ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1989) 1E ΑΑΔ 10
21 Φεβρουαρίου, 1989
[ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ, Δ.]
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΓΕΡΑΣΑΚΗΣ,
Αιτητής,
v.
WAFT SHIPPING COMPANY LTD.,
Καθ'ων η αίτηση.
(Αίτηση Αρ. 15/89).
Ναυτοδικείο - Δικαιοδοσία Ανωτάτου Δικαστηρίου - Ο Περί Δικαστηρίου. Νόμος, 1960 (Ν. 14/60) - Το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τις ίδιες ακριβώς εξουσίες, που είχε το Ανώτατο Δικαστήριο Δικαιοσύνης της Αγγλίας κατά την αμέσως πριν από την ημέρα της Ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ναυτοδικείο - Δικονομία- -Έναρξη διαδικασίας - Προσωρινό διάταγμα - Κατά πόσο μπορεί να υποβληθεί αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος χωρίς να προϋπάρξει καταχώριση αγωγής - Καταφατική απάντηση.
Διατάγματα - Προσωρινά διατάγματα - Ναυτοδικείον - Ο Περί Εμπορικής Ναυτιλίας Νηολόγησις, Πώλησις, και Υποθήκευσις Νόμος, 1963 (Ν. 45/63), άρθρο 30 - Διεκδίκηση κυριότητας πλοίου βάσει καταπιστεύματος - Ο αιτών είναι "ενδιαφερόμενο πρόσωπο" εν τη εννοία του άρθρου 30.
Διατάγματα - Προσωρινά διατάγματα - Περιουσία (πλοίο), που θα επηρεασθεί από το ζητούμενο διάταγμα, εκτός δικαιοδοσίας - Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου πρέπει να αντιμετωπισθεί στα ευρύτερα πλαίσια του άρθρου 32 τον Περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν. 14/60) - Επειδή το πλοίο είναι εκτός δικαιοδοσίας, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου δεν πρέπει να ασκηθεί υπέρ εκδόσεως διατάγματος απαγορεύοντος την αποξένωσή του.
Στην υπόθεση αυτή ο αιτών που είναι ο κάτοικος Αθηνών, και ισχυρίζεται ότι είναι ο πραγματικός ιδιοκτήτης του πλοίου "ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ S" καταχώρισε αίτηση, με την οποίαν ζητεί την έκδοση προσωρινού διατάγματος, απαγορεύοντος για περίοδο ενός έτους την πώληση, υποθήκευση, επιβάρυνση ή με άλλο τρόπο αποξένωση του εν λόγω πλοίου και/ή οποιουδήποτε μεριδίου πάνω στο πλοίο αυτό. Το πλοίο είναι εγγεγραμμένο στο όνομα της καθ' ης η Αίτηση εταιρείας.
Τα σημεία, που έχουν εγερθεί για εκδίκαση από το Δικαστήριο, είναι τα ακόλουθα:
α) Κατά πόσο η αίτηση να απορριφθεί, γιατί στη συγκεκριμένη υπόθεση δεν καταχωρίσθηκε σχετική αγωγή, αλλά μόνο η εν λόγω αίτηση.
β) Κατά πόσο η αίτηση πρέπει να εκδικασθεί υποχρεωτικά από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
γ) Κατά πόσο η περίπτωση καλύπτεται από το άρθρο 30 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμου, 1963 (Νόμος 45/63).
δ) Κατά πόσο το Δικαστήριο στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να ασκήσει την οποιανδήποτε διακριτική του ευχέρεια, εκδίδοντας το ζητούμενο προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αίτηση, απεφάσισε:
1) Η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως Ναυτοδικείου, καθορίζεται από το άρθρο 19 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, σύμφωνα με το οποίο το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τις ίδιες εξουσίες, που ασκούσε το Ανώτατο Δικαστήριο της Δικαιοσύνης της Αγγλίας σε ναυτικές υποθέσεις αμέσως προ της ημέρας της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η δικαιοδοσία του τελευταίου Δικαστηρίου προσδιορίζεται στον Περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμο (ADMINISTRATION OF JUSTICE ACT 1956). To αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης καλύπτεται από το άρθρο 1 του εν λόγω νόμου.
Οι διαδικαστικοί Κανονισμοί, που ίσχυαν στην Αγγλία την εποχή εκείνη χρησιμοποιούν την ίδια φρασεολογία με τους Κανονισμούς, που περιέχονται στο Περί Δικαιοδοσίας Κυπριακού Ναυτοδικείου Διάταγμα, 1893, καθ' όσον αφορά τον τρόπο ενάρξεως της διαδικα- σίας σε υποθέσεις Ναυτοδικείου. Στην Αγγλία έχει νομολογηθεί πως μπορεί να εξετασθεί κατ' ουσία μία αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος, έστω και εάν δεν καταχωρίσθηκε σχετική αγωγή. Το ίδιο πρέπει να γίνει δεκτό ότι ισχύει και στην Κύπρο.
