ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D524
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 8/2013)
17 Ιουλίου 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ANGELOV PLANIMIR STANCHEV,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
--------------------------------------
Μ. Χριστοδούλου για Α. Πελεκάνο και Γ. Πολυχρόνη,
για τον Αιτητή.
Γ. Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας με
Μ. Πελετιέ (κα), ασκούμενη δικηγόρο, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής κατάγεται από τη Βουλγαρία και στις 14.1.2009, καθ΄ ον χρόνο βρισκόταν στο έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπέβαλε αίτηση για βεβαίωση εγγραφής του ως πολίτη της Ένωσης, η οποία και εκδόθηκε την ίδια ημέρα.
Στις 21.4.2012, σε οργανωμένη αστυνομική επιχείρηση για πάταξη κυβείας σε καζίνο της Λάρνακας, ο αιτητής εντοπίστηκε να εκτελεί χρέη φρουρού χωρίς να κατέχει προς τούτο νόμιμη άδεια. Συνελήφθηκε και σχηματίστηκε εναντίον του ποινική υπόθεση. Την επομένη 22.4.2012 και πάλι ο αιτητής εντοπίστηκε από την αστυνομία να εργάζεται στο ίδιο καζίνο εκτελώντας χρέη φρουρού με αποτέλεσμα να συλληφθεί εκ νέου και να σχηματιστεί εναντίον του και δεύτερη ποινική υπόθεση. Εντοπίστηκε και μετέπειτα να εργάζεται παρανόμως στον ίδιο χώρο στις 27.5.2012, αλλά και στις 16.6.2012. Σύμφωνα με τα συλλεγέντα στοιχεία τις δύο πρώτες φορές, ο αιτητής είχε ενημερώσει το προσωπικό του καζίνου για την άφιξη της αστυνομίας, ενώ την τελευταία φορά φαίνεται να εμπόδισε την είσοδο στα αστυνομικά όργανα προς εκτέλεση του καθήκοντος τους.
Στις 6.9.2012 εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή διατάγματα κράτησης και απέλασης στη βάση του ότι, πέραν των ανωτέρω, ο αιτητής φαίνεται να ανήκε σε φατρία της νύκτας και ενώ βρισκόταν στη Δημοκρατία τα τελευταία πέντε έτη, δεν είχε έγκαιρα προχωρήσει στην εγγραφή του ως πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης εντός τριών μηνών από την άφιξη του. Οι αρμόδιες αρχές έκριναν ότι οι ενέργειες του αιτητή πλήττουν τη δημόσια τάξη και ο ίδιος αποτελεί πραγματική ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή. Κρίθηκε επομένως σκοπιμότερο να απελαθεί, με διακοπή της ποινικής διαδικασίας εναντίον του.
Ο αιτητής καταχώρησε εναντίον της πιο πάνω απόφασης την προσφυγή υπ΄ αρ. 1430/2012 και εξασφάλισε μετά από μονομερή αίτηση την αναστολή της απέλασης του. Όμως στη συνέχεια και λόγω επιθυμίας του ιδίου να αναχωρήσει οικειοθελώς από τη Δημοκρατία επιστρέφοντας στη χώρα του, λόγω ατυχήματος φιλικού του προσώπου, τα διατάγματα απέλασης και κράτησης ακυρώθηκαν με οδηγίες του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών και του επετράπη η αναχώρηση για την πατρίδα του στις 9.10.2012. Λόγω όμως του γεγονότος ότι είχε ήδη κηρυχθεί απαγορευμένος μετανάστης δόθηκαν οδηγίες όπως τα στοιχεία του καταχωρηθούν στον κατάλογο των απαγορευμένων μεταναστών, όπως και έγινε με σχετική καταχώρηση στο σύστημα Stop List στις 29.10.2012.
