ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1989) 1E ΑΑΔ 132

11 Απριλίου, 1989

[ΣΑΒΒΙΔΗΣ, ΚΟΥΡΡΗΣ, ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ, Δ.Δ.]

ΕΤΑΙΡΕΙΑ Σ. & Γ. ΚΟΛΟΚΑΣΙΔΗ, ΛTΔ.,

Εφεσείουσα,

ν.

ΑΝΤΩΝΗ ΚΙΜΩΝΗ,

Εφεσίβλητου.

(Πολιτική Έφεση Αρ. 7285).

Συνταγματικό Δίκαιο - Αιτιολογία δικαστικής απόφασης - Σύνταγμα, Άρθρο 30. 2 - Πότε η αιτιολογία θεωρείται επαρκής - Η απάντηση εξαρτάται από τα περιστατικά και τα επίδικα θέματα της συγκεκριμένης υπόθεσης - Είναι, όμως, απαραίτητο για τον Δικαστή αστικής διαφοράς να προβεί σε ανάλυση της μαρτυρίας ενώπιόν του υπό το φως των επιδίκων θεμάτων, όπως αυτά καθορίζονται από τις έγγραφες προτάσεις, να προχωρήσει σε ευρήματα αναφορικά με τα ουσιώδη γεγονότα για τα οποία υπάρχει αμφισβήτηση και να προβεί σε δικαστική απαγγελία για το τελικό αποτέλεσμα της δίκης.

Έφεση - Αξιοπιστία μαρτύρων - Προσέγγιση Εφετείου σχετικά με ευρήματα αξιοπιστίας μαρτύρων από το Πρωτόδικο Δικαστήριο - Πότε το εφετείο επεμβαίνει.

Αποφάσεις - Αστική διαφορά - Καθήκοντα πρωτόδικου Δικαστή - Οφείλει να διατυπώσει καθαρά τα πραγματικά επίδικα θέματα και να αναφέρει τα ευρήματά του αναφορικά με το κάθε ένα από αυτά χωριστά.

Στην υπόθεση αυτή το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση εναντίον της εφεσείουσας εταιρείας για ποσό £2, 200 ενώ ταυτόχρονα απέρριψε την αγωγή του εφεσίβλητου εναντίον της εναγομένης 2 στην αγωγή. Η έφεση αυτή δεν εγείρει οποιοδήποτε θέμα σχετικό με την απόρριψη της αγωγής εναντίον της εναγομένης 2.

Τα γεγονότα της υπόθεσης πολύ σύντομα μπορούν να περιγραφούν ως εξής: Η εφεσείουσα πώλησε και παρέδωσε το αυτοκίνητο όχημα NJ 252 στον εφεσίβλητο έναντι £8, 663. Αντί προκαταβολής ο εφεσίβλητος παρέδωσε και μεταβίβασε στην εφεσείουσα το αυτοκίνητο ΚΥ 479, πράγμα για το οποίο πιστώθηκε £2, 200. 0 εφεσίβλητος παρέλειψε να πληρώσει εμπρόθεσμα το υπόλοιπο ποσό.

Αργότερα ο εφεσίβλητος, η εφεσείουσα και η εναγόμενη 2 εταιρεία συνήψαν συμφωνία για ακύρωση της πιο πάνω πωλήσεως του αυτοκινήτου NJ 252, και για την πώληση του τελευταίου στην εναγομένη 2 από την εφεσείουσα για ποσό £8, 415. Η τελευταία πώληση χρηματοδοτήθηκε από χρηματοδοτικό οργανισμό. Την ίδια ημέρα ο εφεσίβλητος υπέγραψε απόδειξη ότι εισέπραξε από την εφεσείουσα £6, 732 πιστωτικό υπόλοιπο της ακυρωθείσας αρχικής πώλησης του αυτοκινήτου.

Με την αγωγήν του ο εφεσίβλητος ζητούσε £2, 200 δηλ. την αξία του δικού του αυτοκινήτου, που είχε πιστωθεί, σύμφωνα με την αρχική πώληση ως πληρωμή της συμφωνηθείσας προκαταβολής.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε ότι ο εφεσίβλητος δεν είχε συμμετάσχει και συνεπώς δεν δεσμευόταν από την νέα πώληση του αυτοκινήτου από την εφεσείουσα στην εναγομένη 2. Όμως, στο σημείο αυτό θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι το ζήτημα αυτό δεν ήταν επίδικο γιατί στην ίδια την Έκθεση Απαιτήσεως υπήρχε ισχυρισμός σχετικά με την τριμερή πιο πάνω συμφωνία μεταξύ εφεσείουσας, εφεσίβλητου, και εναγομένης 2, και ο εν λόγω ισχυρισμός είχε γίνει αντικείμενο παραδοχής στην Υπεράσπιση. Έτσι δεν ήταν δυνατό για το πρωτόδικο Δικαστήριο να προχωρήσει με το εύρημα, που πιο πάνω έχει αναφερθεί.

