ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1995) 1 ΑΑΔ 44
26 Ιανουαρίου, 1995
[ΚΟΥΡΡΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στές]
ABDUL AZIZ AHMAD TLAIS,
Εφεσείων-Εναγόμενος,
v.
MOHAMED NAJUB ASSAF,
Εφεσίβλητου-Ενάγοντα.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 7861).
Αξιοπιστία μάρτυρα — Ευρήματα πρωτόδικου Δικαστηρίου — Προϋποθέσεις ανατροπής από το Εφετείο — Πρωτογενής εξαγωγή συμπερασμάτων από το Εφετείο.
Καταπίστευμα — Μεταβίβαση κεφαλαίων από τον αγοραστή εμπορευμάτων στο όνομα του πωλητή σαν εξασφάλιση για την πληρωμή του τιμήματος — Ρητή συμφωνία μεταξύ αγοραστή και πωλητή για τη διαχείρηση των κεφαλαίων — Εφαρμογή των γενικών αρχών του Νόμου και της νομολογίας.
Ο εφεσίβλητος πώλησε και παρέδωσε στον εφεσείοντα 5.700 χαρτόνια τσιγάρα κατά ή περί την 27.9.1983. Για εξασφάλιση του τιμήματος πωλήσεως που ήταν Η.Π.Α. $1.128.600 ο εφεσείων κατάθεσε προς όφελος του εφεσίβλητου σε τράπεζα στη Γενεύη Λίρες Λιβάνου 6.000.000. Κατά τους ισχυρισμούς του εφεσείοντα το ποσό που κατέθεσε επ' ονόματι του εφεσίβλητου παρέμεινε εις χείρας του ως καταπίστευμα για λογαριασμό του, μέχρι που το τελευταίο φορτίο των τσιγάρων περιήλθε σ' αυτόν ή ως πληρωμή προκαταβολικά. Ισχυρίστηκε επίσης ότι ο εφεσίβλητος κατά παράβαση των υποχρεώσεών του από το καταπίστευμα (fiduciary duties), επέτρεψε τη μείωση της αξίας των Λιρών Λιβάνου έναντι του Δολλαρίου Αμερικής και απέτυχε να χειριστεί το λογαριασμό στο απαιτούμενο επίπεδο προσοχής και φροντίδας αφού γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η αξία του Λιβανέζικου νομίσματος έναντι του Δολλαρίου Αμερικής μειωνόταν συνεχώς.
Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι η συμφωνία με τον εφεσείοντα πρόβλεπε πληρωμή του τιμήματος σε Δολλάρια Αμερικής μέσα σε 15 μέρες από την ημερομηνία σύναψης της συμφωνίας. Επίσης ότι ο εφεσίβλητος θα κατέβαλε τόκο ανάλογο του επιτοκίου που παραχωρούσε τότε η Τράπεζα Banorient της Γενεύης, ενώ ο εφεσείων θα του επέστρεφε τον τόκο που η ίδια τράπεζα θα έδιδε για το ποσό των Λιρών Λιβάνου που είχαν κατατεθεί σαν εγγύηση. Ακόμη, ισχυρίστηκε ότι τα τσιγάρα παραδόθηκαν όπως συμφωνήθηκε αλλά ο εφεσείων παράλειψε να καταβάλει το τίμημα σε δεκαπέντε μέρες όπως πρόβλεπε η συμφωνία. Παρά τις αναβολές πληρωμής που έδωσε στον εφεσείοντα και την επιμονή του να πληρωθεί σε Δολλάρια Αμερικής, ο εφεσείων δεν ανταποκρίθηκε.
Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, αποδέκτηκε τη μαρτυρία για τον ενάγοντα - εφεσίβλητο και απόρριψε εκείνη του εναγόμενου - εφεσείοντα.
Αποφασίστηκε, ότι:
(1) Το θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων κρίνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει την ευκαιρία να τους ακούσει και παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους· αν τα ευρήματα δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, το Εφετείο βρίσκεται στην ίδια θέση με το πρωτόδικο Δικαστήριο και έχει εξουσία να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα.
