ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1990) 1 ΑΑΔ 1113
22 Δεκεμβρίου, 1990
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ/στής]
ΜΕΓΑΣ Χ"ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ,
Ενάγων,
ν.
DORAMI MARINE LIMITED ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,
Εναγομένων
(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 87/77).
Συμβάσεις — Υπογραφή εγγράφου συμφωνίας — Υπεράσπιση non est factum — Βάρος αποδείξεως — Απόσπασμα από την απόφαση στην υπόθεση Saunders v. Anglia Building Society [1970] 3 All E.R 961 υιοθετείται.
Άδικος απόλυση — Σύμβαση εργοδοτήσεως αορίστου διαρκείας — Περίοδος προειδοποιήσεως — Στυλιανίδης v. The British American Insurance Company Ltd (1990) 1 Α.Α.Δ. 517 εφαρμόσθηκε — Εργοδότηση πλοιάρχου για αόριστο χρόνο — Σύμβαση ημ. 12.11.76 — Απόλυση ημ.19.3.77 — Έπρεπε να είχε δοθεί προειδοποίηση ενός μηνός — Επιδίκαση ποσού αποζημιώσεων ίσου με
μισθό 1 μηνός.
Αποζημιώσεις — Άδικος απόλυση — Βλ. άδικος απόλυση, ανωτέρω.
Συμβάσεις — Ειδική εκτέλεση — Γραπτή σύμβαση μεταβιβάσεως του 40% των μετοχών εταιρείας, ιδιοκτητρίας συγκεκριμένου πλοίου — Μεταβίβαση του πλοίου σε τρίτο, που δεν είναι διάδικος — Δεν
μπορεί να διαταχθεί ειδική εκτέλεση.
Το αποτέλεσμα της αγωγής αυτής εξαρτήθηκε από την αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας σχετικά με τα γεγονότα. Οι νομικές αρχές, που το Ανώτατο Δικαστήριο έθιξε, παρουσιάζονται στα πιο πάνω περιληπτικά σημειώματα. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε την μαρτυρία του ενάγοντος και ως εκ τούτου εξέδωσε απόφαση υπέρ του, σύμφωνα με την απαίτηση, εξαιρουμένων της αξιώσεως για ειδική εκτέλεση, την οποία απέρριψε για τον λόγο που αναφέρεται στο τρίτο περιληπτικό σημείωμα, και των αποζημιώσεων για παράβαση συμβάσεως πωλήσεως του 40% των μετοχών της εταιρείας, που είχε το πλοίο, σχετικά με το ύψος των οποίων το Δικαστήριο αποδέχθηκε την μαρτυρία των εναγομένων, βάσει της οποίας και καθόρισε το μέτρο των αποζημιώσεων. Το Δικαστήριο απέρριψε την ανταπαίτηση.
Απόφαση υπέρ του ενάγοντος. Η ανταπαίτηση απορρίπτεται. Έξοδα υπέρ του ενάγοντος.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Saunders v. Anglia Building Society [1970] 3 All E.R 961·
Στυλιανίδης v. The British American Insurance Company Ltd (1990) 1 Α.Α.Δ. 517.
Αγωγή.
Αγωγή για αποζημιώσεις για τον τερματισμό των υπηρεσιών του ενάγοντος ως πλοιάρχου του πλοίου "DORAMI" αδικαιολόγητα και/ή κατά παράβαση συμβολαίου και την παράλειψη των εναγομένων 1, 3 και 4 να μεταβιβάσουν στον ενάγοντα 40 από τις 100 μετοχές του εναγομένου 2 πλοίου.
Γ. Κακογιάννης, για τον ενάγοντα.
Α. Ποιητής, για τους εναγομένους.
Cur. adv. vult.
