ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1989) 1E ΑΑΔ 750
30 Νοεμβρίου, 1989
[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΠΙΚΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Δ.Δ.]
KRASHIAS SHOE FACTORY LTD. ALSO TRADING AS "K" SHOES,
Εφεσείοντες,
v.
ADIDAS SPORTSCHUHFABRIKEN ADI DASSIER KG,
Εφεσίβλητων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 6810).
Διατάγματα - Ανυπακοή - Αίτηση εξαναγκασμού συμμόρφωσης - Κατά πόσον οι διατάξεις του Θ. 42Α της Πολιτικής Δικονομίας είναι εφαρμοστέες, παρά το ότι δεν επιζητείται φυλάκιση φυσικού προσώπου - Κατά πόσο η Αίτηση μπορεί να βασισθεί μόνο στο Άρθρο 42 Περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (N. 14/60) - Καταφατική η απάντηση στο πρώτο ερώτημα και αρνητική στο δεύτερο ερώτημα.
Διατάγματα - Ανυπακοή - Προϋποθέσεις εκδόσεως διατάγματος εξαναγκασμού σε υπακοή ή τιμωρία - Προσωπική επίδοση τόσο του οπισθογραφημένου διατάγματος όσο και της αιτήσεως για εξαναγκασμό υπακοής ή τιμωρίας - H αίτηση γίνεται δια κλήσεως σύμφωνα με τον Θ. 48 της Πολιτικής Δικονομίας.
Επίδοση στο γραφείο των Δικηγόρων του Καθ' ου η αίτηση δεν είναι αρκετή, έστω και έαν πρόκειται για την διεύθυνση επιδόσεως - Οι Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί Θ. 42Α.
Διατάγματα - Ανυπακοή - Αίτηση για εξαναγκασμό σε υπακοή ή για τιμωρία - Βάρος αποδείξεως - Φέρει ο αιτών - Το βάρος αποσείεται με απόδειξη πέραν πάσης ευλόγου αμφιβολίας.
Πολιτική Δικονομία - Παρεμπίπτουσες αιτήσεις - Οι Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί, Θ. 48 K. 4 - Σε περίπτωση αμφισβητήσεως γεγονότων ο διάδικος, που φέρει το βάρος της αποδείξεως, πρέπει κατά την ακρόαση της αιτήσεως να τα αποδείξει - Τούτο σημαίνει ότι πρέπει να προσκομίσει προφορική μαρτυρία - Τούτο ισχύει, ανεξάρτητα από το άν δεν έγινε χρήση τον δικαιώματος αντεξετάσεως βάση τον Θεσμού Θ. 39 K. 1 της Πολιτικής Δικονομίας - Σε περίπτωση παραλείψεως προσκομίσεως προφορικής μαρτυρίας, το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιλέξει μεταξύ αντιφατικών ενόρκων δηλώσεων.
Στην υπόθεση αυτή οι εφεσίβλητοι επέτυχαν την έκδοση προσωρινού Διατάγματος, που απαγόρευε στους εφεσείοντες να κατασκευάζουν, παράγουν, πωλούν, διανέμουν ή προσφέρουν προς πώληση αθλητικά υποδήματα, τα οποία φέρουν τρείς γραμμές, που αποτελούν το εμπορικό σήμα των εφεσίβλητων.
Με αίτησή τους ημερομηνίας 19/5/83 οι εφεσίβλητοι ζήτησαν, ισχυριζόμενοι ότι οι εφεσείοντες δεν υπάκουσαν στο προσωρινό διάταγμα, την έκδοση διατάγματος εξαναγκασμού των εφεσειόντων σε υπακοή.
Ούτε το οπισθογραφημένο Διάταγμα ούτε και η αίτηση, που είχε εκδοθεί με κλήση, είχαν επιδοθεί προσωπικά στους εφεσείοντες. Και τα δύο είχαν επιδοθεί στους δικηγόρους των εφεσειόντων.