(2) Με δεδομένο ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων για τη διαχείριση των κεφαλαίων που κατατέθηκαν από τον εφεσείοντα επ' ονόματι του εφεσίβλητου σαν εγγύηση πληρωμής του τιμήματος των πωληθέντων τσιγάρων, δεν έχουν εφαρμογή οι γενικές νομικές αρχές περί καταπιστεύματος, αλλά οι πρόνοιες της σχετικής ρητής συμφωνίας μεταξύ τους.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 691,
Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321,
Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73,
Psaras and Another v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132.
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους κατά της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Φρ. Νικολαΐδης, Π.Ε.Δ., κ. Ν. Νικολάου, Προσ. Α.Ε.Δ.) που δόθηκε στις 11.3.1989, (Αρ. Αγωγής 5217/85) με την οποία επιδίκασαν στον εφεσίβλητο το ποσό των Η.Π.Α. $1.128.600 με τόκο σύμφωνα με το εκάστοτε εφαρμοζόμενο από την Τράπεζα BANORIENT επιτόκιο, από τις 27/9/83 μέχρι τις 30/9/88 και μετά τις 30/9/88 τόκο και πάλι επί του ποσού Η.Π.Α.$ 1.128.600 προς 6% μέχρι τελικής εξοφλήσεως, που αποτελεί το τίμημα 5.700 χαρτονιών τσιγάρων που πωλήθηκαν και παραδόθηκαν από τον εφεσίβλητο στον εφεσείοντα κατά ή περί την 27/9/83.
Γ. Π. Κακογιάννης με Μ. Κάρμιου, για τον Εφεσείοντα.
Γ. Αγαπίου με Στ. Μουσιούττα, για τον Εφεσίβλητο.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Κούρρης.
ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ.: Η έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης του Πλήρους Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, με την οποία επιδίκασε στον εφεσίβλητο το ποσό των Η.Π.Α.$1.128.600 με τόκο σύμφωνα με το εκάστοτε εφαρμοζόμενο από την Τράπεζα BANORIENT επιτόκιο, από τις 27/9/83 μέχρι τις 30/9/88 και μετά τις 30/9/88 τόκο και πάλι επί του ποσού Η.Π.Α.$1.128.600 προς 6% μέχρι τελικής εξοφλήσεως, που αποτελεί το τίμημα 5,700 χαρτονιών τσιγάρων που πωλήθηκαν και παραδόθηκαν από τον εφεσίβλητο στον εφεσείοντα κατά ή περί την 27/9/83.
Επίσης, η έφεση στρέφεται εναντίον του διατάγματος όπως το ποσό των 6.000.000 Λιρών Λιβάνου που είναι κατατεθειμένο στην Τράπεζα BANORIENT της Γενεύης (το οποίο μέχρι τις 30/9/88 είχε γίνει 13.392.969,60 Λιρών Λιβάνου), μαζί με τους τόκους μέχρι 11/3/89, μετατραπεί από τον εφεσίβλητο σε Δολλάρια Αμερικής και το ποσό να χρησιμοποιηθεί προς μερική εξόφληση του εξ' αποφάσεως χρέους του εφεσείοντα προς τον εφεσίβλητο.
Στην Έκθεση Απαιτήσεως ο εφεσίβλητος ισχυριζόταν ότι το Σεπτέμβριο του 1983 ο εφεσείοντας προς εξασφάλιση της πληρωμής του τιμήματος αγοράς 5,700 χαρτονιών τσιγάρων, κατέθέσε προς όφελος του σε Τράπεζα στη Γενεύη το ποσό των 6.000.000 Λιρών Λιβάνου. Ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε επίσης ότι λόγω της ανατροπής της ισοτιμίας μεταξύ του Δολλαρίου Αμερικής και της Λιβανέζικης Λίρας, δεν έγινε κατορθωτή από τον εφεσείοντα η καταβολή του οφειλόμενου ποσού των Η.Π.Α.$1.128.600 παρόλες τις σχετικές επανειλημμένες αξιώσεις του εφεσίβλητου προς τον εφεσείοντα. Ο εφεσίβλητος με την αγωγή του αξίωνε το ποσό των Η.Π.Α.$1.128.600 με τόκο προς 14% ετησίως, από 27/9/83 μέχρι τελικής εξοφλήσεως. Επίσης, ο εφεσίβλητος αξίωνε διάταγμα που να τον εξουσιοδοτεί να μετατρέψει το ποσό των Λιρών Λιβάνου που βρίσκεται κατατεθειμένο σαν εγγύηση σε Δολλάρια Αμερικής και να το χρησιμοποιήσει έναντι του ποσού που του οφείλεται.