Εν όψει των πιο πάνω γεγονότων και των νομικών αρχών, που εκτίθενται στα πιο πάνω περιληπτικά σημειώματα, το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε επανεκδίκαση της υπόθεσης.

Η έφεση επιτρέπεται με έξοδα εναντίον τον εφεσίβλητου.

Αναφερόμενες Αποφάσεις:

Παπανεοκλή και άλλοι ν. Σολωμού και άλλων (1981) 1 Α.Α.Δ. 203, Boustani v. Linmare Shipping Company Ltd (1984) 1 Α.Α.Δ 354,

Παπαέλληνα v. EPCO (Cyprus) Ltd και Lion Products Ltd (1967) 1

A.A.Δ. 338,

Χρίστον και άλλος ν. Αγγελίδου και άλλου (1984) 1 Α.Α.Δ. 492

Ιωαννίδου ν. Δικαίου (1969) 1 Α. Α. Δ. 235,

Χάμπου και άλλοι ν. Μιχαήλ και άλλου (1981) 1 Α.Α.Δ. 618,

Pioneer Candy Ltd ν. Στέλιου Τρύφωνα και Υιών Λτδ (1981) 1 Α.Α.Δ.

540.

Έφεση.

Έφεση από τον εναγόμενο εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Αν. Επ. Δικ. Λάουτας) ημερ. 4 Νοεμβρίου, 1986 (Αριθμός Αγωγής 6096/83) με την οποία το Δικαστήριο επεδίκασε στον ενάγοντα το ποσό £2, 200.

Ρ. Σταυράκης, για την εφεσείουσα εταιρεία.

Α. Δράκος, για τον εφεσίβλητο.

ΣΑΒΒΙΔΗΣ Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει ο Δικαστής I. Πογιατζής.

ΠΟΓΙΑΤΖΗΣ Δ.: Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της απόφασης Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας που εξέδωσε στην αγωγή 6096/83 την οποία ο εφεσίβλητος είχε καταχωρίσει εναντίον δυο εναγομένων αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως, δηλαδή της εφεσείουσας Εταιρείας ως εναγόμενης 1 και της Εταιρείας Κόνσορτ Εστέιτς Λτδ., ως εναγόμενης 2. Με την προσβαλλόμενη απόφαση το Πρωτόδικο Δικαστήριο (α) επεδίκασε στον εφεσίβλητο ποσό £2, 200 με νόμιμο τόκο και έξοδα σε βάρος μόνο της εφεσείουσας και (β) απέρριψε τις απαιτήσεις που ο εφεσίβλητος ήγειρε στην ίδια αγωγή εναντίον της Κόνσορτ Εστέιτς Λτδ. "αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως" με την εφεσείουσα. Η Εταιρεία Κόνσορτ Εστέιτς Λτδ. δεν εμφανίστηκε στην αγωγή ούτε και έλαβε οποιοδήποτε μέρος στην πρωτόδικη διαδικασία.

Με δήλωση που έκαμε στη διάρκεια της ακρόασης της έφεσης, ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας τόνισε ότι η έφεση στρέφεται μόνον εναντίον εκείνου του μέρους της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου με το οποίο επιδικάστηκε εναντίον της εφεσείουσας το ποσό που ανάφερα προηγουμένως. Συμπληρωματικά και με αφορμή την πιο πάνω δήλωση, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσίβλητου δήλωσε ότι έληξε προ πολλού η προθεσμία για την από μέρους του πελάτη του καταχώριση έφεσης εναντίον του μέρους της πρωτόδικης απόφασης με το οποίο απορρίφθηκε η απαίτηση του εναντίον της δεύτερης εναγόμενης Εταιρείας η οποία έχει στο μεταξύ διαλυθεί. Εν πάση περιπτώσει, ο κ. Δράκος πρόσθεσε ότι αποσύρει ανεπιφύλακτα οποιαδήποτε απαίτηση είχε εγείρει στην παρούσα αγωγή εναντίον της δεύτερης εναγόμενης Εταιρείας η οποία δεν ειδοποιήθηκε για την παρούσα έφεση.

Τα παραδεκτά γεγονότα είναι σε συντομία τα εξής:

Ο εφεσίβλητος ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ο ιδιοκτήτης μεταχειρισμένου αυτοκινήτου με αριθμό εγγραφής ΚΥ 479. Η εφεσείουσα Εταιρεία αντιπροσωπεύει και εισάγει τα αυτοκίνητα Φορντ στην Κύπρο.