Ο Δικαστής κ. Μαλαχτός ανάγνωσε την ακόλουθη απόφαση.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Στην παρούσα αγωγή ναυτοδικείου ο ενάγων ήταν ο πλοίαρχος του εναγομένου υπ' αρ. 2 πλοίου "DORAMI". Η εναγομένη υπ' αρ. 1 είναι Κυπριακή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ιδιοκτήτρια του εναγομένου υπ' αρ. 2 πλοίου. Οι εναγόμενοι 3 και 4 ήταν οι διευθυντές της εναγόμενης υπ' αρ. 5 Κυπριακής εταιρείας στην οποία το εναγόμενο υπ' αρ. 2 πλοίο μεταβιβάστηκε κατά ή περί την 9η Μαρτίου 1977.
Τα σχετικά γεγονότα της υπόθεσης, όπως φαίνονται στην Έκθεση Απαιτήσεως (petition) είναι τα ακόλουθα:
Με γραπτή συμφωνία ημερομηνίας 12 Νοεμβρίου 1976 μεταξύ των εναγομένων 3 και 4 υπό την ιδιότητά των ως διευθυντών της εναγόμενης με αρ. 1 εταιρείας, και/ή υπό την προσωπική των ιδιότητα και του ενάγοντος, ο ενάγοντας προσλήφθηκε ως πλοίαρχος του εναγομένου 2 πλοίου "DORAMI" με μηνιαίο μισθό $2.500 δολλαρίων Αμερικής πληρωτέα κάθε μήνα προκαταβολικά από της 7ης Νοεμβρίου 1976. Περαιτέρω συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών ότι με την πληρωμή από τον ενάγοντα του 40% του ποσού των $64,000 δολλαρίων Αμερικής, δηλαδή $25,000 δολλάρια Αμερικής, ο Ενάγων θα εδικαιούτο να αποκτήσει ιδιοκτησία των 40 από τις 100 μετοχές της ιδιοκτήτριας εταιρείας του εναγομένου πλοίου.
Είναι ο ισχυρισμός του ενάγοντα ότι επλήρωσε προκαταβολικά το ποσόν των $11,317 δολλαρίων Αμερικής σύμφωνα με την πιο πάνω συμφωνία και ανέλαβε ως πλοίαρχος του ρηθέντος πλοίου από της 7ης Νοεμβρίου 1976 και το πλοήγησε από την Αγγλία στην Κύπρο όπου έφτασε κατά ή περί την 18η Μαρτίου 1977. Περαιτέρω ισχυρίζεται ότι με επιστολή τους ημερομηνίας 19 Μαρτίου 1977 οι εναγόμενοι 1 και/ή 3 και/ή 4 αδικαιολόγητα και/ή κατά παράβαση του ρηθέντος συμβολαίου και χωρίς να δώσουν στον ενάγοντα εξάμηνη ειδοποίηση, ή οιανδήποτε ειδοποίηση τερμάτισαν τις υπηρεσίες του και τον απέπεμψαν από την εργασία του. Περαιτέρω, κατά παράβαση του ρηθέντος συμβολαίου οι εναγόμενοι 1 και/ή 3 και/ή 4 αρνήθησαν και ή παρέλειψαν να μεταβιβάσουν στον ενάγοντα 40 από τις 100 μετοχές επί του εναγομένου 2 πλοίου ή να μεταβιβάσουν σ' αυτόν 40% του κεφαλαίου της εναγομένης υπ' αρ. 1 κατά το χρόνο που το εναγόμενο υπ' αρ. 2 πλοίο ήταν ακόμη γραμμένο επ' ονόματί της. Επίσης ο ενάγων ισχυρίζεται ότι δεν έλαβε κανένα ποσό έναντι του μισθού του υπό την ιδιότητά του ως πλοιάρχου του εναγομένου 2 πλοίου μεταξύ της 7ης Νοεμβρίου 1976 και 9 Μαρτίου 1977. Εξόδευσε για τη συντήρηση και τροφοδοσία του ρηθέντος πλοίου ποσό ανερχόμενο σε £17,256.17 λίρες Αγγλίας, έναντι του οποίου έλαβε μόνο £15,366.95 λίρες Αγγλίας και έτσι παραμένει υπόλοιπο £1,889.22 το οποίο οφείλεται σ' αυτόν. Στις 24 Φεβρουαρίου 1977 στάληκε ασφαλισμένη επιστολή στην εναγόμενη υπ' αρ. 1 εταιρεία από το δικηγόρο του ενάγοντα στην οποία η εναγόμενη υπ' αρ. 1 εταιρεία εκαλείτο να λάβει τα ενδεικνυόμενα διαβήματα χωρίς καθυστέρηση και εντός χρονικού διαστήματος όχι μεγαλύτερο των επτά ημερών από της 23ης Φεβρουαρίου 1977 να τιμήσουν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με το ρηθέν συμβόλαιο.