Οι εφεσείοντες καταχώρισαν ένσταση, που υποστηρίχθηκε με ενόρκους δηλώσεις. Από ανάγνωση των ενόρκων δηλώσεων προκύπτει το συμπέρασμα ότι οι εφεσείοντες αρνήθηκαν ότι δεν είχαν υπακούσει στο διάταγμα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρά το ότι δεν είχε προσαχθεί κατά τη εκδίκαση της αίτησης προφορική μαρτυρία (ουδείς έκαμε χρήση του δικαιώματος αντεξετάσεως βάσει του Θεσμού Θ. 39 K. 1), προτίμησε τις ενόρκους δηλώσεις, με τις οποίες είχε υποστηριχθεί η αίτηση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ακόμα, αφού δεν επιζητείτο η φυλάκιση των εφεσειόντων, ότι θεσμός Θ. 42Α δε ετύγχανε εφαρμογής. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι η αίτηση μπορούσε να κριθεί με βάση το Άρθρο 42 του Νόμου N. 14/60.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού τόνισε ότι οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας διατηρήθηκαν σε ισχύ βάσει του Άρθρου 188 του Συντάγματος και αφού τόνισε ότι το Άρθρο 42 του Νόμου N. 14/60 είναι δικαιοδοτικό και ο τρόπος της εφαρμογής του καθορίζεται από την Πολιτική Δικονομία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία εφαρμογής του είναι αυτή, που προβλέπει ο Θεσμός 42Α.
Έτσι και με βάση τις νομικές αρχές, που προκύπτουν από τα πιο πάνω περιληπτικά σημειώματα, το Ανωτάτο Δικαστήριο δέχθηκε την έφεση, γιατί οι εφεσίβλητοι δεν είχαν προσκομίσει προφορική μαρτυ- ρία και επομένως δεν είχαν αποσείσει το βάρος της αποδείξεως, που τους εβάρυνε και γιατί ούτε το οπισθογραφημένο Διάταγμα ούτε η αίτηση με κλήση για έκδοση διατάγματος εξαναγκασμού σε υπακοή στο πρώτο διάταγμα είχαν επιδοθεί προσωπικά.
H έφεση επιτρέπεται με έξοδα.
Αναφερόμενες αποφάσεις:
Mouzouris and Another ν. Xylophagou Plantatious Ltd (1977) 1 C.L.R. 287,
Chiltern DC v. Keane [1985] 2 All E.R. 118,
Attorney-General v. Leveller [1979] 1 All E.R. 74,
Jelson (Estates Ltd) v. Hervey [1984] 1 All E.R. 12,
Enfield NBC v. Mahoney [1983] 2 All E.R. 901,
Benabo v. William Jay and Partners Ltd [1941] Ch. 52,
Iberian Trust Ltd v. Founders Trust and Investment Company Ltd [1932] 2 K.B. 87,
Beeston Shipping Ltd v. Babanaft [1985] 1 All E.R. 923,
Lady de la Pole v. Dick [1885] 29 Ch. D. 351,
Bagley v. Maple and Co Ltd [1911] 27 L.T. R. 284,
Callow v. Young [1886] 55 L.T. 543,
Aberdonia Cars Ltd v. Brown, Hughes and Stracham Ltd [1915] 59 SOL. JO 598 in the English and Empire Digest, Vol. 16, page 74 para 722,
Singh v. Atombrook Ltd [1989] 1 All E.R. 385,
v. [1983] 1 C.L.R. 348
Έφεση.
Έφεση από τους εναγόμενους εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Νικήτας, Π.Ε.Δ.) που δόθηκε στις 21 Σεπτεμβρίου, 1984 (Αριθμός Αγωγής 4788/82) με την οποία βρέθηκαν ένοχοι για παρακοή του διατάγματος ημερομηνίας 27 Σεπτεμβρίου, 1982 και διατάχθηκαν να πληρώσουν £750.= πρόστιμο και £221.- έξοδα.
K. Μιχαηλίδης, και Στ. Ερωτοκρίτου (κα), για τους εφεσείοντες.
Μ. Μοντάνιος και E. Ιακωβίδου (Δνις), για τους εφεσίβλητους.
ΜΑΛΑΧΤΟΣ Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Μ. Πικής.
ΠΙΚΗΣ Δ.: Με ενδιάμεσο διάταγμα που εκδόθηκε στις 27/ 9/82, μετά από αίτηση των εφεσίβλητων, κατασκευαστών των αθλητικών ειδών "ADIDAS", είχε απαγορευθεί στους εφεσείοντες να κατασκευάζουν, παράγουν, πωλούν, διανέμουν ή προσφέρουν προς πώληση, ή, με οποιοδήποτε άλλον τρόπο, να συναλλάτονται με αθλητικά υποδήματα τα οποία φέρουν τρείς γραμμές που αποτελούν το εμπορικό σήμα των εφεσίβλητων. Οι ακριβείς όροι της απαγόρευσης είναι οι εξής:
"....... ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ όπως οι εναγόμενοι, οι υπηρέται, και/ή αντιπρόσωποι αυτών εμποδισθούν και δή διά του παρόντος εμποδίζονται από του να κατασκευάζουν, παράγουν, πωλούν, διανέμουν, προσφέρουν προς πώλησιν, ή καθ' οιονδήποτε άλλον τρόπον συναλλάττονται με αθλητικά υποδήματα εις την αγοράν της Κύπρου άπαντα φέροντα επ' αυτών διαγωνίως επί των ιδίων των τας 3 γραμμάς (the 3 stripes device) και τα οποία δεν είναι κατασκευής των εναγόντων και αίτινες 3 γραμμαί είναι το εμπορικόν σήμα των εναγόντων και ούτω να εμφανίζουν (pass off) τα εν λόγω αθλητικά υποδήματά των ως τα αθλητικά υποδήματα των εναγόντων, μέχρις ακροάσεως και τελείας αποπερατώσεως της παρούσης αγωγής...."