Με την υπεράσπιση και ανταπαίτησή του, όπως τροποποιήθηκε, ο εφεσείοντας παραδέχεται ότι αγόρασε από τον εφεσίβλητο 5,700 χαρτόνια τσιγάρα στη συμφωνηθείσα τιμή των Η.Π.Α.$ 1.128.600 και ισχυρίζεται ότι στις 23/9/83 έδωσε οδηγίες σε Τράπεζα στο Λίβανο να αποσύρει από το Λογαριασμό του και εμβάσει στο Λογαριασμό του εφεσίβλητου σε Τράπεζα στη Γενεύη το ποσό των 6.000.000 Λιρών Λιβάνου, όπως είχε συμφωνηθεί με τον εφεσίβλητο. Ο εφεσείοντας ισχυρίζεται ότι το ποσό των Λιρών Λιβάνου υπερτερούσε σε αξία της συμφωνηθείσας τιμής πώλησης των τσιγάρων κατά Η.Π.Α. $250.000 περίπου. Περαιτέρω, ο εφεσείοντας ισχυρίζεται ότι ο λόγος που συμφωνήθηκε να σταλεί το ποσό των 6.000.000 Λιρών Λιβάνου σε Λιβανέζικο νόμισμα, ήταν ότι κατά το χρόνο της συμφωνίας, οι διάδικοι δεν γνώριζαν την ακριβή αξία του Δολλαρίου Αμερικής.
Ο εφεσείοντας ισχυρίζεται υπαλλακτικά ότι αν η συμφωνία που ισχυρίζεται ο εφεσίβλητος έγινε, το ποσό των Λιρών Λιβάνου που κατατέθηκε, βρισκόταν στα χέρια του εφεσίβλητου ως καταπίστευμα για λογαριασμό του εφεσείοντα, μέχρι που το τελευταίο φορτίο των τσιγάρων περιήλθε στα χέρια του εφεσείοντα, ή ως πληρωμή προκαταβολικά. Στην υπεράσπιση ο εφεσείοντας ισχυρίζεται ότι ο εφεσίβλητος κατά παράβαση των υποχρεώσεων του από το καταπίστευμα (fiduciary duties), επέτρεψε τη μείωση της αξίας του ποσού των Λιρών Λιβάνου, έναντι του Δολλαρίου Αμερικής και απέτυχε να χειριστεί τον ρηθέντα λογαριασμό με το απαιτούμενο επίπεδο προσοχής και φροντίδας αφού γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η αξία του Λιβανέζικου νομίσματος έναντι του Δολλαρίου Αμερικής μειωνόταν συνεχώς.
Περαιτέρω, ο εφεσείοντας ισχυρίζεται ότι και αν ακόμα είχε γίνει η μεταξύ των διαδίκων συμφωνία που ισχυρίζεται ο εφεσίβλητος, η συμφωνία αυτή ανακλήθηκε όταν τον Οκτώβριο του 1983 ο εφεσίβλητος ζήτησε από τον εφεσείοντα όπως το ποσό των Λιρών Λιβάνου με τον μέχρι τότε τόκο, επενδυθεί σε Τράπεζα στη Βηρυτό.
Τελικά ο εφεσείοντας ισχυρίζεται ότι όχι μόνο δεν οφείλει οποιοδήποτε ποσό προς τον εφεσίβλητο, αλλά ο εφεσίβλητος οφείλει σε αυτόν το ποσό των Η.Π.Α.$250.000 που αντιπροσωπεύει τη διαφορά μεταξύ του ποσού που εμβάστηκε από τον εφεσείοντα προς τον εφεσίβλητο και του τιμήματος πωλήσεως.