2) Εν όψει του άρθρου 11 του περί Απονομής Δικαιοσύνης Νόμου, 1964 (Ν. 33/64), του άρθρου 17 του ιδίου νόμου και της αποφάσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως συλλογικού οργάνου, που εκδόθηκε στις 6/ 8/1964, η παρούσα υπόθεση μπορεί να δικασθεί από ένα Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
3) Ο αιτών είναι "ενδιαφερόμενο πρόσωπο" εν τη εννοία του άρθρου 30 του νόμου 45/63. Τούτο προκύπτει από την υπάρχουσα νομολογία και βασίζεται στο γεγονός ότι ο αιτητής διεκδικεί την κυριότητα επί πλοίου. Επομένως το άρθρο 30 είναι εφαρμοστέο στην παρούσα περίπτωση.
4) Απομένει τώρα να εξετασθεί κατά πόσο το Δικαστήριο πρέπει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της εκδόσεως του διατάγματος. Η διακριτική αυτή ευχέρεια πρέπει να αντιμετωπισθεί στα ευρύτερα πλαίσια του άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου, 1960 (Ν. 14/60).
Στην υπό κρίση υπόθεση το πλοίο βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Για το λόγο αυτό και σύμφωνα με τη νομολογία το ζητούμενο διάταγμα δεν πρέπει να εκδοθεί.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Αναφερόμενες αποφάσεις:
Solomonides and Another ν. Clearland Shipping Company Ltd. (1979) 1 C. L. R. 298;
La Planca and El Argentino [1908] 77 L.J.P. 91;
Roe v. Hamiltons and Company (1867) V. Macpherson 573;
Re Isis ex parte Baker, The Weekly Notes, 21 March 1868; p. 88;
Georghiou v. The Republic (1987) 3 C. L. R. 980;
The Tokio Marine and Fire Insurance Company Ltd. v. Fame Shipping Company Ltd. (1976) 1 C. L. R. 333;
Compania Portuguesa De Transportes Maritime of Lisbon v. Sponsalia Shipping Company Ltd. (1987) 1 C. L. R. 11;
Pastella Marine Co. Ltd. v. National Iranian Tanker Co. Ltd., (1987) 1 C. L. R. 583;
Botteghi v. Bolt Head Navigation (1985) 1 C. L. R. 114.
Αίτηση.
Αίτηση για διάταγμα του Δικαστηρίου που να απαγορεύει για περίοδο ενός, χρόνου την πώληση, υποθήκευση, επιβάρυνση, ή με άλλο τρόπο, αποξένωση του πλοίου "Αθανάσιος S" ή οποιουδήποτε μεριδίου τούτου.
Α. Χαβιαράς, για τον αιτητή.
Μ. Μοντάνιος, για την καθ' ης η αίτηση.
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΗΣ Δ. ανέγνωσε την ακόλουθη απόφαση. Ο αιτητής, που είναι κάτοικος Αθηνών, με την παρούσα αίτησή του, αιτείται διάταγμα του Δικαστηρίου που να απαγορεύει για περίοδο ενός χρόνου την πώληση, υποθήκευση, επιβάρυνση, ή, με άλλο τρόπο, αποξένωση του πλοίου "Αθανάσιος S" (για τα οποίο έγινε αίτηση για μετονομασία σε "Τζούλια") ή οποιουδήποτε μεριδίου τούτου. Η έναρξη της διαδικασίας έγινε με την παρούσα αίτηση και δεν προηγήθηκε καταχώριση αγωγής.
Η αίτηση βασίζεται στο άρθρο 30 του Νόμου 45/63 και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου. Το άρθρο 30 του Περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμος 45/63, προνοεί τα ακόλουθα:
"30. Το Ανώτατον Δικαστήριον δύναται κατά το δοκούν (μη επηρεαζομένης της ενασκήσεως οιασδήποτε ετέρας εξουσίας αυτού) κατόπιν αιτήσεως παντός ενδιαφερομένου προσώπου, να εκδώση διάταγμα απαγορεύον διά καθωρισμένον τινα χρόνο πάσαν δικαιοπραξίαν αφορώσαν εις πλοίον ή μερίδιον πλοίου, δύναται δε να εκδώση το διάταγμα υπό όρους ους το Δικαστήριον ήθελε κρίνει δίκαιον να επιβάλη, ή να αρνηθή την έκδοσιν του διατάγματος, ή να ακυρώση το διάταγμα εάν τούτο εξεδόθη, μετά ή άνευ εξόδων, και γενικώτερον να ενεργήση ως το δίκαιον της υποθέσεως ήθελεν απαιτήσει, η δε Νηολογούσα Αρχή καίτοι δεν είναι διάδικος, οφείλει να συμμορφούται προς αυτό ευθύς ως επιδοθή σ' αυτή κεκυρωμένον αντίγραφον του διατάγματος τούτου. "
Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση εκτίθενται στη συνημμένη ένορκο δήλωση του αιτητή και τα συνημμένα τεκμήρια, και είναι σε συντομία τα ακόλουθα:
Η καθ' ης αίτηση εταιρεία είναι Κυπριακή Εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που συστάθηκε σύμφωνα με τον Περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113 και έχει το εγγεγραμμένο της γραφείο στη Λεμεσό. Η καθ' ης η αίτηση εταιρεία εμφανίζεται στο νηολόγιο Κυπριακών πλοίων σαν η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του ως άνω Κυπριακού πλοίου "Αθανάσιος S" (που στη συνέχεια θα αναφέρεται "το πλοίο"). Κύριοι μέτοχοι της καθ' ης η αίτηση εταιρείας είναι η Λιλή Δεδούση από την Αθήνα κατά ποσοστό 70% και η μητέρα της Μαρία Δεδούση από την Αθήνα κατά ποσοστό 30%. Η Λιλή Δεδούση παρουσιάζεται σαν η νόμιμη εκπρόσωπος, διαχειρίστρια, διευθυντής και αντίκλητος της καθ' ης η αίτηση εταιρείας, η οποία κατ' ισχυρισμό τυπικά εδρεύει στην Κύπρο, όμως, στην ουσία, στον Πειραιά.
