ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1989) 1E ΑΑΔ 423
12 Ιουλίου, 1989
[ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ, ΚΟΥΡΡΗΣ, ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, Δ.Δ.]
ΔΗΜΟΣ ΛΕΜΕΣΟΥ,
Εφεσείων,
ν.
ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ
Εφεσίβλητου.
(Πολιτική Έφεση Αρ7012).
Ευθύνη εργοδότη προς τους εργοδοτούμενούς του - Εύρος του καθήκοντος επιμέλειας, που υπέχει ο εργοδότης - Τι ακριβώς απαιτεί η λογική φροντίδα, που πρέπει να επιδείξει ο εργοδότης στην κάθε περίπτωση, είναι ερώτημα πραγματικό και όχι νομικό - H απάντηση στο ερώτημα μπορεί να στηριχθεί σε εισηγήσεις με βάση κοινή λογική ενόψει των ιδιαίτερων περιστάσεων της κάθε υπόθεσης - Οι εν λόγω εισηγήσεις δεν πρέπει να θεωρούνται ως νομικές αρχές.
Ευθύνη εργοδότη προς εργοδοτουμένους του - H υποχρέωση του εργοδότη να μην εκθέτει τον εργοδοτούμενόν του σε "περιττό κίνδυνο" - Ποία η εννοία του περιττού κινδύνου.
Ευθύνη εργοδότη προς τους εργοδοτούμενους του - Παροχή και διατήρηση ασφαλούς χώρου εργασίας - Τι εξυπακούει η υποχρέωση αυτή - Εξαιρετικός κίνδυνος ή συμβάν, που καθιστούν προσωρινά ανασφαλή τον τόπο εργασίας - H ευθύνη του εργοδότη κρίνεται με βάση την απάντηση στο εξής ερώτημα: O λογικά συνετός εργοδότης θα προκαλούσε ή θα επέτρεπε την παρουσία των επικίνδυνων αυτών συνθηκών και σε ποιο βαθμό.
Ευθύνη εργοδότη προς τους εργοδοτούμενούς του - Ασφαλές σύστημα διεξαγωγής εργασίας - Τι εξυπακούει το καθήκον αυτό - Το καθήκον αυτό δεν είναι απόλυτο.
Ευθύνη εργοδότη προς τους εργοδοτούμενούς του - Σχέση μεταξύ ευθύνης, που πηγάζει δυνάμει του καθήκοντος επιμέλειας σύμφωνα με το κοινό δίκαιο και της ευθύνης, που πηγάζει δυνάμει σιωπηρού όρου της συμβάσεως εργοδοτήσεως - H μια δεν αποκλείει την άλλη - H ίδια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη του εργοδότη μπορεί να παρέχει δικαίωμα αποζημιώσεως είτε με βάση αδίκημα είτε με βάση παράβαση συμβάσεως.
Ευθύνη εργοδότη προς τους εργοδοτούμενούς του - Ευθύνη κατόχου ακινήτου ιδιοκτησίας δυνάμει τον Περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, ’ρθρο 51(2) (β) - H τελευταία αυτή διάταξη δεν έχει σχέση με την ευθύνη εργοδότη προς εργοδοτούμενους τον ούτε και αποκλείει τέτοια ευθύνη.
Ευθύνη εργοδότη προς εργοδοτουμένους τον - Πηγή κινδύνου - Κατά ποσόν ο ενάγων εργοδοτούμενος πρέπει να αποδείξει ότι η πηγή κινδύνου είχε παραμείνει για χρόνο μεγαλύτερο του ευλόγου χωρίς να αφαιρεθεί - Αρνητική η απάντηση στο ερώτημα αυτό.
Ευθύνη εργοδότη προς εργοδοτούμενούς του - Κίνδυνοι "συνεπακόλουθοι της εργασίας" - Ανάλυση νομολογίας.
Έφεση - Ευρήματα πρωτόδικον Δικαστηρίου - Πότε το Εφετείο επεμβαίνει - Ευρήματα στηριζόμενα σε αξιοπιστία μαρτύρων - Πότε το Εφετείο επεμβαίνει.
Έφεση - Πρωτογενή γεγονότα, που αποδείχτηκαν από την μαρτυρία, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ως αξιόπιστη - Το Εφετείο έχει εξουσία να εξάξει τα δικά τον συμπεράσματα από τα εν λόγω πρωτογενή γεγονότα είτε επιπρόσθετα είτε σε αντικατάσταση συμπερασμάτων του πρωτόδικον Δικαστηρίου.
O εφεσίβλητος (εναγών) εργαζόταν ως φύλακας στην υπηρεσία του εφεσείοντα Δημοτικού Σφαγείου Λεμεσού. Το σφαγείο αποτελείτο από το θάλαμο θανάτωσης των ζώων και από την αίθουσα γραφείων. Από το θάλαμο σφαγής υπήρχε προσπέλαση στην αίθουσα γραφείων μέσω της αυλής. Επειδή το δάπεδο των γραφείων βρισκόταν σε ψηλότερο επίπεδο εκείνου της αυλής υπήρχαν 3-4 σκαλιά, που οδηγούσαν από την αυλή στην είσοδο της αίθουσας.
Συνεπεία της σφαγής παρέμεναν μέσα στον θάλαμο σφαγής απομεινάρια από λίπος. Για προστασία τους οι σφαγείς φορούν ποδίνες, των οποίων η σόλα δεν είναι επίπεδη, αλλά χαράσσεται με βαθιά αυλάκια. H μαρτυρία έδειξε ότι πολλές φορές το λίπος μεταφέρεται μέσα σ' αυτά τα αυλάκια εκτός της αίθουσας σφαγείου.
Δεν υπήρξε μαρτυρία σχετικά με το αν δόθηκαν ποτέ οδηγίες προς τους σφαγείς να μην κυκλοφορούν με λερωμένες ποδίνες εκτός του χώρου της αίθουσας σφαγής, ούτε και υπήρξε μαρτυρία ότι υπήρχαν διευκολύνσεις για καθάρισμα των ποδίνων των σφαγέων.
Την ημέρα του ατυχήματος και ενώ ο εφεσίβλητος βρισκόταν σε υπηρεσία μέσα στην αυλή του σφαγείου κτύπησε το τηλέφωνο μέσα στην αίθουσα των γραφείων. O εφεσίβλητος έτρεξε να σηκώσει το ακουστικό. Όταν πάτησε στο δεύτερο σκαλί έχασε την ισορροπία του και έπεσε στο έδαφος με αποτέλεσμα να πληγωθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο εφεσίβλητος γλίστρησε γιατί πάτησε πάνω σε κομμάτι λίπους, που είχε μεταφερθεί με τον πιο πάνω τρόπο πάνω σε ένα από τα σκαλιά.
Με βάση τα πιο πάνω γεγονότα το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι: O εφεσείων υπείχε ευθύνη. H παρούσα έφεση αφορά το θέμα της ευθύνης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την έφεση, αναφέρθηκε εκτεταμένα στην νομολογία, από την οποία και πηγάζουν οι νομικές αρχές, που έχουν εκτεθεί σε περίληψη στα πιο πάνω περιληπτικά σημειώματα.
Εκτός από τα επιχειρήματα, που είχε προβάλει ο εφεσείων και τα οποία απορρίφθηκαν με βάση τις πιο πάνω νομικές αρχές, που εκτίθενται στα πιο πάνω περιληπτικά σημειώματα, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε και τα ακόλουθα επιχειρήματα του εφεσείοντα:
(α) Το επιχείρημα του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος δεν απέδειξε ότι ο εφεσείων γνώριζε η όφειλε να γνωρίζει την υπάρξη του λίπους πάνω στο σκαλί. Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί, γιατί από την μαρτυρία, που δόθηκε, βγαίνει το συμπέρασμα ότι λίπη και άλλες ακαθαρσίες μεταφέροντο συχνά στα κανάλια της σόλας των ποδίνων των προσώπων, που εισέρχονταν στον θάλαμο σφαγής.
(β) Το επιχείρημα του εφεσείοντα ότι δεν υπήρξε μαρτυρία ότι την λιπαρή ουσία την τοποθέτησαν ή μετέφεραν οι υπηρέτες του εναγόμενου και όχι οι ιδιοκτήτες των σφαζομένων ζώων. Το επιχείρημα αυτό δεν ευσταθεί, γιατί δεν έχει σημασία αν το λίπος δεν είχε μεταφερθεί από εργοδοτούμενο αλλά από ιδιοκτήτη ζώου. H ευθύνη του εφεσείοντα στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι ευθύνη εκ προστήσεως για πράξη ή παράλειψη των υπηρετών του, αλλά βασίζεται στο αυτοτελές ανεξάρτητο καθήκον του εργοδότη απέναντι στους εργοδοτούμενούς του.
(γ) H ιδιότητα του εφεσίβλητου ως φύλακα του σφαγείου δεν εξυπακούει αποδοχή του κινδύνου από ύπαρξη λίπους πάνω στην σκάλα των γραφείων ή του κινδύνου, που η αμέλεια του εργοδότη του θα προκαλούσε ή θα μεγιστοποιούσε ή αποδοχή ζημιάς από ατύχημα, που θα του προκαλούσε η ύπαρξη λίπους στην σκάλα.