Κατά την ακρόαση, εκτός από τον εφεσίβλητο κατέθεσαν ως μάρτυρες του εφεσίβλητου κάποιος Nader Esreb, Σύμβουλος Τράπεζας της Γενεύης και κάποιος Σταύρος Μακρής, αντιπρόσωπος του εφεσίβλητου στην Κύπρο. Για την υπεράσπιση κατέθεσε ως μάρτυρας μόνο ο εφεσείοντας.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία των διαφόρων μαρτύρων, αποδέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και των μαρτύρων του ως αληθή και απέρριψε τη μαρτυρία του εφεσείοντα. Σαν αποτέλεσμα το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι τα πραγματικά γεγονότα είναι όπως εκτέθηκαν από τον εφεσίβλητο και τους μάρτυρές του και σε συντομία είναι τα εξής:
"Στις 23.9.1983 οι ενάγοντες πώλησαν στον εναγόμενο 5,700 χαρτόνια τσιγάρα συνολικής αξίας 1,128,600 Δολλαρίων Ηνωμένων Πολιτειών. Η συμφωνία μεταξύ των μερών προνοούσε πως το τίμημα θα ήταν καταβλητέο σε Δολλάρια Ηνωμένων Πολιτειών σε 15 ημέρες από την ημερομηνία σύναψης της συμφωνίας. Σαν εγγύηση για την πληρωμή του τιμήματος ο εναγόμενος κατέθεσε στο όνομα του ενάγοντα 2 ποσό 6,000,000 Λιρών Λιβάνου που τότε υπερκάλυπτε το οφειλόμενο ποσό σε Δολλάρια. Η συμφωνία προνοούσε επίσης ότι ο εναγόμενος θα όφειλε επίσης και τόκο σύμφωνα με το επιτόκιο που επικρατούσε τότε στην Τράπεζα Banorient ενώ ο ενάγων 2 θα επέστρεφε στον εναγόμενο τον τόκο που η ίδια τράπεζα θα έδιδε για το ποσό των Λιρών Λιβάνου που είχαν κατατεθεί σαν εγγύηση. Τα τσιγάρα παραδόθηκαν όπως συμφωνήθηκε σε δυο δόσεις αλλά ο εναγόμενος παράλειψε να καταβάλει το τίμημα σε 15 ημέρες όπως είχε συμφωνηθεί. Δόθηκαν επανειλημμένες αναβολές αλλά ο εναγόμενος μέχρι σήμερα παράλειψε να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό. Σε κάποιο στάδιο και συγκεκριμένα τον Οκτώβρη του 1983 το ποσό που είχε κατατεθεί σαν εγγύηση κατατέθηκε στον Λίβανο για εξασφάλιση μεγαλύτερου επιτοκίου και αργότερα για κάποιο λόγο επεστράφηκε στην Γενεύη. Παρόλο ότι δεν είναι φανερός ο λόγος που οι ενάγοντες έδιδαν τις επανειλημμένες αναβολές στον εναγόμενο εν τούτοις από τα διάφορα τεκμήρια που κατατέθηκαν είναι φανερό ότι οι ενάγοντες παρόλες τις αναβολές επέμεναν πάντα στην καταβολή του τιμήματος σε Δολλάρια Ηνωμένων Πολιτειών.".
Επισημαίνεται ότι στο πιο πάνω απόσπασμα από την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφέρονται οι λέξεις "ενάγοντες" και "ο ενάγων 2". Πρέπει να σημειωθεί σε αυτό το στάδιο ότι όταν καταχωρίστηκε η αγωγή, οι ενάγοντες ήταν δυο. Ο εφεσίβλητος στην παρούσα έφεση ήταν ο ενάγων 2 και ο ενάγων 1 ήταν η Εταιρεία AYDIN OVERSEAS INC., της οποίας ο εφεσίβλητος ήταν ο κύριος μέτοχος και Διευθύνων Σύμβουλος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η υπό κρίση συμφωνία έγινε μεταξύ του εφεσίβλητου και του εφεσείοντα και η αγωγή από την ενάγουσα Εταιρεία 1 απορρίφθηκε εναντίον του εφεσείοντα.