Στις 30 Ιουλίου 1987, ο αιτητής κατάθεσε στο Πρωτοδικείο Πειραιά την πολιτική αγωγή αρ. 1314/87 (τεκμήριο Α), εναντίον της καθ' ης η αίτηση εταιρείας και της Λιλής Δεδούση, με την οποία αιτείται τα ακόλουθα:
"Να γίνει δεκτή η αγωγή του. Να αναγνωρισθεί η κυριότης του επί του πλοίου. Να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του μεταβιβάσουν την κυριότητα του πλοίου, δηλαδή να συμπράξουν στην κατάρτιση της συμβάσεως προς μεταβίβαση της κυριότητας τούτου εις αυτόν και δει εις την σύνταξη και υπογραφή των αναγκαίων εγγράφων και εις την καταχώριση της συμβάσεως εις τα αρμόδια νηολόγια και εν περιπτώσει αρνήσεώς των να συμπράξουν εις την κατάρτιση της συμβάσεως προς μεταβίβασην της κυριότητας τούτου εις αυτόν και την καταχώρισην ταύτης εις τα νηολόγια, να καταδικαστούν εις δηλώσεις βουλήσεως τούτου, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή. Να καταδικασθούν οι αντίδικοι εις την εν γένει δικαστικήν του δαπάνη."
Η αγωγή αυτή αποτελεί σειρά δικαστικών μέτρων που ο αιτητής έλαβε εναντίον της καθ' ης η αίτηση εταιρείας και της Λιλής Δεδούση. Στα δικαστικά αυτά μέτρα περιλαμβάνεται και σειρά ασφαλιστικών μέτρων που ο αιτητής έλαβε ενώπιον της Ελληνικής Δικαιοσύνης, πλην όμως, τα μέτρα αυτά απόβηκαν άκαρπα. Στο παρόν στάδιο εκκρεμούν ενώπιον της Ελληνικής Δικαιοσύνης, αγωγή του αιτητή εναντίον της καθ' ης η αίτηση εταιρείας για αναγνώριση του δικαιώματος ιδιοκτησίας μετά από τελεσίδικη απορριπτική απόφαση, έφεση για την αναγνώριση της υιοθεσίας και έφεση εναντίον της καταδικαστικής απόφασης για ψευδορκία υπό της Λιλής Δεδούση.
Τις αξιώσεις του ο αιτητής βασίζει σε συντομία στα ακόλουθα γεγονότα:
Περί το μήνα Μάρτιο του 1985, το πλοίο αγοράστηκε εξ ολοκλήρου από τον αιτητή με δικά του χρήματα αντί του ποσού των 9,550,000 δραχμών. Με την έγκρισή του και για λόγους επιχειρηματικής σκοπιμότητας, συστήθηκε και εγγράφηκε η καθ' ης η αίτηση εταιρεία στο όνομά της οποίας νηολογήθηκε το πλοίο, μετά από υπόσχεση της Δεδούση και της μητέρας της ότι θα υπόγραφαν σχετική δήλωση καταπιστεύ- ματος με το οποίο θα γνώριζαν ότι ήσαν τυπικά μόνο μέτοχοι της καθ' ης η αίτηση εταιρείας και ότι τις μετοχές που θα εμφανίζοντο στο όνομά τους θα τις κατείχαν για λογαριασμό του αιτητή. Επίσης ότι το πλοίο θα ήταν περιουσία του αιτητή και η καθ' ης η αίτηση θα το είχε για δικό του λογαριασμό.
Μετά την αγορά του πλοίου, η Λιλή Δεδούση έπεισε τον αιτητή ότι το πλοίο χρειαζόταν επισκευές και από τη Χαλκίδα όπου ήταν, μεταφέρθηκε στο Πέραμα Πειραιά, όπου εξακολουθεί να βρίσκεται.
Ο αιτητής δαπάνησε ποσό περίπου 2,500,000 δραχμών, σημαντικό μέρος του ποσού τούτου εξασφαλίστηκε μετά από δανειοδοτήσεις του αιτητή. Λόγω της δαπάνης των πιο πάνω αναφερόμενων ποσών, ο αιτητής περιήλθε σε πλήρη οικονομική αδυναμία να συνεχίσει την διατήρηση και επισκευή του πλοίου, αφού η όλη επιχείρηση αποδεικνύετο οικονομικά ασύμφορη. Για να περισώσει ότι ήταν δυνατό από την περιουσία του, ο αιτητής αποφάσισε να πωλήσει το πλοίο, πλην όμως, η Δεδούση αρνήθηκε και του απόκλεισε κάθε δικαίωμα να αποφασίσει για την τύχη ή εκμετάλλευση του πλοίου, μη αναγνωρίζοντάς τον σαν τον πραγματικό ιδιοκτήτη του πλοίου.