Η υπό κρίση προσφυγή καταχωρήθηκε με σκοπό την ακύρωση της απόφασης των καθ΄ ων που απεστάλη στον δικηγόρο του αιτητή στις 24.10.2012, με την οποία ο αιτητής κρίθηκε απαγορευμένος μετανάστης και απαγορεύθηκε η επαναείσοδος του στη Δημοκρατία. Αίτηση διά κλήσεως με στόχο την αναστολή της απόφασης αυτής, αποσύρθηκε στις 8.2.2013 λόγω του ότι βρισκόταν σε εξέλιξη η προσφυγή υπ΄ αρ. 1430/2012 ενώπιον άλλου Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το αποτέλεσμα της οποίας, σύμφωνα με το συνήγορο του αιτητή, θα επηρέαζε και την υπό εξέταση προσφυγή. Ακολούθησαν οδηγίες για την καταχώρηση της ένστασης και την ανταλλαγή των αγορεύσεων. Στις 8.7.2015, κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, η κα Χατζηχάννα εμμένοντας στην προδικαστική ένσταση που ήγειρε, ως προς το βεβαιωτικό της πράξης, χορήγησε στο Δικαστήριο και την απόφαση ημερ. 28.1.2015 που είχε στο μεταξύ εκδοθεί στην προσφυγή αρ. 1430/2012, στην οποία αποφασίστηκε ότι ο αιτητής δεν είχε έννομο συμφέρον να προσβάλει τα διατάγματα κράτησης και απέλασης διότι είχε αποδεχθεί τα διατάγματα και είχε ζητήσει να αναχωρήσει από το έδαφος της Δημοκρατίας οικειοθελώς. Η ευπαίδευτη συνήγορος επανέλαβε ότι και στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής δεν έχει, ούτε διατηρεί έννομο συμφέρον στην προώθηση της προσφυγής του.
Πολυσέλιδες είναι οι καταχωρηθείσες αγορεύσεις εκατέρωθεν. Σ΄ αυτές εγείρονται, αλλά και απαντώνται σωρεία θεμάτων. Κυρίως σε σχέση με την κατ΄ ισχυρισμόν πλάνη των καθ΄ ων ως τα γεγονότα που συνέδεαν τον αιτητή με το έδαφος της Δημοκρατίας, την έλλειψη δέουσας έρευνας, την παραβίαση των προνοιών των άρθρων 29, 30, 32 και 34 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007 και της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, την αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την πράξη, την εφαρμογή του Κεφ. 105, την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του αιτητή, το δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματος ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, την παραβίαση του δικαιώματος σε προηγούμενη ακρόαση, μαζί με την παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης.
Τα πράγματα όμως είναι πολύ πιο απλά. Η προσβαλλόμενη πράξη έχει ως εξής στο σύνολο της:
«Ενόψει της επιστολής σας προς το Υπουργείο Εσωτερικών ημερομηνίας 08/10/2012 με την οποία ζητούσατε, όπως επιτραπεί στον πελάτη σας, κύριο Planimir Stanchev Angelov, να αναχωρήσει οικειοθελώς από τη Δημοκρατία, σας πληροφορώ ότι το αίτημα σας εγκρίθηκε, λαμβάνοντας υπόψη και το Διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου για αναστολή της απέλασης στα πλαίσια της προσφυγής 1430/12, και τα διατάγματα κράτησης και απέλασης ακυρώθηκαν στις 09/110/2012, οπόταν ο πελάτης σας κατέστη δυνατόν να αναχωρήσει από τη Δημοκρατία την ίδια ημέρα.
Σας πληροφορώ, περαιτέρω, ότι δεδομένου ότι ο πελάτης σας είχε κριθεί από την Υπουργό Εσωτερικών ως Απαγορευμένος Μετανάστης για λόγους δημόσιας τάξης δυνάμει της παραγράφου (ζ) του άρθρου 6(1) του Κεφ. 105, η επανείσοδος του πελάτη σας στη Δημοκρατία απαγορεύεται.»
