ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1989) 1E ΑΑΔ 1
24 Μαίου, 1988
[Α. ΛΟΙΖΟΥ, Π. ΣΑΒΒΙΔΗΣ, ΚΟΥΡΡΗΣ, Δ.Δ.]
1. ΝΙΚΟΣ ΑΡΓΥΡΟΥ,
2. ΜΑΡΙΑ Ν. ΑΡΓΥΡΟΥ,
3. ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΧΑΙΡΙΩΤΗΣ,
Εφεσείοντες-Εναγόμενοι,
ν.
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΩΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ
ΚΥΠΡΟΥ ΛTΔ.,
Εφεσίβλήτων-Εναγόντων.
(Πολιτική Έφεση Αρ. 7125).
Πολιτική Δικονομία - Αναβολή ακροάσεως υποθέσεως - θέμα διακριτικής εξουσίας τον Δικαστηρίου - Η άσκησή της εξαρτάται πάντοτε από τα ειδικά γεγονότα της υπόθεσης - Κατά κανόνα δεν πρέπει να δίδεται αν υπάρχει κίνδυνος επηρεασμού δικαιωμάτων άλλων διαδίκων, εν όψει μάλιστα των διατάξεων του Άρθρου 30. 2 τον Συντάγματος - Εν πάση περιπτώσει δεν πρέπει να δίδεται αναβολή για διευκόλυνση δικηγόρων.
Συνταγματικό Δίκαιο - Δικαίωμα διαδίκου "να έχει συνήγορο της ιδίας αυτού εκλογής" - Σύνταγμα Άρθρα 12(5) (γ) και 30(3) (δ) - Το δικαίωμα αυτό δεν παρέχει στον διάδικο δικαίωμα συνεχών αναβολών - Η ανάθεση υπόθεσης σε δικηγόρο πρέπει να γίνεται έγκαιρα, ώστε να μην χρησιμοποιείται ως μέσο αναβολής.
Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον καταδίκης του εφεσείοντα 1 για περιφρόνηση Δικαστηρίου λόγω παρακοής προς διάταγμα. Η καταδίκη επήλθε μετά από επανειλημμένες αναβολές της υπόθεσης εξαιτίας του εφεσείοντα 1. Η έφεση αυτή είχε ορισθεί στις 9/5/88 αλλά αναβλήθηκε, γιατί, όπως είπε ο εφεσείων 1, ο δικηγόρος του ήταν απασχολημένος ενώπιον του κακουργιοδικείου Λευκωσίας. Σήμερα ο εφεσείων ζήτησε και πάλι αναβολή για να αναθέσει την υπόθεσή του σε δικηγόρο.
Οι νομικές αρχές που το Δικαστήριο εφάρμοσε απορρίπτοντας το αίτημα αυτό, φαίνονται στις πιο πάνω περιληπτικές σημειώσεις. Ταυτόχρονα απορρίφθηκε και η έφεση, μια που ο εφεσείων 1 δεν προχώρησε στην ουσία.
Η έφεση απορρίφθηκε με
έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα 1.
Αναφερόμενες Αποφάσεις:
KIER (Cyprus) Ltd ν. Trenco Construction (1981) 1 C. L. R. 30,
Fatsita v. Fatsita (1988) 1 C. L. R. 210,
Zachariou v. Elmini Lionees Inc (1982) 1 C. L. R. 474,
Charalambous v. Kazanou (1982) 1 C. L. R. 326.
Έφεση.
Έφεση από τον ενάγοντα 1 εναντίον της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (Λαούτας, Α. Ε. Δ. ) που δόθηκε στις 28 Φεβρουαρίου, 1986 (Αρ. Αγωγής 6703/84) με την οποία θεωρήθηκε ένοχος για παρακοή διατάγματος.
Ο εφεσείων παρουσιάσθηκε αυτοπροσώπως.
Στ. Μίτλετον (κα), για τους εφεσίβλητους.
Ο Πρόεδρος Α. ΛΟΙΖΟΥ ανέγνωσε την ακόλουθη απόφαση του Δικαστηρίου. Η έφεση αυτή στρέφεται εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία ο εφεσείων 1, θεωρήθηκε ένοχος για παρακοή διατάγματος του Δικαστηρίου με το οποίο διατάσσετο να παραδώσει στον εφεσίβλητον - ενάγοντα Οργανισμό ένα ηλεκτρικό ψαλίδι που βρισκόταν στην κατοχή του και που είχε αγοράσει από την εναγομένη 3 εταιρεία, με ενοικιαγορά από τον εγάγοντα Οργανισμό και το οποίο ήταν το επίδικο θέμα της αγωγής.
Από ότι φαίνεται από τα πρακτικά του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που είναι ενώπιόν μας, η αίτηση για καταφρόνηση του Δικαστηρίου καταχωρίστηκε στις 31 Μαΐου 1985, ορίστηκε για ακρόαση την 1 Ιουλίου 1985, αλλά αναβλήθηκε διαδοχικά για τις 4 Ιουλίου και 25 Ιουλίου. Στις 25 Ιουλίου ο δικηγόρος που εμφανιζόταν για τον εφεσείοντα πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι ο πελάτης του είχε εισαχθεί επειγόντως στο Νοσοκομείο και ζήτησε αναβολή της υπόθεσης. Δίνοντας αναβολή για τις 2 Αυγούστου 1985, το Δικαστήριο ζήτησε όπως προσαχθεί ιατρικό πιστοποιητικό για να δικαιολογηθεί η απουσία του εφεσείοντα, αλλά στις 2 Αυγούστου 1985, ο δικηγόρος του πληροφόρησε πάλι το Δικαστήριο ότι ο πελάτης του ήταν κλινήρης χωρίς όμως να φέρει κανένα ιατρικό πιστοποιητικό. Γι' αυτό το Δικαστήριο εξέδωσε ένταλμα συλλήψεως του εφεσείοντα.
Στις 20 Σεπτεμβρίου 1985, πριν εκτελεστεί το ένταλμα παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο ο εφεσείων και ζήτησε νέο ορισμό της υπόθεσης. Το Δικαστήριο παρόλο που είχε αμφιβολίες κατά πόσο η μη εμφάνισή του στο Δικαστήριο προηγουμένως ήταν δικαιολογημένη, διέταξε την ακύρωση του εντάλματος συλλήψεως και όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 25 Σεπτεμβρίου 1985. Εκείνη την ημερομηνία ενό- ψει του ότι δηλώθηκε στο Δικαστήριο εκ μέρους του εφεσείοντα ότι το αντικείμενο της αγωγής θα παρεδίδετο στον ενάγοντα Οργανισμό μέχρι το μεσημέρι της επομένης ημέρας, η ακρόαση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τις 26 Σεπτεμβρίου 1985, κατά την οποία όμως ημερομηνία ο εφεσείων ανέφερε στο Δικαστήριο ότι είχε τερματίσει τις υπηρεσίες του δικηγόρου του, δήλωσε ότι θα συμμορφωνόταν με το διάταγμα του Δικαστηρίου και ζήτησε περίοδο δεκαπέντε ημερών που ήταν χρονικό διάστημα αναγκαίο, όπως ισχυρίστηκε, για να μεταφερθεί το αντικείμενο της αγωγής και να παραδοθεί στον ενάγοντα Οργανισμό, σαν τελευταία ευκαιρία συμμόρφωσης με το διάταγμα του Δικαστηρίου. Ενόψει του ότι δεν υπήρχε συμμόρφωση από τον εφεσείοντα εκδόθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1985, ένταλμα συλλήψεώς του και το Δικαστήριο στις 28 Φεβρουαρίου 1986, τον βρήκε ένοχο παρακοής και επέβαλε σ' αυτόν την υπερβολικά επιεική, κατά την κρίση μας, ποινή προστίμου πενήντα λιρών.
Εναντίον της αποφάσεως αυτής του Πρωτόδικου Δικαστηρίου καταχωρίσθηκε έφεση η οποία ορίστηκε στις 9 Μαΐου του 1988, κατά την οποία όμως ημερομηνία ο εφεσείων ζήτησε αναβολή λόγω του ότι ο δικηγόρος του ήταν απασχολημένος ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας. Το Δικαστήριο τούτο έδωσε στον εφεσείοντα την ευκαιρία αναβολής για να προσλάβει δικηγόρο να τον αντιπροσωπεύσει σήμερα, παρά τις ενστάσεις που έγιναν εκ μέρους του εφεσίβλητου Οργανισμού και παρά το γεγονός ότι ως εκ της φύσεως της υποθέσεως αυτής δεν έπρεπε να καθυστερεί στην αποπεράτωσή της για τόσο χρόνο.
Πρόκειται περί υποθέσεως που υπάρχει παρακοή διαταγής. Δικαστηρίου και οι συνεχείς αναβολές δεν μπορεί παρά σε τελευταία ανάλυση να διακωμωδήσουν αυτή τούτη την απονομή της δικαιοσύνης. Σήμερα ο εφεσείων επανέρχεται πάλιν με τον ίδιο λόγο, - με την πρόφαση, θα λέγαμε, - για να ζητήσει πάλιν αναβολή για να αναθέσει την έφεσή του σε δικηγόρο να τον υπερασπίσει.
Η άρνηση ή η παροχή αναβολής σε μια υπόθεση είναι θέμα που πέφτει μέσα στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και εξαρτάται πάντοτε από τα ειδικά γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Κατά κανόνα δεν δίνονται αναβολές εάν υπάρχει κίνδυνος επηρεασμού των δικαιωμάτων των άλλων διαδίκων, ενόψει μάλιστα των προνοιών του Άρθρου 30. 2 του Συντάγματος για ταχεία εκδίκαση των υποθέσεων ενώπιον των Δικαστηρίων. (Βλέπε KIER (Cyprus) Ltd., ν. Trenco Constructions (1981) 1 C. L. R. 30, 38-39, Fatsita v. Fatsita (1988) 1 C. L. R. 210). Εν πάση περιπτώσει το Δικαστήριο δεν πρέπει να δίνει αναβολές απλώς και μόνο προς διευκόλυνση των δικηγόρων. (Βλέπε Zachariou ν. Elmini Lionees Inc. (1982) 1 C. L. R. 474 σελ. 477, Charalambous v. Kazanou (1982) 1 C. L. R. 326, Practice Note, (1920) Weekly Notes 34.)
Όπως αναφέραμε πιο πάνω στην προκειμένη περίπτωση όχι μόνο δεν υπάρχουν ειδικοί λόγοι για να δοθεί αναβολή, αλλά είναι φανερό ότι τέτοια αναβολή δεν δικαιολογείται. Το δικαίωμα ενός διαδίκου "να έχει συνήγορο της ιδίας αυτού εκλογής" που κατοχυρώνεται από τα Άρθρα 12(5)(γ) και 30(3) (δ) του Συντάγματος, δεν δίνει σ' αυτόν το δικαίωμα των συνεχών αναβολών. Η ανάθεση μιας υπόθεσης σε ένα δικηγόρο πρέπει να γίνεται έγκαιρα ώστε να μη χρησιμοποιείται αυτό ως μέσο αναβολής και καθυστερήσεως της εκδίκασης αυτής σε βάρος των δικαιωμάτων των άλλων και της ταχείας απονομής της δικαιοσύνης.
Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση αναβολής απορρίπτεται. Και μια και δεν προχωρεί ο εφεσείων αυτός, δηλαδή ο εφεσείων Αρ. 1, στον τίτλο της έφεσης, που είναι και ο μοναδικός εφεσείων, απορρίπτεται και αυτή με έξοδα εναντίον του.
Έφεση απορρίπτεται
με έξοδα εναντίον του
Εφεσείοντα.