Με μεταγενέστερη αίτησή τους που υποβλήθηκε στις 19/5/ 83 οι εφεσίβλητοι ζήτησαν από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την έκδοση διατάγματος το οποίο να εξαναγκάζει τους εφεσείοντες σε υπακοή. H αίτηση βασίστηκε στις πρόνοιες του άρθρου 42 του Περί Δικαστηρίων Νόμου (N 14/ 60) και εκείνες της Δ.48 Κ2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου. Στη διατύπωση του αιτήματος ακολουθήθηκε ο τύπος που προβλέπεται από τους Θεσμούς για την υποβολή ενδιάμεσων αιτήσεων με κλήση. Οι παραβιάσεις του διατάγματος δεν εξειδικεύονται στην αίτηση· όμως διαφαίνονται από το περιεχόμενο των δυο ενόρκων δηλώσεων στις οποίες στηρίχθηκε η αίτηση - εκείνη του πρώην δικηγόρου των εφεσίβλήτων του κ. Γ. Μ. Πλατρίτη, ημερομηνίας 12/4/83, και εκείνη του Κώστα Μιλτιάδους, υπαλλήλου της εταιρείας "COSTAS SOLEAS SPORTS LTD." που αντιπροσωπεύει τους εφεσίβλητους στην Κύπρο.
Στην ένορκη δήλωσή του ο κ. Πλατρίτης αναφέρει ότι στις 25/10/82 πρόσεξε στις βιτρίνες των καταστημάτων των εφεσειόντων στην Οδό Λήδρας (στη Λευκωσία), και στην Οδό Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (στη Λεμεσό), να εκτίθενται προς πώληση "μερικά ζεύγη υποδημάτων φέροντα 3 γραμμές". Στην αρχή επέδειξαν, όπως αναφέρει, ανοχή στην ανυπακοή του διατάγματος με την προσδοκία ότι αυτή θα τερματιζόταν σύντομα. Όμως οι παραβιάσεις συνεχίστηκαν και οι εφεσείοντες εξακολούθησαν να πωλούν υποδήματα φέροντα τις τρεις γραμμές, κατά παράβαση του διατάγματος. Πρόσθετα, άρχισαν να κατασκευάζουν υποδήματα προσομοιάζονται σε εμφάνιση με εκείνα των εφεσίβλητων με διακεκομμένη τη μεσαία γραμμή και την προσθήκη του ονόματος "ALISIDA".
Στην ένορκη δήλωση του κ. Μιλτιάδους προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι σας 13/12/82 αγόρασε δυο ζεύγη υποδημάτων από το πρατήριο των εφεσειόντων στην οδό Στασίνου στη Λεμεσό που έφεραν τις τρείς γραμμές (the three stripes device) ενώ σε μεταγενέστερο στάδιο, στις 7/3/83, αγόρασε ακόμα ένα ζεύγος υποδημάτων με τις τρεις γραμμές αλλά με διακεκομμένη τη μεσαία γραμμή και την αναγραφή του ονόματος "ALISIDA". Σε κατοπινή ένορκη δήλωσή του, στις 7/9/83, προσήγαγε ως Τεκμήρια ένα παπούτσι από το κάθε είδος υποδημάτων που είχε αγοράσει. Στην πρώτη ένορκη ομολογία ο κ. Μιλτιάδους κατέθεσε ότι ζεύγη υποδημάτων με τις χαρακτηριστικές τρεις γραμμές ήταν εκτεθειμένα προς πώληση στο κατάστημα των εφεσειόντων στην Οδό Κωνσταντίνου Παλαιολόγου στη Λεμεσό.
Οι εφεσείοντες έφεραν ένσταση στην αίτηση των εφεσίβλητων βασιζόμενοι -
1) Στις πρόνοιες της Δ.48 κ2 και εκείνες της Δ.42Α 1, 2 και 3 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, και
2) στα γεγονότα τα οποία εκτίθενται στις ένορκες δηλώσεις του κ. Μιχαλάκη Κρασιά, ενός των διευθυντών της εφεσείουσας εταιρείας, και εκείνων των υπευθύνων των δυο καταστημάτων των αιτητών στη Λεμεσό, των κ. Χαράλαμπου Πέτρου και της κ. Ουσουλιβάν Παρασκευή (κατάστημα της οδού Κωνσταντίνου Παλαιολόγου), και της Ανδρούλας Ιγνατίου (κατάστημα της οδού Στασίνου).