Η καθ' ης η αίτηση καταχώρισε ένσταση στην αίτηση του αιτητή. Η ένσταση βασίζεται επί των περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου) Θεσμών, Orders 2, 3, 5, 14, 15, 203, 208 και επί του άρθρου 30 του Νόμου 45/63, επί των άρθρων 9(α) και 29(2)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, του άρθρου 76(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, επί του άρθρου 4(1) του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, επί του άρθρου 1(1) του περί Απονομής Δικαιοσύνης Αγγλικού Νόμου 1956, ως και επί των συμφυών εξουσιών του Δικαστηρίου.
Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η ένσταση αναφέρονται σε επισυνημμένη ένορκο δήλωση της Λιλής Δεδούση. Με την ένορκό της δήλωση η Λιλή Δεδούση, μεταξύ άλλων, ισχυρίζεται πως λόγω του ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν θετή κόρη του αιτητή (η υιοθεσία της οποίας εν τω μεταξύ ανακλήθηκε), ο αιτητής προθυμοποιήθηκε, χωρίς να του το ζητήσει και της διάθεσε 9,550,000 δραχμές για την αγορά του επίδικου πλοίου. Μετά την αγορά του πλοίου, ο αιτητής πλήρωσε και άλλα ποσά για ορισμένες επισκευές πέριξ των 2, 000, 000 δραχμών. Τα ποσά αυτά τα διάθεσε ο αιτητής για την αιτήτρια αποκλειστικά και μόνο για να τη βοηθήσει στην απόκτηση του πλοίου. Επρόκειτο περί δωρεάς σαφούς και άνευ όρων. Ήταν μια χειρονομία προς αυτή σαν τη θετή του κόρη και σαν την ξαδέλφη του η οποία συμπαραστεκόταν πάντοτε στον ίδιο και στην οικογένειά του για πολλά χρόνια. Επρόκειτο περί μιας χειρονομίας η οποία ήταν μικρή απέναντι στον όγκο της τεράστιας περιουσίας του.
Η Λιλή Δεδούση επίσης, ισχυρίζεται ότι ουδέποτε τέθηκε από τον αιτητή με οποιοδήποτε τρόπο, ζήτημα αγοράς ή απόκτησης του πλοίου ή μεριδίου αυτού εξ ονόματος διά λογαριασμό ή προς όφελός του. Είναι επίσης ισχυρισμός της πως η διαφορά μεταξύ τους δημιουργήθηκε όταν ο αιτητής εισηγήθηκε σ' αυτή να ναυλώσει το πλοίο για μεταφορά λαθραίων όπλων με ένα πάρα πολύ ψηλό ναύλο. Με την άρνησή της να δεχθεί την εισήγηση του αιτητή και κατόπιν προφανώς επηρεασμού του από κάποιο φίλο του, η στάση του έναντι της άλλαξε εντελώς και από της στιγμής εκείνης έπαυσε οποιαδήποτε σχέση μεταξύ τους και εκδικητικώς πήρε σειρά δικαστικών μέτρων εναντίον της. Αυτά τα μέτρα αναφέρονται λεπτομερώς στην ένορκό της δήλωση και δεν είναι αναγκαίο να τα επαναλάβω.
Επιπρόσθετα, η αιτήτρια ισχυρίζεται πως η αίτηση του αιτητή δεν ευσταθεί και πως πρέπει να απορριφθεί για τους ακόλουθους, εκτός άλλων, λόγους:
"(α) Το Δικαστήριο τούτο δεν έχει δικαιοδοσία να εκδικάσει την εν λόγω Αίτησιν διότι το αιτούμενον διάταγμα δεν εμπίπτει εντός των απαιτήσεων ή ζητημάτων διά τα οποία το ως άνω Δικαστήριον έχει αρμοδιότητα.
(β) Η αρξάμενη διαδικασία δεν συνάδει προς τας προνοίας των περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου) Θεσμών.
(γ) Η παρούσα διαδικασία αποτελεί κατάχρηση της Δικαστικής εξουσίας λόγω του ότι (ως αναφέρεται κατωτέρω) υπήρξαν πλείσται όσαι δικαστικαί διαδικασίαι εις Ελλάδα αναφορικώς προς τα επίμαχα θέματα.
(δ) Διότι υπάρχει ήδη εν Ελλάδι εκκρεμούσα δικαστική διαδικασία αφορώσα τα επίμαχα θέματα."
Θα ασχοληθώ πρώτα με το θέμα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
Είναι η θέση της καθ' ης η αίτηση πως το αρμόδιο Δικαστήριο για να εκδικάσει την παρούσα αίτηση είναι η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επίσης υποστηρίχθηκε η θέση πως σύμφωνα με τους περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου) Θεσμούς, Διατάγματα 2, 3 και 5, η προϋπόθεση για την έναρξη οποιασδήποτε διαδικασίας είναι ή καταχώριση αγωγής. Επιχειρηματολογώντας ο δικηγόρος της καθ' ης η αίτηση, ανάφερε πως οι πρόνοιες των Θεσμών αυτών, εν όψει της ύπαρξης στη φρασεολογία τους της λέξης "shall", είναι επιτακτικές και αναφέρθηκε στην υπόθεση Lazaros Solomonides & Another ν. Cleareland Shipping Company Ltd (1979) 1 C. L. R. 298.
