ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1989) 1E ΑΑΔ 204
[ΣΑΒΒΙΔΗΣ, ΚΟΥΡΡΗΣ, ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, Δ.Δ.]
ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΉΣ ΕΛΛΑΔΟΣ A.E.,
Εφεσείοντες,
ν.
ΝΕΣΤΟΡΑ ΧΑΤΖΗΝΕΣΤΟΡΟΣ,
Εφεσίβλητου.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 7205).
Έφεση - Έφεση στρεφομένη εναντίον αποφάσεως, που εκδόθηκε σε αίτηση για συνοπτική απόφαση, με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέσχε άδεια υπερασπίσεως άνευ όρων στον εναγόμενο (εφεσίβλητο) - Προσέγγιση Εφετείου - Διάκριση της περιπτώσεως, όπου εγείρονται νομικά ζητήματα μόνο, από την περίπτωση, όπου εγείρονται και θέματα γεγονότων - Στην πρώτη περίπτωση η εξουσία του εφετείου για παρέμβαση είναι πολύ ευρύτερη.
Πολιτική Δικονομία - Συνοπτική απόφαση, Αίτηση για - Οι Περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμοί θ. 18, Καν. 1 - Διαφορετική πρέπει να είναι η προσέγγιση στο θέμα παροχής αδείας για υπεράσπιση, όταν στην ένσταση κατά της αιτήσεως για συνοπτική απόφαση, προβάλλονται νομικά μόνο ζητήματα.
Το υποκατάστημα Μόρφου της εφεσείουσας Τράπεζας παρεχώρησε κατά το έτος 1973 ενυπόθηκο δάνειο στον εφεσίβλητο. H υποθήκη αφορούσε πενταώροφη οικοδομή του εφεσίβλητου στην Λευκωσία. Μετά την εισβολή η εφεσείουσα ζήτησε την εκποίηση της υποθήκης, αλλά τούτο εν τέλει δεν έγινε κατορθωτό, γιατί η διαδικασία ανεστάληκε, ως συνέπεια καταχωρίσεως αιτήσεως από τον εφεσίβλητο με βάση τον Περί Ανακουφίσεως Οφειλετών Νόμο 24/79. Στο τέλος p εφεσίβλητος κηρύχθηκε πληγείς οφειλέτης.
Με την αγωγή, που κατεχώρισε η εφεσείουσα στην υπόθεση αυτή, η εφεσείουσα αξιώνει ασφάλιστρα, που η ίδια πλήρωσε στην Ασφαλιστική Εταιρεία ΑΣΤΗΡ σχετικά με ασφάλεια πυρός της ενυπόθηκης οικοδομής για μεταεισβολική περίοδο συνολικής εκτάσεως 11 περίπου ετών. Επί πλέον η εφεσείουσα ζητά και τόκο επί των ποσών των εν λόγω ασφαλίστρων.
O εφεσίβλητος κατεχώρισε εμφάνιση στην αγωγή. H εφεσείουσα ζήτησε συνοπτική απόφαση. O εφεσίβλητος έφερε ένσταση και προς υποστήριξη της ενστάσεώς του προέβαλε 5 βασικά λόγους. Για τους σκοπούς όμως της περιληπτικής αυτής σημειώσεως σημασία έχουν μόνο οι 2 πρώτοι λόγοι.
Σύμφωνα με τον πρώτο λόγο τα ποσά των ασφαλίστρων είναι υπερβολικά. O εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι δεν έχει υποχρέωση να πληρώσει ποσά πέραν εκείνων, που ήσαν λογικώς αναγκαία για να επιτευχθεί η ασφάλιση του κτιρίου.
Σύμφωνα με τον 2ον λόγο ο εφεσίβλητος δεν έχει εν πάση περιπτώσει υποχρέωση να πληρώσει οποιαδήποτε ασφάλιστρα, γιατί δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις, που διαλαμβάνει το έγγραφο υποθήκης. Σύμφωνα με τον ισχυρισμό του εφεσιβλήτου και εν τη ορθή ερμηνεία του σχετικού συμβατικού όρου η Τράπεζα δεν έχει η ίδια δικαίωμα να ασφαλίζει την ενυπόθηκο περιουσία, εκτός αν προηγουμένως ζητήσει από τον εφεσίβλητο να την ασφαλίσει και ο τελευταίος παραλείψει να το κάμει.
Τ ο Α ν ώ τ α τ ο Δ ι κ α σ τ ή ρ ι ο, α π ο ρ ρ ί π τ ο ν τ α ς τ η ν έ φ ε σ η, α- π ο φ ά σ ι σ ε:
1) H εξουσία του εφετείου να επεμβαίνει σε περίπτωση ασκήσεως εφέσεως εναντίον αποφάσεως, με την οποία δίδεται άδεια υπερασπίσεως άνευ όρων στον καθ' ου η αίτηση για συνοπτική απόφαση, είναι πολύ μεγαλύτερη στην περίπτωση όπου τα ζητήματα, που είχε εγείρει στην ένσταση ο καθ' ου η αίτηση ήταν καθαρά νομικά θέματα από ότι είναι στην περίπτωση, όπου τα ζητήματα, που έχει εγείρει ο καθ' ου η αίτηση αφορούν γεγονότα
2) Ταυτόχρονα η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όταν εκδικάζει αίτηση για συνοπτική απόφαση, πρέπει να είναι διαφορετική στην περίπτωση, όπου ο καθ' ου η αίτηση εγείρει νομικά μόνο θέματα από ότι πρέπει να είναι στην περίπτωση, όπου εγείρονται και πραγματικά θέματα.
3) Στην παρούσα υπόθεση ο πρώτος λόγος της ενστάσεως δεν μπορούσε να οδηγήσει σε παροχή αδείας υπερασπίσεως, γιατί συνι- στά γενική άρνηση, που είναι ανεπαρκής για τον σκοπό αυτό. Πράγματι, ο εφεσίβλητος παρέλειψε στην ένστασή του να αναφέρει ποίο ποσό θεωρεί ο ίδιος ως εύλογο ασφάλιστρο.
4) Ο 2ος λόγος της ενστάσεως εγείρει και νομικό και πραγματικό θέμα. Εγείρει θέμα ερμηνείας συμβατικού όρου. Αυτό αποτελεί θέμα καθαρά νομικό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν σε θέση να τον ερμηνεύσει. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν διστάζει να προχωρήσει στην ερμηνεία, αφού βρίσκεται στην ίδια καλή θέση, όπως βρισκόταν το πρωτόδικο Δικαστήριο. H ερμηνεία του εφεσίβλητου είναι νομικά ορθή.
O ίδιος λόγος εγείρει και το πραγματικό θέμα κατά πόσο, προτού προχωρήσει με την ασφάλιση, η εφεσείουσα Τράπεζα είχε ζητήσει από τον εφεσίβλητο να προχωρήσει εκείνος με την ασφάλιση.
Σχετικά με το σημείο αυτό το υλικό, που είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήταν τέτοιο, που δικαιολογούσε την παροχή αδείας υπερασπίσεως άνευ όρων.
H έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της εφεσείουσας.
Αναφερόμενες Αποφάσεις:
European Asian Bank A G v. Punjap and Sind Bank [1983] 2 All E.R
508,
Nichimen Corporation v. Gatoil Overseas Inc. [1987] 2 Lloyds Rep. 46,
CY.E.M.S. Co. Ltd v. Central Co-operative Industries Co Ltd. (1982) 1
Α.Α.Δ. 897,
Wing v. Thurlow [1843] 10 T.LR. 151,
Κυπριανίδης v. Ιωάννου (1966) 1 Α.Α.Δ. 265,
Woodhouse etc v. Nigerian Produce etc [1971] 1 All E.R. 665,
Wallingford v. Directors of Mutual Society [1879 - 80]5 A.C. 685,
Ασφαλιστική Εταιρεία Ερμής Λτδ ν. Θεοδωρίδης (1983) 1 ΑΛΑ. 333.
Έφεση.
Έφεση από τους ενάγοντες εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (X" Κωνσταντίνου, A.E.Δ.) ημερ. 2 Ιουλίου, 1986 με την οποία απορρίφθηκε αίτηση για συνοπτική απόφαση που οι ενάγοντες είχαν καταχωρίσει βάσει των προνοιών της Διάταξης 18, Θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών.
Α. Δικηγορόπουλος, για τους εφεσείοντες.
Δ. Χατζηνέστορος, για τον εφεσίβλητο.
ΣΑΒΒΙΔΗΣ. Δ.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο αδελφός Δικαστής I. Πογιατζής.
ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, Δ.: H παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον ενδιάμεσης απόφασης ημερομηνίας 3 Ιουλίου 1986, στην αγωγή αρ. 2472/86, με την οποία δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας απόρριψε την αίτηση για συνοπτική απόφαση που οι εφεσείοντες είχαν καταχωρίσει εναντίον του εφεσίβλητου με βάση τις πρόνοιες της Διάταξης 18, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, και παραχώρησε άδεια στον εφεσίβλητο να υπερασπιστεί χωρίς όρους.
Οι εφεσείοντες είναι η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας που για πολλά τώρα χρόνια διεξάγει τραπεζιτικές εργασίες πάνω σε παγκύπρια κλίμακα. Στις 26 Οκτωβρίου 1973 το υποκατάστημα Μόρφου των εφεσειόντων, που στο εξής θα αποκαλώ "η Τράπεζα", με έγγραφη σύμβαση παραχώρησε ενυπόθηκο δάνειο στον εφεσίβλητο για ποσό £14,000 πληρωτέο στις Νοεμβρίου 1973 με τόκο 9% ετησίως. Για ασφάλεια του χρέους του ο εφεσίβλητος υποθήκευσε προς όφελος της Τράπεζας πενταώροφη οικοδομή του στη Λευκωσία.
Όταν η Τράπεζα κίνησε τη διαδικασία για την καταναγκαστική πώληση του ενυπόθηκου ακίνητου του εφεσίβλητου από το Κτηματολόγιο για την είσπραξη του πιο πάνω χρέους, ο εφεσίβλητος καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας την αίτηση με αρ. 14/85 δυνάμει του περί Ανακουφίσεως Οφειλετών Νόμου Αρ. 24 του 1979, όπως έχει μεταγενέστερα τροποποιηθεί, για αναστολή της πιο πάνω διαδικασίας, ισχυριζόμενος ότι είναι εκτοπισθείς και/ή πληγείς οφειλέτης. Φαίνεται ότι η διαδικασία εκείνη έχει έκτοτε ανασταλεί. Εν πάση περιπτώσει, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου δήλωσε στην αγόρευσή του ότι ο πελάτης του κηρύχθηκε από το αρμόδιο Δικαστήριο εκτοπισθείς και πληγείς οφειλέτης στις 2 Ιουλίου 1987. Στις 21 Μαρτίου 1986, έντεκα περίπου μήνες μετά την καταχώριση της αίτησης αρ. 14/85, η Τράπεζα καταχώρισε εναντίον του εφεσίβλητου την αγωγή αρ. 2472/86. Με την Έκθεση Απαίτησής της πάνω στο ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο της αγωγής η Τράπεζα απαιτεί "Λ.Κ. 1,592 - πλέον τόκους προς 9% ετησίως επί Λ.Κ. 1,037.25 σεντ από 12.9.1985". H απαίτηση αυτή αντιπροσωπεύει ασφάλιστρα συνολικού ύψους £1.031.75 σεντ που ισχυρίζεται ότι πλήρωσε "μετά την 14.8.1974 μέχρι την 9.10.1984", £554.75 σεντ τόκους πάνω στο πιο πάνω ποσό και £5.50 σεντ έξοδα που έγιναν "μεταξύ της 30.10.1984 και 12.9.1985". Όπως αναφέρεται στην Έκθεση Απαίτησης, χωρίς να παραδέχεται τον ισχυρισμό του εφεσίβλητου ότι είναι εκτοπισθείς ή πληγείς οφειλέτης δικαιούμενος στα ευεργετήματα αρ. 24 του 1979 όπως έχει μεταγενέστερα τροποποιηθεί, η Τράπεζα προχωρεί την παρούσα αγωγή της με την προϋπόθεση ότι ο εφεσίβλητος δικαιούται στα ευεργετήματα του πιο πάνω Νόμου.
H απαίτηση της Τράπεζας στην αγωγή 2472/86 βασίζεται στην πιο πάνω έγγραφη σύμβαση δανειοδότησης του εφεσίβλητου ημερομηνίας 26 Οκτωβρίου 1973 μέρος της οποίας αποτελεί το Έγγραφο Υποθήκης ίδιας ημερομηνίας, Τεκμήριο "Ξ". H παράγραφος 7 του εγγράφου προνοεί τα ακόλουθα:
"Μέχρι τελείας εξοφλήσεως του χρέους μου υποχρεούμαι να έχω ασφαλισμένα τα διά του παρόντος συμβολαίου υποθηκευμένα κτήματά μου διά ποσόν ουχί ολιγώτερον του χρέους μου εναντίον πυρός και εναντίον οιουδήποτε άλλου κινδύνου, εάν τούτο ήθελεν απαιτηθή υπό της Τραπέζης, προς όφελος της Τραπέζης παρά τη Ανωνύμω Ασφαλιστική Εταιρεία "ΑΣΤΗΡ". Εάν παραλείψω να πράξω τούτο θα δικαιούται η Τράπεζα να προβή εις ασφάλειαν παρ' οιαδήποτε Ασφαλιστική Εταιρεία, η δε προς τούτο δαπάνη θα επιβαρύνη εμέ με τόκον προς 9% κατ' έτος, από της ημέρας της πληρωμής της, της Τραπέζης δικαιούμενης να φέρη εις χρέωσιν του ενυποθήκου δανείου μου τα ούτω πως πληρωνόμενα ασφάλιστρα."
H Τράπεζα ισχυρίζεται ότι οι πληρωμές που έκαμε στην Ασφαλιστική Εταιρεία ΑΣΤΗΡ για λογαριασμό του εφεσίβλητου με βάση την πιο πάνω συμβατική πρόνοια αποτελούν μεταπολεμική οφειλή του εφεσίβλητου. O σχετικός ισχυρισμός της Τράπεζας εκτίθεται αναλυτικά στις παραγράφους 7(1) και (2) της Έκθεσης Απαίτησης στις οποίες εναφέρονται τα εξής:
"(1) O νόμος 24/79 ανέστειλε το δικαίωμα εισπράξεως "οφειλής" οφειλομένης υπό εκτοπισθέντων ή πληγέντων οφειλετών υφισταμένης την 14.8.1974, μελλοντικώς, ήτοι από της ενάρξεως της ισχύος του Νόμου την 22.3.1979 και όχι αναδρομικώς εκτός εις την περίπτωσιν τόκων επιβαρυνθέντων ή χρεωθέντων επί οφειλής υφισταμένης την 14.8.1974.
(2) Αι πληρωμαί των ως άνω ασφαλίστρων και εξόδων εγένοντο υπό των Εναγόντων μετά την 14.8.1974 και είναι "οφειλή" δημιουργηθείσα μετά την 14.8.1974 εκπίπτουσα των προνοιών του Νόμου."
Όταν ο εφεσίβλητος καταχώρισε εμφάνιση στην πιο πάνω αγωγή, η Τράπεζα καταχώρισε αίτηση για συνοπτική απόφαση σύμφωνα με τη Διάταξη 18, Θ.1 και 2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Την αίτηση συνόδευε ένορκη δήλωση του εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου της Τράπεζας Ανδρέα Παπαδόπουλου, ημερομηνίας 14 Απριλίου 1986, με την οποία επι- βεβαιώνει ότι ο εφεσίβλητος οφείλει το ποσό που περιγράφεται στις παραγράφους 2 - 8 της Έκθεσης Απαίτησης και ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή και ότι ο εφεσίβλητος καταχώρισε εμφάνιση με μοναδικό σκοπό να καθυστερήσει την έκδοση απόφασης εναντίον του.
O εφεσίβλητος καταχώρισε ένσταση στην αίτηση της Τράπεζας. Την ένστασή του συνοδεύει δική του ένορκη δήλωση ημερομηνίας 9 Μαΐου 1986, στην οποία αναφέρονται διάφοροι ισχυρισμοί προς υποστήριξη της θέσης του εφεσίβλητου ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να απορρίψει την αίτηση. Είναι φανερό ότι υπάρχει στο σημείο αυτό κάποια σύγχυση μεταξύ των λόγων που δικαιολογούν απόρριψη αίτησης για συνοπτική απόφαση και των λόγων που δικαιολογούν την παροχή άδειας για την καταχώριση Υπεράσπισης. Θα αναφερθώ συνοπτικά μόνο στους ισχυρισμούς εκείνους της ένορκης δήλωσης του εφεσίβλητου που, αν ευσταθούν, δικαιολογούν την παροχή τέτοιας άδειας, όχι όμως την απόρριψη της αίτησης. Εφόσο, μετά που εξέτασε τις διάφορες ενστάσεις του εφεσίβλητου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε με την επίδικη απόφασή του ότι η αίτηση πληροί τους όρους και τις προϋποθέσεις των σχετικών Δικαστικών Θεσμών ώστε να παρέχεται στο Δικαστήριο δικαιοδοσία να προχωρήσει στην εξέταση της αίτησης στην ουσία της, και εφόσο ο εφεσίβλητος δεν έχει εφεσιβάλει το μέρος αυτό της επίδικης απόφασης, δεν συντρέχει κανένας λόγος να εξετάσω ή να αναφερθώ στις ενστάσεις του εφεσίβλητου που επανέλαβε και ενώπιόν μας και που αναφέρονται στην κατ' αρχή τυπική εγκυρότητα και τη συμμόρφωση της αίτησης με τους σχετικούς Δικαστικούς Θεσμούς.
Στην προσπάθειά του να αποσείσει το βάρος της απόδειξης που βρίσκεται στους ώμους του για την παραχώρηση σ' αυτόν της αναγκαίας άδειας να καταχωρίσει Υπεράσπιση στην αγωγή, ο εφεσίβλητος προβάλλει στην ένορκη δήλωσή του βασικά τους πέντε πιο κάτω λόγους:
1. Στην παράγραφο 7 της ένορκης δήλωσης αναφέρεται ότι, χωρίς βλάβη ή επηρεασμό του ότι δεν οφείλει οποιοδήποτε ποσό στην Τράπεζα, ο εφεσίβλητος δεν αποδέχεται και αμφισβητά το ύψος των ισχυριζομένων ως πληρωθέντων ασφαλίστρων το οποίο δεν είναι εύλογο αλλά είναι υπερβολικό και εξωπραγματικό.
2. Ένας άλλος λόγος που προβάλλει ο εφεσίβλητος είναι εκείνος που αναφέρεται στις υποπαραγράφους (ε) και (ζ) της παραγράφου 6 της ένορκης δήλωσής του στην οποία λέγει τα εξής:
"6(ε) Περαιτέρω οι Ενάγοντες προτού προβούν εις την ισχυριζομένην ασφάλισιν δυνάμει της επικαλούμενης παραγράφου 7 του Συμπληρωματικού Εγγράφου δεν συνεμορφώθησαν προς ουσιώδη όρον αυτής (FAILED ΤΟ COMPLY WITH A CONDITION PRECEDENT). To δικαίωμά τους να ασφαλίσουν οι ίδιοι (οι Ενάγοντες) το ακίνητόν μου εξηρτάτο από τον όρον (CONDITION PRECEDENT) ότι θα απήτουν την τοιαύτην ασφάλισιν εκ μέρους μου, πράγμα το οποίον οι Ενάγοντες ουδέποτε απήτησαν κατά τον χρόνον που ισχυρίζονται ότι αύτοι προέβησαν εις την ασφάλισιν του ακινήτου μου. Όθεν η ισχυριζομένη ασφάλισις είναι και εξ αυτού του λόγου εξ υπαρχής άκυρος και/ή αντισυμβατική και/ή ανίσχυρος και/ ή ακυρώσιμος καθ' ότι οι Ενάγοντες επαραβίασαν ουσιώδη όρον (CONDITION PRECEDENT) της μεταξύ μας συμφωνίας. Οι Ενάγοντες πράγματι ουδέποτε απήτησαν από εμέ την εκπλήρωσιν της επιδίκου παραγράφου 7 διότι ρητώς και/ή σιωπηρώς εγκατέλειψαν και/ή παρητήθησαν της εφαρμογής της καθ' ότι το ακίνητόν μου ως μου εδήλωσαν οι εκπρόσωποι των Εναγόντων και ως οι ίδιοι παραδέχονται εις την Ένορκον Δήλωσίν τους εις την αίτησίν μου 14/85 ημερ. 12.6.1985 τούτο ήτο αξίας Λ.Κ. 72,000. - που υπερεκάλυπτε πολλαπλασίως την απαίτησίν τους και ούτω δεν είχον σοβαρόν λόγον και κίνητρα να το ασφαλίσουν. Διά πρώτην φορά επληροφορήθην ότι οι Ενάγοντες ησφάλισαν το ακίνητον μου μετά από 11 χρόνια με τας επιστολάς των ημερ. 12.9.1985 και 21.11.1985. Είναι δε αναληθές ότι οι Ενάγοντες εζήτησαν προφορικώς την πληρωμήν των ασφαλίστρων της ισχυριζομένης ασφάλειας.
6(ζ) Εν πάση περιπτώσει ως είναι διατυπωμένη η επίδικος παράγραφος 7 η ορθή αυτής ερμηνεία υποχρεοί τους Ενάγοντες εις την κατ' έτος λαμβάνουσαν χώραν ισχυριζομένην ανανέωσιν να απήτουν από εμέ να προβώ εις την σχετικήν ασφάλισιν πράγμα το οποίον κατά την διαρεύσασαν 11ετίαν οι Ενάγοντες δεν έπραξαν και ούτως ως αναφέρω εις την υποπαράγραφον (ε) παρέβησαν ουσιώδη όρον (CONDITION PRECEDENT) της μεταξύ μας συμφωνίας και/ή παρητήθησαν και/ή εγκατέλειψαν ρητώς και /ή σιωπηρώς την παράγραφον ταύτην."
3. Ο τρίτος λόγος που προβάλλει ο εφεσίβλητος περιέχεται στην παράγραφο 6(α) της ένορκης δήλωσης στην οποία αναφέρονται τα εξής:
"6(a) Το αληθές νόημα και σκοπός του N 24/79 ως και η ορθή αυτού ερμηνεία είναι ότι και εάν ήθελε υποτεθή ότι επληρώθησαν υπό των Εναγόντων τα ισχυριζόμενα ασφάλιστρα ταύτα καλύπτονται από τας διατάξεις του ως άνω νόμου καθ' ότι αποτελούν τόκον 'υπό μορφήν δικαιώματος, επιβαρύνσεως ή εξόδων ή οιανδήποτε άλλην μορφήν πέραν του κεφαλαίου πληρωτέον εις τον δικαιούχον' ως διαλαμβάνει εις τον ορισμόν του τόκου ο ως άνω Νόμος."
4. Ο τέταρτος λόγος περιγράφεται στην παράγραφο 6(δ) της ένορκης δήλωσης του εφεσίβλητου, στην οποία αναφέρονται τα εξής:
"6(δ) Άνευ επηρεασμού των ανωτέρω και εάν ήθελεν αποδειχθή η ισχυριζομένη ασφάλισις αύτη είναι άκυρος και/ή στερουμένη εννόμου αποτελέσματος και/ή είναι ανίσχυρος ελλείψει αντιπαροχής (CONSIDERATION) καθ' ότι δεν υπήρχεν ασφαλίσιμον συμφέρον (INSURABLE INTEREST) κατά τον ισχυριζόμενον χρόνον συνάψεως της ασφαλίσεως ικανόν να στηρίζη νομικά τοιούτον συμβό- λαιον και/ή διότι προβλέπει την τέλεσιν πράξεως αδυνάτου."
5. Ο τελευταίος λόγος περιέχεται στην παράγραφο 6 (στ) της ένορκης δήλωσης, που λέγει τα εξής:
"6(στ) Άνευ επηρεασμού των ως άνω η υποχρέωσίς μου διά ασφάλισιν του ακινήτου μου δυνάμει της επιδίκου παραγράφου 7 διαρκεί εφ' όσον χρόνον διαρκεί και η μη πληρωμή του οφειλομένου δανείου. Αλλά η μη πληρωμή του οφειλομένου δανείου οφείλεται εις την άσκησιν υπ' εμού νομίμων δικαιωμάτων μου αρυομένων εκ του Ν.24/ 79 και τούτο είναι ασυμβίβαστον προς γνωστάς αρχάς δικαίου να τιμωρούμαι διά την σύννομον άσκησιν των δικαιωμάτων μου."
Στην απόφασή του το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρεται σε συντομία στους πιο πάνω λόγους και ευθύς αμέσως λέγει τα εξής στη σελ. 11:
"Δεν νομίζω ότι θα έπρεπε να προχωρήσω να απαριθμήσω ένα προς ένα τους ισχυρισμούς του εναγομένου, ή να προχωρήσω να αποφασίσω πάνω στην ουσία όλων αυτών των ισχυρισμών. Πιστεύω ότι το καθήκον του Δικαστηρίου στο στάδιο αυτό είναι να αποφασίσει κατά πόσον υπάρχει 'λογική πιθανότητα για υπεράσπιση' (a fair probability of a defence) (ίδε Ward v. Plumbley, 6 T.L.R. 198). Μόνον αν φαίνεται καθαρά ότι ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση μπορεί να αποκλεισθεί από του να υπερασπισθεί (ίδε Sheppards ν. Wilkinson, 6T.L.R. 13).
Έχω εξετάσει με προσοχή όλα όσα ο εναγόμενος ισχυρίζεται στην ένορκο δήλωσή του και υπό το φως των σχετικών αποφάσεων πάνω στο θέμα είμαι της γνώμης ότι υπάρχουν σοβαρά θέματα, τόσον αναφερόμενα σε γεγονότα, όσον και σε νομικά θέματα σε συνάρτηση με γεγονότα που θα πρέπει να δικαστούν.
Είμαι πεπεισμένος άτι αυτή δεν είναι η κατάλληλη περίπτωση κατά την οποία θα έπρεπε να ασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια και να εκδώσω την αιτούμενη απόφαση προς όφελος της Τράπεζας. Αντίθετα ευρίσκω ορθόν και πρέπον να επιτρέψω ανεπιφύλακτα στον εναγόμενο να υποβάλει την υπεράσπισή του.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αίτηση της Τράπεζας για συνοπτική απόφαση απορρίπτεται με έξοδα προς όφελος του εναγόμενου."
Στην Ειδοποίηση Εφέσεως που καταχώρισε η Τράπεζα και που είναι γραμμένη στην Αγγλική γλώσσα προβάλλονται οι εξής τέσσερις λόγοι εφέσεως:
"1. That the ruling of His Honour the trial judge given on 3.7.1986 is based upon a misreading and/or misconception of the meaning, purpose and/or object of 0.18 of the Civil Procedure Rules.
2. His Honour the trial judge exercised his discretion under Order 18 erroneously and/or on the basis of irrelevant considerations and wrong principles upon a misreading of the cases cited by him and/or the ration decidendi thereof.
3. His Honour the trial judge failed to consider the 'points of Law' raised by the Defendant and equated these to facts and/or particulars to which the Defendant had to condescend.
4. His Honour misdirected himself and erred both as to the facts and as to the Law and principles governing Applications for Summary Judgment and exercised his discretion injudiciously."
To βασικό παράπονο του ευπαίδευτου δικηγόρου της Τράπεζας, όπως έχει διαφανεί από την αγόρευσή του, είναι ότι ο πρωτόδικος Δικαστής παρερμήνευσε τις αποφάσεις που αναφέρθηκαν στα επιχειρήματα των δικηγόρων των δυο πλευ- ρών. Ισχυρίστηκε επί του προκειμένου ότι όλοι οι λόγοι που πρόβαλε ο εφεσίβλητος στην ένορκη του δήλωση, συμπεριλαμβανομένου εκείνου της παραγράφου 6(ζ) που αναφέρεται στην ερμηνεία της παραγράφου 7 της επίδικης σύμβασης, Τεκ. "Ξ", είναι λόγοι που εγείρουν αποκλειστικά νομικά θέματα τα οποία το Δικαστήριο είχε καθήκον να εξετάσει και να απορρίψει σαν αβάσιμα και ακολούθως να προχωρήσει στην έκδοση απόφασης εναντίον του εφεσίβλητου για ολόκληρο το ποσό της απαίτησης πλέον έξοδα. Επικαλέστηκε επί του προκειμένου, μεταξύ άλλων, τις αποφάσεις στις Αγγλικές υποθέσεις European Asian Bank AG v. Punjab and Sind Bank [1983] 2 All E.R. 508, και Nichimen Corporation v. Gatoil Overseas Inc. (C.A.) [1987] 2 Lloyd's Rep. 46. Επικαλούμενος, τέλος, την Κυπριακή υπόθεση CY.E.M.S. Co. Ltd. ν. Central Co-Operative Industries Co. Ltd. (1982) 1 Α.Α.Δ. 897, ο κ. Δικηγορόπουλος εκάλεσε το Ανώτατο Δικαστήριο να επανεξετάσει τους ισχυρισμούς του Εναγομένου, να τους απορρίψει και να εκδώσει το ίδιο απόφαση υπέρ της Τράπεζας για το απαιτούμενο ποσό.
O ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσίβλητου υπεραμύνθηκε της πρωτόδικης απόφασης. Ισχυρίστηκε στην αγόρευσή του ότι η έκδοση συνοπτικής απόφασης προϋποθέτει άσκηση διακριτικής εξουσίας από το Δικαστήριο· ότι ο εφεσίβλητος εγείρει στην ένορκη δήλωσή του σωρείαν υπερασπίσεων πραγματικών και ιδίως νομικών· και ότι ορθά το Δικαστήριο παραχώρησε στον εφεσίβλητο άδεια να καταχωρίσει Υπεράσπιση χωρίς οποιοδήποτε όρο.
Οι περιπτώσεις στις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο παρόλο που αποφάσισε ότι η αίτηση του ενάγοντα για συνοπτική απόφαση συνάδει με τις πρόνοιες της Δ.18, Θ.1 των Δικαστικών θεσμών, θα πρέπει εντούτοις να παραχωρήσει άδεια στον εναγόμενο να καταχωρίσει Υπεράσπιση, καθορίζονται στην παράγραφο (α) του θεσμού 1 της Διάταξης 18, των Δικαστικών θεσμών που εξακολουθούν δυστυχώς να είναι γραμμένοι μόνο στην Αγγλική γλώσσα. Στο σχετικό μέρος της παραγράφου (α) αναφέρονται τα εξής:
"And judgment for the plaintiff may be given thereupon, unless the defendant shall satisfy the Court that he has a good defence to the action on the merits, or disclose such facts as may be deemed sufficient to entitle him to defend."
To πιο πάνω κείμενο αντιγράφει την αντίστοιχη πρόνοια της Δ.14, Θ.1 των Αγγλικών Θεσμών που ήταν σε ισχύ μέχρι το 1962. H αντίστοιχη πρόνοια που ισχύει σήμερα στην Αγγλία βρίσκεται στη Δ.14, θ.3 (1) στην οποία οι λέξεις "that he has a good defence to the action on the merits" αντικαταστάθηκαν με τις "that there is an issue or question in dispute which ought to be tried" και οι λέξεις "shall disclose such facts as may be deemed sufficient to entitle him to defend the action generally" αντικαταστάθηκαν με τις λέξεις "that there ought for some other reasons to be a trial". Αν και οι λέξεις που χρησιμοποιούνται στη νέα Διάταξη έχουν ευρύτερη έννοια από εκείνες της παλιάς Διάταξης, η βασική δομή της παλιάς Διάταξης διατηρείται και μέχρι σήμερα εξακολουθεί να γίνεται αναφορά και επίκληση αρχών που καθορίστηκαν με αποφάσεις σε υποθέσεις πριν το 1962, όπως φαίνεται από το πιο κάτω απόσπασμα του βιβλίου Supreme Court Practice 1967, στη σελ. 121:
"Leave to Defend - Unconditional Leave - The power to give summary judgment under 0.14 is 'intended only to apply to case where there is no reasonable doubt that a plaintiff is entitled to judgment, and where therefore it is inexpedient to allow a defendant to defend for mere purposes of delay' (Jones v. Stone [1894] A.C. 122). As a general principle, where a defendant shows that he has a fair case for defence, or reasonable grounds for setting up a defence, or even a fair probability that he has a bona fide defence, he ought to have leave to defend (Saw v: Hakim, 5 T.L.R. 72; Ironclad, etc., Co. v. Gardner, 4 T.L.R. 18; Ward v. Plumbley, 6 T.L.R. 198; Yorkshire Banking Co. v. Beatson, 4 C.P.D. 213; Ray v. Barker, 4 Ex. D. 279).
Leave to defend must be given unless it is clear that there is no real substantial question to be tried (Godd v. Delap [1905]. 92 L.T. 510, H.L.); that there is no dispute as to facts or law which raises a reasonable doubt that the plaintiff is entitled to judgment (Jones v. Stone, [1894] A.C. 122; Thompson v. Marshall, 41 L.T. 720, C.A.; Jacobs v. Booth's Distillery Co. [1901] 85 L.T. 262, H.L.; Lindsay v. Martin, 5 T.L.R. 322)."
Ενδείκνυται στο παρόν στάδιο να εξεταστεί η έκταση των εξουσιών του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην κατ' έφεση δικαιοδοσία του, όπως έχει καθοριστεί από τη νομολογία, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα. Οι αποφάσεις των Αγγλικών Δικαστηρίων επί του προκειμένου είναι λιγοστές και είτε πολύ πρόσφατες είτε πολύ παλιές. Και τούτο γιατί δικαίωμα έφεσης εναντίον απόφασης σε αίτηση για συνοπτική απόφαση με την οποία δίνεται άδεια στον εναγόμενο να καταχωρίσει Υπεράσπιση χωρίς όρους, υπήρχε μόνο μέχρι το 1894. Το δικαίωμα καταργήθηκε τότε με Νόμο και επανακτήθηκε το 1981 σαν αποτέλεσμα της ψήφισης του νέου περί Ανωτάτου Δικαστηρίου Νόμου (Supreme Court Act, 1981). Υπάρχει σημαντική διαφορά στη δικαιοδοσία του Αγγλικού Εφετείου όπως ασκείτο σε παρόμοιες περιπτώσεις πριν το 1894 σε σύγκριση με τη δικαιοδοσία που ασκείται μετά το 1981. Λίγο πριν την κατάργηση του δικαιώματος έφεσης το 1894, το Αγγλικό Εφετείο αποφάσισε στην υπόθεση Wing ν. Thurlow [1843] 10 T.L.R. 151, ότι έφεση εναντίον τέτοιας απόφασης δεν πρέπει να επιτυγχάνει εκτός αν αποδειχθεί η ύπαρξη πολύ εξαιρετικών περιστάσεων. Αντίθετα, το 1983 στην υπόθεση European Asian Bank (ανωτέρω) το Εφετείο απέρριψε εισήγηση περί ανάγκης παρουσίας εξαιρετικών περιστάσεων που είχε σαν βάση την απόφαση στην υπόθεση Wing (ανωτέρω). O Δικαστής Robert Goff, L.J. είπε επί του προκειμένου τα εξής στις σελίδες 514,515:
"We do not consider that it would be right to turn the clock back to 1893, after an interregnum of nearly ninety years during which the courts have not been able to exercise the jurisdiction in question... In all the circumstances it would not, in our judgment, be right to regard a statement such as that in Wing v. Thurlow as applicable to the jurisdiction which can now be exercised.
In truth, no special principles apply to an appeal to the Court of Appeal against an order giving unconditional leave to defend. It is in form an interlocutory appeal. In the ordinary way, the appeal is by rehearing".
Στη συνέχεια ο ευπαίδευτος Άγγλος Δικαστής είπε τα εξής στις σελίδες 515,516:
"Counsel for the respondents submitted that, on the appeal, the court would be reviewing the exercise of the judge's discretion; and so should only interfere with that discretion on the ordinary well-established principles. We have to confess that we feel some doubt about this proposition. Order 14, r3 (l) provides:
'Unless on the hearing of an application under Rule 1 either the Court dismisses the application or the defendant satisfies the Court with respect to the claim, or the part of a claim, to which the application relates that there is an issue or question in dispute which ought to be tried or that there ought for some other reason to be a trial of that claim or part, the Court may give such judgment for the plaintiff against that defendant on that claim or part as may be just having regard to the nature of the remedy or relief claimed.'
Now it is true that the words used in the rule are 'the Court may give such judgment for the plaintiff...', and at first sight the word 'may' could be read as indicating that the court has a discretion. But it is to be observed that the court can only give such judgment if (1) the court has not dismissed the plaintiffs application (presumably for some defect in the application itself, (that there is no due verification of the claim) and (2) the defendant has not satisfied the court either (a) that there is an issue or question in dispute which ought to be tried or (b) that there ought for some other reason to be a trial. Once these three possibilities are eliminated, it is very difficult indeed to conceive of circumstances where the court should not give judgment for the plaintiff, especially when it is borne in mind that the policy underlying Ord 14 has always been that, on a proper application, if the judge is satisfied that there is no triable issue, he should give judgment for the plaintiff (see The Supreme Court Practice 1982 vol 1, p 165, para 14/3 - 4/2, and the cases there cited). The use of the word 'may' in this context is, we strongly suspect, a survival from the days when Ord 14 did not contain the words 'or the defendant satisfies the Court... that there ought for some other reason to be a trial...' If, having regard to those words, there remains any discretion in the court, once the three possibilities we have referred to are eliminated, to decline to give judgment, it can only be a discretion of the most residual kind. In practice, this court will simply approach an appeal of this kind as a rehearing. In this respect, an appeal appeal such as the present is to be contrasted with against an order giving leave to defend on terms, pursuant to the power conferred on the court under Ord 14, r 4(3): the exercise of that power is plainly discretionary, and this court treats the hearing of an appeal against such an order like any other appeal where the exercise of a discretion is challenged (see, eg, Gordon v. Cradock [1963] 2 All E.R. 121, [1964] 1 Q.B. 503, a decision on the old Ord 14, r 6, the precursor of the present Ord 14, r4(3). In the present case, however, the judge has very helpfully given detailed reasons of his decision; and, as will appear, it is plain from his judgment that in considering the appellants' arguments on this appeal we shall in any event be concerned with points of law.
We wish however to conclude with this comment. If the judge had already decided on the evidence, that there is a triable issue on a question of fact, it must in the very nature of things be unlikely that this court will interfere with his decision and decide that no trial should take place; because, where such a conclusion has already been reached by a judge, this court will be very reluctant to hold that there is no issue or question which ought to be tried. But where the appeal raises a question of law, this court may be more ready to interfere. Moreover, at least since Cow v Casey [1949] 1 All ER 197, [1949] 1 KB 474, this court has made it plain that it will not hesitate, in an appropriate case, to decide questions of law under Ord 14, even if the question of law is at first blush of some complexity and therefore takes 'a little longer to understand'. It may offend against the whole purpose of Ord 14 not to decide a case which raises a clear-cut issue, when full argument has been addressed to the court, and the only result of not deciding it will be that the case will go for trial and the argument will be reheard all over again before a judge, with the possibility of yet another appeal (see Verrall v. Great Yarmouth BC [1980] 1 All E.R. 839 at 843, 845 - 846, [1981] 1 QB 202 at 215, 218, per Lord Denning MR and Roskill LJ). The policy of Ord 14 is to prevent delay in cases where there is no defence; and this policy is, if anything, reinforced in a case such as the present, concerned as it is with a claim by a negotiating bank under a letter of credit (see Bank fur Gemeinwirtsahft v. City of London Garages Ltd. [1971] 1 All E.R. 541 at 547 - 548, [1971] 1 W.L.R. 149 at 158, per Cairns LJ, a case concerned with a claim on a bill of exchange by a holder in due course."
Από το απόσπασμα που έχω παραθέσει πιο πάνω φαίνεται ότι διαφορετική είναι η προσέγγιση του Εφετείου σε περιπτώσεις που με την επίδικη απόφαση παραχωρείται άδεια στον εναγόμενο να καταχωρίσει υπεράσπιση χωρίς όρους, όπως προνοεί η παρούσα πρωτόδικη απόφαση, από την προσέγγιση που ακολουθείται στις περιπτώσεις που με την επίδικη απόφαση παραχωρείται άδεια στον εναγόμενο να καταχωρίσει υπεράσπιση αλλά με όρους. H δεύτερη αυτή περίπτωση προϋποθέτει την άσκηση ευρείας διακριτικής εξουσίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο και σε περίπτωση έφεσης από μια τέτοια απόφαση η προσέγγιση του Εφετείου είναι εκείνη που ακολουθείται σε όλες γενικά τις εφέσεις στις οποίες προσβάλλεται ο τρόπος άσκησης διακριτικής εξουσίας από κατώτερα Δικαστήρια πρωτόδικης δικαιοδοσίας. Στην Κύπρο τα Δικαστήρια προσεγγίζουν το θέμα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως φαίνεται από την υπόθεση Κύπρος Κυπριανίδης ν. Συμεού Ιωάννου (1966) 1 ΑΛΑ. 265, στην οποία ο τότε δικαστής Ιωσηφίδης είπε τα εξής στη σελίδα 269:
"It will thus be seen that the burden is on the defendant to satisfy the Court that he has a good defence, and in deciding this matter the Judge has to exercise his discretion. In this case the Judge, having exercised his discretion after hearing counsel and considering the material in the form of affidavits put before him, granted conditional leave to defend. It is well settled that where a Judge has exercised his discretion under Order 18 and imposed conditions as a term of giving a defendant leave to defend, the Court of Appeal will not interfere with the exercise of his discretion unless there has been some error of principle or misapprehension of fact on his part, or unless he has given undue weight to a particular aspect of the facts (Gordon v. Cradock [1963] 2 All E.R. 121)."
Απ' όσα έχω παραθέσει πιο πάνω συνάγεται επίσης το συμπέρασμα ότι ευρύτερα είναι τα περιθώρια επέμβασης του Εφετείου σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, αν τα επίδικα θέματα που εγείρονται είναι αποκλειστικά νομικά, και πολύ στενότερα σε περιπτώσεις που ο πρωτόδικος Δικαστής αποφασίζει ότι από τη μαρτυρία ενώπιόν του εγείρονται επίδικα θέματα αναφορικά με πραγματικά γεγονότα που θα πρέπει να εκδικαστούν. Ένα άλλο συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι στην κατ' έφεση δικαιοδοσία του το Ανώτατο Δικαστήριο δε διστάζει, στις κατάλληλες περιπτώσεις, να αποφασίσει το ίδιο νομικά θέματα κάτω από τη Δ.18 των Δικαστικών Θεσμών ακόμα και όταν εκ πρώτης όψεως τα θέματα αυτά εμφανίζονται πολύπλοκα αν, βεβαίως, συζητηθούν πλήρως ενώπιόν του.
Αναφορικά με την ορθή προσέγγιση και το καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, εκτός από το απόσπασμα που παραθέτω πιο πάνω από τις σελίδες 515 και 516 της υπόθεσης European Asian Bank (ανω- τέρω), πολύ διαφωτιστικό είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Άγγλου εφέτη Lord Justice Kerr στη σελίδα 51 της υπόθεσης Nichimen (ανωτέρω):
"However, before coming to the issues, I feel bound to repeat in relation to this case what has been said in this Court on a number of recent occasions. In my view the Judge erred in principle in the approach which he adopted to this application for summary judgment. It has been said again and again in this Court in recent years that it is not sufficient to conclude that the defendants have an arguable case if the issues turn on a point of law, or other material, which enables the Court to form a definitive view on the rights of the plaintiffs there and then."
Στη συνέχεια o Lord Justice Kerr παραθέτει μέρος από το απόσπασμα της απόφασης του Δικαστή Goff στην υπόθεση European Asian Bank (ανωτέρω) το οποίο παραθέτω πιο πάνω, και προσθέτει τα εξής στις σελίδες 51,52:
"The latest in this series of cases is the judgment of this Court given by Sir John Megaw in Forestal Mimosa Ltd.v. Oriental Credit Ltd., [1986] 1 Lloyd's Rep. 329; [1986] 1 W.L.R. 631. I do not propose to go through any of the other authorities. But, as I have said, it is not sufficient upon an application under 0.14 merely to conclude, on a point of law, that it is arguable, on the side of the defendants. Most points are arguable, perhaps particularly in the Commercial Court, as Mr. Pollock's performance in this case amply demonstrated. In a case like the present, the Judge should only give leave to defend if, after full consideration of the material before him, he is satisfied that the plaintiff is not entitled to judgment there and then."
Επανέρχομαι τώρα στους πέντε λόγους που προβάλλει ο εφεσίβλητος στην ένορκή του δήλωση. Πρόθεσή μου είναι να εξετάσω τους λόγους αυτούς με τη σειρά που τους έχω εκθέσει πιο πάνω και στο βαθμό που είναι αναγκαίος για τον καθορισμό της τύχης της παρούσας έφεσης.
Διαφωνώ με την εισήγηση του ευπαίδευτου δικηγόρου της Τράπεζας ότι αυτοί οι λόγοι εγείρουν αποκλειστικά επίδικα θέματα νομικής φύσης. H εισήγηση είναι ορθή μόνο αναφορικά με τους τρεις τελευταίους λόγους. O πρώτος λόγος εγείρει επίδικο θέμα που αναφέρεται αποκλειστικά σε γεγονότα. O δεύτερος λόγος εγείρει μεν θέμα ερμηνείας της παραγράφου 7 της επίδικης σύμβασης, που σύμφωνα με την νομολογία (βλέπε π.χ. την υπόθεση Woodhouse etc. ν. Nigerian Produce etc [ 1971] 1 All E.R. 665), αποτελεί νομικό θέμα, ταυτόχρονα όμως εγείρει και θέμα που αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα για τα οποία υπάρχει αμφισβήτηση και τα οποία είναι ουσιώδη για την έκβαση της αγωγής.
1ος Λόγος:
O λόγος αυτός αφορά τη μη αποδοχή και αμφισβήτηση από τον εφεσίβλητο του ύψους των απαιτουμένων ετήσιων ασφαλίστρων. Και αν ακόμα, λέγει ο εφεσίβλητος, η Τράπεζα πλήρωσε στην Ασφαλιστική Εταιρεία ΑΣΤΗΡ έντεκα ετήσια ασφάλιστρα συνολικού ύψους £1,037.25 σεντ, από τον ίδιο μπορεί να εισπράξει μόνο το τρέχον και/ή εύλογο ύψος των ασφαλίστρων και ότι το απαιτούμενο ποσό είναι υπερβολικό και εξωπραγματικό. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι λεπτομερής ανάλυση του ποσού £1,037.25 σεντ και αναφορά στο ύψος κάθε ετήσιου ασφάλιστρου δε γίνεται ούτε στην Έκθεση Απαίτησης ούτε στην ένορκη δήλωση του Α. Παπαδόπουλου που συνοδεύει την αίτηση. Για πρώτη φορά γίνεται στη συμπληρωματική δήλωση του πιο πάνω υπαλλήλου της Τράπεζας που έκαμε σε απάντηση της ένορκης δήλωσης του εφεσίβλητου. Πουθενά όμως δεν αναφέρει ο εφεσίβλητος ποιο είναι το ύψος του ετήσιου ασφάλιστρου που ο ίδιος θεωρεί εύλογο. H παράλειψη αυτή του εφεσίβλητου αποτελεί από μόνη της αιτία απόρριψης του λόγου αυτού. Απλή άρνηση τόσο γενικής μορφής δεν είναι αρκετή για να δικαιολογήσει την παραχώρηση σ' αυτόν άδειας για την καταχώριση Υπεράσπισης είτε με όρους είτε χωρίς όρους. Επιβάλλεται λεπτομερέστερη αναφορά σε γεγονότα όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί σε Αγγλικές και Κυπριακές αποφάσεις. Ενδει- κτικά αναφέρω τις υποθέσεις John Wallingford ν. The Directors etc. of the Mutual Society [1879 - 80] 5 A.C. (H.L.) 685 και Ασφαλιστική Εταιρεία Ερμής Λτδ. ν. Ιούλιος Θεοδωρίδης (1983) 1 Α.Α.Δ. 333.
2ος Λόγος
O λόγος αυτός περιέχεται στις υποπαραγράφους (ε) και (ζ) της παραγράφου 6 της ένορκης δήλωσης του εφεσίβλητου τις οποίες έχω ήδη παραθέσει αυτούσιες. H απάντηση της Τράπεζας στους σχετικούς ισχυρισμούς του εφεσίβλητου περιέχεται στις παραγράφους 6 και 8 της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης του Α. Παπαδόπουλου στις οποίες αναφέρονται τα εξής:
"(6) Το ασφαλιστήριον Συμβόλαιον εξεδόθη τη Αιτήσει του Εναγομένου. Αντίγραφον της Αιτήσεως του προς την Ασφαλιστικήν Εταιρείαν ΑΣΤΗΡ ημερομηνίας 26.10.1973 επισυνάπτεται και σημειούται 'Α'.
(8) Οι περί ελλείψεως αντιπαροχής και παραλείψεως συμμορφώσεως προς τους όρους του Συμπληρωματικού Εγγράφου που αναφέρονται εις τας υποπαραγράφους (δ) έως (ζ) της παραγράφου 6 και παραγράφους 7 και 8 της ως άνω Ενόρκου Δηλώσεως ισχυρισμοί δεν ευσταθούν και ο Εναγόμενος εμποδίζεται από του να ισχυρίζεται ως εις τας ρηθείσας παραγράφους από το Συμπληρωματικόν Έγγραφον της Υποθήκης, αντίγραφον του οποίου επισυνάπτεται και σημειούται 'Ξ' και από την έγγραφον Αίτησιν του ημερ. 26.10.1983 (Τεκμήριον 'Α')."
Είναι φανερό ότι ο λόγος αυτός εγείρει δυο επίδικα θέματα. Το πρώτο αφορά την ορθή ερμηνεία της παραγράφου 7 της επίδικης σύμβασης στην οποία η Τράπεζα βασίζει την απαίτησή της. Σύμφωνα με τη νομολογία που παραθέτω πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν σε θέση και είχε καθή- κον να ερμηνεύσει την πιο πάνω παράγραφο. Όπως έχει ήδη λεχθεί η ερμηνεία συμβολαίου είναι νομικό θέμα και στην κατ' έφεση δικαιοδοσία του και για τους σκοπούς της Δ.18 των Δικαστικών Θεσμών το Ανώτατο Δικαστήριο δε διστάζει, αφού βρίσκεται στην ίδια καλή θέση με το πρωτόδικο Δικαστήριο, να ερμηνεύσει το ίδιο το συμβόλαιο των διαδίκων.
Λαμβανομένου υπόψη ολόκληρου του κειμένου της σύμβασης, Τεκμήριο "Ξ", η ορθή ερμηνεία της παραγράφου 7 είναι εκείνη που εισηγείται ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσίβλητου. Δεν έχουμε αμφιβολία ότι, τουλάχιστο για το πρώτο ασφαλιστικό συμβόλαιο πυρός Αρ. 9202 που η Ασφαλιστική Εταιρεία ΑΣΤΗΡ εξέδωσε για την περίοδο 26/10/73 μέχρι 26/ 10/74 σαν αποτέλεσμα της αίτησης του εφεσίβλητου, Τεκμήριο "Α", την οποία η Τράπεζα επικαλείται, η ορθή ερμηνεία της παραγράφου 7 θέτει σαν προϋπόθεση του δικαιώματος της Τράπεζας να ασφαλίσει η ίδια το ενυπόθηκο ακίνητο του εφεσίβλητου και της αντίστοιχης υποχρέωσης του τελευταίου να καταβάλει στην Τράπεζα τα ασφάλιστρα που η Τράπεζα πλήρωσε για λογαριασμό του εφεσίβλητου, την απόδειξη από την Τράπεζα ότι:
(α) πριν η ίδια προβεί στην ασφάλιση του ενυπόθηκου ακινήτου, η Τράπεζα είχε απαιτήσει από τον εφεσίβλητο να ασφαλίσει ο ίδιος το ακίνητό του προς όφελός της για ποσό λιγότερο του ενυπόθηκου χρέους· και
(β) ο εφεσίβλητος παράλειψε να συμμορφωθεί με την πιο πάνω απαίτηση της Τράπεζας.
Στην ένορκη δήλωσή του ο εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι η Τράπεζα δε συμμορφώθηκε ποτέ με τις δυο πιο πάνω συμβατικές της υποχρεώσεις ώστε να δικαιούται σήμερα να εγείρει εναντίον του την επίδικη απαίτηση. Θα πρέπει να αναφέρω στο σημείο αυτό ότι ούτε στην Έκθεση Απαίτησης ούτε σε οποιαδήποτε από τις δυο ένορκες δηλώσεις του Α. Παπαδόπουλου υπάρχει ισχυρισμός ότι η Τράπεζα απαίτησε ρητά από τον εφεσίβλητο είτε στις 26/10/73, είτε για οποιαδήποτε μεταγενέστερη ετήσια περίοδο, είτε γραπτά είτε προφορικά να ασφαλίσει το ενυπόθηκο ακίνητό του. H Τράπεζα ισχυρίζεται μόνο ότι το ασφαλιστήριο συμβόλαιο, και εννοεί ασφαλώς το πρώτο συμβόλαιο αρ. 9202 που κάλυπτε την περίοδο από 26.10.1973 μέχρι 26.10.1974, εκδόθηκε κατόπιν της αίτησης του εφεσίβλητου, φωτοαντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται ως Τεκμήριο "Α" στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση του Α. Παπαδόπουλου. H αίτηση αυτή απευθύνεται στην ασφαλιστική εταιρεία ΑΣΤΗΡ και υπογράφηκε από τον ίδιο τον εφεσίβλητο. Με αυτή ο εφεσίβλητος ζητά να ασφαλιστεί το ενυπόθηκο ακίνητό του για ποσό £50,000 αν και το δάνειο ήταν μόνο £14,000, και αναφέρει ότι η Τράπεζα ενδιαφέρεται ως ενυπόθηκη δανείστρια. Ελλείψει άλλων πληροφοριών κανένα συμπέρασμα δεν μπορεί να εξαχθεί στο παρόν στάδιο από το Τεκμήριο "Α". Σίγουρα η αίτηση αυτή δεν υποβλήθηκε από την Τράπεζα. Υπογράφηκε από τον εφεσίβλητο την ίδια μέρα που υπόγραψε την επίδικη σύμβαση δανειοδότησης. Υποβλήθηκε από τον εφεσίβλητο είτε οικειοθελώς είτε συμμορφούμενος σε σχετική απαίτηση που η Τράπεζα πρόβαλε ασκώντας το δικαίωμα που της παρέχει η παράγραφος 7 της έγγραφης σύμβασης, Τεκ. "Ξ". Ποιο από τα δυο, όμως, έχει συμβεί; Στο στάδιο αυτό δε γνωρίζομε ούτε πού υπογράφηκε η αίτηση. Πιθανό να υπογράφηκε στα γραφεία της Ασφαλιστικής Εταιρείας ΑΣΤΗΡ. Πιθανόν να υπογράφηκε στα γραφεία της Τράπεζας. H αίτηση δεν περιέχει τίποτε που να οδηγεί από μόνη της στην αποδοχή της μιας πιθανότητας και στην απόρριψη της άλλης. Είναι, επομένως, φανερό ότι υπάρχουν ουσιώδη γεγονότα που χρειάζονται να διερευνηθούν πριν αποφασιστεί το δίκαιο και νόμιμο της απαίτησης της Τράπεζας. Για να γίνει αυτό, θα πρέπει να επιτραπεί στον εφεσίβλητο να καταχωρίσει την Υπεράσπισή του και ακολούθως να ακουστεί μαρτυρία και από τις δυο πλευρές αναφορικά με τα αμφισβητούμενα γεγονότα.
Μετά απ' όσα έχω αναφέρει, είναι φανερό ότι ο δεύτερος λόγος που ο εφεσίβλητος προβάλλει στην ένορκη δήλωσή του εγείρει γεγονότα που είναι ουσιώδη για την τύχη της απαίτησης και για τα οποία υπάρχει αμφισβήτηση που δικαιολογεί, με βάση τη νομολογία, την παραχώρηση στον εφεσίβλητο δικαιώματος να υπερασπίσει την εναντίον του αγωγή χωρίς όρους, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε με την επίδικη απόφασή του.
Περιττεύει, υπό τας περιστάσεις, η εξέταση των τριών τελευταίων λόγων που εγείρει ο εφεσίβλητος στην ένορκη δήλωσή του που αφορούν αποκλειστικά νομικά θέματα, μερικά των οποίων, εν πάση περιπτώσει, δεν έχουν συζητηθεί επαρκώς ούτε ενώπιόν μας ούτε και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της Τράπεζας. Επικυρώνεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία παραχωρείται άδεια στον εφεσίβλητο να υπερασπίσει την εναντίον του αγωγή χωρίς όρους και επιδικάζονται έξοδα προς όφελός του.
Έφεση απορρίπτεται με έξοδα.