(δ) Παρά την έλλειψη εξαγωγής συμπερασμάτων από το πρωτόδικό Δικαστήριο, το Ανώτατο Δικαστήριο, ως Εφετείο, μπορεί με βάση τα πρωτογενή γεγονότα, που δέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, να εξάγει, το ίδιο τα ακόλουθα συμπεράσματα:
ότι οι κίνδυνοι της μεταφοράς λίπους ήταν κίνδυνοι που μπορούσαν λογικά να είχαν προβλεφθεί από τον εφεσείοντα,
ότι η λήψη επαρκών προφυλακτικών μέτρων για αντιμετώπιση των κινδύνων αυτών ήταν λογικά εφικτή.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα ότι ο εφεσίβλητος έπρεπε να είχε βρεθεί ένοχος συντρέχουσας αμέλειας, γιατί δεν υπάρχει μαρτυρία σχετικά με το θέμα αυτό. Το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε πως η θέση του εφεσίβλητου στην δίκη ήταν ότι ο εφεσείβλητος έχασε την ισορροπία του και έπεσε, επειδή έτρεχε και σκόνταψε. H θέση αυτή δεν έγινε δεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, που δέχθηκε ως αξιόπιστη την μαρτυρία του ίδιου του εφεσιβλήτου και του μάρτυρα, που είχε ο τελευταίος καλέσει.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος τον εφεσείοντα.
Αναφερόμενες αποφάσεις:
Αχιλλείδης ν. Μιχαηλίδης (1977) 1 Α.Α.Δ. 172;
Smith ν. Baker [1891] A.C. 325;
Paris v. Stepney [1951] A.C. 367;
Wilson v. Tyneside Window Cleaning [1958] 2 Q.B. 110;
Saul v. St. Andrews Steam Fishing Co. (1965) 109 S.J. 392;
Αθανασίου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1969) 1 Α.Α.Δ.
160;
Harris v. Bright's Asphalt Contractors Ltd [1953] 1 All E.R. 395;
Hicks v. British Transport Commission [1958] 2 All E.R. 39;
Qualcast (Wolverhampton) Ltd. v. Haynes [1959] 2 All E.R. 38;
Χαραλάμπους v. Μετάλκο Λτδ. (1982) 1 Α.Α.Δ. 636;
Naismith v. London Film Production Ltd. [1939] 1 All E.R. 794;
London Graving Dock v. Horton [1951] A.C. 737;
Μανθόπουλος Πλάστικς Λτδ. v. Χατζηιωσήφ (1983) 1 A.A.Δ. 291,
Speed ν. Thomas Swift & Co. Ltd [1943] 1 All E:R. 539;
General Cleaning Contractors Ltd v. Christmas [1953] A.C. 180;
Listen v. Romford Ice and Cold Storage Co. Ltd. [1957] A.C. 555,
Ward v. Tesco Stores Ltd. [1976] 1 All E.R. 210;
Richards v. W.F. White & Co. [1957] 1 Lloyd's R. 367;
Davies v. De Havilland Aircraft Co. Ltd. [1950] 2 All E.R. 582;
Hurley v. J. Sanders & Co. Ltd. [1955] 1 All E.R. 833.
Έφεση.
Έφεση από τον εναγόμενο εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού (Κομφιώτης, Ε.Δ.) ημερομηνίας 6 Μαΐου, 1985 (Αρ. Αγωγής 4082/82) με την οποία επεδικάστηκε πληρωμή στον ενάγοντα ποσού £2,550= αποζημιώσεις δια σωματικές βλάβες και ζημιές που υπέστη ο εναγόμενος κατά την διάρκεια εργασίας στην υπηρεσία των εναγόμενων.
B. Βασιλειάδης, για τον ενάγοντα.
Γ. Ποταμίτης, για τους εναγόμενους
ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ Δ; Την απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής I. Πογιατζής.
ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ Δ: H έφεση αυτή στρέφεται εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία επιδικάστηκε πληρωμή στον εφεσίβλητο, ενάγοντα στην αγωγή, ποσού £2,550 αποζημιώσεις εναντίον του εφεσείοντα, εναγόμενου στην αγωγή.
Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο εφεσίβλητος ήταν φύλακας στην υπηρεσία του Δημοτικού σφαγείου Λεμεσού. Ιδιοκτήτης και υπεύθυνος για τη λειτουργία του σφαγείου ήταν ο εφεσείων Δήμος Λεμεσού. Το σφαγείο αποτελείται από το θάλαμο θανάτωσης των ζώων και από την αίθουσα γραφείων. Μεταξύ των δυο κτιρίων υπάρχουν μάνδρες στις οποίες μεταφέρονται τα ζώα που πρόκειται να θανατωθούν. Από το θάλαμο σφαγής υπάρχει προσπέλαση στην αίθουσα γραφείων μέσω της αυλής. Μέσα στην αίθουσα γραφείων υπάρχουν δυο τηλέφωνα· ένα στο γραφείο του φύλακα και ένα στο γραφείο του επόπτη. Επειδή το δάπεδο της αίθουσας γραφείων βρίσκεται σε ψηλότερο επίπεδο εκείνου της αυλής, υπάρχουν 3-4 σκαλιά από τσιμέντο μπροστά από την είσοδο της αίθουσας. Μέρος της αυλής είναι χώμα και το μέρος καλύπτεται από πρέμιξ με ανώμαλη επιφάνεια. Το σφαγείο καθαρίζεται μια φορά κάθε εικοσιτετράωρο, περίπου στις οκτώ η ώρα κάθε πρωί. Οι σφαγείς θανατώνουν τα ζώα καθημερινά κυρίως μεταξύ των ωρών οκτώ το βράδυ και οκτώ το επόμενο πρωί. Υπάρχει όπως μαρτυρία που δεν έχει αντικρουστεί ότι πολλές φορές η σφαγή αρχίζει από το απόγευμα μετά τις τέσσερις η ώρα. Επακόλουθο της σφαγής και γδαρσίματος των ζώων είναι να παραμένουν μέσα το θάλαμο απομεινάρια από λίπος τα οποία προκαλούν γλύστρημα αν πατήσει κάποιος πάνω σ' αυτά. Για προστασία τους οι σφαγείς φορούν ποδίνες των οποίων η σόλα δεν είναι επίπεδη. Στην εξωτερική κάτω επιφάνειά της υπάρχουν βαθιά αυλάκια, μέσα στα οποία, σύμφωνα με τη μαρτυρία, εισέρχονται μερικές φορές απομεινάρια λίπους τα οποία μεταφέρονται έτσι έξω από το θάλαμο και δυνατό να αφεθούν μέσα στην αυλή ή οπουδήποτε τύχει να περπατήσει ο σφαγέας μετά την έξοδο του από το θάλαμο. Σύμφωνα με τη μαρτυρία, συμβαίνει οι σφαγείς να καλούνται στο γραφείο σε περίπτωση που κάποιος τους ζητά στο τηλέφωνο. Είναι γεγονός, αν και δεν επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι δεν υπάρχει μαρτυρία ότι δόθηκαν ποτέ οδηγίες ή ότι έγινε ποτέ σύσταση στους σφαγείς ή άλλους που εισέρχονται στο θάλαμο σφαγής να μην κυκλοφορούν με τις ποδίνες τους σε άλλους χώρους του σφαγείου μετά την έξοδό τους από το θάλαμο, χωρίς πρώτα να τις καθαρίσουν. Ούτε υπάρχει μαρτυρία ότι υπάρχουν διευκολύνσεις για το καθάρισμα των ποδίνων κοντά στην πόρτα που οδηγεί από το θάλαμο σφαγής στους υπόλοιπους χώρους του σφαγείου. Όπως δε ο σφαγέας Μ.Ε. 4 Μιχαλάκης Δημητρίου δήλωσε στην κατάθεση του, μέσα στα αυλάκια της σόλας των ποδίνων του πολλές φορές μεταφέρει λίπη από το θάλαμο μέχρι και το σπίτι του.
Στις 5 μ.μ. περίπου της 9ης Ιουνίου 1982, ενώ ο εφεσίβλητος βρισκόταν σε υπηρεσεία μέσα στην αυλή του σφαγείου, κτύπησε το τηλέφωνο μέσα στην αίθουσα των γραφείων. Έτρεξε για να σηκώσει το ακουστικό. Όταν πάτησε πάνω στο δεύτερο σκαλί, έχασε την ισορροπία τού και έπεσε στο έδαφος με αποτέλεσμα να πληγωθεί. Ήταν από την αρχή ο ισχυρισμός του ότι γλύστρησε όταν πάτησε πάνω σε κομμάτι λίπους που βρισκόταν πάνω στο χαλί. H εκδοχή του εφεσείοντα ήταν ότι ο εφεσίβλητος από τη δική του απροσεξία σκόνταψε και έπεσε λόγω της βιασύνης του να φτάσει στο τηλέφωνο.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε τη μαρτυρία που προσήχθηκε πάνω στο επίδικο αυτό θέμα. Ήταν μόνο η μαρτυρία του εφεσίβλητου που υποστηρίχτηκε από κείνη του αυτόπτη μάρτυρα Μιχαλάκη Δημητρίου οι οποίοι απέρριψαν την εκδοχή της υπεράσπισης. Το σχετικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι ο εφεσίβλητος γλύστρησε όταν πάτησε σε κομμάτι λίπους που υπήρχε πάνω στο δεύτερο σκαλί και που πιθανότατα μεταφέρθηκε εκεί από το θάλαμο σφαγής με τον τρόπο που επεξηγήσαμε πιο πάνω. Ακολούθως, αφού αναφέρθηκε επί μακρό σε διάφορες αυθεντίες, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατάληξε στο συμπέρασμα ότι η ύπαρξη του λίπους πάνω στο σκαλί ήταν αποτέλεσμα παράλειψης του εφεσείοντα εργοδότη να λάβει τις λογικές εκείνες προφυλάξεις για την ασφάλεια του εφεσίβλητου που είχε υποχρέωση να λάβει.
Με την έφεσή του ο εφεσείων επικαλείται τους εξής λόγους εφέσεως:
"1. H απόφαση είναι εσφαλμένη από απόψεως νόμου.
2. Τα ευρήματα του εντίμου Δικαστή πάνω στα γεγονότα είναι εσφαλμένα και εναντίον του βάρους της μαρτυρίας.
3. Δεν αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος εγνώριζε ή ότι έπρεπε να γνωρίζει την ύπαρξη λιπαρής ουσίας εις τα σκαλιά του γραφείου που απείχαν 50 μέτρα από το σφαγείο, ούτε ότι παρέλειψε να την αφαιρέσει για διάστημα μεγαλύτερο του ευλόγου, ούτε για πόσο διάστημα χρόνου η λιπαρή ουσία παρέμενε στα σκαλοπάτια.
4. Δεν αποδείχθηκε ότι τη λιπαρήν ουσία την τοποθέτησαν ή μετέφεραν οι υπηρέτες του εναγόμενου και όχι ιδιοκτήτες σφαζομένων ζώων.
5. Εσφαλμένα και εναντίον του βάρους της μαρτυρίας αποφασίστηκε ότι ο εναγόμενος δεν διατηρούσε ασφαλές μέρος εργασίας ή ασφαλές σύστημα εργασίας.
6. Κατ' ουσίαν αποφασίστηκε ότι η απλή ύπαρξη της λιπαρής ουσίας απόδειχνε παράλειψη του εναγόμενου να πάρει λογική φροντίδα για την προστασία του ενάγοντα που νομικά δεν είναι ορθό.
7. Εσφαλμένα αποφασίστηκε ότι ο ενάγων δεν είχε συντρέχουσαν αμέλεια.
8. Το Δικαστήριο εσφαλμένα παρέλειψε να αποφασίσει ότι η ύπαρξη της λιπαρής ουσίας ήτο συνεπακόλουθο της εργασίας του ενάγοντα (incidental to the employment of the plaintiff) και ότι γι' αυτό ο εναγόμενος δεν είχε ευθύνη.
9. Εσφαλμένα το Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι αυθεντίες (the authorities) που αναφέρθηκαν εκ μέρους του εναγόμενου δεν μπορούν να έχουν εφαρμογή στη παρούσαν υπόθεση.
10. Σύμφωνα με αυτές τις αυθεντίες (authorities) ο εναγόμενος δεν έπρεπε να καταδικασθεί".
Προκύπτει από τους πιο πάνω ισχυρισμούς ότι οι δέκα λόγοι εφέσεως ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες. H πρώτη κατηγορία αφορά τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω στα γεγονότα και περιλαμβάνει το λόγο εφέσεως αρ. 2. H δεύτερη κατηγορία αφορά την ευθύνη του εφεσείοντα βάσει του νόμου και περιλαμβάνει τους λόγους εφέσεως αρ. 1, 3,4,5, 6, 8, 9 και 10. Τέλος, η τρίτη κατηγορία αφορά την ευθύνη του εφεσίβλητου και περιλαμβάνει το λόγο εφέσεως αρ. 7 θα προχωρήσουμε στην εξέταση των λόγων εφέσεως με βάση την πιο πάνω ταξινόμηση και με την πιο πάνω σειρά.
Ευρήματα πάνω στα γεγονότα.
Στην κατ' έφεση δικαιοδοσία του το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία να εξετάσει την ορθότητα των ευρημάτων του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω σε πρωτογενή γεγονότα και σε περίπτωση που ικανοποιείται ότι υπάρχει εύλογη αιτία να επέμβει δε διστάζει να τα ακυρώσει και να τα αντικαταστήσει ακόμα με δικά του ευρήματα. Κατά κανόνα το Ανώτατο Δικαστήριο, αποδίδει στα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ιδιαίτερα όταν αυτά στηρίζονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων που μόνο το ίδιο είχε την ευκαιρία να δει και να ακούσει, το δέοντα σεβασμό και επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις με βάση αυστηρές αρχές που έχουν από παλιά νομολογηθεί. Εκείνος που αμφισβητεί τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πάνω σε πρωτογενή γεγονότα έχει βαρύ έργο να επιτελέσει και για να επιτύχει θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο είτε ότι δεν υποστηρίζονται από την προσαχθείσα μαρτυρία, εξεταζόμενη στο σύνολό της, είτε ότι οι λόγοι με τους οποίους αιτιολογούνται δεν είναι ικανοποιητικοί. Αναφέρουμε ενδεικτικά την υπόθεση Ζήνων Αχιλλείδης ν. Βύρων Μιχαηλίδης (1977) 1 Α.Α.Δ. 172.
Στην παρούσα έφεση προβλήθηκε το επιχείρημα ότι τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι (α) υπήρχε λίπος πάνω στο σκαλί, (β) ότι μπορούσε το λίπος να είχε μεταφερθεί μέχρι το σκαλί από θάλαμο σφαγής μέσα στη σόλα των ποδίνων εκείνων που βρίσκονταν μέσα στο θάλαμο σφαγής και (γ) ότι ο εφεσίβλητος έχασε την ισορροπία του γιατί πάτησε πάνω σε κομμάτι λίπος που βρισκόταν πάνω στο σκαλί, ήταν λανθασμένα και εναντίον του βάρους της μαρτυρίας. O εφεσείων απέτυχε να μας πείσει ότι το επιχείρημά του είναι βάσιμο. Όλα τα πιο πάνω ευρήματα δικαιολογούνται απόλυτα από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και, επομένως, δεν ενδείκνυται ούτε δικαιολογείται οποιαδήποτε δική μας επέμβαση σ' αυτά.
H ευθύνη του Εφεσείοντα.
Με την Έκθεση Απαίτησής του, ο εφεσίβλητος τοποθετεί την ευθύνη του εφεσείοντα για το δυστύχημα που συνέβηκε πάνω σε διαζευχτική βάση· το ένα σκέλος της αναφέρεται στο ισχυριζόμενο αστικό αδίκημα της αμέλειας και/ή παράβασης θέσμιου καθήκοντός του σαν εργοδότη, και το άλλο σκέλος αναφέρεται στην ισχυριζόμενη παράβαση όρων της σύμβασης εργοδότησης που σχετίζονται με την ασφάλεια του εφεσίβλητου σαν εργοδοτούμενου προσώπου.
Με βάση την αρχή του Κοινοδικαίου, ο εργοδότης έχει κα- θήκον προς εκείνους που εργοδοτεί να λάβει λογικά μέτρα και φροντίδα για την ασφάλεια τους που υπαγορεύουν οι περιστάσεις της κάθε υπόθεσης.
Παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο το πιο πάνω καθήκον του εργοδότη καθορίζεται και διατυπώνεται σε παλαιότερες συνήθως αποφάσεις προσφέρει η υπόθεση Smith ν. Baker [1891] A.C. 325 (H.L.), στην οποία ο Λόρδος Herschell λέγει στη σελίδα 362 ότι ο εργοδότης έχει καθήκον "...so to carry on his operations as not to subject those employed by him to unnecessary risk".
Σε πιο πρόσφατες αποφάσεις, το καθήκον συνήθως περιγράφεται κάπως διαφορετικά. Στην υπόθεση Paris ν. Stepney B.C. [1951] A.C. 367, ο Λόρδος Oaksey είπε στη σελίδα 384 ότι: "The duty of an employer towards his servant is to take reasonable care for the servant's safety in all the circumstances of the case", εις δε την υπόθεση Wilson ν. Tyneside Window Cleaning Co. [1958] 2 Q.B. 110, ο Λόρδος Parker είπε τα εξής στις σελίδες 123, 124:
"I think that this case is a very good example of the difficulties that one gets into in treating the duty owed at common law by a master to his servant as a number of separate duties ... It is no doubt convenient, when one is dealing with any particular case, to divide that duty into a number of categories; but for myself I prefer to consider the master's duty as one applicable in all the circumstances, namely, to take reasonable care for the safety of his men, or... to take reasonable care so to carry out his operation as not to subjuct those employed by him to unnecessary risk".
Χαρακτηριστική της φύσης και έκτασης του καθήκοντος του εργοδότη είναι και η υπόθεση Saul ν. St. Andrews Steam Fishing Co. (1965) 109 S J. 392, στην οποία τονίστηκε ότι σε συσχετισμό με τις επικρατούσες περιστάσεις ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη τη λογική ασφάλεια των προσώπων που εργοδοτεί και την ανάγκη αποφυγής προβλεπτών κινδύνων.
Στην Κύπρο, με την απόφαση του στην υπόθεση Σάββας Αθανασίου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1969) 1 Α.Α.Δ. 160, το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε την αρχή όπως διατυπώθηκε στο απόσπασμα που παραθέτουμε πιο πάνω από την απόφαση του Λόρδου Herschell στην υπόθεση Smith ν. Baker (ανωτέρω). Στην ίδια υπόθεση το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθέτησε την ερμηνεία της φράσης "περιττός κίνδυνος" (unnecessary risk) που έδωσε ο Δικαστής Slade στο πιο κάτω απόσπασμα της απόφασης του στην υπόθεση Harris ν. Bright's Asphalt Contractors, Ltd., Allard & Saunders, Ltd [1953] 1 All E.R. 395, στη σελίδα 397:
"In case there is any doubt about the meaning of the word "unnecessary", I would take the duty as being a duty not to subject the employee to any risk which the employer can reasonably foresee, or, to put it slightly lower, not to subject the employee to any risk that the employer can reasonably foresee and against which he can guard by any measures, the convenience and expense of which are not entirely disproportionate to the risk involved."
Σχετικό επί του προκειμένου είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Λόρδου Δικαστή Parker στην υπόθεση Hicks ν. British Transport Commission [1958] 2 All E.R. 39, στη σελίδα 49, το οποίο επείσης υιοθέτησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Αθανασίου ν. Γενικού Εισαγγελέα (ανωτέρω):
"Whether the risk is such that a prudent employer exercising reasonable care should take steps to guard against it depends on a number of considerations - certainly on three: first, whether such an employer could reasonably foresee the risk of accident to an employee; secondly if so, the degree of injury likely to result; and, thirdly, the nature of the precautions necessary guard against tha risk. If no precautions can guard against the risk then it cannot be said to be an unnecessary risk. Equally, if the precautions involve great expense, that is to be put into the scale and weighed with the other considerations."
Τι ακριβώς απαιτεί η λογική φροντίδα που πρέπει να επιδείξει ο εργοδότης στην κάθε περίπτωση είναι ερώτημα πραγματικό και όχι νομικό· για να απαντήσει δε το ερώτημα αυτό ο Δικαστής μπορεί να λάβει υπόψη του οποιαδήποτε εισήγηση που θα κρίνει με το κριτήριο της κοινής λογικής ότι συνάδει με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υπόθεσης. Σχετικό επί του προκειμένου είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Λόρδου Denning στην υπόθεση Qualcast (Wolverhampton), Ltd ν. Haynes [1959] 2 All E.R. 38, στις σελίδες 44 και 45, το οποίο έχει υιοθετηθεί από το Δικαστή Σαββίδη στην υπόθεση Ανδρέας Χαραλάμπους ν. Μετάλκο Λτδ. (1982) 1 Α.Α.Δ. 636:
"... What did reasonable care demand of the employers in this particular case? That is not a question of law at all but a question of fact. To solve it, the tribunal of fact - be it judge or jury - can take into account any proposition of good sense that is relevant in the circumstances, but it must be ware not to treat it as a proposition of law. I may perhaps draw an analogy from the Highway Code. It contains many propositions of good sense which may be taken into account in considerating whether reasonable care has been taken, but it would be a mistake to elevate them into propositions of law."
Απ' όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι, εν όψει της ερμηνείας στην υπόθεση Harris ν. Saunders (ανωτέρω) της φράσης "περιττός κίνδυνος" (unnecessary risk) που χρησιμοποιήθηκε στον καθορισμό του υπό κρίση καθήκοντος του εργοδότη στην υπόθεση Smith ν. Baker (ανωτέρω), η έκταση του καθήκοντος αυτού όπως μεταγενέστερα διατυπώθηκε στην υπόθεση Paris ν. Stepney (ανωτέρω) δε διαφέρει καθόλου από εκείνο που καθορίστηκε στην υπόθεση Smith ν. Baker (ανωτέρω).
Μέρος του γενικότερου καθήκοντος του εργοδότη αποτελεί η υποχρέωσή του να παράσχει και διατηρεί το χώρο της εργασίας ασφαλή (to provide safe place of work). Η υποχρέωση αυτή έχει καθοριστεί από το Λόρδο Δικαστή Goddard στην υπόθεση Naismith ν. London Film Productions Ltd. [1939] 1 All E.R. 794, στη σελίδα 798, ότι είναι "not merely to warn againt unusual dangers known to them, .... but also to make the place of employment ... as safe as the exercise of reasonable skill and care would permit.", και έχει περιγραφεί από το Λόρδο Δικαστή Porter στην υπόθεση London Graving Dock ν. Horton [1951] A.C. 737 ως εξής: "The duty of a master to his servant is higher than that of an invitor to an invitee". Τέλος, στο Σύγγραμμα Charlesworth on Negligence, 5η έκδοση, σελ. 135, παράγραφος 203, κάτω από τον τίτλο Safe Place of Work, αναφέρονται μεταξύ άλλων, τα εξής:
"... In any case the employer is liable if the failure to exercise reasonable care and skill is that of an independent contractor, and is only excused from liability if the danger is due to a latent defect, not discoverable by reasonable care and skill on the part of anyone."
Στο ίδιο σύγγραμμα, κάτω από τον ίδιο τίτλο, στη σελίδα 136 αναφέρονται μεταξύ άλλων, τα εξής:
"Moreover, the duty to provide a safe place of work is fulfilled by providing a place as safe as care and skill can do it, having regard to the nature of the place. If the workman is working on a scaffold or a roof it must be a safe scaffold or roof, but no complaint can be made that working there is not as safe as working on level ground. As long as the employer makes the working place as safe as it can reasonably be made, he has satisfied his obligation."
Αν κάποιος εξαιρετικός (exceptional) κίνδυνος ή συμβάν καταστήσουν προσωρινά τον τόπο εργασίας ανασφαλή, η ευθύνη του εργοδότη θα κριθεί ανάλογα με την απάντηση που θα δοθεί στο εξής ερώτημα: O λογικά συνετός εργοδότης θα προκαλούσε ή θα επέτρεπε την παρουσία των επικίνδυνων αυτών συνθηκών και σε ποιο βαθμό; Σχετικό πάνω στο θέμα αυτό είναι το πιο κάτω απόσπασμα του ίδιου συγγράμματος παράγραφος 205, σελίδες 137 και 138:
"Apart from its construction, a place of work may become unsafe owing to some temporary condition or some obstruction being created on it. In such a case the test to be applied is whether a reasonably prudent employer would have caused or permitted the existence of that state of affairs, which is complained of, so that what constitutes a bridge of his duty in any given set of circumstances is a question of degree. However if a place has become unsafe due to some temporary or exceptional danger, e.g. an unexploded shell, and the only knowledge of the danger was that of fellow servants, who were neither foremen nor charge-hands, it has been held that the employers were not in breach of their duty to provide a safe place of work, because such knowledge ought not to be impu-ted to them. When a workman slipped on a patch of oil or water or both which had accumulated, possibly in a depression, on the concrete floor of a passage in a factory, Somervell L.J. said that he felt it impossible to say that the mere existence of these conditions 'indicates any failure to take reasonable care to protect those employed from unnecessary risk.' Again, when the entrance to a factory became slippery owing to a sudden fall of snow which froze as it fell a quarter of an hour or so before the factory opened, and a workman slipped in ente-ring, the employers were held not liable, on the ground that there had been no failure to exercise reasonable care. In Latimer v. A.E.C. Ltd. after an exceptionally heavy storm the floor of a factory became flooded. When the water drained away it left an oily film on the floor which was slippery. Sawdust was put down but, owing to the large area of the floor, there was not enough to cover all the floor and a workman slipped on a part of the floor which had no sawdust. Lord Tucker said that the only question was 'Has it been proved that the floor was so slippery that, remedial steps not being possible, a reasonably prudent employer would have closed down the factory rather than allow his employees to run the risks involved in continuing work?' As there was no evidence of any complaint or of any other person being in difficulty from the floor, the employers were held not liable, since they had taken all reasonable steps to deal with the conditions short of closing the factory or part of it, which would have been unreasonable in the circumstances. In Vinnyey v. Star Paper Mills Cumming - Bruce J. held that there was no reasonably foreseeable risk that a workman brought to the scene where some slippery substance had been allowed negligently to escape on to the floor, and charged expressly with the duty of cleaning up the mess with a squeegee, would slip in the course of perfoming such a simple duty."
Ένα άλλο μέρος του ευρύτερου καθήκοντος που έχει ο εργοδότης είναι να εφαρμόσει ασφαλές σύστημα διεξαγωγής της εργασίας. Ένα σύστημα εργασίας δεν είναι ασφαλές αν δεν προστατεύει ικανοποιητικά τα πρόσωπα που εργοδοτούνται από κάποιο συγκεκριμένο κίνδυνο που μπορεί λογικά να προβλεφτεί και ο οποίος μπορεί να αντιμετωπιστεί με προστατευτικά μέτρα των οποίων η λύση είναι αφ' ενός πρακτικά εφικτή και αφ' ετέρου η δαπάνη που συνεπάγεται δεν είναι εντελώς δυσανάλογη προς το είδος και το μέγεθος του κινδύνου που στοχεύουν να αποφύγουν. Σχετική επί του προκειμένου είναι η απόφαση στην υπόθεση Μανθόπουλος Πλάστικς Λτδ. ν. Αντώνη Χατζηϊωσήφ (1983) 1 Α.Α.Δ. 291. H έννοια της φράσης "σύστημα εργασίας" (system of work) δίνεται στο πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Charlesworth on Negligence, 5η έκδοση, σελ. 147, παράγραφος 217:
"A system of work is the term used to describe the organisation of the work, the way in which it is intended the work shall be carried out, the sequence of events, the taking of precautions for the safety of the men and at what stages, the number of men required to do the job, the parts to be taken by the various men employed and the time at which they shall do their various parts. Further, 'it includes ... or may include according to circumstances, such matters as the physical layout of the job - the setting of the stage, so to speak - the sequence in which the work is to be carried out, the provision in proper cases of warnings and notices, and the issue of special instructions. A system may be adequate for the whole course of the job or it may have to be modified or improved to meet circumstances which arise. Such modifications or improvements appear to me equally to fall under the head of system."
Στην υπόθεση Μανθόπουλος v. Χατζηϊωσήφ (ανώτερω) το Ανώτατο Δικαστήριο δίνει ακόμα πιο ευρεία έννοια στο επί μέρους καθήκον του εργοδότη που συνηθίζεται να περιγράφεται με τη φράση "safe system of work" αφού σ' αυτό περιέλαβε και το επίσης εξειδικευμένο καθήκον του εργοδότη να προμηθεύσει ασφαλή τόπο εργασίας (safe place of work). Ο Δικαστής Α. Λοΐζου (όπως ήταν τότε), λέγει συγκεκριμένα τα εξής στη σελίδα 295:
"It is the employer's duty towards his employees to provide a safe system of work which includes the provision of competent staff of men, suitable machinery for the work, adequate supervision of the work and safe premises for work. The duty includes both the establishment as well as the enforcement of such a system by means of adequate directions and the mode of its operation without this meaning that the employer must decided on every detail of the system of work or mode of operation."
Οι πιο πάνω ερμηνείες είναι μόνο ενδεικτικές της σημασίας του όρου "σύστημα εργασίας" που συναντάται στη σφαίρα του δικαίου των καθηκόντων του εργοδότη για την ασφάλεια των προσώπων που εργοδοτεί. Τι ακριβώς πρέπει να περιλαμβάνει το σύστημα εργασίας στην κάθε περίπτωση εξαρτάται αποκλειστικά από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Βλέπε σχετικά τις υποθέσεις Speed ν. Thomas Swift & Co. Ltd [1943] 1 All E.R. 539, και Χαραλάμπους ν. Μετάλκο (ανώτερω).
Το καθήκον του εργοδότη να καθορίσει και να εφαρμόσει ένα ασφαλές σύστημα εργασίας δεν είναι απόλυτο, έχει δε περιγραφεί με τα εξής λόγια από το Λόρδο Tucker στην υπόθεση General Cleaning Contractors Ltd. v. Christmas [1953] A.C. 180, στη σελίδα 195:
"...to take reasonable steps to provide a system which will be reasonably safe, having regard to the dangers necessarily inherent in the operation."
Η διαζευχτική βάση πάνω στην οποία ο εφεσίβλητος στηρίζει την υπόθεσή του εναντίον του εφεσείοντα είναι η ισχυριζόμενη παράβαση των όρων της υφιστάμενης μεταξύ τους σύμβασης εργοδότησης.
Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν κατατέθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία ως προς τους όρους ή το περιεχόμενο της σύμβασης αυτής. H έλλειψη όμως, μαρτυρίας για την ύπαρξη ρητού όρου της σύμβασης που να επιβάλλει στον εργοδότη το καθήκον της προστασίας της ασφάλειας εκείνων που εργοδοτεί, δεν επηρεάζει καθόλου την υπόθεση του εφεσίβλητου, αφού το καθήκον αυτό εξυπακούεται από τον ίδιο το νόμο σε όλες ανεξαίρετα τις συμβάσεις εργοδότησης προσώπων. Στην υπόθεση Listen ν. Romford Ice and Cold Storage Co. Ltd. [1957] A.C. 555, ο Λόρδος Radcliff είπε ότι δεν υπάρχει πραγματική διάκριση μεταξύ των δυο πηγών από τις οποίες πηγάζει το καθήκον του εργοδότη, δηλαδή εκείνης του Κοινοδικαίου και εκείνης τη σύμβασης εργοδότησης και, επομένως, η ίδια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη του εργοδότη παρέχει δικαίωμα αγωγής στον εργοδοτούμενο για αποζημιώσεις, θεωρούμενη είτε σαν αστικό αδίκημα είτε σαν παράβαση συμβατικής υποχρέωσης. Είναι εν πάση περιπτώσει βέβαιο ότι τα δυο είδη της ευθύνης δεν αλληλοεξαιρούνται.
Μέσα στα πλαίσια των πιο πάνω νομικών αρχών θα προχωρήσουμε τώρα στην εξέταση των λόγων για τους οποίους ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι ο εφεσείων ευθύνεται για το επίδικο ατύχημα και την επακόλουθη ζημιά του εφεσίβλητου. Όπως προκύπτει από την επιχειρηματολογία του δικηγόρου του ενώπιόν μας , ο εφεσείων προβάλλει έξι βασικούς λόγους καθένας των οποίων είναι από μόνος του ικανός, αν ευσταθεί, να ακυρώσει το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την ευθύνη του εφεσείοντα. Θα εξετάσουμε καθένα από τους έξι διαζευχτικούς λόγους χωριστά.
Το πρώτο επιχείρημα του εφεσείοντα επί του προκειμένου είναι ότι το θέμα της ευθύνης του θα πρέπει να κριθεί με βάση την επιφύλαξη της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, που προνοεί τα εξής:
"51(2) Υποχρέωσις όπως μη επιδεικνύηται αμέλεια υφίσταται εις τας κάτωθι περιπτώσεις, ήτοι -
(α) .................................
(β) O κάτοχος ακινήτου ιδιοκτησίας υπέχει τοιαύτην υποχρέωσιν έναντι παντός προσώπου νομίμως τελούντος, ως και έναντι του κυρίου οιασδήποτε ιδιοκτησίας νομίμως τελούσης, εντός, επί ή τοσούτον εγγύς της τοιαύτης ακινήτου ιδιοκτησίας ώστε εν τη συνήθει πορεία των πραγμάτων να επηρεάζηται υπό της αμελείας:
Νοείται ότι ο κύριος και ο κάτοχος ακινήτου ιδιοκτησίας υπέχουσιν από κοινού τοιαύτην υποχρέωσιν εν σχέσει προς την συντήρησιν και την επισκευήν της τοιαύτης ακινήτου ιδιοκτησίας, έναντι παντός προσώπου μη τελούντος, ως και έναντι του κυρίου ιδιοκτησίας μη τελούσης, εντός ή επί της τοιαύτης ακινήτου ιδιοκτησίας ή εντός ή επί οιασδήποτε ακινήτου ιδιοκτησίας συνεχομένης και κατεχομένης ομού μετά της τοιαύτης ακινήτου ιδιοκτησίας υπό του κυρίου και του κατόχου αυτής, ή υφ' εκατέρου τούτων:
Νοείται περαιτέρω ότι ο κάτοχος ακινήτου ιδιοκτησίας δεν υπέχει τοιαύτην υποχρέωσιν εν σχέσει προς την κατάστασιν ή την συντήρησιν ή την επισκευήν της τοιαύτης ακινήτου ιδιοκτησίας έναντι απλού αδειούχου (bare licensee) όστις τελεί, ή η ιδιοκτησία ούτινος τελεί, εντός, ή επί της τοιαύτης ακινήτου ιδιοκτησίας, ειμή μόνον προς προειδοποίησιν αυτού, περί παντός κεκρυμμένου ή λανθάνοντος κινδύνου εντός ή επί της ακινήτου ιδιοκτησίας, ον ο κάτοχος γνωρίζει ή δέον κατά τεκμήριον να θεωρηθή γνωρίζων.
Δια τους σκοπούς του παρόντος άρθρου 'απλούς αδειούχος' σημαίνει τον νομίμως εισερχόμενον εις ακίνητον ιδιοκτησίαν άλλως ή -
(ι) συναφώς προς εργασίαν εν η έχει συμφέρον ο κάτοχος της ακινήτου ιδιοκτησίας· ή
(ιι) εν τη νομίμω εκτελέσει δημοσίου καθήκοντος δυνάμει των διατάξεων οιουδήποτε νομοθετήματος ή άλλως πως,
και περιλαμβάνει τους προσκεκλημένους, πλήν τους επ' αμοιβή τοιούτους, και τους υπηρέτας του κατόχου ακινήτου ιδιοκτησίας"
H υποχρέωση του κατόχου ακίνητης ιδιοκτησίας όπως καθορίζεται στην πιο πάνω επιφύλαξη ισχύει μόνο στις περιπτώσεις που αφορούν είτε την κατάσταση είτε τη συντήρηση είτε την επισκευή της ακίνητης ιδιοκτησίας και είναι τελείως διάφορη της υποχρέωσης του εργοδότη να διεξάγει τις εργασίες της επιχείρησής του με τρόπο που να μην εκθέτει τα πρόσωπα που εργοδοτεί σε κινδύνους που μπορούν να προβλεφτούν και αποφευχθούν. Το εδάφιο 2(β) του άρθρου 51 του Κεφ. 148 δεν έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση παρά το γεγονός ότι ο εφεσείων είναι "κάτοχος" του σφαγείου με την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ. 148.
Το δεύτερο επιχείρημα του εφεσείοντα είναι ότι εφεσίβλητος δεν απόδειξε ότι ο εφεσείων γνώριζε ή ότι όφειλε να γνωρίζει, την ύπαρξη του λίπους πάνω στο σκαλί.
Αν υπήρχε μαρτυρία ότι ατυχήματα οφειλόμενα στην ίδια αιτία έλαβαν χώρα και στο παρελθόν και ήλθαν σε γνώση του εφεσείοντα μέσω οποιουδήποτε επόπτη ή υπεύθυνου του εφεσείοντα, το υπό κρίση επιχείρημα του εφεσείοντα θα απορρίπτετο συνοπτικά αφού από τη μαρτυρία αυτή θα μπορούσε αναπόφευκτα να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο συγκεκριμένος κίνδυνος εξ αιτίας του οποίου πληγώθηκε ο εφεσίβλητος ήταν εμφανής κίνδυνος έναντι του οποίου ο εφεσείων όφειλε να είχε λάβει προφυλακτικά μέτρα. Όμως τέτοια μαρτυρία δεν υπάρχει. Υπάρχει όμως μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη, και από την οποία έβγαλε το συμπέρασμα ότι, λίπη και άλλες ακαθαρσίες μεταφέρονται στα κανάλια της σόλας των ποδίνων των προσώπων που εισέρχονται στο θάλαμο σφαγής μέσα στην αυλή ή και σε απόσταση μεγαλύτερη εκείνης των πενήντα περίπου μέτρων που χωρίζει το θάλαμο. H δυνατότητα αυτή επιβεβαιώθηκε σαν γεγονός, τουλάχιστο αναφορικά με την αυλή που χωρίζει το θάλαμο από τα γραφεία, από το μάρτυρα εφεσείοντα Ανδρέα Νεοφύτου που είναι ένας από τους υπεύθυνους του σφαγείου στην υπηρεσία του εφεσείοντα. Κάτω από τις παρούσες περιστάσεις, κρίνουμε ότι ο κίνδυνος μεταφοράς λίπους και άλλων ακαθαρσιών με τον πιο πάνω τρόπο από το θάλαμο σε όλους τους χώρους του σφαγείου συμπεριλαμβανόμενης της σκάλας ήταν τέτοιος που μπορούσε λογικά να είχε προβλεφθεί ώστε να μπορεί να λεχθεί ότι ο εφεσείων όφειλε να τον γνωρίζει και να τον λάβει υπόψη του και να λάβει τα μέτρα εκείνα ήταν λογικά αναγκαία για να προστατεύσει απ' αυτόν τα πρόσωπα που εργοδοτεί. Ήταν επίσης λογικό για τον εφεσείοντα να προβλέψει ότι η παρουσία τεμαχίου λίπους πάνω στην τσιμεντένια επιφάνεια της σκάλας των γραφείων, καθιστούσε τη σκάλα ολισθηρή και επικίνδυνη για τα πρόσωπα που ήταν υποχρεωμένα να την χρησιμοποιούν στη διάρκεια της εργασίας τους και μπορούσε να προκαλέσει το είδος του ατυχήματος που συνέβηκε στον εφεσίβλητο.
Το τρίτο επιχείρημα του εφεσείοντα είναι ότι ο εφεσίβλητος δεν απόδειξε, όπως όφειλε να αποδείξει, ότι πριν συμβεί το ατύχημα το λίπος είχε παραμείνει πάνω στο σκαλί για χρόνο μεγαλύτερο του ευλόγου χωρίς να αφαιρεθεί. Είναι γεγονός ότι καμιά μαρτυρία δεν είχε προσαχθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με το χρόνο στη διάρκεια του οποίου το λίπος βρισκόταν πάνω στο σκαλί πριν πατηθεί από τον εφεσίβλητο. Είναι ακόμα γεγονός ότι ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα δεν υποστήριξε την πιο πάνω εισήγησή του με αναφορά σε οποιονδήποτε δικαστική απόφαση σε υπόθεση της οποίας τα γεγονότα έχουν οποιαδήποτε αναλογία με αυτά της παρούσας υπόθεσης. Κάποια αναλογία υπάρχει μεταξύ των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης και εκείνων της Αγγλικής υπόθεσης Ward ν. Tesco Stores Ltd. [1976] 1 All E.R. 219, υπό την έννοια ότι και στις δύο υποθέσεις τα ατυχήματα συνέβησαν από ύπαρξη στο πάτωμα ουσίας που το καθιστούσε ολισθηρό. Στην υπόθεση Ward (ανωτέρω) η ουσία ήταν γιαούρτι που χύθηκε στο πάτωμα υπεραγοράς πάνω στο οποίο πάτησε και γλύστρησε πελάτης του καταστήματος και το υπό κρίση καθήκον ήταν εκεί όπου η διεύθυνση της υπεραγοράς όφειλε προς τους πελάτες της. Στην αγωγή του εναντίον των ιδιοκτητών της επιχείρησης ο πελάτης που πληγώθηκε και που δεν μπόρεσε να αποδείξει πόσο χρόνο πριν το ατύχημα του το γιαούρτι είχε τυχαία χυθεί από κάποιο άλλο πελάτη πάνω στο πάτωμα, αντιμετώπισε από τους εναγόμενους το ίδιο επιχείρημα που προβάλλει ο εφεσείων στην παρούσα υπόθεση. Οι εναγόμενοι υποστήριξαν μάλιστα τη θέση τους με αναφορά στην υπόθεση Richards ν. W.F. White & Co. [1957] 1 Lloyd's Rep. 367, στην οποία ο Δικαστής Devlin είχε πει τα εξής:
"If there had been evidence which showed that there was some danger, not perhaps of oil but some other danger, which was being left on the ship for two or three days, of anything of that sort, which the shipowners were doing nothing about, a prima facie case of negligence would be made out; but to make out a prima facie case of negligence in a case of this sort, there must, I think, be some evidence to show how long the oil had been there, some evidence from which it can be inferred that a prudent shipowner, who had a reasonable system of inspection for the purpose of seeing that dangers of this sort were not created, ought to have noticed it."
Κατά την εκδίκαση της έφεσης στην υπόθεση Ward ν. Tesco (ανωτέρω) ο Λόρδος Δικαστής Lawton αναφέρθηκε στο πιο πάνω απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστή Devlin στην υπόθεση Richards ν. White (ανωτέρω) και είπε ότι, ως πιστεύει, δεν ήταν πρόθεση του Δικαστή Devlin με τα λόγια του εκείνα να καθιερώσει αρχή με γενική εφαρμογή, και ότι η εφαρμογή τους περιορίζεται μόνο στα ειδικά περιστατικά της υπόθεσης στην οποία είχαν ειπωθεί. O δε Λόρδος Δικαστής Megaw, όχι μόνο δεν υιοθέτησε τη γνώμη του Δικαστή Devlin, αλλά ρητά τόνισε ότι για να επιτύχει ο ενάγων στην υπόθεση Ward ν. Tesco (ανωτέρω) δεν ήταν ανάγκη να αποδείξει για πόσο χρόνο το γιαούρτι που χύθηκε είχε παραμείνει στο πάτωμα της υπεραγοράς πριν το ατύχημα.
Εν όψει των ανωτέρω απορρίπτουμε την εισήγηση του εφεσείοντα ότι σε περιπτώσεις όπως η παρούσα η υπόθεση του εργοδοτούμενου που πληγώθηκε είναι καταδικασμένη να χαθεί εκτός αν αποδείξει ότι η παράλειψη του εργοδότη του να απομακρύνει το λίπος και να καθαρίσει το σκαλί διάρκεσε για διάστημα μεγαλύτερο εκείνου που ήταν εύκολο να είχε παρέλθει.
Το τέταρτο επιχείρημα του εφεσείοντα είναι ότι ο εφεσίβλητος δεν απόδειξε ότι "την λιπαρή ουσία την τοποθέτησαν ή μετέφεραν οι υπηρέτες του εναγόμενου και όχι ιδιοκτήτες σφαζομένων ζώων."
Δε νομίζουμε ότι για τον καθορισμό της ευθύνης του εφεσείοντα, είτε με βάση το Κοινοδικαίο είτε με βάση τη σύμβαση εργοδότησης έχει οποιαδήποτε σημασία ή ότι υπάρχει οποιαδήποτε διαφορά αν το λίπος που πάτησε ο εφεσίβλητος πάνω στο σκαλί ταξίδεψε μέχρι εκεί κάτω από την ποδίνα που φορούσε υπηρέτης του εφεσείοντα ή ιδιοκτήτης ή σφαγέας ζώων. Εξάλλου κανένας δεν μπορεί να πει αν το λίπος μεταφέρθηκε σ' όλο το μήκος της απόστασης κάτω από την ίδια ποδίνα. Είναι πιθανό να μεταφέρθηκε από το θάλαμο σφαγής μέχρι κάποιο σημείο της αυλής κάτω από την ποδίνα κάποιου σφαγέα και να παραλήφθηκε από το σημείο εκείνο από ποδίνα ιδιοκτήτη ζώου ή άλλου σφαγέα ή οποιουδήποτε άλλου που διακινείται στο χώρο εκείνο, και η μαρτυρία λέγει ότι είναι πολλοί αυτοί που διακινούνται και απ' εκεί να μεταφέρθηκε πάνω στο σκαλί. H αποδιδόμενη ευθύνη του εφεσείοντα δεν είναι εκ προστήσεως ευθύνη (vicarious liability) για αμελή πράξη ή παράλειψη υπηρετών του. Είναι βέβαια, γεγονός ότι στην παράγραφο 3 της Έκθεσης Απαιτήσεως αναφέρονται, μεταξύ άλλων, και τα εξής: "... he (plaintiff) stepped on a slippery substance negligently thrown and/or left on the steps by the Defendants and/or their servants and/or agents ...". Είναι επίσης γεγονός ότι από τη μαρτυρία τα πρόσωπα που σφάζουν τα ζώα δεν είναι πρόσωπα που εργοδοτούνται από τον εφεσείοντα, αν και η εργασία τους και η διακίνησή τους στους χώρους του σφαγείου βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο του εφεσείοντα. Ανεξάρτητα όμως από τον πιο πάνω ισχυρισμό της παραγράφου 3 της Έκθεσης Απαιτήσεως, ή όλη πρωτόδικη διαδικασία διεξήχθηκε με βάση ότι ο χώρος εργασίας δεν ήταν ασφαλής και ο τρόπος διεξαγωγής των εργασιών μέσα στο σφαγείο εξέθετε σε κίνδυνο τον εφεσίβλητο, για τον οποίο κίνδυνο ο εφεσείων δεν έλαβε οποιαδήποτε προφυλακτικά μέτρα. Ήταν προς απόδειξη αυτών των ισχυρισμών που ο μάρτυρας του εφεσίβλητου σφαγέας Μιχαλάκης Δημητρίου κατάθεσε σχετικά με τον τρόπο μεταφοράς του λίπους από το θάλαμο μέχρι τα σκαλιά, χωρίς οποιαδήποτε ένσταση από τον εφεσείοντα. Το καθήκον του εφεσείοντα να διατηρεί τον τόπο εργασίας των υπαλλήλων του ασφαλή είναι καθήκον που ο νόμος επιβάλλει στον εργοδότη προσωπικά και το θέμα της παράβασης αυτού του καθήκοντος από τον ίδιο τον εργοδότη στην παρούσα περίπτωση εγείρεται ικανοποιητικά στις παραγράφους 3 και 4 της Έκθεσης Απαιτήσεώς του.
Το πέμπτο επιχείρημα του εφεσείοντα είναι ότι ο κίνδυνος ατυχήματος του εφεσίβλητου από την παρουσία λίπους πάνω στη σκάλα των γραφείων είναι κίνδυνος "συνεπακόλουθος της εργασίας" του εφεσίβλητου (incidental to the employment of the respondent) και ότι, ως εκ του λόγου τούτου, ο εφεσείων δεν έχει ευθύνη. Προς υποστήριξη της θέσης του αυτής ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα μας παρέπεμψε στην υπόθεση Davies ν. De Havilland Aircraft Co. Ltd. [1950] 2 All E.R. 582, και το σύγγραμμα Halsburys Laws of England, 3η έκδοση, Τόμος 25, παράγραφος 971 στην οποία αναφέρονται τα εξής:
"Extent of the master's duty. It is an implied term of the contract of service at common law that a servant takes upon himself the risks incidental to his employment. Apart from special contract, therefore, he cannot call upon his master, merely upon the ground of their relation of master and servant, to compensate him for any injury which he may sustain in the course of performing hi duties, whether in consequence of the dangerous character of the work upon which he is engaged, or of the break-down of machinery or of the negligence or default of strangers. The master does not warrant the safety of the servant's working conditions, nor is he an insurer of his servant's safety; the exercise of due care and skill suffices".
Τα γεγονότα στην υπόθεση Davies (ανωτέρω) ήταν σε συντομία τα εξής: O ενάγων ήταν εργάτης στο εργοστάσιο των εναγόμενων και κατά την ώρα του πρωινού διαλείμματος ενώ εβάδιζε κατά μήκος στενού διαδρόμου για να πάει στην καντίνα του εργοστασίου γλύστρησε όταν πάτησε μέσα σε μικρή λίμνη νερού βροχής που συσσωρεύτηκε μέσα σε ελαφρό κούφωμα του πατώματος που είχε υποστεί μικρή καθίζηση με αποτέλεσμα να σπάσει τον αστράγαλό του. Μέσα στο νερό πιθανό να υπήρχε και λάσπη ή λάδι από τις ποδίνες των εργατών. H απαίτησή του για αποζημιώσεις εναντίον του εργοδότη του απορρίφτηκε με το δικαιολογητικό ότι δεν ήταν πρακτικά εφικτό οι εργοδότες να διατηρούν τις διόδους και τους δρόμους στο χώρο του εργοστασίου με τρόπο ώστε κανένα τμήμα τους να μην είναι ολισθηρό, ιδιαίτερα μετά από βροχή. O Λόρδος Δικαστής Somervell είπε συγκεκριμένα τα εξής στη σελίδα 583: "It would be impracticable to maintain pasages and roads and pathways so that there was never a slippery place, especially after rain, on which a man might slip". Η απόφαση στην υπόθεση αυτή, που βασικά αφορούσε την ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 25(1), 26(1) και 152 του Αγγλικού περί Εργοστασίων Νόμου, 1937, δεν υποστηρίζει με οποιοδήποτε τρόπο την υπόθεση του εφεσείοντα.
Αναφορικά με το περιεχόμενο της παραγράφου 971 (ανωτέρω) του Τόμου 25 της σειράς Halsbury's Laws of England, θα θέλαμε να παρατηρήσουμε ότι μέρος των θέσεων που εκφράζει αναφέρεται ότι υποστηρίζεται από την απόφαση στην υπόθεση Smith ν. Baker (ανωτέρω) στην οποία ο Λόρδος Herschell, αναφερόμενος στους κινδύνους από την εργασία του τους οποίους ο εργοδοτούμενος λογίζεται ότι αναλαμβάνει, είπε τα εξής στη σελίδα 362:
"Whatever the dangers of the employment which the employed undertakes, amongst them is certainly not to be numbered the risk of the employer's negligence, and the creation or enhancement of danger thereby endangered. If, then, the employer thus fails in his duty towards the employed, I do not think that because he does not straight-way refuse to continue his service, it is true to say that he is willing that his employer should thus act towards him. I believe it would be contrary to fact to assert that he either invited or assented to the act or default which he complains of as a wrong, and I know of no principle of law which compels the conclusion that the maxim, 'Volenti not fit injuria,' becomes applicable."
Πότε ένας κίνδυνος θεωρείται ότι είναι συνήθης κίνδυνος ορισμένου επαγγέλματος (incidental or ordinary risk of service) για τον οποίο δεν ευθύνεται ο εργοδότης, έχει καθοριστεί με σαφήνεια στην υπόθεση Hurley ν. J. Sanders & Co. Ltd. [1955] 1 All E.R. 833, από τον Δικαστή Glyn-Jones ο οποίος είπε τα εξής σχετικά στη σελίδα 836:
"A great deal of work which has to be done is dangerous, and if it is not reasonably practicable for the master to eliminate or diminish the danger, then the risk is a necessary incident of this employment and a risk which the servant is paid to take".