Επίσης, υποστηρίζοντας τη θέση πως δεν νοείται η έκδοση διατάγματος αν δεν προϋπάρχει αγωγή, αναφέρθηκε στις πρόνοιες του άρθρου 32(1) του Νόμου 14/60 και στους Θεσμούς 50 και 74.
Όσον αφορά τα επικρατούντα στην Αγγλία, ανάφερε πως η διαδικασία που ακολουθείται εκεί ρυθμίζεται με ειδικούς Θεσμούς, τους Rules of the High Court, Merchant Shipping Acts 1894, όπου, σύμφωνα με το Θεσμό 1, η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου μεταβιβάζεται στο Probate Divorce and Admiralty Division, με εξαίρεση τους Θεσμούς 28, 30 και 504. Ως εκ τούτου, ισχυρίστηκε πως με το άρθρο 30 δεν μεταβιβάζεται στο Ναυτοδικείο αλλά παραμένει στο Ανώτατο Δικαστήριο της Αγγλίας· και υποστήριξε τη θέση πως και στην Κύπρο υποθέσεις που βασίζονται στο άρθρο 30 του δικού μας Νόμου θα πρέπει να εκδικάζονται από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ο δικηγόρος του αιτητή ανάφερε, μεταξύ άλλων, πως η αίτηση ορθά καταχωρίσθηκε στο Ναυτοδικείο. Στο άρθρο 30 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμος 45/63, δεν αναφέρεται το Ναυτοδικείο, όμως το Διάταγμα 237 του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Ναυτοδικείου) Θεσμοί 1893, παραπέμπει στην αγγλική νομολογία για οτιδήποτε δεν υπάρχει ειδική πρόνοια στους Θεσμούς αυτούς και υποστήριξε την άποψη πως στην παρούσα περίπτωση θα πρέπει να ανατρέξουμε στην πρακτική, σύμφωνα με την οποία η προΰπαρξη αγωγής δεν είναι αναγκαία και πως η αίτηση βάσει του άρθρου 30, που είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 30 του Merchant Shipping Acts 1894, καταχωρείται στο Ναυτοδικείο.
Ακολούθως αναφέρθηκε στο Supreme Court Practice 1970, Volume 1, Order 74, σελ. 1050, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:
"APPLICATIONS AND APPEALS UNDER THE MERCHANT SHIPPING ACTS 1894 to 1965
Assignment of proceedings (0. 74, r. l).
1-(1) Subject to paragraph (2), proceedings by which any application is made to the High Court under the Merchant Shipping Acts 1894 to 1965 Shall be assigned to the Probate, Divorce and Admiralty Division.
(2) Proceedings by which an applicant under section 55 of the Merchant Shipping Act 1894 is made shall be assigned to the Chancery Division, and proceedings by which an application under section 28 or section 30 of that Act is made may be assigned to any Division."
Επίσης αναφέρθηκε στις υποθέσεις La Planca and El Argentino [1908] 77 L.J.P. 91, Roe v. Hamiltons and Company (1867) V. Macpherson 573; Re Isis ex parte Baker, The Weekly Notes March 21, 1868, p. 88.
Η πρωτόδικη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθορίζεται από το άρθρο 19 του Νόμου 14/60 που αναφέρει μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
"19. Το Ανώτατον Δικαστήριον επιπροσθέτως προς τας εξουσίας και την δικαιοδοσίαν ήτις ανατίθεται εις αυτό υπό του Συντάγματος, θα έχη αποκλειστικήν πρωτόδικον δικαιοδοσίαν-
(α) ως ναυτοδικείον περιβεβλημένον και ασκούν τας εξουσίας διά των οποίων περιεβάλλετο και τας οποίας ήσκει το Ανώτατον Δικαστήριον της Δικαιοσύνης εν Αγγλία εν τη επί ναυτικών υποθέσεων δικαιοδοσία αυτού ευθύς αμέσως προ της ημέρας ανεξαρτησίας·
................................"
Οι εξουσίες με τις οποίες περιβάλλεται και τις οποίες ασκούσε το Ανώτατο Δικαστήριο της Δικαιοσύνης της Αγγλίας σε ναυτικές υποθέσεις ευθύς αμέσως προ της ημέρας της Κυπριακής Ανεξαρτησίας, αναφέρονται στο Administration of Justice Act 1956, Νόμος που μεταξύ άλλων αναφέρει τα ακόλουθα:
"1. Admiralty jurisdiction of the High Court
(I) The Admiralty jurisdiction of the High Court shall be as follows, that is to say, jurisdiction to hear and determine any of the following questions or claims:
(a) any claim to the possession or ownership of a ship or to the ownership of any share therein;
.................................
(s) any claim for the forfeiture or condemnation of a ship or of goods which are being or have been carried, or have been attempted to be carried, in a ship, or for the restoration of a ship or any such goods after seizure, or for droits of Admiralty together with any other jurisdiction which either was vested in the High Court of Admiralty immediately before the date of the commencement of the Supreme Court of Judicature Act, 1873 (that is to say, the first day of November, eighteen hundred and seventy-five) or is conferred by or under an Act which came into operation on or after that date on the High Court as being a court with Admiralty jurisdiction and any other jurisdiction connected with ships or aircraft vested in the High Court apart from this section which is for the time being assigned by rules of court to the Probate, Divorce and Admiralty Division."