Οι Εναγόμενοι όχι μόνο δεν συμμορφώθησαν με την πιο πάνω επιστολή, αλλά με επιστολή των ημερομηνίας 19 Μαρτίου 1977 απέλυσαν τον ενάγοντα. Εν τω μεταξύ την 9η Μαρτίου 1977 το εναγόμενο πλοίο πωλήθηκε και μεταβιβάστηκε από την εναγόμενη υπ' αρ. 1 εταιρεία στην εναγόμενη υπ' αρ. 5 η οποία μετά, στις 14 Νοεμβρίου 1977 μεταβίβασε το πιο πάνω πλοίο στον Άνθιμο Δημητρίου από τη Λάρνακα. Έτσι ο Ενάγων καταχώρησε την παρούσα αγωγή και η απαίτησή του είναι η εξής:
1. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο ενάγων είναι ιδιοκτήτης και/ή δικαιούχος ιδιοκτήτης του 40% των μετοχών επί του εναγομένου υπ' αρ. 2 πλοίου,
2. Ειδική εκτέλεση του ρηθέντος συμβολαίου ημερομηνίας 12 Νοεμβρίου 1976 για την μεταβίβαση προς τον ενάγοντα του 40% των μετοχών επί του εναγόμενου πλοίου και/ή αποζημιώσεις για την αθέτησή του,
3. $12,500 δολλάρια Αμερικής και/ή το αντίστοιχο ποσό σε Κυπριακές λίρες αντιπροσωπεύον τους μισθούς και/ή ημερομίσθια που οφείλονται προς τον ενάγοντα,
4. £1,889.22 λίρες Αγγλίας και/ή το αντίστοιχο ποσό σε Κυπριακές λίρες που είναι το οφειλόμενο υπόλοιπο στον ενάγοντα για έξοδα συντήρησης για λογαριασμό του ρηθέντος πλοίου και/ή των εναγομένων 1 και/ή 3 και/ή 4.
5. $11,317.00 δολλάρια Αμερικής ή το αντίστοιχο ποσό σε Κυπριακές λίρες πληρωθέν από τον ενάγοντα για αποτυχόν αντίκρυσμα και/ή ως χρηματικό ποσό το οποίο λήφθηκε από τους εναγομένους 1 και/ή 3 και/ή 4 για χρήση του ενάγοντα.
6. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι μεταβιβάσεις του εναγομένου 2 πλοίου, που έγιναν στις 9 Μαρτίου 1977 και 14 Νοεμβρίου 1977, που αναφέρονται πιο πάνω, είναι άκυρες και άνευ αποτελέσματος λόγω των πιο πάνω αναφερόμενων γεγονότων.
7. Διάταγμα του Δικαστηρίου που να ακυρώνει τις πιο πάνω μεταβιβάσεις και να διατάσσει την επανεγραφή του εναγομένου 2 πλοίου στην εναγόμενη εταιρεία με υπ' αρ. 1 ή στον ενάγοντα σε έκταση 40 μετοχών από τις 100.
8. Αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση,
9. Αποζημιώσεις για δόλο και/ή άλλως πως, και
10. Νόμιμο τόκο και έξοδα.