Θα εξετάσουμε πρώτα το λόγο έφεσης ότι η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μη δεχθεί τη μαρτυρία του εναγόμενου, είναι αδικαιολόγητη.
Το ερώτημα που εγείρεται είναι αν με βάση τη νομολογιακά καθιερωμένη τακτική την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ακολουθεί στην κατ' έφεση δικαιοδοσία του, ενδείκνυται, ενόψει των περιστατικών της υπό κρίση έφεσης, η ανατροπή, από μέρους μας, ευρημάτων και συμπερασμάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που στηρίζονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων που κατέθεσαν ενώπιόν του.
Η προσέγγιση στο πιο πάνω θέμα έχει επανειλημμένα καθιερωθεί από πολλές αποφάσεις με σαφήνεια. Όπως επανειλημμένα έχει λεχθεί, το θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι εντός της δικαιοδοσίας του εκδικάσαντος την υπόθεση Δικαστή, ο οποίος έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Αν από τη μαρτυρία που δόθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστή, τα ευρήματα στα οποία κατέληξε δεν δικαιολογούνται, τότε το Εφετείο βρίσκεται στην ίδια θέση με το πρωτόδικο Δικαστήριο και έχει εξουσία να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Μόδεστος Πίτσιλλος ν. Δημητράκη Ευγενίου (1989) 1(E) Α.Α.Δ. 691, Papadopoulos v. Stavrou (1982) 1 C.L.R. 321, Fournides v. Republic (1986) 2 C.L.R. 73, Psaras and Another v. Republic (1987) 2 C.L.R. 132).
Εφαρμόζοντας την πιο πάνω αρχή στην παρούσα υπόθεση, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι τίποτε δεν δικαιολογεί την επέμβασή μας στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφορικά με την αξιοπιστία των μαρτύρων που είχε ενώπιόν του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, έδωσε πολύ πειστικούς λόγους για την προτίμηση της μαρτυρίας των συγκεκριμένων μαρτύρων και ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά τη μαρτυρία, δεν ευσταθεί.
Ο δικηγόρος του εφεσείοντα υπέβαλε ότι το ποσό των 6.000.000 Λιρών Λιβάνου, ήταν για την αποπληρωμή των τσιγάρων, καθότι από την ώρα που ο εφεσείοντας έστειλε τις Λίρες Λιβάνου σε ένα λογαριασμό του οποίου απόλυτος κυρίαρχος ήταν ο εφεσίβλητος, αυτό είναι ασυμβίβαστο με την εκδοχή να θεωρείται ότι αυτό το ποσό στάληκε υπό μορφή εγγύησης. Και αν ακόμη επρόκειτο για ποσό που δόθηκε ως εγγύηση και όχι ως αποπληρωμή του τιμήματος πώλησης, ο εφεσίβλητος από τις 15/10/83, ημερομηνία κατά την οποία ο εφεσείοντας έπρεπε να πληρώσει την αξία των τσιγάρων, είχε το δικαίωμα να μετατρέψει τα λεφτά σε Δολλάρια Αμερικής, χρεώνοντας τον εφεσείοντα για τη διαφορά αν ήταν αρνητική και πιστώνοντας τον με τη διαφορά αν ήταν θετική.