Διαφωτιστικό για το υπό συζήτηση θέμα είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα Charlesworth on Negligence, 5η έκδοση, στη σελίδα 156:
"No liability for ordinary risks of service. An employer is not liable to his servant for damage suffered by him from one of the ordinary risks of the service when there is no negligence on the part of himself or his servants. The death of a seaman drowned at sea, either in a shipwreck or other disaster, gives no cause of action if the ship was properly manned and equipped and there is no negligence on the part of the captain or the crew, because the risk of drowning is an ordinary risk of the service ... A workman who slipped on the ice at the entrance to the factory failed to recover because 'the danger of finding surfaces icy is one of the incidents of winter in our country which everyone encounters.' (per Somervell L.J. in Thomas v. Bristol Aeroplane Co. [1954] 1 W.L.R. 694, 696)".
Δε συμφωνούμε με την εισήγηση του εφεσείοντα ότι εξυπακούεται από την ισχύουσα σύμβαση εργοδότησής του σαν φύλακα στο σφαγείο του εφεσείοντα ότι ο εφεσίβλητος αποδέχτηκε είτε τον κίνδυνο της ύπαρξης λίπους πάνω στη σκάλα των γραφείων, είτε τον κίνδυνο που η αμελεία του εργοδότη του θα προκαλούσε ή θα μεγιστοποιούσε, ούτε ότι αποδέχτηκε να υποστεί ο ίδιος τη ζημιά από ατύχημα που θα του προκαλούσε η ύπαρξη του λίπους πάνω στη σκάλα. Ούτε συμφωνούμε με την εισήγηση ότι ο συγκεκριμένος κίνδυνος στην υπόθεση αυτή είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη φύση της εργασίας που ο εφεσίβλητος εργοδοτήθηκε να εκτελεί. Κανένα παρόμοιο κίνδυνο δεν εμπεριέχει η εργασία του εφεσίβλητου η οποία δεν είναι, ως εκ της φύσης της, καθόλου επικίνδυνη εργασία. Εξ άλλου δεν υπάρχει εισήγηση από τον εφεσείοντα ότι ο κίνδυνος δεν ήταν πρακτικώς δυνατό να αντιμετωπισθεί με οποιαδήποτε προφυλακτικά μέτρα.
Το έκτο και τελευταίο επιχείρημα του εφεσείοντα αναφορικά με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφε- σείων ευθύνεται για το επίδικο ατύχημα, είναι ότι το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων δε διατηρούσε ασφαλές μέρος εργασίας ή ασφαλές σύστημα εργασίας είναι εσφαλμένο ενόψει της προσαχθείσης μαρτυρίας.
Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επεσήμανε την ανάγκη να εκθέσει όλα τα συμπεράσματα που εξάγονται από την ενώπιόν του μαρτυρία όπως είχε αποδεχθεί, και τα οποία συμπεράσματα όφειλε να είχε διατυπώσει στην απόφασή του. Επιπρόσθετα προς όσα ορθά συμπεράσματα έχει εξάξει και διατυπώσει στην απόφασή του, το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε αλλά παράλειψε να εξάξει και να διατυπώσει τα ακόλουθα συμπεράσματα (inferences) από την ενώπιόν του μαρτυρία: Το συμπέρασμα ότι οι κίνδυνοι της μεταφοράς λίπους μέχρι το σκαλί και του επακόλουθου ατυχήματος ήταν κίνδυνοι που μπορούσαν λογικά να είχαν προβλεφθεί από τον εφεσείοντα, το συμπέρασμα ότι η λήψη επαρκών προφυλακτικών μέτρων για αντιμετώπιση των κινδύνων αυτών ήταν λογικά εφικτή, το συμπέρασμα ότι, σαν θέμα κοινής λογικής και σύνεσης, ο κίνδυνος μεταφοράς λίπους εκτός του θαλάμου σφαγής θα μπορούσε να εκλείψει ή τουλάχιστο να ελαχιστοποιηθεί αν ο εφεσείων παρείχε τις αναγκαίες διευκολύνσεις, π.χ. μια βρύση και μια λεκάνη, για το καθάρισμα των ποδίνων ακριβώς έξω από το θάλαμο σφαγής, και αν εξέδινε τις αναγκαίες οδηγίες και επέβλεπε την τήρηση τους για τον καθαρισμό των ποδίνων από τα πρόσωπα που εβγαίναν από το θάλαμο, πριν βαδίσουν στους άλλους χώρους του σφαγείου· και το συμπέρασμα ότι τα πιο πάνω μέτρα, ήταν από πρακτικής πλευράς εφικτά και από οικονομικής πλευράς επίσης εφικτά αφού δεν υπήρχε ισχυρισμός ότι η δαπάνη τους θα ήταν δυσανάλογη προς το μέγεθος του κινδύνου τον οποίο θα εξουδετέρωναν.
Όλα τα πιο πάνω συμπεράσματα μπορούσαν αβίαστα και λογικά να είχαν εξαχθεί από τα πρωτογενή γεγονότα που ο εφεσίβλητος απόδειξε με τη μαρτυρία που παρουσίασε και την οποία το Δικαστήριο είχε αποδεχτεί σαν αξιόπιστη. Στην άσκηση της κατ' έφεση δικαιοδοσίας του το Ανώτατο Δικά- στήριο έχει εξουσία να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωτογενή γεγονότα όπως τα έχει αποδεχτεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, είτε επιπρόσθετα είτε σε αντικατάσταση αντίστοιχων λανθασμένων συμπερασμάτων που έχουν εξαχθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Στην πραγματικότητα είμαστε σε εξ ίσου καλή θέση με εκείνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για να επιτελέσουμε αυτό το έργο. Κανένας χρήσιμος σκοπός δε θα εξυπηρετηθεί αν, ένεκα της παράλειψης αυτής του πρωτόδικου Δικαστηρίου, εκδώσουμε διαταγή για την επανεκδίκαση της υπόθεσης με όλη την καθυστέρηση και τα πρόσθετα έξοδα που θα συνεπάγεται μια τέτοια διαταγή.
Εφαρμόζοντας τις αρχές που καθορίζουν την ευθύνη του εφεσείοντα σαν εργοδότη τις οποίες έχουμε αναφέρει πιο πάνω στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης όπως καθορίζονται από τα ευρήματα και συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου συμπληρωμένα με τα δικά μας συμπεράσματα που διατυπώνουμε πιο πάνω, καθίσταται φανερό ότι το τελικό συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων παρέβηκε το καθήκον που είχε προς τον εφεσίβλητο να τον προστατεύσει από περιττούς κινδύνους λαμβάνοντας τα λογικώς αναγκαία προφυλακτικά μέτρα, είναι ορθό και δεν είναι δυνατό να ακυρωθεί. Σ' αντίθεση με τις υποθέσεις στις οποίες αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα, η αποκλειστική αιτία για την οποία ο τόπος εργασίας στην παρούσα υπόθεση κατέστη ολισθηρός και ανασφαλής ήταν ο πλημμελής τρόπος διεξαγωγής των εργασιών μέσα στο σφαγείο και όχι κάποιο εξαιρετικό συμβάν που ο συνετός εργοδότης δεν αναμένετο να προβλέψει και/ή να αντιμετωπίσει.
H ευθύνη του εφεσίβλητου.
Στην Υπεράσπισή του ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι ο εφεσίβλητος είναι ένοχος συντρέχουσας αμέλειας γιατί -
"1.Ο ενάγων δεν ήσκησε την αναγκαίαν ή οιανδήποτε προσοχήν (any or any proper look-out).
2. Παρέλειψε να προσέχει το μέρος όπου εβάδιζε (failed to look where he was walking).
3. Ενώ εγνώριζε ή έπρεπε να γνωρίζει ότι υπήρχαν ολισθηραί ουσίαι εβάδισε επ' αυτών ενώ ηδύνατο να τας αποφύγει".
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν αποδείχτηκε συντρέχουσα αμέλεια εναντίον του εφεσίβλητου. Συμφωνούμε με το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. H εκδοχή του εφεσείοντα όπως φάνηκε από την αντεξέταση του εφεσίβλητου, περιορίστηκε στην εισήγηση ότι ο εφεσίβλητος έχασε την ισορροπία του και έπεσε επειδή έτρεχε και σκόνταψε. Ούτε ο ίδιος ρωτήθηκε ούτε άλλη μαρτυρία προσήχθηκε για να τεκμηριώσει οποιαδήποτε από τις πιο πάνω τρεις λεπτομέρειες αμέλειας του εφεσίβλητου που ο εφεσείων πρόβαλε στην Υπεράσπισή του. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις, η απόρριψη της εισήγησης του εφεσείοντα για συντρέχουσα αμέλεια του εφεσίβλητου ήταν αναπόφευκτη.
Για τους λόγους που έχουμε επεξηγήσει, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επικυρώνεται και η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.
Έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος τον εφεσείοντα.