ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(1989) 1E ΑΑΔ 548
[Α. ΛΟΙΖΟΥ, Π. ΣΑΒΒΙΔΗΣ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΤΣΑΓΓΑΡΗΣ,
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, ΝΙΚΗΤΑΣ, ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.Δ.]
JAYES PVC PIPES PVT LTD, ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Ενάγοντες,
ν.
INTERTRUST SHIPPING CORPORATION,
Εναγόμενων.
(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ. 96/88).
Πολιτική Δικονομία - Μεσεγγύηση - O Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 6, Άρθρο 4 - H διαταγή μεσεγγύησης εκδίδεται αναφορικά με κινητή ιδιοκτησία.
Πολιτική Δικονομία - Μεσεγγύηση - O Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμος, Κεφ. 6, Άρθρο 4 - Κατά πόσο ο μεσεγγυούχος δικαιούται να αποτείνεται ο ίδιος στο Δικαστήριο για οδηγίες - Καταφατική η απάντηση στο ερώτημα - Τούτο απορρέει από την πάγια νομολογία ότι το Δικαστήριο διατηρεί πάντοτε τον έλεγχο και εποπτεία των Διαταγμάτων, που εκδίδει.
Ναυτοδικείο - Μεσεγγύηση για παραλαβή εμπορευμάτων, που βρισκόντουσαν εντός εμπορευματοκιβωτίων - Απαίτηση ιδιοκτητών εμπορευματοκιβωτίων για US$15 ημερησίως για κάθε εμπορευματοκιβώτιο μέχρις εκκενώσεως των εμπορευμάτων από αυτά - Αίτηση για οδηγίες από τον μεσεγγυούχο που στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου - Ένσταση από τους ιδιοκτήτες του εμπορεύματος - Διάταγμα εξόδων σε βάρος τους σχετικά με τα έξοδα του μεσεγγυούχου αναφορικά με την εκφόρτωση των εμπορευμάτων - Υπέρβαση εξουσίας του Δικαστηρίου.
Στην υπόθεση αυτή ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου διορίσθηκε μεσεγγυούχος με οδηγίες να παραλάβει για ασφαλή φύλαξη τα πιο πάνω εμπορεύματα. Οι ιδιοκτήτες των εμπορευματοκιβωτίων αξίωσαν $15 την ημέρα για κάθε εμπορευματοκιβώτιο, ενόσω τα εμπορεύματα πα- ρέμειναν σ' αυτά. Κατόπιν της αξιώσεως αυτής ο μεσεγγυούχος ζήτησε οδηγίες του Δικαστηρίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι επειδή το άρθρο 4 του Κεφ. 6 εφαρμόζεται μόνο σε ακίνητη περιουσία, οι ενάγοντες δεν μπορούσαν να το επικαλεσθούν. Όμως, ταυτόχρονα έκρινε ότι ο μεσεγγυούχος μπορούσε να ενεργήσει με βάση το άρθρο 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε την ένσταση ότι ο μεσεγγυούχος δεν μπορούσε να υποβάλει ο ίδιος αίτηση για οδηγίες. Τέλος, καταδίκασε τους ιδιοκτήτες των εμπορευμάτων να πληρώσουν τα έξοδα εκφορτώσεως από τα εμπορευματοκιβώτια.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, αφού άκουσε την έφεση, δεν αποδέχθηκε την άποψη ότι το άρθρο 4 του Κεφ. 6 εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις ακίνητης ιδιοκτησίας, αλλά αντίθετα απεφάσισε ότι τούτο εφαρμόζεται σχετικά με κινητή περιουσία. Περαιτέρω έκρινε ότι ο μεσεγγυούχος μπορεί να ζητά ο ίδιος οδηγίες από το Δικαστήριο που είχε εκδώσει το σχετικό Διάταγμα. Τέλος, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε το διάταγμα σχετικά με τα έξοδα.
H έφεση επιτρέπεται μερικά.
Αναφερόμενες αποφάσεις:
Panaou ν. Hjichristofi and Another (1963) 2 C.L.R. 19.
Έφεση για αναθεώρηση.
Έφεση για αναθεώρηση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου) που δόθηκε στις 28.12. 1988 (Δημητριάδης, Δ) με την οποία ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου διορίστηκε ως μεσεγγυούχος με οδηγίες να παραλάβει και θέσει σε ασφαλή φύλαξή του εμπορεύματα που βρίσκονται μέσα σε 56 εμπορευματοκιβώτια φορτωμένα στο πλοίο SANTA MARIA.
Στ. Μακπράιτ, για τους πρώτους παρεμβαίνοντες - αιτητές, παραλήπτες του φορτίου.
Γ. Μιχαηλίδης, για δεύτερους παρεμβαίνοντες - καθ' ων η αίτηση - εφεσίβλητους, Ιδιοκτήτες των εμπορευματοκιβωτίων.