Το αυτοκίνητο μάρκας Φορντ Έσκορτ XR3 με αριθμό εγγραφής NJ 252 ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο περιουσία της εφεσείουσας. Κατά ή περί 17/6/1982 η εφεσείουσα πώλησε και παράδωσε το αυτοκίνητό της αρ. NJ 252 στον εφεσίβλητο, στο όνομα του οποίου έγινε και σχετική εγγραφή του ως ενοικιαγοραστή. Με βάση το σχετικό συμβόλαιο που υπογράφτηκε σαν τιμή πώλησης του αυτοκινήτου συμφωνήθηκε το ποσό £8, 663. Αντί προκαταβολής σε μετρητά, ο εφεσίβλητος παράδωσε και μεταβίβασε στην εφεσείουσα το δικό του αυτοκίνητο αρ. ΚΥ 479 και πιστώθηκε με ποσό £2, 200 που αντιπροσώπευε τη συμφωνηθείσα αξία του. Μεταγενέστερα η εφεσείουσα διάθεσε σε τρίτο πρόσωπο το αυτοκίνητο αυτό. Αναφορικά με το υπόλοιπο ποσό £6, 463, συμφωνήθηκε να πληρωθεί ολόκληρο από τον εφεσίβλητο στις 15/7/1982. Στις 5/8/1982 η δεύτερη εναγόμενη εταιρεία Κόνσορτ Εστέιτς Λτδ., που εργοδοτούσε τον εφεσίβλητο, εξέδωσε και παράδωσε στην εφεσείουσα επιταγή για £5, 070 μέρος της οποίας, δηλαδή £270, ζήτησε να λογιστεί σε εξόφληση δικού της χρέους και το υπόλοιπο £4, 800 ζήτησε να λογιστεί έναντι του ποσού £6, 463 που εξακολουθούσε να οφείλει ο εφεσίβλητος υπάλληλός της.

Ένεκα αδυναμίας του εφεσίβλητου να καταβάλει στην εφεσείουσα οποιοδήποτε άλλο ποσό για την αξία του αυτοκινήτου NJ 252, κατά ή περί την 5/8/1982, ο εφεσίβλητος, η εφεσείουσα και η εταιρεία Κόνσορτ Εστέιτς Λτδ. προσήλθαν σε συμφωνία με βάση την οποία (α) η πώληση και/ή ενοικιαγορά του αυτοκινήτου NJ 252 από την εφεσείουσα στον εφεσίβλητο ακυρώθηκε, (β) το αυτοκίνητο, του οποίου η τότε αξία συμφωνήθηκε σε £8, 395, επανακτήθηκε από την εφεσείουσα, και (γ) το αυτοκίνητο αυτό πωλήθηκε από την εφεσείουσα και παραδόθηκε στην εταιρεία Κόνσορτ Εστέιτς Λτδ. αντί ποσού £8, 395 που είχε συμφωνηθεί με τον εφεσίβλητο, πλέον £20 διάφορα έξοδα, δηλαδή, συνολικά £8, 415. Η υπογραφή του συμβολαίου ενοικιαγοράς μεταξύ του Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Τραπέζης Κύπρου Λτδ., που χρηματοδότησε την πώληση, και Κόνσορτ Εστέιτς Λτδ, έγινε στις 10/8/1982. Την ίδια ημέρα ο εφεσίβλητος εξέδωσε και υπόγραψε απόδειξη παραλαβής από την εφεσείουσα ποσού £6, 732 πιστωτικό υπόλοιπο από την πώληση του αυτοκινήτου NJ 252 που της επιστράφηκε. Η απόδειξη αυτή ήταν σε έντυπο της εφεσείουσας, τυπωμένο στα Αγγλικά και συμπληρώθηκε με μελάνι επίσης στα Αγγλικά. Κατατέθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο ως Τεκμ. 3.

Επειδή ούτε η Κόνσορτ Εστέιτς Λτδ. πλήρωσε τις δόσεις της σύμφωνα με το συμβόλαιο που υπογράφηκε, η εφεσείουσα ζήτησε και παράλαβε το αυτοκίνητο NJ 252 και το πώλησε η ίδια με δημόσιο πλειστηριασμό για ποσό £6, 500.

Στην Έκθεση Απαίτησης, ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου ήταν ότι και μετά την παραλαβή από την εφεσείουσα του ποσού £6, 732 που αναφέρεται στο Τεκμ. 3, εξακολουθούσε να είναι πιστωμένος στα βιβλία της εφεσείουσας και να δικαιούται στην πληρωμή ποσού £1, 663, ενώ ο ισχυρισμός της εφεσείουσας ήταν ότι με την υπογραφή του Τεκμ. 3 εξόφλησε πλήρως τον εφεσίβλητο και τερματίστηκε εκ συμφώνου κάθε συμβατική σχέση μεταξύ της και του εφεσίβλητου που πήγαζε είτε από τη συμφωνία πώλησης σ' αυτόν του αυτοκινήτου αρ. NJ 252 είτε από την ακύρωση της συμφωνίας αυτής.