Οι πιο πάνω ένορκες δηλώσεις υποστηρίζουν ότι:-
(α) Όλα τα ζεύγη υποδημάτων με τις τρεις γραμμές αποσύρθηκαν, μετά την έκδοση του διατάγματος, από τα καταστήματα των εφεσειόντων και αποθηκεύτηκαν σε καθορισμένο χώρο.
(β) Δεν πωλήθηκαν σε οποιονδήποτε υποδήματα με τις τρεις γραμμές στο κατάστημα της οδού Στασίνου στη Λεμεσό, μετά το διάταγμα.
(γ) Δεν εκτέθηκαν προς πώληση υποδήματα με τις τρεις γραμμές, μετά το διάταγμα.
Παρόλο που τις ένορκες δηλώσεις των μαρτύρων των εφεσειόντων τις χαρακτηρίζει κάποια ασάφεια, από τη συνεκτίμηση του περιεχομένου τους προκύπτει άρνηση των εφεσειόντων ότι είχαν παραβεί το διάταγμα.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ευρήματα και κατέληξε σε συμπεράσματα ως προς τα ουσιώση γεγονότα με βάση τις ένορκες δηλώσεις. Ας σημειωθεί ότι δεν υποβλήθηκε αίτηση για αντεξέταση των μαρτύρων από οποιανδήποτε από τις δυο πλευρές. Το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο κ. Μιλτιάδου πράγματι αγόρασε από το πρατήριο στην Οδό Στασίνου τα υποδήματα, δείγμα των οποίων κατέθεσε, παρά τον ισχυρισμό των εφεσειόντων ότι σε καμιά περίπτωση δεν πωλήθηκαν υποδήματα εκείνης της περιγραφής στο πρατήριο κατά τον κρίσιμο χρόνο.
H επίδοση οπισθογραφημένου αντιγράφου του διατάγματος στο Γραφείο των Δικηγόρων των εφεσειόντων, κρίθηκε ότι ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις που θέτει η Δ.42Α, καθώς επίσης και η επίδοση της αίτησης για παρακοή στον ίδιο τόπο. H παράλειψη συμμόρφωσης με τι σχετικές διατάξεις της Δ.42Α, όπως συμπεραίνεται στην απόφαση, άφησε την εγκυρότητα της διαδικασίας ανεπηρέαστη επειδή δεν επιδιωκόταν η έκδοση εντάλματος δέσμευσης (writ of attachment) για τη φυλάκιση οποιουδήποοτε φυσικού προσώπου. H αίτηση απέβλεπε, όπως διαπιστώνει το Δικαστήριο, στην εφαρμογή του διατάγματος, και οι κυρώσεις περιορίζονταν στην επιβολή χρηματικής ποινής.
Οι λόγοι για τους οποίους εφεσιβάλλεται η απόφαση και επιδιώκεται η ανατροπή της, και ακολούθως η απόρριψη της αίτησης για καταφρόνηση του Δικαστηρίου, είναι οι εξής:-
1. Παράλειψη των εφεσιβλήτων να συμμορφωθούν με τις πρόνοιες των κ2 και κ3 της Δ.42Α των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που προβλέπουν προσωπική επίδοση του οπισθογραφημένου διατάγματος (κ2), καθώς και της αίτησης που ακολούθησε για επίτευξη συμμόρφωσης (κ3), H θέση των εφεσειόντων, όπως αναπτύχθηκε από το δικηγόρο τους, είναι ότι οι διατάξεις των Θεσμών που μνημονεύονται πιο πάνω έχουν επιτακτικό χαρακτήρα και η τήρησή τους αποτελεί προϋπόθεση για την καταδίκη κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου για ανυπακοή σε διάταγμα πολιτικού δικαστηρίου.