Α. Θεοφίλου, για τους ενάγοντες - καθ' ων η αίτηση - εφεσίβλητους.
Α. ΛΟΙΖΟΥ Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα εκδώσει ο δικαστής κ. Χρ. Αρτεμίδης.
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ Δ:. Δικαστής του Δικαστηρίου αυτού, στην πρωτόδικη δικαιοδοσία του ως Ναυτοδικείου, εξέδωσε στις 28.12.88 διάταγμα βάσει του οποίου ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου διορίστηκε ως μεσεγγυούχος με οδηγίες να παραλάβει και θέσει σε ασφαλή φύλαξη τα εμπορεύματα, όπως αυτά περιγράφονται στην παράγραφο B του αιτητικού του κλητηρίου Εντάλματος μέχρι της εκδίκασης της αγωγής. Το εμπόρευμα, αντικείμενο του διατάγματος, είναι 1944 μ.τ. PVC Resin, που είναι η πρώτη ύλη για την κατασκευή πλαστικών ειδών, βρισκόταν σε σακούλες μέσα σε 56 εμπορευματοκιβώτια φορτωμένα στο πλοίο των εναγόμενων SANTA MARIA. Οι πρώτοι παρεμβαίνοντες - εφεσείοντες είναι οι παραλήπτες του εμπορεύματος, ενώ οι δεύτεροι παρεμβαίνοντες - εφεσίβλητοι οι ιδιοκτήτες των εμπορευματοκιβωτίων.
Μετά την έκδοση του διατάγματος ο δικηγόρος των ιδιοκτητών των εμπορευματοκιβωτίων ζήτησε από τον Αξιωματικό του Ναυτοδικείου να αδειάσει το εμπόρευμα από τα εμπορευματοκιβώτια και να τα παραδώσει στους ιδιοκτήτες τους, άλλως θα είχαν απαίτηση για το ποσό των $15.00 την ημέρα για κάθε εμπορευματοκιβώτιο από την ημέρα που εκδόθηκε η διαταγή του Δικαστηρίου μέχρι παραδόσεως. O Αξιωματικός Ναυτοδικείου, ως αποτέλεσμα της απαίτησης αυτής, με επιστολή του στις 6.9.88, ζήτησε οδηγίες από το Δικαστήριο, το οποίο όρισε την υπόθεση ενώπιόν του για ακρόαση στις 26.11.88. Στη διαδικασία αυτή ακούστηκαν οι δικηγόροι των εναγόντων και των παρεμβαινόντων 1 και 2. Στην έκδοση οδηγιών από το Δικαστήριο προς τον Αξιωματικό Ναυτοδικείου έφερε ένσταση ο δικηγόρος των παρεμβαινόντων 1, ενώ συνήνεσαν οι άλλο δυο διάδικοι. Το Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του στις 28.12.88, από την οποία οι πρώτοι παρεμβαίνοντες καταχώρισαν την υπό κρίση έφεση για αναθεώρηση. Στην αγόρευσή του ενώπιόν μας ο δικηγόρος υιοθέτησε τους λόγους που εκθέτει με λεπτομέρεια στην Ένσταση στην Αίτηση και στο Εφετήριο, που συνοψίζουμε περιεκτικά ως εξής:
(α) O Αξιωματικός Ναυτοδικείου δεν είχε δικαίωμα να υποβάλει ο ίδιος αίτηση για έκδοση οδηγιών προς αυτόν από το Δικαστήριο, δεν είχε δηλαδή locus standi στη διαδικασία. Εκείνο που θα μπορούσε να κάμει ήταν να ειδοποιήσει, για το ζήτημα που του εγέρθηκε, τα ενδιαφερόμενα μέρη, τα οποία, αν επιθυμούσαν, να αποταθούν με οποιοδήποτε αίτημά τους στο Δικαστήριο.
(β) Ενώ το επίδικο ζήτημα που επιλαμβανόταν το Δικαστήριο στην ακρόαση της 26.11.88, ήταν η προδικαστική ένσταση των πρώτων παρεμβαινόντων, της εισήγησής τους δηλαδή όπως εκτίθεται στο (α) πιο πάνω, προχώρησε στην επίλυση της ουσίας της αιτήσεως, με αποτέλεσμα να τροποποιηθεί το διάταγμα του Δικαστηρίου, δίχως να δοθεί η ευκαιρία στο δικηγόρο των πρώτων παρεμβαινόντων να αγορεύσει πάνω σε αυτή.