Με την αγωγή του ο εφεσίβλητος ζητούσε από την εφεσείουσα και την Κόνσορτ Εστέιτς Λτδ. αλληλεγγύως και/ή κεχωρισμένως: (Α) £1, 663 χρεωστικό υπόλοιπο (Β) διαζευτικώς £2, 200 αξία του αυτοκινήτου Κ Y 479 "ληφθείσαν υπό συνθήκας αδίκου ή και αθέμιτου πλουτισμού. "

Στην αρχή της απόφασής του ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής αναφέρθηκε περιληπτικά στη μαρτυρία που δόθηκε από όλους τους μάρτυρες που είχαν καταθέσει ενώπιόν του, δηλαδή από τον εφεσίβλητο και τους δυο υπαλλήλους της εφεσείουσας. Αμέσως μετά την περίληψη της μαρτυρίας, ο Δικαστής είπε τα εξής:

"Πρέπει να ομολογήσω ότι η παρούσα είναι μία πολύ συγχυσμένη υπόθεση. Τα επίδικα θέματα δεν έχουν ξεκαθαρίσει και η μαρτυρία, ιδιαίτερα του Μ.Υ. 2, τα έχει περιπλέξει ακόμη περισσότερο. Έχουν λάβει χώρα τόσα γεγονότα σε μικρό χρονικό διάστημα, έχουν εκδοθεί τόσες αποδείξεις και έχουν γίνει τόσες λογιστικές πράξεις, που καθιστούν το έργο του Δικαστηρίου πολύ δύσκολο. Δεν είναι η συνηθισμένη διάρρηξη ενός συμβολαίου ή μιας ενοικιαγοράς κατά την οποία θα εξετασθεί η τυχόν ζημία στο ένα ή στο άλλο συμβαλλόμενο μέρος. Στην παρούσα υπόθεση υπάρχουν δύο ενοικιαγορές. Δύο πωλήσεις, χρεώσεις και πιστώσεις. Έκδοση επιταγής χωρίς αντίκρυσμα. Το Δικαστήριο θα προσπαθήσει μέσα σ' αυτό το κυκεώνα των γεγονότων και της μαρτυρίας, να εξάξει τα δικά του συμπεράσματα βασιζόμενο στην ενώπιόν του μαρτυρία.

Εξέτασα τη μαρτυρία που έχω ενώπιόν μου και προτιμώ εκείνη του ενάγοντα. Βρίσκω και αποδέχομαι ότι ο ενάγων δυνάμει συμβολαίου ενοικιαγοράς αγόρασε από την εναγόμενη (1) το αυτοκίνητο με αριθμό εγγραφής NJ 252 για £8, 663.-. Σαν προκαταβολή δόθηκε το δικό του μεταχειρισμένο αυτοκίνητο με αριθμό ΚΥ 479, που υπολογίστηκε σε £2, 200.-. Το υπόλοιπο θα πληρώνετο σε μία δόση στις 15/7/82. Η υποχρέωση αυτή δεν εκπληρώθηκε από τον ενάγοντα και κατόπιν συνεννοήσεως με τους εργοδότες του εναγόμενου 2, επέστρεψε το αυτοκίνητο το οποίο στη συνέχεια πωλήθηκε πάλιν με ενοικιαγορά στην εναγόμενη (2). Κατά τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την πώληση του οχήματος, έγιναν διάφορες λογιστικές πράξεις που φέρουν τον ενάγοντα άλλοτε να πιστώνεται με διάφορα ποσά και άλλοτε να χρεώνεται. Είμαι ικανοποιημένος ότι ο ενάγων δεν συμετέσχε σε καμιά πράξη μετά που το αυτοκίνητο περιήλθε στη κατοχή της εναγόμενης (1). Ούτε δέχομαι ότι ο ίδιος ενεργούσε εκ μέρους της εταιρείας, εναγόμενης (2). Υπήρξε μία άλλη ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ των εναγομένων 1 και 2 που κατάληξε στην υπογραφή της δεύτερης ενοικιαγοράς (τεκμήριο 6), στην οποία ο ενάγων δεν έχει καμιά ανάμειξη. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να δεχθεί προφορική μαρτυρία που να ανατρέπει το περιεχόμενο του τεκμηρίου αυτού. Οι λογιστικές πράξεις που ακολούθησαν δεν προσκόμισαν κανένα κέρδος στον ενάγοντα. Βρίσκω επίσης ότι το αυτοκίνητο πωλήθηκε σε δημόσιο πλειστηριασμό αντί του ποσού των £6, 500.-. Με την υπογραφή της δεύτερης ενοικιαγοράς ο ενάγων αποδεσμεύθηκε των υποχρεώσεών του και οποιαδήποτε μεταγενέστερη πράξη μεταξύ των εναγομένων δεν τον δεσμεύει γιατί έγινε χωρίς τη συγκατάθεσή του, η οποία, εν πάση περιπτώσει, θα έπρεπε να είναι έγγραφη, αν υπήρξε τέτοια, που δεν βρίσκω ότι στην πραγματικότητα υπήρξε. Από τη στιγμή κατά την οποία η εναγόμενη (1) αποδέχτηκε και παράλαβε το αυτοκίνητο χωρίς όρους, πιστεύω ότι ο ενάγων δεν είχε καμιά νομική υποχρέωση απέναντι των. Παρόλο που η επιστροφή του οχήματος και η αγορά του από την εναγόμενη (2) μπορεί να φαίνονται αλληλένδετα γεγονότα, εν τούτοις δεν μπορώ να αντιληφθώ ποια είναι η απαίτηση του ενάγοντα εναντίον της εταιρείας αυτής. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό αφού έχω αποφασίσει ότι ο ενάγων δικαιούται στο ποσό της αξίας του οχήματος που δέχθηκε η εναγόμενη (1) σαν προκαταβολή. Η πράξη αυτή έγινε μεταξύ του ενάγοντα και της εναγομένης (1) και ως εκ τούτου, δεν προεκτείνεται και εναντίον της εναγομένης (2). Σύμφωνα με τη μαρτυρία ότι το αυτοκίνητο του ενάγοντα ΚΥ 479 πωλήθηκε από την εναγόμενη (1) χωρίς να δοθεί κανένα ποσό στον ενάγοντα, τα χρήματα αυτά τα καρπώθηκε η εναγόμενη (1) παράνομα και αδικαιολόγητα. Η μόνη μαρτυρία που έχω είναι ότι η αξία του αυτοκινήτου αυτού υπολογίστηκε στις £2, 200.-. Αυτό είναι το ποσό που κρίνω ότι δικαιούται ο ενάγων. Πιστεύω ότι η εναγόμενη (1) μετά την πώληση του οχήματος NJ 252 θα έχει υποστεί ζημιά. Η ζημιά όμως αυτή προκλήθηκε από την εναγόμενη (2) και όχι από τον ενάγοντα.