H απάντηση που δόθηκε από τους εφεσίβλητους στην είσηγηση αυτή είναι η εξής:
Πρώτον: Οι πρόνοιες της Δ.42Α δεν τυγχάνουν εφαρμογής σε αιτήσεις, όπως και η αίτηση των εφεσίβλητων στις οποίες δεν επιδιώκεται ή φυλάκιση φυσικού προσώπου. H αίτησή τους βασίστηκε αποκλειστικά στις διατάξεις του άρθρου 42 του Περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (N 14/60). Ελλείψει διαδικαστικού κανονισμού που να καθορίζει τη διαδικασία για την παροχή θεραπείας βάσει του άρθρου 42, το θέμα αφέθηκε δικονομικά χωρίς ρύθμιση. Το κενό προέκυψε από την παράλειψη του Ανωτάτου Δικαστηρίου να εκδώσει διαδικαστικό κανονισμό βάσει των προνοιών του άρθρου 69 του N 14/60. Συνεπώς η διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται ανάγεται στις γενικές αρχές των δικονομικών κανόνων σύμφωνα με τις οποίες η διαδικασία είναι έγκυρη οποτεδήποτε το θέμα προσδιορίζεται επαρκώς ενώπιον αρμοδίου δικαστηρίου και παρέχεται η ευκαιρία υπεράσπισης στους καθ' ων η αίτηση.
Διαζευκτικά, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι επίδοση του οπισθογραφημένου διατάγματος και αργότερα της αίτησης στη διεύθυνση επίδοσης των εφεσιβλήτων (στο γραφείο του δικηγόρου τους) ικανοποιεί τις πρόνοιες των κ2 και κ3 της Δ.42Α.
Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τόσο το απαγορευτικό διάταγμα όσο και η αίτηση για ανυπακοή, περιήλθαν σε γνώση των εφεσειόντων καθιστώντας τους υπόλογους για οποιαδήποτε ανυπακοή ή παράβαση.
2. Τα εσφαλμένα ευρήματα του Δικαστηρίου για παράβαση του διατάγματος:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς και προέβη σε ευρήματα γεγονότων βάσει των ενόρκων δηλώσεων που είχαν προσαχθεί. H σύγκρουση μεταξύ των δυο εκδοχών ως προς τα πραγματικά γεγονότα, υπέβαλε ο κ. Μιχαηλίδης, άφηνε ερωτηματικά και δημιουργούσε πολλές αμφιβολίες για το βάσιμο των ισχυρισμών των εφεσίβλητων. O αμφιβολίες αυτές επέβαλλαν την απαλλαγή των εφεσειόντων ενόψει του αποδεικτικού βάρους που πρέπει να αποσείσει ο διάδικος ο οποίος επιδιώκει την τιμωρία του αντίδικου για παρακοή διατάγματος δικαστηρίου: Απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.
O κ. Μοντάνιος υποστήριξε ότι η ασάφεια που περιέχεται στους ισχυρισμούς των μαρτύρων των εφεσειόντων (που προβλήθηκαν στις ένορκες δηλώσεις τους) καθιστούσε εύλογη την υιοθέτηση των ισχυρισμών των μαρτύρων των εφεσίβλητων (που περιέχονται στις ένορκες δήλωσεις τους), και δικαιολογούσε τα ευρήματα του Δικαστηρίου.
Καμιά από τις δυο πλευρές δεν έκαμε αναφορά ούτε στο πρωτόδικο Δικαστήριο ούτε ενώπιόν μας στις πρόνοιες της Δ.48 κ4 που επιβάλλουν, στο μέρος που φέρει το αποδεικτικό βάρος, την απόδειξη των γεγονότων που αμφισβητούνται.
3. H ποινή που είχε επιβληθεί, £750.- πρόστιμο, προσβάλλεται ως έκδηλα υπερβολική ή αδικαιολόγητα αυστηρή. H υπακοή στα διατάγματα του Δικαστηρίου αποτελεί το θεμέλιο λίθο του κράτους δικαίου. Όταν δε η ανυπακοή αποβλέπει στην προσκόμιση οικονομικών ωφελημάτων η τιμωρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε όχι μόνο να στιγματίζει την πράξη αλλά ταυτόχρονα να καταδεικνύει με τρόπο πρακτικό ότι δε συμφέρει. Κρίνουμε ότι η ποινή των £750.- δεν ήταν με οποιοδήποτε τρόπο υπερβολική ενόψει των ευρημάτων του Δικαστηρίου. Συνεπώς ο λόγος αυτός της έφεσης δε θα μας απασχολήσει. Θα στρέψουμε την προσοχή μας στην καταδίκη και τους λόγους που έχουν προβληθεί για την ακύρωσή της.