Από το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής, η οποία αποτελεί απάντηση στο αίτημα του αιτητή ημερ. 6.10.2012 για οικειοθελή αναχώρηση από τη Δημοκρατία, φανερώνεται ότι η προσβαλλόμενη εδώ πράξη είναι απλώς βεβαιωτική της προηγουμένως ληφθείσας απόφασης που χαρακτήρισε τον αιτητή ως απαγορευμένο μετανάστη για λόγους δημόσιας τάξης δυνάμει του άρθρου 6(1)(ζ) του Κεφ. 105. Ως αποτέλεσμα αυτής της κατηγοριοποίησης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη τέθηκε και η απαγόρευση επαναεισόδου στη Δημοκρατία. Η προσβαλλόμενη πράξη ακολούθησε την καθ΄ αυτό πράξη κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη ημερ. 6.9.2012 (ερυθρό 62 του διοικητικού φακέλου, Τεκμ. Α), η οποία και επιδόθηκε στον αιτητή στις 9.9.2012 ώρα 00.45 π.μ. από τον αναπληρωτή λοχία 612 και την οποία ο αιτητής αρνήθηκε να υπογράψει. Στη βάση αυτής της απόφασης ο αιτητής πληροφορήθηκε αφενός ότι κηρύχθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης και αφετέρου ότι εναντίον του εκδόθηκαν την ίδια μέρα διατάγματα κράτησης και απέλασης. Περαιτέρω ότι, όπως αναφέρεται στην επιστολή:
«Your re-entry into Cyprus after your deportation is forbidden for the next 10 years from the date of deportation.»
Βεβαιωτική είναι η πράξη που απλώς βεβαιώνει προηγούμενη απόφαση της διοίκησης, τέτοια δε πράξη θεωρείται στο διοικητικό δίκαιο ως απαραδέκτως προσβαλλόμενη διότι δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα, (Στέλιος Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 559, Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού (2011) 3 Α.Α.Δ. 851 και Κυριάκος Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1805/2012, ημερ. 25.6.2015). Η παρούσα προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί κλασσική περίπτωση βεβαιωτικής πράξης διότι δεν εκδόθηκε μετά από την υποβολή οποιουδήποτε νέου αιτήματος από πλευράς του αιτητή, ούτε και υποβλήθηκαν νέα στοιχεία ή γεγονότα προς εξέταση από τη διοίκηση. Η υποβολή νέων στοιχείων είναι απαραίτητη για να υπάρξει κατάληξη σε νέα απόφαση μετά από νέα έρευνα, (Μάρκου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 531, Δημοκρατία ν. Αναστασίου (2011) 3 Α.Α.Δ. 519 και Σασακάρος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 177/2009, ημερ. 2.4.2014), ECLI:CY:AD:2014:C235.
Είναι πρόδηλο ότι η προσβαλλόμενη εδώ πράξη απλώς επιβεβαιώνει την εμμονή της διοίκησης στην ήδη ληφθείσα υπ΄ αυτής απόφαση που είναι ότι ο αιτητής κηρύχθηκε απαγορευμένος μετανάστης και η επαναείσοδος του στη Δημοκρατία έχει απαγορευθεί. Το βεβαιωτικό της πράξης αυτής καθίσταται επίσης φανερό από το γεγονός ότι η επιστολή της διοίκησης ημερ. 24.10.2012 απεστάλη ως απάντηση της επιστολής του δικηγόρου του αιτητή ημερ. 8.10.2012 (Τεκμήριο 14 στην ένσταση), με την οποία επιβεβαιώθηκε τηλεφωνική επικοινωνία του δικηγόρου του αιτητή με τους καθ΄ ων ότι ήταν απαραίτητη η αναχώρηση του αιτητή από τη Δημοκρατία λόγω προβλήματος στενού φιλικού του προσώπου. Στην επιστολή αυτή του δικηγόρου εκφράστηκε η θέση ότι τα διατάγματα που εκδόθηκαν εναντίον του αιτητή, μαζί με την αναστολή που δόθηκε μονομερώς μετά από σχετική αίτηση του στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1430/2012, δεν εμπόδιζαν την «οικειοθελή αναχώρηση» από τη Δημοκρατία προς τούτο δε είχε εξασφαλιστεί και αεροπορικό εισιτήριο για πτήση προς τη Σόφια την επομένη μέρα. Η επιστολή τελείωνε με την εξής πρόταση: «Συνεπώς θα παρακαλούσαμε όπως προβείτε σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες ούτως ώστε να μπορέσει να ταξιδέψει.»