Σαν αποτέλεσμα εκδίδεται απόφαση εναντίον της εναγόμενης (1) μόνο για £2, 200.- μέ έξοδα και να υπολογισθούν από το Πρωτοκολλητή. Η αγωγή εναντίον της εναγόμενης (2) απορρίπτεται χωρίς έξοδα."

Όπως αναφέρεται στην Ειδοποίηση Εφέσεως που καταχώρισε η εφεσείουσα, η πρωτόδικη απόφαση εφεσιβάλλεται για τους λόγους που παραθέτω πιο κάτω:

"1. Το δικαστήριον απέτυχε να προσδιορίση ή κατανοήση τα υπό κρίσιν πραγματικά και νομικά θέματα.

2. Το δικαστήριον απέτυχε να κατανοήση ή/και εκτιμήση ή/και αξιολογήση την μαρτυρίαν η οποία εδόθη υπό του μάρτυρος υπερασπίσεως 2.

3. Το δικαστήριον απέτυχε να δώση αιτιολογημένην απόφασιν ως απαιτείται υπό του άρθρου 30. 2 του Συντάγματος.

4. Η απόφασις του δικαστηρίου δεν δύναται να θεωρηθή ως ικανοποιητική δικαστική εξέτασις ή κρίσις του επιδίκου θέματος.

5. Το δικαστήριον δεν ηδύνατο να προτιμήση την μαρτυρίαν του ενάγοντος άνευ πλήρους αιτιολογίας ή δεν έδωσε αιτιολογίαν διά την εν λόγω προτίμησιν.

6. Το Δικαστήριον δεν ηδυνήθη να αντιληφθή την σημασίαν του τεκμηρίου 1 ήτοι credit memorandum και λανθασμένως εθεώρησε τούτο ως πιστωτικόν σημείωμα (credit note).

7. Ήτο παράλογον διά το δικαστήριον να καταλήξη επί της μαρτυρίας ότι ο ενάγων - εφεσίβλητος δεν αποζημιώθη διά την αξίαν του αυτοκινήτου ΚΥ 479 το οποίον έδωσε ως προκαταβολήν εν όψει μάλιστα του τεκμηρίου 3 το οποίον είναι απόδειξις παραλαβής υπό του ενάγοντος - εφεσίβλητου του ποσού των Λ.Κ. 6, 732 το οποίον περιελάμβανε και την αξία του εν λόγω αυτοκινήτου.