Η εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα, όπως αναφέρεται πιο πάνω, δεν ευσταθεί, καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τόσο τον εφεσείοντα όσο και τον εφεσίβλητο και τους μάρτυρες του, έκρινε ότι έπρεπε να αποδεχθεί τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και των μαρτύρων του, ότι το ποσό των Λιρών Λιβάνου κατατέθηκε ως εγγύηση. Όπως αναφέραμε πιο πάνω, το θέμα της αξιοπιστίας των μαρτύρων είναι εντός της δικαιοδοσίας του εκδικάσαντος την υπόθεση Δικαστή και καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι τίποτε δεν δικαιολογεί την επέμβασή μας στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Επομένως, οι Λίρες Λιβάνου κατατέθηκαν στο λογαριασμό του εφεσείοντα ως εγγύηση για την αποπληρωμή του τιμήματος των τσιγάρων σε Δολλάρια Αμερικής όπως ήταν και το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Το κεντρικό σημείο της έφεσης είναι ότι οι Λιβανέζικες Λίρες δόθησαν και κατατέθησαν στο Λογαριασμό του εφεσίβλητου ως καταπίστευμα (trust) και ο εφεσίβλητος δεν επέδειξε τη νενομισμένη επιμέλεια στη διαχείριση των χρημάτων αυτών με αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο εφεσείοντας. Η κατάθεση των Λιβανέζικων Λιρών για εξασφάλιση (security) του τιμήματος της πωλήσεως των τσιγάρων προς τον εφεσείοντα, προσομοιάζει με καταπίστευμα.
Η επιχειρηματολογία του συνηγόρου του εφεσείοντα είναι ότι έστω και αν οι Λιβανέζικες Λίρες εδόθησαν ως εξασφάλιση της αγοραστικής αξίας των τσιγάρων, η εξασφάλιση αυτή είναι καταπίστευμα, και προσομοιάζει προς υποθήκευση χρημάτων ή παρακαταθήκη χρημάτων ή εξασφάλιση. Πάνω στις καταθέσεις (deposits), υπάρχουν πολλές αποφάσεις που λένε ποια τα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, εισηγήθηκε, επειδή ο εφεσίβλητος είχε στην κατοχή του τις Λιβανέζικες Λίρες, ή είχε ο ίδιος και μόνο τη διαχείριση των χρημάτων, είχε και την ανάλογη υποχρέωση να τα μετατρέψει στο χρόνο που έπρεπε σε Δολλάρια Αμερικής.
Ο συνήγορος του εφεσείοντα υπέβαλε ότι όταν ο εφεσείοντας κατέθεσε στο λογαριασμό του εφεσίβλητου το ποσό των 6.000.000 Λιρών Λιβάνου, τα χρήματα έγιναν δικά του ή αν δεν έγιναν δικά του, τα είχε στην κατοχή του ως καταπίστευμα (trust). Στην υπό κρίση υπόθεση ο εφεσίβλητος δεν επέδειξε τη δέουσα προσοχή στη διαχείριση αυτών των χρημάτων. Ο εφεσίβλητος είχε την υποχρέωση να μετατρέψει τα χρήματα από Λίρες Λιβάνου σε Δολλάρια Αμερικής και η αμέλειά του να το πράξει αυτό, συνιστά νομική αμέλεια (laches), η οποία στη δική μας περίπτωση εκμηδένισε τελείως την αξία της εγγύησης την οποία κατέβαλε ο εφεσείοντας και επομένως πρέπει να επιβαρυνθεί ο ίδιος ο εφεσίβλητος με αυτή την απώλεια και όχι ο εφεσείοντας. Συνεπώς, είπε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου, ότι δεν είχε δικαίωμα να μετατρέψει τα χρήματα αυτά και έπρεπε να του πει ο εφεσείοντας να τα μετατρέψει είναι εντελώς εσφαλμένος. Όχι μόνο είχε δικαίωμα, είπε ο δικηγόρος του εφεσείοντα, αλλά και υποχρέωση εφόσον υπήρχε συνεχής πτώση της Λιβανέζικης Λίρας, έναντι του Δολλαρίου Αμερικής.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, παρέθεσε ενώπιόν μας σειρά αποφάσεων προς υποστήριξη των επιχειρημάτων του. Του είμαστε ευγνώμονες γι' αυτό. Δεν αμφισβητούμε τις νομικές αρχές που αναφέρονται στις υποθέσεις αυτές. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, δε θα κρίνουμε την υπόθεση με τις γενικές νομικές αρχές που περιέχονται στις αποφάσεις αυτές. Η υπόθεση στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Υπήρξαν δυο εκδοχές ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την υπό κρίση υπόθεση. Δεν μπορούμε, όμως, να παραβλέψουμε τη ρητή συμφωνία μεταξύ των διαδίκων και να βασιστούμε πάνω στις γενικές αρχές του Νόμου και της νομολογίας.