Ουδέν επομένως νέο δεδομένο ή στοιχείο ή γεγονός υποβλήθηκε προς τους καθ΄ ων, επιδιώκοντας αναθεώρηση της πράξης κήρυξης αυτού σε απαγορευμένο μετανάστη. Αναμφίβολα λοιπόν η προσβαλλόμενη πράξη είναι βεβαιωτική. Ταυτόχρονα όμως είναι και πληροφοριακή που επίσης της αποστερεί το εκτελεστό του χαρακτήρα της, διότι η διοίκηση με αφορμή την ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ώστε να καταστεί δυνατή η αναχώρηση του αιτητή από τη Δημοκρατία, θεώρησε πρέπον να πληροφορήσει εκ νέου τον αιτητή ότι η επαναείσοδος του στη Δημοκρατία είχε ήδη απαγορευτεί για λόγους δημοσίας τάξης. Ακριβώς έτσι είναι και η σχετική καταληκτική παράγραφος της επιστολής ημερ. 24.10.2012, ότι πρόκειται περί πληροφόρησης. Πράξη πληροφοριακού χαρακτήρα, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι η πράξη που πληροφορεί τον αιτητή για μια κατάσταση πραγμάτων ή για τις πρόνοιες ενός νόμου ή πράξη στην οποία απλώς εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της διοίκησης, (Γεναγρίτης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 1029, Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 196 και Αντιγόνη Αλεξάνδρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 368).
Πέραν του δεδομένου ότι η πράξη είναι και βεβαιωτική και ταυτόχρονα πληροφοριακή, η διοίκηση έχει βεβαίως το δικαίωμα να απαγορεύσει την είσοδο προσώπου στη Δημοκρατία ως αποτέλεσμα της εν γένει παράνομης συμπεριφοράς του. Η εξουσία αυτή παρέχεται στη διοίκηση δυνάμει του άρθρου 34 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007, το οποίο δεν οριοθετεί ελάχιστη περίοδο απαγόρευσης επαναεισόδου. Δίδεται όμως το δικαίωμα στον αλλοδαπό σε εύλογο χρόνο ή σε κάθε περίπτωση μετά την πάροδο τριετίας από την εκτέλεση της απόφασης να αιτηθεί άρση της απαγόρευσης λόγω νέων διαφοροποιητικών δεδομένων και ουσιωδών μεταβολών των περιστάσεων που οδήγησαν στην απαγόρευση, (Stoyanov v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151, Puscasu v. Δημοκρατίας - ανωτέρω - και Anghel Viorel v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1064/2012, ημερ. 20.5.2014), ECLI:CY:AD:2014:D338.
Η απαγόρευση εισόδου συναρτάται προς τα όλα δεδομένα της κάθε υπόθεσης και εμπίπτει εντός του κυριαρχικού δικαιώματος της Δημοκρατίας να ελέγχει την είσοδο και παραμονή αλλοδαπού στο έδαφος της, ιδιαίτερα όταν τίθενται ζητήματα εσωτερικής τάξης και ασφάλειας (Kapsakis v. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 290/2012 κ.α. ημερ. 20.2.2013, Adnan Ashgar v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 726/2011, ημερ. 30.6.2011 και Viorel v. Δημοκρατίας - ανωτέρω -).
Περαιτέρω, η νομολογία αποκαλύπτει ότι η τοποθέτηση ονόματος προσώπου στον απαγορευμένο κατάλογο αποτελεί πράξη εκτέλεσης και όχι εκτελεστή διοικητική πράξη. Η τοποθέτηση ονόματος στον απαγορευμένο κατάλογο Stop List είναι ένα εσωτερικό ρυθμιστικό μέτρο εκτέλεσης μη προσβλητό αφ΄ εαυτού (Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 474, Fayez v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 933, Florin Puscasu v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 771/2012, ημερ. 12.9.2014, ECLI:CY:AD:2014:D674 και Elie Jamil El Khoury v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 5710/2013, ημερ. 25.6.2015), ECLI:CY:AD:2015:D452. Ο αιτητής τοποθετήθηκε στο Stop List ως πράξη που ακολούθησε την επιστολή ημερ. 24.10.2012, σύμφωνα με τα σημειώματα 1 και 2, ημερ. 26.10.2012 και 13.11.2012, και το ερυθρό 67 του διοικητικού φακέλου, Τεκμ. Α.