8. Ήτο παράλογον διά το δικαστήριον να καταλήξη εις τα συμεράσματα (α) ότι ο ενάγων - εφεσίβλητος δεν είχε καμιά ανάμειξη εις τη συμφωνία η οποία κατέληξε εις την ενοικιαγοράν των εναγομένων 2 (τεκμήριον 6) και (β) ότι η ενοικιαγορά τεκμήριον 6 δεν εγένετο με την συγκατάθεσιν του ενάγοντος - εφεσιβλήτου εν όψει (1) των ισχυρισμών του ενάγοντος - εφεσιβλήτου εις την παράγραφον 6 της Εκθέσεως Απαιτήσεως οι οποίοι έγιναν παραδεκτοί εις την υπεράσπισιν των εναγομένων 1 - εφεσειόντων και (ιι) της μαρτυρίας του Μ.Y. 2 ο οποίος ετόνισε ότι αι εν λόγω διευθετήσεις εγένοντο πάντοτε κατόπιν οδηγιών του ενάγοντος - εφεσίβλητου και ότι η εν λόγω ενοικιαγορά (τεκμήριον 6) εγένετο με την έγκρισιν και συμμετοχήν του ενάγοντος - εφεσίβλητου."

Στην επιχειρηματολογία του ενώπιόν μας ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας ασχολήθηκε με όλους τους πιο πάνω λόγους, έδωσε όμως ιδιαίτερη έμφαση στους ισχυρισμούς του ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο: (α) δεν κατανόησε ούτε προσδιόρισε τα επίδικα θέματα· (β) δεν αιτιολόγησε τα ευρήματα του σχετικά με την αξιοπιστία του εφεσίβλητου σαν μάρτυρα· (γ) επροτίμησε τη μαρτυρία του εφεσίβλητου και απέρριψε εκείνη του Μ.Υ. 2, διευθυντή πωλήσεων της εφεσείουσας, χωρίς να αξιολογήσει και συγκρίνει τις αντίστοιχες εκδοχές τους με το περιεχόμενο της απόδειξης, τεκμήριο 3, και αγνοώντας το γεγονός ότι στην Υπεράσπιση γίνεται παραδοχή του ισχυρισμού που ο ίδιος ο εφεσίβλητος προβάλλει στην Έκθεση Απαίτησής του, παράγραφοι 6, 7 και 8, ότι η πώληση του αυτοκινήτου αρ. NJ 252 από την Εφεσείουσα στην Κόνσορτ Εστέιτς Λτδ. αποτελούσε μέρος της συμφωνίας που έγινε μεταξύ των δυο αυτών εταιρειών και του εφεσίβλητου. Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας εκάλεσε, τέλος, το Δικαστήριο να ακυρώσει την πρωτόδικη απόφαση και να απορρίψει την απαίτηση του εφεσίβλητου εναντίον της εφεσείουσας ή, τουλάχιστον, να διατάξει την επανεκδίκαση της αγωγής.

Απαντώντας στα πιο πάνω επιχειρήματα ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσίβλητου ισχυρίστηκε ότι συνηθίζεται να λέγουν στην απόφασή τους οι δικαστές ότι μια υπόθεση είναι είτε δύσκολη είτε περιπλεγμένη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έχουν κατανοήσει τα επίδικα θέματα· ότι το Δικαστήριο είχε κάθε δικαίωμα να προτιμήσει, όπως έπραξε, τη μαρτυρία του ενάγοντα-εφεσίβλητου· ότι τα ευρήματα που το Δικαστήριο έκαμε δικαιολογούνται από το σύνολο της μαρτυρίας ενώπιόν του· και ότι δεν συντρέχουν στην παρούσα περίπτωση οι εξαιρετικοί εκείνοι λόγοι που επιτρέπουν, σύμφωνα με τις αρχές που έχουν νομολογιακά καθιερωθεί, την επέμβαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Εφετείου στα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με πραγματικά γεγονότα.

Από πολύ παλιά και με απόλυτη συνέπεια έχει νομολο- γιακά καθιερωθεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο με πολλή φειδώ επεμβαίνει στα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα που στηρίζονται στην αξιοπιστία των μαρτύρων όπως αυτή εκτιμάται από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επεμβαίνει μόνο στις περιπτώσεις που ικανοποιείται ότι τα ευρήματα αυτά είναι απαράδεκτα και δε δικαιολογούνται από την προσαχθείσα μαρτυρία όταν εξεταστεί στην ολότητά της. Ενδεικτικά αναφέρω επί του προκειμένου την υπόθεση Κατερίνα Παπανεοκλή και άλλων ν. Σοφρώνη Σολωμού και άλλον (1981) 1 Α. Α. Δ. 203, στην οποία τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου κρίθηκαν απαράδεκτα και διατάχτηκε επανεκδίκαση της αγωγής ενώπιον άλλου δικαστή.