Ο εφεσίβλητος συμμορφωνόταν συνεχώς με τις εκκλήσεις του εφεσείοντα να μη ρευστοποιήσει τις Λιβανέζικες Λίρες σε Δολλάρια Αμερικής και δε νομίζουμε ότι πρέπει να του αποδώσουμε ευθύνη επειδή ενέδιδε στις εκκλήσεις αυτές του εφεσείοντα. Δεν μπορεί, συνεπώς ο εφεσείοντας να έχει παράπονο για τη μη ρευστοποίηση των Λιβανέζικων Λιρών σε Δολλάρια Αμερικής και να ισχυρίζεται ότι ο εφεσίβλητος είχε όχι μόνο δικαίωμα αλλά και υποχρέωση να ρευστοποιήσει τις Λιβανέζικες Λίρες σε Δολλάρια Αμερικής, επειδή η ισοτιμία της Λιβανέζικης Λίρας μειωνόταν συνεχώς έναντι του Αμερικάνικου Δολλαρίου.
Το παράπονο του εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιλήφθηκε του θέματος του καταπιστεύματος, δεν ευσταθεί. Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ανέφερε ονομαστικά τη λέξη "καταπίστευμα" (trust). Όμως αναφέρεται σε εκείνο το καθήκον για το οποίο ο εφεσείοντας ήθελε να θέσει το ζήτημα του καταπιστεύματος, δηλαδή το καθήκον της καλής συμπεριφοράς και χρηστής διαχείρισης της περιουσίας του άλλου. Να συμπεριφερθεί δηλαδή, με τον ίδιο τρόπο που θα συμπεριφερόταν αν ήταν δικά του τα χρήματα.
Ο εφεσίβλητος σε όλο αυτό το διάστημα προσπάθησε να πετύχει το καλύτερο δυνατό για τα χρήματα του εφεσείοντα. Πρώτο, έθεσε τα χρήματα στην Τράπεζα της Ελβετίας σε fiduciary account για να μην πληρώνει φόρο ο εφεσείοντας στη χώρα αυτή. Δεύτερο, κατέθεσε τα χρήματα για ένα χρονικό διάστημα σε Τράπεζα του Λιβάνου, τυπικά επ' ονόματι του εφεσείοντα, επειδή ήταν υπήκοος του Λιβάνου, για το λόγο ότι κερδίζουν περισσότερο επιτόκιο τα χρήματα όταν ο επενδυτής των χρημάτων είναι Λιβάνιος υπήκοος και τρίτο στις 16/1/84 ο εφεσίβλητος έστειλε τηλέτυπο (Τεκμήριο 11) στον εφεσείοντα, λέγοντάς του ότι "τα χρήματα είναι δικά σας να τα εξαργυρώσετε όποτε θέλετε αλλά η δική μου συμβουλή είναι να τα εξαργυρώσετε τώρα".
Είναι ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι η παράταση χρόνου που ζητούσε και του εδίδετο από τον εφεσίβλητο δεν ήταν για την αποπληρωμή του τιμήματος πώλησης, αλλά για τη μετατροπή των Λιβανέζικων Λιρών σε Δολλάρια Αμερικής. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του Εφεσείοντα παρέθεσε ενώπιόν μας σωρό αποφάσεων που διακρίνει το λεπτό τούτο σημείο και ισχυρίστηκε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η παράταση χρόνου ήταν για την αποπληρωμή του τιμήματος πώλησης.
Είμαστε της γνώμης ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι δικαιολογημένο αφού δέχτηκε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου, ότι δηλαδή ο εφεσείοντας του ζητούσε παράταση για την αποπληρωμή του τιμήματος πώλησης.
Ένας άλλος λόγος έφεσης είναι ότι η αρχική συμφωνία ανακλήθηκε με τη μεταγενέστερη συμφωνία που περιέχεται στο Τεκμήριο 13 και ότι ο εφεσείοντας απαλλάκτηκε από τις υποχρεώσεις του που απέρρεαν από την αρχική συμφωνία.
Το Τεκμήριο 13 είναι ημερομηνίας 28/4/84 και φέρει επικεφαλίδα "Letter of authority of agreement" και υπεγράφη από τον εφεσείοντα στην παρουσία κάποιου Σταύρου Μακρή, ο οποίος ήταν ο αντιπρόσωπος του εφεσίβλητου στην Κύπρο. Με αυτό το έγγραφο ο εφεσείοντας εξουσιοδοτούσε τον εφεσίβλητο να ρευστοποιήσει τις Λιβανέζικες Λίρες οι οποίες ήταν κατατεθειμένες σε Ελβετική Τράπεζα για εξασφάλιση του τιμήματος πωλήσεως, σε Δολλάρια Αμερικής και να τα κρατήσει έναντι του τιμήματος πωλήσεως των τσιγάρων. Η εξουσία αυτή δινόταν υπό τον όρο ότι ο εφεσίβλητος δεν θα ρευστοποιούσε τις Λιβανέζικες Λίρες πριν την 31/5/84. Ο εφεσείοντας ισχυρίστηκε ότι ο εφεσίβλητος αμέλησε να πράξει τούτο και ευθύνεται για οποιαδήποτε μείωση της αξίας της Λιβανέζικης Λίρας έναντι του Δολλαρίου Αμερικής.
Ο εφεσείοντας θα είχε δίκαιο εάν δεν ζητούσε από τον εφεσίβλητο παράταση χρόνου της ρευστοποίησης των Λιβανέζικων Λιρών σε Δολλάρια Αμερικής. Από τη μαρτυρία την οποία δέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσείοντας ζήτησε από τον εφεσίβλητο να μη ρευστοποιήσει τις Λιβανέζικες Λίρες σε Δολλάρια Αμερικής πριν την 31/5/84. Εν τέλει, από τη μαρτυρία φαίνεται ότι ο εφεσίβλητος παραχωρούσε παράταση χρόνου για τη ρευστοποίηση των Λιβανέζικων Λιρών μέχρι το 1985. Τον Ιούνιο του 1985 ο εφεσείοντας είπε στον εφεσίβλητο ότι δε θα του πληρώσει το τίμημα πωλήσεως και ο εφεσίβλητος καταχώρησε αγωγή τον Σεπτέμβριο του 1985 εις το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.
Δε συμφωνούμε με αυτή την πρόταση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, σύμφωνα με τη μαρτυρία που δέκτηκε ως αληθινή, και που αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο των γεγονότων στην υπόθεση, είναι πως ο εφεσείοντας επέμεινε πάντοτε στην τήρηση του όρου της συμφωνίας, ότι δηλαδή η πληρωμή θα έπρεπε να γινόταν σε Δολλάρια Αμερικής. Μετά την υπογραφή του Τεκμηρίου 13, και όταν πέρασε η 31/5/84, ο εφεσείων συνέχισε να ζητά από τον εφεσίβλητο να μην προχωρήσει στη μετατροπή των Λιβανέζικων Λιρών σε Δολλάρια Αμερικής, ελπίζοντας προφανώς σε ανάκαμψη της ισοτιμίας της Λιβανέζικης Λίρας έναντι του Δολλαρίου. Γύρω στον Ιούνιο του 1985, ο εφεσείοντας πληροφόρησε τελικά τον εφεσίβλητο πως δεν ενδιαφερόταν πλέον για το ζήτημα, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο την άρνησή του να τιμήσει τον όρο της συμφωνίας για πληρωμή της αξίας των τσιγάρων με Δολλάρια Αμερικής. Είναι μετά από αυτή την εξέλιξη που ο εφεσίβλητος καταχώρησε την αγωγή του, στις 18/9/85.
Για τους λόγους που συζητούμε πιο πάνω, είμαστε της γνώμης πως η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ορθή. Δεν έχουμε πεισθεί από τη μακροσκελή και μελετημένη αγόρευση του δικηγόρου του εφεσείοντα, πως η απόφαση αυτή είναι ανατρέψιμη σε οποιοδήποτε σημείο της.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα που θα επιβαρύνουν τον εφεσείοντα.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.