Εξάλλου οι εναγόμενοι στην απάντησή τους ισχυρίζονται ότι οι υπογραφές των στην ισχυριζόμενη γραπτή συμφωνία λήφθησαν με δόλο καθότι ο Ενάγων ετοίμασε την συμφωνία στα αγγλικά, παρά το γεγονός ότι οι Εναγόμενοι δεν ήξεραν καθόλου αγγλικά, και ότι απέκρυψε απ' αυτούς το περιεχόμενο και τους όρους της συμφωνίας και τους παραπλάνησε να υπογράψουν, δίδοντάς τους διαβεβαιώσεις ότι ο σκοπός ήταν για να εγγράψουν το πλοίο κάτω από Κυπριακή σημαία. Περαιτέρω ισχυρίζονται ότι ουδέποτε έκαμαν οποιαδήποτε συμφωνία αναφορικά με το μισθό του ενάγοντα ή ότι θα του έδιδαν εξάμηνη προειδοποίηση προτού τερματίσουν τις υπηρεσίες του. Όμως παραδέχονται ότι απέλυσαν τον ενάγοντα, αλλά ισχυρίζονται ότι το έκαμαν μετά που ανακάλυψαν ότι δεν είχε τα απαιτούμενα προσόντα πλοιάρχου και ότι επλοήγησε το πλοίο στο γαλλικό λιμάνι της Δρέσδης με φορτίο σκωτζέζικου ουίσκι το οποίο απαγορεύεται χωρίς προηγουμένως να ειδοποιήσει τις γαλλικές αρχές. Σαν αποτέλεσμα αυτού οι εναγόμενοι υποχρεώθησαν να πληρώσουν πρόστιμο 40,000 γαλλικά φράγκα για την απόλυση του πλοίου.
Τέλος, ανταπαιτούν το ποσόν των 40,000 γαλλικών φράγκων το οποίο πληρώθηκε ως πιο πάνω και την επιστροφή ποσού £27,000 Κυπριακών λιρών το οποίο ισχυρίζονται ότι υποχρεώθησαν να πληρώσουν στον ενάγοντα για να μην πραγματοποιήσει την απειλή του και να εγκαταλείψει το πλοίο προτού φθάσει στον προορισμό του.
Ο ενάγων προς υποστήριξη της υπόθεσής του έδωκε μαρτυρία ως Μ.Ε/ντος 1 και έδωσε τη δική του εκδοχή ως προς τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες υπογράφηκε το συμβόλαιο το οποίο και παρουσίασε στο Δικαστήριο. Επίσης κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία μεταξύ αυτού και των εναγομένων 3 και 4 υπογράφηκε στο Λονδίνο και ότι αυτός και ο τέταρτος εναγόμενος εξήγησαν στον τρίτο εναγόμενο το περιεχόμενό της. Περαιτέρω στην επανεξέταση είπε ότι δεν εγνώριζε ότι ο τρίτος εναγόμενος δεν ήξερε καθόλου αγγλικά διότι τον είδε να συνδιαλέγεται στα αγγλικά. Επίσης είπε ότι του δόθηκε πληρεξούσιο που τον καθιστούσε αρμόδιο να αγοράσει το πλοίο και το πληρεξούσιο έγινε και υπογράφηκε από τους εναγομένους 3 και 4 στις 14 Νοεμβρίου 1976 στο Γραφείο της Υπάτης Αρμοστείας της Δημοκρατίας στην παρουσία του αρμόδιου λειτουργού κ. Beha και ότι το περιεχόμενο της συμφωνίας επεξηγήθηκε στον τρίτο εναγόμενο από τον ενάγοντα και από τον εναγόμενο υπ' αρ. 4. Περαιτέρω είπε ότι επλήρωσε το ποσό των $11,307.60 δολλαρίων Αμερικής σε τραπεζιτική επιταγή και δέκα δολλάρια σε μετρητά σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας έναντι του 40% των μετοχών της ιδιοκτησίας του εναγομένου υπ' αρ. 2 πλοίου. Επίσης έδωσε λογαριασμό των χρημάτων τα οποία επήρε και των χρημάτων τα οποία εξόδευσε σε σχέση με την διεξαγωγή της όλης διαδικασίας.
Αναφορικά με τα προσόντα του ως πλοιάρχου, επαρουσίασε τα σχετικά πιστοποιητικά. Σε σχέση με το επεισόδιο με τις Γαλλικές αρχές είπε ότι κατά τον πλουν των γαλλικών ακτών συνάντησε κακοκαιρία και το πλοίο έπαθε μερικές ζημιές και έμπαζε νερά και ότι υπήρχαν καύσιμα για να οδηγηθεί το πλοίο μέχρι τον Βισκαϊκό κόλπο. Ως εκ τούτου, εκάλεσε τον τρίτο Εναγόμενο στον ασύρματο και τον επληροφόρησε για την κατάσταση και του είπε να διορίσει αντιπρόσωπο για να κάμει τις αναγκαίες διευθετήσεις για το πλοίο να προσεγγίσει το λιμάνι της Δρέσδης για την ασφάλεια του πλοίου, του πληρώματος και του φορτίου του πλοίου και για την προμήθεια καυσίμων. Φθάνοντας στη Δρέσδη το πλοίο και ο ίδιος συνελήφθησαν από τις τελωνειακές αρχές και λόγω του ότι το πλοίο ήταν κάτω των 500 τόννων και μετέφερε ουίσκι κατηγορήθησαν για λαθρεμπόριο. Οι τελωνειακές αρχές επέβαλαν 40.000 γαλλικά φράγκα πρόστιμο το οποίο πληρώθηκε από τους εναγομένους και το πλοίο αφέθηκε ελεύθερο. Εν τω μεταξύ κατόπιν οδηγιών του ενάγοντα, ο δικηγόρος του έγραψε στους εναγομένους επιστολή ημερομηνίας 23 Φεβρουαρίου 1977 απαιτώντας τη μεταβίβαση του 40% των μετοχών της ιδιοκτήτριας εταιρείας του πλοίου επ' ονόματι του ενάγοντα, προς συμμόρφωση με τη συμφωνία ημερομηνίας 12 Νοεμβρίου 1976, αλλά δεν υπήρχε καμμιά ανταπόκριση εκ μέρους των εναγομένων.
Ο ενάγων εκάλεσε ως μάρτυρα τον Σταύρο Καραμοντάνη προσοντούχο μηχανικό, αρχιτέκτονα και ηλεκτρολόγο σε σχέση με ναυτικά θέματα, αναφορικά με την αξία του πλοίου ο οποίος είπε ότι η αξία του πλοίου κατά το 1977 θα ήταν γύρω τις 150.000 έως 175.000 δολλάρια λόγω της αυξημένης ζήτησης σαν αποτέλεσμα της κατάστασης που επικρατούσε στο Λίβανο, διότι πλοία του μεγέθους αυτού ήταν τα πλέον κατάλληλα για να προσεγγίζουν το λιμάνι Τζιούνη του Λιβάνου.
Επίσης εκ μέρους του ενάγοντα παρουσιάστηκε πιστοποιητικό εκτίμησης της αξίας του πλοίου ημερομηνίας 10 Νοεμβρίου 1976 από Λονδρέζους εκτιμητές ότι η αξία του ήταν $150.000 δολλάρια το οποίο πιστοποιηικό παραδόθηκε από την Andreas Makris Shipping Co. Ltd., εναγομένη αρ. 5 στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου στις 15 Ιουνίου 1977.
Εξάλλου ο τρίτος εναγόμενος δίδοντας μαρτυρία ως Μ.Ε/νων 1 είπε ότι συνάντησε τον ενάγοντα για πρώτη φορά τη προτεραία της ημέρας που μετέβησαν στο Λονδίνο για την αγορά του πλοίου και ότι τη συμφωνία τη σύνταξε ο ίδιος ο ενάγων. Περαιτέρω είπε ότι δεν γνωρίζει αγγλικά ούτε να γράφει ούτε να διαβάζει και ότι υπέγραψε το συμβόλαιο μη γνωρίζοντας ότι ήταν συμφωνία, αλλά του λέχθηκε από τον ενάγοντα ότι ήταν πληρεξούσιο αναφορικά με τη σημαία του πλοίου. Ισχυρίστηκε επίσης ότι η πρώτη φορά που ήλθε σε γνώση του το περιεχόμενο της συμφωνίας ήταν όταν έλαβε το γράμμα της 23ης Φεβρουαρίου 1977 από το δικηγόρο του ενάγοντα. Επίσης αρνήθηκε ότι τα έγγραφα και το περιεχόμενό τους του επεξεγήθησαν από τον ενάγοντα ή τον τέταρτο εναγόμενο. Περαιτέρω αρνήθηκε ότι συμφώνησε ότι ο ενάγων θα ελάμβανε οιονδήποτε μισθό για τις υπηρεσίες του ή οιανδήποτε άλλη αμοιβή. Τέλος ισχυρίστηκε ότι επλήρωσε στον ενάγοντα το ποσό των £27.000 για τα γενικά έξοδα και τα έξοδα του πλοίου, χωρίς όμως να πάρει οποιαδήποτε απόδειξη.
Την ίδια περίπου μαρτυρία έδωσε και ο εναγόμενος υπ' αρ. 4 ως Μ.Ε/μένων 4, ο οποίος είπε ότι, παρόλον που μιλά λίγα αγγλικά εν τούτοις, ούτε γνωρίζει να διαβάζει ή να γράφει αγγλικά. Παραδέχθηκε ότι υπέγραψε το συμφωνητικό έγγραφο ως επίσης και το πληρεξούσιο έγγραφο, αλλά αυτό ήταν για να τους δοθεί η σημαία του πλοίου. Αρνήθηκε ότι εξήγησε στον τρίτο εναγόμενο το περιεχόμενό των. Επίσης, είπε ότι επισκέφθηκε το γραφείο της Υπάτης Αρμοστείας στο Λονδίνο μαζί με τον ενάγοντα και τον τρίτο εναγόμενο και ότι είδε τον κ. Beha εκεί, αλλά ότι δεν ενθυμείται το σκοπό της επίσκεψής τους και ούτε αν ήταν για να υπογράψει οποιοδήποτε έγγραφο. Τέλος,. είπε ότι σταμάτησε από μέτοχος της εταιρείας προτού το πλοίο φθάσει στην Κύπρο.
Οι εναγόμενοι προς υποστήριξη της υπόθεσής τους εκάλεσαν ως Μάρτυρα υπ' αρ. 2 τον εκ Λιβάνου Ali Μ. Ramady, πλοιοκτήτη και χρηματομεσίτη (broker), πρώην εργοδότη του ενάγοντα, ο οποίος, αναφορικά με το μηνιαίο μισθό ενός πλοιάρχου, είπε ότι αυτό είναι θέμα συμφωνίας μεταξύ εργοδότου και εργοδοτουμένου. Σε ό,τι αφορά την απόλυση πλοιάρχου χωρίς προειδοποίηση δίδεται συνήθως μισθός 15 ημερών ή ενός μηνός. Είπε επίσης, ότι η αξία του εναγομένου 2 πλοίου κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν περίπου $70.000.
Έχω εξετάσει τη μαρτυρία η οποία έχει προσαχθεί και από τις δύο πλευρές και πρέπει να πω ότι αποδέχομαι τη μαρτυρία του ενάγοντα. Δεν δέχομαι τους ισχυρισμούς των Εναγομένων 3 και 4 ότι όταν υπέγραφαν το έγγραφο της 12ης Νοεμβρίου 1976 δεν εγνώριζαν το περιεχόμενό του και ότι ο ενάγων τους έπεισε με δόλιο τρόπο να το υπογράψουν. Ο γενικός κανόνας είναι ότι ο καθένας υποτίθεται λαμβάνει γνώση του περιεχομένου ενός εγγράφου το οποίο υπογράφει και το βάρος της απόδειξης σε υπόθεση που η υπεράσπιση στηρίζεται επί του non est factum, όπως η παρούσα, ευρίσκεται πάνω στον εναγόμενο. Στην υπόθεση Saunders v. Anglia Building Society [1970] 3 All E.R. 961 στη σελίδα 963 διαβάζουμε τα πιο κάτω:
"There must be a heavy burden of proof on the person who seeks to invoke this remedy. He must prove all the circumstances necessary to justify its being granted to him, and that necessarily involves his proving that he took all reasonable precautions in the circumstances. I do not say that the remedy can never be available to a man of full capacity. But, that could only be in very exceptional circumstances; Certainly not where his reason for not scrutinising the document before signing it was that he was too busy or too lazy . In general I do not think that he can be heard to say that he signed in reliance on someone he trusted."
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το συμβόλαιο της 12ης Νοεμβρίου 1976 μεταξύ ενάγοντος και των εναγομένων 3 και 4 αθετήθη από τους εναγομένους οι οποίοι και απέλυσαν τον ενάγοντα χωρίς καμιά προειδοποίηση.
Έρχομαι τώρα να αποφασίσω επί της προσαχθείσης μαρτυρίας όπως την έχω αποδεχθεί, σε ποιες θεραπείες δικαιούται ο ενάγοντας.
Πρέπει να πω από την αρχή ότι ο ενάγοντας δεν δικαιούται σε καμιά από τις θεραπείες που ζητά ειδική εκτέλεση του συμβολαίου (specific performance) διότι το πλοίο προτού συμπληρωθεί η ακρόαση της παρούσας υπόθεσης είχε ήδη πωληθεί και μεταβιβαστεί στον Άνθιμο Δημητρίου από την Λάρνακα που δεν μετέχει της παρούσης διαδικασίας. Ως εκ τούτου ο ενάγων δικαιούται μόνο στις θεραπείες υπ' αρ. 3, 4, 5 και 8 της απαίτησής του.
Ως προς την αξίωση για αποζημιώσεις για υπεραξία του πλοίου δεν θεωρώ τη μαρτυρία που δόθηκε για τον ενάγοντα ικανοποιητική και αποδέχομαι τη μαρτυρία του μάρτυρα των εναγομένων Ali M. Ramady ο οποίος είπε ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο δηλαδή κατά την αθέτηση του συμβολαίου ήταν περίπου η ίδια όπως και κατά την ημέρα της αγοράς του.
Αναφορικά με τη θεραπεία υπ' αρ. 8, δηλαδή την αποζημίωση για παράνομη απόλυση, που όπως φαίνεται από τη μαρτυρία η πρόσληψη του ενάγοντα ήταν ακαθόριστης χρονικής διάρκειας, κρίνω ότι η πληρωμή ενός μηνιαίου μισθού αντί προειδοποίησης είναι ικανοποιητική αποζημίωση. Η απόφαση στην Πολιτική Έφεση Αρ. 7724 Στέλιος Στυλιανίδης εναντίον The British American Insurance Company Ltd (1990) 1 Α.Α.Δ................... που δόθηκε την 30ή Ιουνίου 1990 και ακόμη δεν δημοσιεύθηκε είναι σχετική και παραθέτω το σχετικό απόσπασμα.
"Σύμβαση εργοδότησης υπαλλήλου, ακαθόριστης χρονικής διάρκειας υπόκειται, σύμφωνα με τις σχετικές αρχές του αγγλικού κοινού δικαίου (ενσωματώνονται στο Κυπριακό δίκαιο με τις πρόνοιες του άρθρου 29 (1)(γ) του Ν. 14/60), σε τερματισμό κατόπιν λογικής προειδοποίησης. Το θέμα εξετάζεται και αναλύεται στα συγγράμματα Chitty on Contract, vol. 2, 25th ed., σελίδα 712 and seq. καθώς και στο Halsbury' s Laws of England, 4th ed., Vol. 16, para. 607 and seq. Εντάσσοντας το θέμα στο ακριβές δικαιϊκό του πλαίσιο η αρχή η οποία ισχύει είναι η εξής. Σύμβαση εργοδότησης υπαλλήλου ακαθόριστης χρονικής διάρκειας υπόκειται σε εξυπακουόμενο όρο για εκατέρωθεν ευχέρεια των μερών να τερματίσουν τη σύμβαση κατόπιν λογικής προειδοποιήσεως. Τι συνιστά λογική προειδοποίηση εξαρτάται από τη φύση της εργασίας, τη ζήτηση των υπηρεσιών ανάλογες με εκείνες που μπορεί να προσφέρει (ο εργοδοτούμενος) στην ελεύθερη αγορά, καθώς και τη διάρκεια της εργοδότησης του. Βοηθητική στον καθορισμό της χρονικής διάρκειας της προειδοποίησης είναι και η απόφαση Dobie v. Burns International [1984] 3 All E.R. 333. Παρόλο που η υπόθεση αποφασίστηκε σε σχέση με άδικη απόλυση (unfair dismissal) βάσει των διατάξεων του άρθρου 57 του αγγλικού νόμου Employment Consolidation Act 1987, στο βαθμό και έκταση που ρίχνει φως στους παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στον καθορισμό της διάρκειας της προειδοποίησης, άπτεται του επίδικου θέματος. Όλοι οι παράγοντες που έχουν ενωρίτερα μνημονευθεί είναι άμεσα καθοδηγητικοί ως προς τον καθορισμό του χρόνου της προειδοποίησης. Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν τέθηκε μαρτυρία η οποία να διαφωτίζει ειδικά οποιοδήποτε από τα θέματα που σχετίζονται με τη χρονική διάρκεια της προειδοποίησης που θα ήταν εύλογο ενόψει της σύμβασης εργοδότησης του εφεσείοντα να ληφθούν υπόψη. Αφέθηκε το θέμα να αποφασισθεί με βάση τις φυσιολογικές συνέπειες της συγκεκριμένης σύμβασης στο πλαίσιο εργοδότησης του αιτητή ως προς τη χρονική διάρκεια της προειδοποίησης για τερματισμό της απασχόλησής του.
Η νομολογία των αγγλικών δικαστηρίων αναφορικά με το χρόνο της προειδοποίησης που συνοψίζεται στα συγγράμματα Chitty on Contracts και Halsbury's Laws of England, (ανωτέρω), τείνει να καταδείξει ότι η προειδοποίηση κυμαίνεται μεταξύ ενός και δώδεκα μηνών ανάλογα με τη φύση του επαγγέλματος."
Αναφορικά με την ανταπαίτηση των εναγομένων αποδέχομαι ως αληθή την εξήγηση που έδωσε ο ενάγοντας ότι κατ' ανάγκη εισήλθε στα γαλλικά χωρικά ύδατα και στο λιμάνι της Δρέσδης λόγω βλάβης του πλοίου και γι' ανεφοδιασμό και ότι ειδοποίησε προς τούτο τον τρίτο εναγόμενο να κάμει τις δέουσες διευθετήσεις.
Ως προς το μέρος της ανταπαίτησης του ποσού των £27,000 Κυπριακών λιρών που ο τρίτος εναγόμενος ισχυρίζεται ότι έστειλε στον ενάγοντα για τροφοδοσία του πλοίου και που όπως είπε δεν έχει αποδείξεις, ο ενάγοντας κατέθεσε στο Δικαστήριο λεπτομερείς λογαριασμούς του πλοιάρχου (Master's accounts) όπου φαίνονται με κάθε λεπτομέρεια τα ποσά που έλαβε και το ποσό που εξόδευσε που υπερβαίνει κατά £1,889.22 αγγλικές λίρες και το οποίο ποσό απαιτεί με την αγωγή του.
Για τα ως άνω δίδω απόφαση υπέρ του ενάγοντα και εναντίον όλων των εναγομένων μαζί και χωριστά ως ακολούθως:
(α) $12,500.00 δολλάρια Αμερικής για οφειλόμενους μισθούς του ενάγοντα,
(β) £1889.22 αγγλικές λίρες, ποσό οφειλόμενο στον ενάγοντα για έξοδα τροφοδοσίας του εναγομένου 2 πλοίου, (γ) $11,317.00 δολλάρια Αμερικής ποσό το οποίο επλήρωσε ο ενάγοντας έναντι της αγοραίας αξίας του ρηθέντος πλοίου και
(δ) $2,500 δολλάρια Αμερικής ως αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση.
Η ανταπαίτηση των εναγομένων απορρίπτεται.
Αναφορικά με το θέμα των εξόδων οι εναγόμενοι καταδικάζονται να πληρώσουν τα έξοδα του ενάγοντα τα οποία θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Απόφαση ως ανωτέρω.