Το Άρθρο 42 τον Περί Δικαστηρίων Νόμον 1960 - N 14/60:
Το άρθρο 42 του N 14/60 είναι δικαιοδοτικό και προσδιορίζει τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου για την τιμωρία προσώπων, φυσικών και νομικών, για την παρακοή διαταγμάτων. Καθορίζει τα μέσα για την εξασφάλιση συμμόρφωσης προς τα διατάγματα με την επιβολή προστίμου, φυλάκισης ή με την έκδοση διατάγματος για τη μεσεγγύηση πραγμάτων. Πρόσθετα παρέχεται δικαιοδοσία για την επιδίκαση αποζημιώσεων. Ούτε ο τρόπος επίκλησης ούτε το πλαίσιο άσκησης της δικαιοδοσίας για τιμωρία για ανυπακοή ρυθμίζονται από το άρθρο 42. Όπως αναφέρεται ρητά στο εισαγωγικό μέρος του άρθρου 42 η δικαιοδοσία η οποία παρέχεται ασκείται "τηρουμένου οιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού". Όπως και στην περίπτωση του άρθρου 25 του ίδιου νόμου που προβλέπει για την άσκηση έφεσης εναντίον απόφασης πρωτόδικου δικαστηρίου, έτσι και στην περίπτωση του άρθρου 42 η άσκηση της δικαιοδοσίας αφήνεται να ρυθμιστεί με διαδικαστικό κανονισμό από την Εξουσία που έχει αρμοδιότητα στο θέμα - τη Δικαστική Εξουσία (Άρθρο 163 του Συντάγματος).
H εισήγηση των εφεσίβλητων ότι δεν ισχύει οποιοσδήποτε διαδικαστικός κανονισμός για την άσκηση της δικαιοδοσίας που παρέχει το άρθρο 42, παραγνωρίζει τις διατάξεις του Άρθρου 188 του Συντάγματος βάσει των οποίων διατηρήθηκαν σε ισχύ προϋπάρχοντες νόμοι και κανονισμοί που δε συγκρούονται με το Σύνταγμα. Οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας διατηρήθηκαν σε ισχύ βάσει του Άρθρου 188 και συνεχίζουν να αποτελούν, εκτός στο βαθμό και έκταση που έχουν τροποποιηθεί, τους διαδικαστικούς θεσμούς βάσει των οποίων ασκείται η πολιτική δικαιοδοσία των δικαστηρίων. Άλλωστε οι ίδιοι οι εφεσίβλητοι τους έχουν επικαλεσθεί, βασίζοντας την αίτησή τους για ανυπακοή στις πρόνοιες της Δ.48 κ2.
Αν γινόταν δεκτή η θέση των εφεσίβλητων ότι η άσκηση της δικαιοδοσίας που παρέχει το άρθρο 42 του Περί Δικαστηρίων Νόμου δε διέπεται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας, τότε το θέμα της παρακοής διατάγματος θα μπορούσε να αχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου μόνο με κλητήριο ένταλμα που αποτελεί τον καθιερωμένο τρόπο για την έναρξη αστικής διαδικασίας ενώπιον πολιτικού δικαστηρίου (βλέπε άρθρο 2 - N 14/60). Πρόβλεψη για την έγερση θέματος ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου με αίτηση γίνεται στους θεσμούς, στο μέρος εκείνο που επικαλέστηκαν οι εφεσίβλητοι στη Δ.48.
Καταλήγουμε ότι οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας τυγχάνουν εφαρμογής. Το επόμενο θέμα που πρέπει να αποφασιστεί είναι αν οι πρόνοιες της Δ.42Α ρυθμίζουν τη διαδικασία σε όλες τις αιτήσεις για ανυπακοή διατάγματος.
ΔΙΑΤΑΞΗ 42Α ΤΩΝ ΘΕΣΜΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
H Δ.42Α πραγματεύεται αποκλειστικά τη διαδικασία για την αναφορά παρακοής διατάγματος στο δικαστήριο. Είναι η μόνη Διάταξη η οποία κάμνει πρόβλεψη γι' αυτό το θέμα. Οι πρόνοιές της συνιστούν τις δικονομικές διατάξεις που διέπουν και ρυθμίζουν την άσκηση της πολιτικής δικαιοδοσίας που παρέχει το άρθρο 42 του N 14/60. Παρά την ταύτιση των προνοιών της Δ.42Α με αντίστοιχες δικονομικές διατάξεις των παλαιών Αγγλικών Θεσμών η αντιστοιχία δεν είναι απόλυτη όπως υποδείχθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Antonis Mouzouris and Another v. Xylophaghou Plantations Ltd. (1977) 1 C.L.R. 267. Αποφασίστηκε σ' εκείνη την υπόθεση ότι η πρόνοια για προσωπική επίδοση του οπισθογραφημένου διατάγματος είναι επιτακτική (εκτός αν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά). Για τους ίδιους λόγους δεν είναι επιτρεπτή η παρέκκλιση από τις διατάξεις για προσωπική επίδοση της αίτησης για παρακοή η οποία επιβάλλεται από τον κ3 της Δ.42Α.
H φύση της διαδικασίας και οι κυρώσεις που μπορεί να προκύψουν, επιβάλλουν, όπως έχει επανειλημμένα διακηρυχθεί, τη σχολαστική τήρηση των δικονομικών κανόνων που διέπουν την άσκηση της δικαιοδοσίας που παρέχει το άρθρο 42. Στις αγγλικές αποφάσεις Chiltern DC ν. Keane [1985] 2 All E.R. 118 και Attorney-General v. Leveller [1979] 1 All E.R. 74 υποδεικνύεται ότι οι παραβιάσεις του διατάγματος πρέπει να προσδιορίζονται με την ίδια σαφήνεια όπως και τα αδικήματα στο κατηγορητήριο, στις ποινικές υποθέσεις. H έκταση της εξομοίωσης καταφαίνεται και από την αγγλική απόφαση Jelson (Estates) Ltd. ν. Harvey [1984] 1 All E.R. 12 (CA) στην οποία επεξηγείται ότι η αρχή του δεδικασμένου στις ποινικές υποθέσεις (autrefois aquit και autrefois convict) ισχύει με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο βαθμό στην πολιτική διαδικασία για καταφρόνηση του δικαστηρίου. H πολιτική διαδικασία για ανυπακοή διατάγματος έχει δυο σκοπούς, όπως υποδείχθηκε στην Enfield NVC ν. Mahoney [1983] 2 All E.R. 901 (CA).
(a) τον πειθαναγκασμό σε υπακοή και
(β) την τιμωρία του παραβάτη.
Είναι γεγονός ότι η Δ.42Α προβλέπει μόνο δυο διαδικαστικά μέσα για την αντιμετώπιση της παρακοής διατάγματος:-
(1) Την έκδοση εντάλματος δέσμευσης (writ of attachment) και
(2) την έκδοση διατάγματος μεσεγγύησης πραγμάτων (writ of sequestration).
Το ένταλμα δέσμευσης αποβλέπει κυρίως στον περιορισμό του ατόμου. Διασαφηνίζεται όμως στον κ. 6 της Δ.42Α ότι αυτή δεν είναι η μόνη κύρωση που μπορεί να επιβάλει το δικαστήριο. Παρέχεται διακριτική ευχέρεια για την τιμωρία του παραβάτη με πρόστιμο αντί της καταδίκης του σε φυλάκιση. Συνεπώς η εκτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η διαδικασία για την έκδοση εντάλματος δέσμευσης συναρτάται κυρίως με τις περιπτώσεις εκείνες που επιδιώκεται η φυλάκιση φυσικού προσώπου, είναι εσφαλμένη. Το ένταλμα δέσμευσης αποτελεί το διαδικαστικό μέσο για την τιμωρία φυσικών και νομικών προσώπων που παραβαίνουν διατάγματα του δικαστηρίου με την επιβολή προστίμου ή φυλάκισης. Και όταν επιδιώκεται η φυλάκιση των διευθυντών της εταιρείας η επίδοση της αίτησης για την έκδοση εντάλματος δέσμευσης στην εταιρεία αποτελεί προϋπόθεση για την τιμωρία τους. (Βλέπε, Benabo ν. William Jay and Partners Ltd. [1941] Ch. 52. Βλέπε, επίσης Iberian Trust Ltd. v. Founders Trust and Investment Company Ltd. [1932] 2 K.B. 87. Στην ίδια απόφαση (Benabo) υποδεικνύεται ότι επίδοση σε εταιρεία επιτυγχάνεται με τον τρόπο που καθορίζει ο σχετικός νόμος στην περίπτωση της Κύπρου, το άρθρο 372 του Περί Εταιρειών Νόμου - Κεφ. 113.
H εισήγηση (Βασίστηκε στις αποφάσεις Lady De La Pole v. Dick [1885] 29 Ch. D. 351, Bagley v. Maple and Co. (Limited) [1911] 27 T.L.R. 284, Callow v. Young [1886] 55 L.T. 543, Aberdonia Cars Ltd v. Brown, Hughes & Stracham Ltd (1915) 59 Sol. Jo. 598 in The English & Empire Digest, Vol. 16, p. 74, para. 722, Singh v. Atombrook Ltd [1989] 1 All E.R. 385) των εφεσιβλήτων ότι η επίδοση του οπισθογραφημένου διατάγματος και της αίτησης, στη διεύθυνση επίδοσης για τους σκοπούς της διαδικασίας (το γραφείο του δικηγόρου τους) εξισούνται με προσωπική επίδοση στους εφεσίβλητους, έρχεται σε αντίθεση με την ερμηνεία και τον τρόπο εφαρμογής των προνοιών της Δ.42Α, όπως κρίθηκε στην υπόθεση Mouzouris (ανωτέρω) (Βλέπε, επίσης, Constantinides ν. Vima Ltd. (1983) 1 C.L.R. 348). Η Δ.42Α καθιστά την προσωπική επίδοση τόσο του οπισθογραφημένου διατάγματος όσο και της αίτησης, απαρέγκλιτο όρο για την καταδίκη προσώπου για την παρακοή διατάγματος.
Διευκρινίζεται ότι η γνωστοποίηση διατάγματος του Δικαστηρίου στο δικηγόρο του προσώπου προς το οποίο απευθύνεται, δεν αποτελεί υποκατάστατο ούτε απαλλάττει το πρόσωπο το οποίο επιδιώκει την εφαρμογή του από την υποχρέωση να γνωστοποιήσει το περιεχόμενό του με τον καθορισμένο τρόπο στον ίδιο το διάδικο - Beeston Shipping Ltd. ν. Babanaft [1985] 1 All E.R. 923 (CA). Στην προκειμένη υπόθεση δεν υπήρξε συμμόρφωση με τις διατάξεις του κ2 και κ3 και της Δ.42Α και συνεπώς δεν τέθηκε το θεμέλιο για την καταδίκη των εφεσειόντων. Αυτός όμως δεν είναι ο μόνος λόγος για την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. O δεύτερος λόγος συνίσταται στην αποτυχία τους να αποδείξουν τους ισχυρισμούς για ανυπακοή του διατάγματος.
ΔΙΑΤΑΞΗ 48 Κ.4 ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ:
O κ.4 της Δ.48 καθορίζει ότι οποτεδήποτε υπάρχει αμφισβήτηση γεγονότων στη διαδικασία αίτησης με κλήση, τα αμφισβητούμενα γεγονότα αποδεικνύονται από το διάδικο που φέρει το αποδεικτικό βάρος. Το σχετικό μέρος του κ.4 προβλέπει:-
".... If there is a conflict between the applicant and any person giving notice of opposition in regard to the facts the applicant or such person must, at the hearing of the application, be prepared to prove the facts he relies upon in so far as the burden of proof lies upon him".
Μετάφραση στα Ελληνικά:
"Εάν υπάρχει σύγκρουση μεταξύ του αιτητή και του προσώπου το οποίο ενίσταται στην έκδοση του διατάγματος αναφορικά με τα γεγονότα, ο αιτητής ή το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται η αίτηση, κατά την ακρόαση της αίτησης, πρέπει να είναι έτοιμος να αποδείξει τα γεγονότα πάνω στα οποία βασίζεται σε όποια έκταση το βάρος της απόδειξης έγκειται σε αυτόν".
Συνάγεται από το κείμενο του κανόνα αυτού, και συγκεκριμένα από την υποχρέωση για απόδειξη κατά την ακρόαση, ότι απαιτείται προφορική μαρτυρία για την απόδειξη των αμφισβητούμενων γεγονότων. H παράλειψη των διαδίκων να υποβάλουν σε αντεξέταση τα πρόσωπα τα οποία είχαν προβεί σε ένορκες δηλώσεις, σύμφωνα με τη Δ.39 κ1, δεν απαλλάττει το διάδικο, που φέρει το βάρος της απόδειξης, από την υποχρέωση να αποδείξει τα γεγονότα τα οποία αμφισβητούνται στην ένσταση και τις ένορκες δηλώσεις που τη στηρίζουν. Συνεκτίμηση του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων που κατατέθηκαν εκ μέρους των εφεσειόντων συνιστούσε άρνηση των ισχυρισμών για παρακοή του διατάγματος. Το βάρος για την απόδειξη της παρακοής έφεραν οι εφεσίβλητοι. Το βάρος αυτό αποσείεται, όπως και στις ποινικές υποθέσεις με απόδειξη πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. (In Re Bramblevale Ltd. [1970] 1 Ch. 129 (CA) και Knight v. Chiton [1971] 2 All E.R. 378).
Η έλλειψη μαρτυρίας που να αποδεικνύει τα αμφισβητούμενα γεγονότα καθιστά την ετυμηγορία του Δικαστηρίου ακροσφαλή και την απόφαση υποκείμενη σε ακύρωση.
Και για τους δυο λόγους που έχουν επεξηγηθεί πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει. H έφεση επιτρέπεται με έξοδα (περιλαμβανόμενων και των εξόδων της πρωτόδικης διαδικασίας).
H απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ακυρώνεται και η αίτηση για την παρακοή του διατάγματος απορρίπτεται.
Έφεση επιτρέπεται με έξοδα.