Σύμφωνα με τις πιο πάνω αναφερόμενες αποφάσεις των Αγγλικών Δικαστηρίων, είναι φανερό πως κάτω από το άρθρο 30 μπορεί να καταχωρισθεί αίτηση ακόμα και ex parte στο Αγγλικό Ναυτοδικείο, χωρίς να προϋπάρχει αγωγή, παρόλο που παρόμοια φρασεολογία με τη δική μας χρησιμοποιείται και στην αγγλική νομοθεσία, όσον αφορά την έναρξη διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου της Αγγλίας.
Στο παρόν στάδιο είναι χρήσιμο να αναφερθούν οι πρόνοιες των Rules of the Supreme Court, Order 2, Rule 1 (The Annual Practice 1958, Volume 1, p. 12):
"Every action to be commenced by writ (0. 2, R. l)
1. Every action in the High Court shall be commenced by a writ of summons, which shall be indorsed with a statement of the nature of the claim made, or of the relief or remedy re-quired in the action, and which shall specify the Division of the High Court to which it is intended that the action should be assigned.
Every Action shall be Commenced. - By J.A., 1925, s. 225, Pt. IX, an action means a civil proceeding to be commenced by writ, or in such other manner as may be prescribed by Rules of Court. Where, therefore, the rules prescribe an originating summons as the method of procedure, the proceedings so commenced constitute an action. See Re Fawsitt, 30 Ch. D. 231, and 0. 71, r. 1A and (nn.); Re Vardon's Trusts (1885), 55 L.J. Ch. 259, C. A.; Gee v. Bell [1887] 35 Ch. D. 160."
Επομένως και δεδομένου πως στη δική μας περίπτωση δεν υπάρχει αντίθετη πρόνοια και μια και ο Θεσμός 237 μας παραπέμπει στην Αγγλική Νομολογία όπου από τις πιο πάνω αναφερόμενες υποθέσεις γίνεται καθαρό πως στην Αγγλία, ακόμα και ex parte αίτηση γίνεται δεκτή χωρίς την καταχώριση αγωγής όταν βασίζεται στο άρθρο 30, καταλήγω στο συμπέρασμα πως στην παρούσα διαδικασία ορθά καταχωρίσθηκε η παρούσα αίτηση, η εγκυρότητα της οποίας δεν εξαρτάται από την προΰπαρξη αγωγής.
Όσον αφορά τη θέση πως η αίτηση έπρεπε να τεθεί ενώπιον της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αναφέρω τα ακόλουθα:
Δυνάμει του Νόμου 33/64, η μέχρι τότε ασκούμενη δικαιοδοσία από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και το Ανώτατο Δικαστήριο (High Court) περιήλθε στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο έχει τη δικαιοδοσία και τις εξουσίες τις οποίες είχαν μέχρι τότε και μπορούσαν να ενασκήσουν το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και το Ανώτατο Δικαστήριο (High Court) (βλ. άρθρο 9(α) του Νόμου 33/64). Το άρθρο 11 του Νόμου 33/64 προνοεί τα ακόλουθα:
". -(1) Η δικαιοδοσία, αι αρμοδιότητες ή εξουσίαι άτινας το Δικαστήριον κέκτηται δυνάμει του άρθρου 9, ασκούνται, υπό την επιφύλαξιν των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) και παντός διαδικαστικού κανονισμού, υπό της ολομέλειας του Δικαστηρίου.
(2) Η πρωτοβάθμιος δικαιοδοσία δι' ης περιβέβληται το Δικαστήριον δυνάμει του ισχύοντος δικαίου και οιαδήποτε αναθεωρητική δικαιοδοσία, περιλαμβανομένης και της δικαιοδοσίας επί εκδικάσεως προσφυγής γενομένης κατά πράξεως ή παραλείψεως οιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντος εκτελεστικήν ή διοικητικήν λειτουργίαν επί τω λόγω ότι αύτη αντίκειται προς τας διατάξεις του ισχύοντος δικαίου, ή ότι εγένετο καθ' υπέρβασιν ή κατάχρησιν εξουσίας, δύναται να ασκηθή, τηρουμένου παντός διαδικαστικού κανονισμού, υπό τινος Δικαστού ή Δικαστών ως ήθελε το Δικαστήριον αποφασίσει.
Νοείται ότι, τηρουμένου παντός διαδικαστικού κανονισμού, χωρεί έφεσις ενώπιον του Δικαστηρίου κατά των ούτω υπό Δικαστού ή Δικαστών εκδιδομένων αποφάσεων.
(3) Η δευτεροβάθμιος δικαιοδοσία δι' ης περιβέβληται το Δικαστήριον ασκείται, τηρουμένου παντός διαδικαστικού κανονισμού, υπό τριών τουλάχιστον Δικαστών οριζομένων υπό του Δικαστηρίου.
Ούτοι ορίζονται υπό του Δικαστηρίου διά περίοδον τεσσάρων, μηνών και εις την αρχήν εκάστης τοιαύτης περιόδου."
Με άλλα λόγια, το Ανώτατο Δικαστήριο λειτουργεί και εκδικάζει υποθέσεις με την Ολομέλειά του, όπως εξάλλου προνοεί και το Σύνταγμα με το άρθρο 163. Όμως το άρθρο 17 του Νόμου 33/64 προνοεί τα ακόλουθα:
"17. Το Δικαστήριον δύναται να εκδίδη κανονισμούς (εν τω παρόντι Νόμω αναφερομένους ως διαδικαστικός κανονισμός') δημοσιευομένους εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας διά την καλυτέραν εφαρμογήν του παρόντος Νόμου.
Νοείται ότι οι κατά την ημερομηνίαν ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου εν ισχύι και προσηκόντως εκδιδομένοι διαδικαστικοί κανονισμοί εξακολουθούν να ισχύουν μέχρις ου ανακληθούν ή τροποποιηθούν διά νέου διαδικαστικού κανονισμού εκδοθησομένου δυνάμει του παρόντος Νόμου."
Εκτός από τις πρόνοιες του άρθρου 11(1) του Νόμου 33/64,. το Ανώτατο Δικαστήριο στις 6. 8. 64, με απόφασή του (decision) σαν συλλογικού διοικητικού οργάνου, αποφάσισε πως ένας οποιοσδήποτε Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου που συνεδριάζει μόνος (sitting singly) μπορεί ν' ασκήσει πρωτόδικη ή αναθεωρητική δικαιοδοσία. [Βλ. επίσης Γεωργίου ν. Της Δημοκρατίας (1987) 3 Α.Α. Δ. 980, στη σελ. 983.]
Η παρούσα αίτηση, όπως έχω αναφέρει πιο πάνω, αφορά υπόθεση Ναυτοδικείου και για τους πιο πάνω αναφερομένους λόγους ορθά τέθηκε ενώπιόν μου προς εκδίκαση, αφού το Δικαστήριο τούτο έχει δικαιοδοσία να την εκδικάσει. Επιπρόσθετα μπορεί να ειπωθεί πως η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου εκπηγάζει από τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμο του 1964 (33/64) και ιδιαίτερα από το άρθρο 9(α) το οποίο, όσον αφορά τη δικαιοδοσία του Ναυτοδικείου, εμπλέκει τις πρόνοιες του άρθρου 19(α) και του άρθρου 22(2)(α) του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960(14/60).
Εξετάζοντας την ουσία της αίτησης, επαναλαμβάνω πως το άρθρο 30 του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγηση, Πώληση και Υποθήκευση Πλοίων) Νόμος 45/63, είναι το ίδιο με το άρθρο 30 του Αγγλικού Merchant Shipping Act 1894 και κατά συνέπεια η ερμηνεία του όπως έχει νομολογηθεί στην Αγγλία εφαρμόζεται και στην Κύπρο κατά τρόπο που να είναι αναγκαίο το πρόσωπο που ζητά το διάταγμα να είναι "ενδιαφερόμενο πρόσωπο".
Στην υπόθεση The Tokio Marine and Fire Insurance Company Ltd v. Fame Shipping Company Ltd, (1976) 1 C. L. R. 333, ο Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Γ. Μαλαχτός, αναφερόμενος σε αριθμό αποφάσεων, συμπέρανε πως το σχετικό άρθρο δεν εφαρμόζεται απλώς σε πιστωτές ή πρόσωπα που αξιώνουν αποζημιώσεις εναντίον του ιδιοκτήτη του πλοίου, αλλά "ενδιαφερόμενο πρόσωπο" σημαίνει ενδιαφερόμενο πρόσωπο στο πλοίο αυτό καθ' εαυτό.
Η ερμηνεία του άρθρου 30 που δόθηκε στην υπόθεση Tokio Marine (ανωτέρω) υιοθετήθηκε στην υπόθεση Compania Portuguesa De Transportes Maritime of Lisbon v. Sponsalia Shipping Company Ltd (1987) 1 C. L. R. 11, όπου στη σελ. 15 αναφέρονται τα ακόλουθα:
"... Section 30 has been all along held to apply to claims by persons having an interest in the ship itself such as legatees, shareholders, heirs or creditors, but not mere creditors or claimants of damages."
Βλέπε επίσης την υπόθεση Pastella Marine Co. Ltd v. National Iranian Tanker Co. Ltd. (1987) 1 C. L. R. 583.
Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής μπορεί να ειπωθεί πως είναι "ενδιαφερόμενο πρόσωπο", όμως για να δοθεί το αιτούμενο διάταγμα θα πρέπει να εξασκήσω δικαστικά τη διακριτική μου ευχέρεια κατά τρόπο που να κρίνω αν είναι δίκαιο και εύκολο (just and convenient) να το εκδώσω. Πέραν αυτού, η διακριτική αυτή ευχέρεια θα πρέπει επίσης να αντικρυστεί μέσα στα ευρύτερά της πλαίσια όπως καθορίζεται από το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60.
Το άρθρο 32 του Νόμου 14/60 αναφέρει τα ακόλουθα:
"32. -(1) Τηρουμένου οιουδήποτε διαδικαστικού κανονισμού έκαστον δικαστήριον, εν τη ασκήσει της πολιτικής αυτού δικαιοδοσίας, δύναται να εκδίδη απαγορευτικόν διάταγμα (παρεμπίπτον, διηνεκές, ή προστακτικόν) ή να διορίζη παραλήπτην εις πάσας τας περιπτώσεις εις ας το δικαστήριον κρίνει τούτο δίκαιον ή πρόσφορον, καίτοι δεν αξιούνται ή χορηγούνται ομού μετ' αυτού αποζημιώσεις ή άλλη θεραπεία:
Νοείται ότι παρεμπίπτον απαγορευτικόν διάταγμα δεν θα εκδίδεται εκτός εάν το δικαστήριον ικανοποιηθή ότι υπάρχει σοβαρόν ζήτημα προς εκδίκασιν κατά την επ' ακροατηρίου διαδικασίαν, ότι υπάρχει πιθανότης ότι ο ενάγων δικαιούται εις θεραπείαν, και ότι εκτός εάν εκδοθή παρεμπίπτον απαγορευτικόν διάταγμα, θα είναι δύσκολον ή αδύνατον να απονεμηθή πλήρης δικαιοσύνη εις μεταγενέστερον στάδιον.
(2) Οιονδήποτε παρεμπίπτον διάταγμα, εκδοθέν συμφώνως τω εδαφίω (1) δύναται να εκδοθή υπό τοιούτους όρους και προϋποθέσεις ως το δικαστήριον θεωρεί δίκαιον, και το δικαστήριον δύναται καθ' οιονδήποτε χρόνον, επί αποδείξει ευλόγου αιτίας, να ακυρώση ή τροποποιήση οιονδήποτε τοιούτον διάταγμα.
(3) Εάν ήθελε φανή εις το δικαστήριον ότι οιονδήποτε εκδοθέν απαγορευτικόν διάταγμα δυνάμει του εδαφίου (1) εβασίσθη επί ανεπαρκών λόγων, ή εάν η αγωγή του ενάγοντος αποτύχη ή έχη εκδοθή απόφασις εναντίον αυτού συνεπεία παραλείψεως ή άλλως και φανή εις το δικαστήριον ότι δεν υπήρχε πιθανή βάσις διά την έγερσιν της αγωγής, το δικαστήριον δύναται, εάν νομίζη τούτο πρέπον, αιτήσει του εναγομένου, να διατάξη τον ενάγοντα να πληρώση εις τον εναγόμενον ποσόν, όπερ φαίνεται εις το δικαστήριον ότι αποτελεί εύλογον αποζημίωσιν του εναγομένου διά τας δαπάνας και την βλάβην ήτις προσεγένετο εις αυτόν διά της εκτελέσεως του διατάγματος.
Πληρωμή αποζημιώσεων δυνάμει του εδαφίου τούτου θα είναι κώλυμα δι' οιανδήποτε αγωγήν δι' αποζημιώσεις εν σχέσει προς ό,τιδήποτε εγένετο συνεπεία του διατάγματος. Και εάν τοιαύτη αγωγή έχη ήδη εγερθή το δικαστήριον δύναται να διακόψη αυτήν κατά τοιούτον τρόπον και επί τοιούτοις όροις, ως ήθελε θεωρήσει τούτο πρέπον."
Το αιτούμενο διάταγμα χαρακτηρίζεται σαν ένα διάταγμα του τύπου "Mareva Injunction" και το Δικαστήριο θα πρέπει να έχει επίσης υπόψη του τα νομικά κριτήρια που το διέπουν, όπως έχουν νομολογηθεί με ευρεία πάνω στο θέμα νομολογία.
Δεν έχω πρόθεση να υπεισέλθω στη νομολογία αυτή, αλλά θα περιοριστώ να αναφέρω πως μια από τις προϋποθέσεις είναι και η αναγκαιότητα ύπαρξης του ενεργητικού (assets) εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
Στην υπό κρίση υπόθεση το πλοίο βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και κάτω από αυτές τις συνθήκες η διακριτική μου ευχέρεια δεσμεύεται από την υπόθεση Pastella Marine Co. Ltd v. National Iranian Tanker Co. Ltd (ανωτέρω), στην οποία η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ανατρέποντας την απόφαση πρωτόδικου Δικαστή, αρνήθηκε την έκδοση διατάγματος σύμφωνα με τα άρθρα 30 και 32 του Νόμου, γιατί το πλοίο βρισκόταν εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.
Στην υπόθεση Pastella Marine Co. Ltd (ανωτέρω), αναφέρθηκε και η υπόθεση Botteghi ν. Bolt Head Navigation (1985) 1 Α.Α.Δ. 114, όπου ο τότε Δικαστής και τώρα Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κ. Α. Λοΐζου, ανάφερε στη σελ. 124 τα ακόλουθα:
"... By their very nature ships sailing from port to port naturally incur liabilities that may render them the subject of arrest, appraisement and sale and other encumbrances in other jurisdiction. In such circumstances an injunction may not be of any effect vis a vis such claimants with different priorities. Bearing in mind that the jurisdiction of a Court in granting such remedies should not be exercised in vain, I have come to the conclusion that even if the registration and ownership of a ship could be the subject of an injunction under section 32 of the Law, I would not be prepared to exercise my discretion if I had one, in granting same. I would therefore refuse the present application to the extent that is based on the said section."
Για τους πιο πάνω λόγους και δεδομένου πως το πλοίο βρίσκεται εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, κατάληξα στο συμπέρασμα να μην εξασκήσω τη διακριτική μου ευχέρεια προς όφελος του αιτητή και να μην εκδώσω το αιτούμε νο διάταγμα. Έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα τούτο, δεν προτίθεμαι να εξετάσω τα υπόλοιπα θέματα που εγείρονται στην παρούσα υπόθεση.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του αιτητή. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Αίτηση απορρίπτεται
με έξοδα εις βάρος
του αιτητή.