(γ) Το αρχικό διάταγμα κάλυπτε τόσο το εμπόρευμα PVC RESIN όσο και τα εμπορευματοκιβώτια, μέσα στα οποία ήταν τοποθετημένο, η δε τροποποίησή του από το Δικαστήριο είναι αδικαιολόγητη, και
(δ) H διαταγή του Δικαστηρίου, αναφορικά με τα έξοδα, βάσει της οποίας οι πρώτοι παρεμβαίνοντες διατάχθηκαν να πληρώσουν τα έξοδα τόσο της δικαστικής διαδικασίας όσο και αυτά του Αξιωματικού Ναυτοδικείου, είναι άδικη και το Δικαστήριο υπερέβηκε τη διακριτική ευχέρεια που έχει σε σχέση με την έκδοση διατάγματος εξόδων.
Έχουμε τη γνώμη ότι ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου διορίστηκε από το Δικαστήριο ως μεσεγγυούχος, βάσει των προνοιών του άρθρου 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και ενεργούσε επομένως με αυτή την ιδιότητα και όχι ως Αξιωματικός Ναυτοδικείου, όπως εισηγήθηκε ο δικηγόρος των πρώτων παρεμβαινόντων.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει στην υπό αναθεώρηση απόφασή του ότι ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου διορίστηκε ως μεσεγγυούχος βάσει του προμνησθέντος άρθρου του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, αλλά προχωρεί να παρατηρήσει ότι οι ενάγοντες εφεσίβλητοι - αιτητές δεν μπορούσαν να βασιστούν στο άρθρο αυτό γιατί οι πρόνοιές του εφαρμόζονται μόνο σε ό,τι αφορά ακίνητη ιδιοκτησία και είναι νομολογιακά δεκτό ότι ούτε το πλοίο ούτε το φορτίο του είναι ακίνητη ιδιοκτησία. Αυτούσια αυτά που είπε το Δικαστήριο είναι τα εξής:
"From the wording of this section it is clear however, that the plaintiffs cannot rely on it as the provision of this section of Cap. 6 refers only to matters connected with immovable property and neither a ship or a cargo is immovable property."
Ο πρωτόδικος Δικαστής προχωρεί όμως να αναφέρει ότι βάσει του άρθρου 32 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμου (14/60), το Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να εκδίδει απαγορευτικά διατάγματα ή να δωρίζει παραλήπτη όταν το κρίνει δίκαιο ή πρόσφορο, για να καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου στην παρούσα περίπτωση μπορούσε να ενεργήσει ως παραλήπτης, βάσει των προνοιών του άρθρου αυτού, και κατά συνέπεια να κάμει, ό,τι θεωρούσε απαραίτητο για τη συντήρηση και ασφαλή φύλαξη των εμπορευμάτων, αντικείμενο της αίτησης.
Δε συμφωνούμε με τη γνώμη του πρωτόδικου Δικαστή πως η διαταγή για μεσεγγύηση, που εκδίδεται βάσει του άρθρου 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, αφορά μόνο ακίνητη ιδιοκτησία. Αντίθετα η διαταγή μεσεγγύησης, όπως ρητά ορίζει το άρθρο, εκδίδεται αναφορικά με ιδιοκτησία κινητών. O ορισμός του διατάγματος της μεσεγγύησης που δίδει το εδάφιο 2 του άρθρου 4, δεν αλλοιώνει την εφαρμογή του στην ιδιοκτησία κινητών, αλλά επεξηγεί μόνο την έκταση του διατάγματος, δίδοντας δηλαδή στο μεσεγγυούχο το δικαίωμα να μπαίνει στην ακίνητη ιδιοκτησία, που καθορίζει το διάταγμα και που βρίσκεται στην κατοχή του προσώπου εναντίον του οποίου εκδίδεται, για να συλλέξει παραλάβει ή εύρει τα ενοίκια ή τα έσοδα που προέρχονται από αυτή και να παραλάβει επίσης την κινητή ιδιοκτησία του προσώπου αυτού. Τόσο το πλοίο όσο και τα εμπορεύματα πάνω σ' αυτό είναι κινητή ιδιοκτησία και επομένως οι πρόνοιες του άρθρου 4 του Περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 ισχύουν. Δεν τίθεται όμως το θέμα αναφοράς στο διάταγμα της εξουσιοδότησης από το Δικαστήριο του μεσεγγυούχου να εισέλθει σε ακίνητη ιδιοκτησία, για τον απλούστατο λόγο ότι η θάλασσα δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ιδιωτικής κυριότητας.
Κρίνουμε επομένως ότι σ' αυτή την περίπτωση ο Αξιωματικός Ναυτοδικείου είχε διοριστεί ως μεσεγγυούχος και ενεργούσε με αυτή την ιδιότητα.
H απάντηση στο ερώτημα κατά πόσο ο μεσεγγυούχος έχει δικαίωμα να προσφεύγει στο Δικαστήριο για οδηγίες αναφορικά με την εκτέλεση του διατάγματος, το οποίο απευθύνεται σ' αυτόν είναι απλή. H πάγια νομολογία δέχεται ότι το Δικαστήριο διατηρεί πάντοτε τον έλεγχο και εποπτεία των διαταγμάτων που εκδίδει· και τούτο για να αποφεύγονται κυρίως καταπιεστικές συνέπειες της εφαρμογής τους στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Κλεόπας Πανάου ν. Χρυσάνθου X' Χριστοφή και I. Γεωργία Χρυσάθου Χριστοφή, 2. Χρυστάλλα Χρυσάνθου Χριστοφή, (1963) 2 Α.Α.Δ. 19. Οι τελευταίες γραμμές της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση αυτή, έχουν ως εξής, σε μετάφραση:
"H εκτέλεση μιας απόφασης είναι ζήτημα που εμπίπτει στην εποπτεία και έλεγχο του Δικαστηρίου· και δεν μπορεί να επιτραπεί να χρησιμοποιείται με σκοπό την αδικαιολό- γητη καταπίεση, όπως οι περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης υποδηλούν ή, στην πραγματικότητα, για οποιοδήποτε σκοπό άλλο από την κανονική ικανοποίηση της απόφασης του Δικαστηρίου κάτω από τον έλεγχο του Δικαστηρίου".
O μεσεγγυούχος είχε επομένως το δικαίωμα, ακόμα καθήκον θα λέγαμε, να αποταθεί στο Δικαστήριο και να ζητήσει οδηγίες αναφορικά με το ζήτημα που ήγειραν οι δεύτεροι παρεμβαίνοντες, ιδιοκτήτες των εμπορευματοκιβωτίων, που αξιώνουν να αφαιρεθούν τα εμπορεύματα, αντικείμενο της αγωγής, από τα εμπορευματοκιβώτια που τους ανήκουν. Και ενώ βρισκόμαστε σ' αυτό το σημείο αναφέρουμε πως δεν έχουμε καμιά αμφιβολία πως το υπό κρίση διάταγμα του Δικαστηρίου, αφορά το εμπόρευμα, αντικείμενο της αγωγής, που ήταν τοποθετημένο στα εμπορευματοκιβώτια και όχι τα ίδια τα εμπορευματοκιβώτια.
H εισήγηση του δικηγόρου των πρώτων παρεμβαινόντων πως δεν του δόθηκε η ευκαίρια να ακουστεί πάνω στην ουσία της αίτησης, γιατί είχε την εντύπωση πως το Δικαστήριο επιλαμβανόταν μόνο της προκαταρκτικής του ένστασης, κατά πόσο δηλαδή ο μεσεγγυούχος είχε δικαίωμα να αποταθεί ο ίδιος στο Δικαστήριο, δεν ευσταθεί. Τα επίδικα ζητήματα ήσαν ενώπιον του Δικαστηρίου το οποίο εξέδωσε την απόφασή του αφού άκουσε τους δικηγόρους, περιλαμβανομένου και αυτού των πρώτων παρεμβαινόντων, σε ότι είχαν να πουν. Πρόσθετα, ενώπιον του Δικαστηρίου υπήρχαν οι ένορκες ομολογίες των διαδίκων.
Τέλος είμαστε της γνώμης ότι το παράπονο του δικηγόρου των πρώτων παρεμβαινόντων αναφορικά με το ένα σκέλος της διαταγής για τα έξοδα είναι δικαιολογημένο. Οι πρώτοι παρεμβαίνοντες δεν ευθύνονται για πιθανά έξοδα του Αξιωματικού Ναυτοδικείου - Μεσεγγυούχου, που θα προκύψουν από την εκτέλεση της διαταγής του Δικαστηρίου που εκδόθηκε μετά από αίτημα των εναγόντων. Πάνω στο ζήτημα αυτό κρίνουμε ότι το Δικαστήριο υπερέβηκε τη δικαιοδοσία του γιατί οι δαπάνες για την αφαίρεση του εμπορεύματος από τα εμπορευματοκιβώτια δεν ήταν επίδικο ζήτημα στην υπό κρίση αίτηση. H διαταγή επομένως για έξοδα εις βάρος των πρώτων παρεμβαινόντων, έπρεπε να περιοριστεί μόνο στα έξοδα της δικαστικής διαδικασίας και κατά συνέπεια η διαταγή αυτή τροποποιείται ανάλογα.
Ως αποτέλεσμα, η έφεση για αναθεώρηση του διατάγματος επιτρέπεται καθόσο μέρος του αφορά τη διαταγή για έξοδα, που τροποποιείται ώστε αυτά να βαρύνουν τον πρώτο παρεμβαίνοντα σε σχέση μόνο με τα έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ενώπιόν μας. Το υπόλοιπο μέρος του διατάγματος επικυρώνεται.
Έφεση για αναθεώρηση επιτρέπεται αναφορικά με τα έξοδα.