Κατά τις διευκρινίσεις, όπως ήδη λέχθηκε, η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ΄ ων πληροφόρησε το Δικαστήριο για την έκδοση απορριπτικής απόφασης στην προσφυγή υπ΄ αρ. 1430/2012 στις 28.1.2015. Η προσφυγή αυτή στρέφετο εναντίον των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης ημερ. 9.9.2012 και εκεί ηγέρθησαν παρόμοιοι λόγοι ακύρωσης ως προς την ουσία της κήρυξης του αιτητή σε απαγορευμένο μετανάστη, όπως και στην παρούσα προσφυγή. Το Ανώτατο Δικαστήριο με την απόφαση του αποδέχθηκε προδικαστική ένσταση ως προς την απώλεια του αντικειμένου της προσφυγής λόγω της ακύρωσης των επιδίκων διαταγμάτων και της οικειοθελούς αναχώρησης του αιτητή. Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο αιτητής απώλεσε το έννομο συμφέρον του να προσβάλει πράξη, το περιεχόμενο της οποίας, έστω και εκ των υστέρων, οικειοθελώς αποδέχθηκε στη βάση σχετικής νομολογίας, με αναφορά στην Κοζάκος ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3566 και των εκεί μνημονευθεισών αποφάσεων. Έκρινε επίσης ότι δεν παρέμειναν ζημιογόνα αποτελέσματα ως εκ της ακύρωσης των διαταγμάτων ώστε να καταστεί δυνατή η αναχώρηση του αιτητή στην πατρίδα του, δεδομένου ότι η πρωταρχική κήρυξη του ως απαγορευμένου μετανάστη ανήκε στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης, η οποία είναι ευρύτατη και άρρηκτα συνυφασμένη με την κρατική υπόσταση, (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Eddine v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 95).
Η πιο πάνω απόφαση προσθέτει στα αιτιολογικά της απόρριψης της παρούσας προσφυγής εφόσον και εδώ ο αιτητής έχει παύσει να διατηρεί έννομο συμφέρον στην προώθηση της προσφυγής του, ιδιαιτέρως εφόσον η υπό κρίση προσβαλλόμενη πράξη είναι ακόλουθη της ουσιαστικής πράξης κήρυξης του αιτητή ως απαγορευμένου μετανάστη, την οποία έχει αποδεχθεί ο αιτητής με την οικειοθελή αναχώρηση του από τη Δημοκρατία.
Να σημειωθεί τέλος και το εξής: η προσβαλλόμενη πράξη έχει δεόντως εκδοθεί από το αρμόδιο όργανο. Υπογράφεται από λειτουργό «για Διευθύντρια» και αναφέρεται στην απόφαση της Υπουργού Εσωτερικών με την οποία ο αιτητής κρίθηκε απαγορευμένος μετανάστης για λόγους δημοσίας τάξεως δυνάμει του άρθρου 6(1)(ζ) του Κεφ. 105. Η αιτίαση που προβάλλει ο αιτητής περί αναρμοδιότητας οργάνου που εξέδωσε την απόφαση αυτή ισοδυναμεί με παρεμπίπτοντα έλεγχο της πράξης κήρυξης του ως απαγορευμένου μετανάστη που προϋπήρξε της προσβαλλόμενης εδώ επιστολής ημερ. 24.10.2012. Ως εκ τούτου, τέτοιος έλεγχος είναι ανεπίτρεπτος. Εν πάση όμως περιπτώσει είναι φανερό ότι η πράξη εγκρίθηκε και εκδόθηκε από την Υπουργό, όπως απορρέει από το Παράρτημα 16 στην ένσταση, με την αναγκαία εκχώρηση εξουσίας προς τη Διευθύντρια δυνάμει του Νόμου αρ. 23/62, το Παράρτημα 18 της ένστασης, και τα Παραρτήματα Α και Β στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων, από όπου φαίνεται η εκχώρηση εξουσίας από το Υπουργικό Συμβούλιο στον Υπουργό Εσωτερικών και από τον Υπουργό Εσωτερικών προς τον Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ο οποίος υπογράφει και τα Παραρτήματα 6, 7 και 8 της ένστασης.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1.300 έξοδα, εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