Στην υπόθεση Mounir Boustani ν. Linmare Shipping Company Limited (1984) 1 Α. Α. Δ. 354, η ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακύρωσε πρωτόδικη απόφαση που εξέδωσε Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αγωγή δικαιοδοσίας Ναυτοδικείου και διάταξε την επανεκδίκαση της αγωγής για να εξεταστεί εκ νέου και ενώπιον άλλου Δικαστή η απαίτηση των εφεσιβλήτων μέσα στα πλαίσια των εγγράφων προτάσεών τους και για να αποφανθεί, μετά από ορθή εκτίμηση των γεγονότων στο σύνολό τους, αν οι εφεσίβλητοι δικαιούνται στις θεραπείες που ζητούσαν, όλες ή μερικές, ή όχι, πράγμα που δεν είχε γίνει με την επίδικη πρωτόδικη απόφαση.

Στις υποθέσεις Παπαέλληνα ν. EPCO (Cyprus) Ltd. και Lion Products Ltd. (1967) 1 Α. Α. Δ. 338, και Μιχαήλ Χρίστου και άλλον ν. Μαρίας Αγγελίδου και άλλον (1984) 1 Α. Α. Δ. 492, τονίστηκε με ιδιαίτερη έμφαση το καθήκον του πρωτόδικου Δικαστή αστικών διαφορών να διατυπώσει καθαρά μέσα στην απόφασή του τα πραγματικά επίδικα θέματα και να αναφέρει τα ευρήματά του αναφορικά με κάθε ένα από τα θέματα αυτά ξεχωριστά. Η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστή να εκτελέσει το πιο πάνω καθήκον στις δύο αυτές υποθέσεις οδήγησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην ακύρωση των δυο πρωτόδικων αποφάσεων και στην έκδοση διαταγής για επα- νεκδίκαση των αντίστοιχων αγωγών από άλλο Δικαστή. Το πιο πάνω καθήκον του πρωτόδικου Δικαστή αστικών διαφορών πηγάζει από τη βασική αρχή που έχει καθολική εφαρμογή, και η οποία απαιτεί κάθε δικαστική απόφαση να αποτελεί επαρκή δικαστική κρίση όλων των διαφορών μεταξύ των διαδίκων. Βλέπε επί του προκειμένου τις υποθέσεις Θεοδώρα Ιωαννίδου ν. Χαρίλαου Δίκαιου (1969) 1 Α. Α. Δ. 235, Ανδρούλλα Χάμπου και άλλων ν. Μαρίας Αγγελίδου (ανωτέρω).

Ένα άλλο βασικό καθήκον κάθε Δικαστή, που είναι συνυφασμένο με το δικαστικό λειτούργημα και αναφορικά με το οποίο το άρθρο 30. 2 του Συντάγματος μας έχει δημιουργήσει αντίστοιχο θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα των διαδίκων σε κάθε αστική ή ποινική διαδικασία, είναι το καθήκον που πηγάζει από την ανάγκη οι δικαστικές αποφάσεις να είναι αιτιολογημένες. Η έκταση της αιτιολογίας που απαιτείται εξαρτάται από τα περιστατικά και τα επίδικα θέματα της κάθε υπόθεσης. Όμως σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να λεχθεί ότι ο δικαστής αστικής διαφοράς έχει συμμορφωθεί με το πιο πάνω καθήκον αν με την απόφασή του: (α) δεν έχει προβεί σε ανάλυση της μαρτυρίας ενώπιόν του υπό το φως των επίδικων θεμάτων όπως καθορίζονται από τις έγγραφες προτάσεις, (β) δεν έχει κάμει συγκεκριμένα ευρήματα αναφορικά με τα ουσιώδη γεγονότα για τα οποία υπάρχει αμφισβήτηση, και (γ) δεν προβεί σε δικαστική απαγγελία για το τελικό αποτέλεσμα της δίκης. Η περίμετρος της έκτασης της απαραίτητης αιτιολογίας των δικαστικών αποφάσεων σε αστικές διαφορές καθορίστηκε με τον πιο πάνω τρόπο στην υπόθεση Pioneer Candy Ltd. και άλλου ν. Στέλιου Τρύφωνα και Υιών Λτδ. (1981) 1 Α. Α. Δ. 540 και έχει υιοθετηθεί σε μεταγενέστερες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Ενδεικτικά αναφέρω την υπόθεση Μιχαήλ Χρίστον ν. Μαρίας Αγγελίδου (ανωτέρω). Δικαστική απόφαση που δεν περιέχει επαρκή αιτιολογία, όπως αναφέρεται πιο πάνω, υπόκειται σε ακύρωση και η υπόθεση στην οποία έχει εκδοθεί επανεκδικάζεται.

Εξετάσαμε με προσοχή κάτω από το φως των πιο πάνω νομικών αρχών την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην παρούσα υπόθεση σε συσχετισμό με τις έγγραφες προτάσεις και τα τεκμήρια που κατατέθηκαν στη δίκη και ομόφωνα καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι:

(1)   Δεν περιέχει επαρκή αιτιολογία όπως προνοείται στο άρθρο 30. 2 του Συντάγματος, ιδιαίτερα αναφορικά με την αποδοχή της μαρτυρίας του εφεσίβλητου σαν αξιόπιστης και την επακόλουθη απόρριψη της μαρτυρίας του Μ.Υ. 2 σαν αναξιόπιστης.

