 155, άρθρο 48, το οποίο επίσης προδήλως εντάσσεται εντός του πλαισίου της εν λόγω συνταγματικής διάταξης.
Ως προς το δεύτερο και τρίτο ζήτημα η απάντηση είναι σε αμφότερα ακριβώς η ιδία. Το μέρος του πρακτικού το οποίο παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, περιορίζεται σε μόνο το διατακτικό. Το ότι πρόκειται για το διατακτικό ως κατάληξη κειμένου προηγηθείσας απόφασης επί των όσων εξετάστηκαν ως προϋπόθεση για την έκδοσή της, προκύπτει από τον συμβολισμό των "Χ" στο άνω μέρος του πρακτικού. Το τί μπορεί να ήταν το περιεχόμενο της απόφασης του Δικαστηρίου της οποίας το διατακτικό υπήρξε η απόληξη δεν είναι γνωστό και τούτο διότι δεν προσκομίστηκε στο Δικαστήριο. Η αιτιολογία της απόφασης δεν περιέχεται στο διατακτικό αλλά ούτε και αναμενόταν πως θα περιεχόταν. Χωρίς αναφορά προς το κείμενο της απόφασης, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ανυπαρξία ή ανεπάρκεια αιτιολογίας. Το ίδιο και σε σχέση με το ύψος της καθορισθείσας εγγύησης. Αποτελεί και αυτό μιά έκφανση της γενικότερης ανάγκης για διατύπωση αιτιολογίας. Καταλήγω ότι εν προκειμένω δεν είναι δυνατό, από το μέρος του πρακτικού που έχει παρουσιασθεί, να εξαχθεί συμπέρασμα είτε γενικότερα περί έλλειψης αιτιολογίας, είτε ειδικότερα περί μή εύλογου καθορισμού σε ό,τι αφορά το ύψος της εγγύησης.
Τέλος, ως προς το παράπονο ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν πληροφόρησε τον αιτητή περί δικαιώματός του να αποταθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο για ένταλμα habeas corpus, δεν συμφωνώ ότι το άρθρο 10(1) του περί Εκδόσεως Φυγοδίκων Νόμου του 1970 προβλέπει για την ανάγκη τέτοιας πληροφόρησης παρά μόνο όπου το Επαρχιακό Δικαστήριο έχει ήδη ικανοποιηθεί και αποφανθεί, σύμφωνα με το εδάφιο (5) του άρθρου 9 του Νόμου ότι συντρέχουν περιστάσεις για να διαταχθεί η κράτηση προκειμένου να "χωρήση η έκδοσις". Στην υπόθεση την οποία επικαλέστηκε ο συνήγορος, ό,τι συναφώς απασχόλησε πρωτόδικα το Ανώτατο Δικαστήριο περιοριζόταν στο κατά πόσο υπήρχε ή όχι, ακόμα και σε προγενέστερο στάδιο, δηλαδή πριν από την εφαρμογή του άρθρου 9(5), η δυνατότητα να κινηθεί ο μηχανισμός για ένταλμα habeas corpus. Στην εν λόγω απόφαση το ερώτημα απαντήθηκε καταφατικά και σε τούτο ορθά, θα έλεγα με εκτίμηση. Η ύπαρξη όμως αυτού του δικαιώματος δεν συνδέεται με την όποια περί τούτου πληροφόρηση. Το δικαίωμα υπάρχει στην κάθε περίπτωση. Αφού μελέτησα το ζήτημα, κατέληξα ότι η εφαρμογή του άρθρου 10(1) προσδιορίζεται από την πρόνοια η οποία περιέχεται σε αυτό ότι η αναγκαιότητα για πληροφόρηση επιβάλλεται όπου το Επαρχιακό Δικαστήριο "ήθελε διατάξει την κράτησιν του υπό έκδοσιν προσώπου δυνάμει του άρθρου 9...." Η φράση "του υπό έκδοση προσώπου" σημαίνει, κατά τη γνώμη μου, του προσώπου το οποίο τελεί υπό έκδοση κατόπιν της περί τούτου απόφανσης του Επαρχιακού Δικαστηρίου δυνάμει του εδαφίου 5 του άρθρου 9, και όχι προσώπου το οποίο τίθεται υπό σύλληψη ή υπό κράτηση στα άλλα. προγενέστερα στάδια που αναφέρονται στο άρθρο 9. Η εισαγωγική φράση στο άρθρο 10(1) ότι η πληροφόρηση γίνεται "εν πάση περιπτώσει" δεν μπορεί παρά να αναφέρεται σε μόνο τις δύο περιπτώσεις που εκτίθενται στο εδάφιο 5 του άρθρου 9 διότι, καθώς ανέφερα, μόνο με την έλευση μιάς από εκείνες τις δύο περιπτώσεις θα μπορούσε το πρόσωπο να τελεί υπό έκδοση, όπως ακολούθως προσδιορίζεται στο άρθρο 10(1). Θα πρόσθετα όμως και το εξής. Ακόμα και αν η κατάληξη σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 10(1) ήταν διαφορετική, το παράπονο του αιτητή για μή πληροφόρηση θα εστερείτο πρακτικής σημασίας και θα μπορούσε να αγνοηθεί δεδομένου ότι, καθώς καταδείχνουν τα γεγονότα, ο αιτητής γνώριζε περί της δυνατότητάς του να αποταθεί για ένταλμα habeas corpus και άσκησε αμέσως το δικαίωμα.
Κρίνω ότι η παρούσα αίτηση - επιεικώς έτσι ονομαζόμενη - είναι από κάθε άποψη εντελώς αβάσιμη. Δεν δικαιολογεί την περαιτέρω συζήτηση ώστε να κληθεί η άλλη πλευρά να λάβει μέρος σε σχέση με το αίτημα για την έκδοση εντάλματος habeas corpus, και ούτε δικαιολογεί τη χορήγηση άδειας για καταχώρηση αίτησης προς έκδοση εντάλματος certiorari. Και απορρίπτεται καθ' ολοκληρίαν.
Η αίτηση απορρίπτεται.