(2)   Δεν περιέχει τα απαραίτητα ευρήματα αναφορικά με τα πραγματικά επίδικα θέματα όπως καθορίζονται στις έγγραφες προτάσεις. Εφόσο στην Έκθεση Απαίτησής του ο εφεσίβλητος-ενάγων στην αγωγή, ισχυρίστηκε την ύπαρξη τριμερούς συμφωνίας μεταξύ του ιδίου, της εφεσείουσας και της Κόνσορτ Εστέιτς Λτδ., όχι μόνο για την ακύρωση της συμφωνίας ενοικιαγοράς μεταξύ του ιδίου και της εφεσείουσας και την ανάκτηση του αυτοκινήτου NJ 252 από την εφεσείουσα αλλά και για την ταυτόχρονη πώλησή του στην Κόνσορτ Εστέιτς Λτδ., και εφόσο η εφεσείουσα-Εναγόμενη 1 στην αγωγή, παραδέκτηκε στην Υπεράσπισή της τον πιο πάνω ισχυρισμό και πρόσθεσε διάφορους ισχυρισμούς αναφορικά με μερικούς όρους της συμφωνίας αυτής, ο δε εφεσίβλητος δεν καταχώρισε Απάντηση στην Υπεράσπιση αυτή, ώς όφειλε να πράξει σε περίπτωση που τους αμφισβητούσε, η ύπαρξη της συμφωνίας δεν αποτελούσε επίδικο θέμα στη διαδικασία και, επομένως, το εύρημα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος δε συμμετέσχε στην πώληση του αυτοκινήτου NJ 252 στην Κόνσορτ Εστέιτς Λτδ., η οποία πραγματοποιήθηκε με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ της εφεσείουσας και της Κόνσορτ Εστέιτς Λτδ., δεν ευσταθεί. Βασικά επίδικα θέματα ήταν το περιεχόμενο των όρων της πιο πάνω συμφωνίας και οι επιπτώσεις στην απαίτηση του εφεσίβλητου από το παραδεκτό γεγονός της υπογραφής από μέρους του της απόδειξης, τεκμήριο 3.

Με κανένα από τα δυο αυτά επίδικα θέματα δεν ασχολήθηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο. Για να είμαστε όμως δίκαιοι έναντι του πρωτόδικου Δικαστή πρέπει να πούμε ότι στη σύγχυση που προκλήθηκε και στην ελλιπή κατανόηση των επίδικων θεμάτων εκ μέρους του πρωτόδικου Δικαστή, συνέτειναν σε μεγάλο βαθμό:

(α) η ασάφεια των εγγράφων προτάσεων, ιδιαίτερα της Έκθεσης Απαίτησης αναφορικά με τους όρους της συμφωνίας των διαδίκων που ήταν απαραίτητοι για τον σαφή καθορισμό των επίδικων θεμάτων και την αποτελεσματική εκδίκασή της,

(β) η περίληψη στην Υπεράσπιση ισχυρισμών, όπως π. χ. η μεταγενέστερη πώληση του αυτοκινήτου NJ 252 σε δημόσιο πλειστηριασμό, οι οποίοι εξεταζόμενοι υπό το φως των θέσεων που ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας υποστήριξε ενώπιόν μας, αποδεικνύονται άσχετοι με τα επίδικα θέματα, και

(γ) η προσαγωγή μαρτυρίας για άσχετα γεγονότα.

3. Με την πρωτόδικη απόφαση δεν έχει επιτευχθεί επαρκής και ικανοποιητική δικαστική κρίση όλων των διαφορών μεταξύ των διαδίκων.

Εν όψει των ανωτέρω, επιβάλλεται η ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης. Η απόρριψη όμως της αγωγής δεν ενδείκνυται. Εκείνο που είναι δίκαιο να γίνει κάτω από τις παρούσες συνθήκες είναι η έκδοση διαταγής, σύμφωνα με το άρθρο 25 (3)  του περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960, για την επανεκδίκαση της αγωγής μεταξύ του εφεσίβλητου και της εφεσείουσας πάνω σε όλα τα επίδικα θέματα, από άλλο, βέβαια, Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας να ακολουθήσουν το αποτέλεσμα της νέας δίκης. Τα έξοδα της έφεσης να ακολουθήσουν επίσης το αποτέλεσμα της νέας δίκης, σε καμιά όμως περίπτωση δε θα είναι σε βάρος της εφεσείουσας.

Η έφεση, επομένως, επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Εκδίδεται διαταγή για επανεκδίκαση της αγωγής και για τα έξοδα ως ανωτέρω.

Έφεση επιτυγχάνει.

Διαταγή για επανεκδίκαση.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο