ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D433
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.6473 /2013)
18 Ioυνίου, 2015
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δικαστής]
Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 28 και 146 του Συντάγματος
ΒΙΚΥ ΕΥΓΕΝΙΟΥ
Αιτήτρια,
-και -
Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων
(Τμήμα Γραφείου Ευημερίας)
Καθ΄ου η αίτηση.
-----------------------
Αιτήτρια παρούσα προσωπικά
Ε Παπαγεωργίου-Καρακάννα, (κα.), - δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους καθ΄ων η αίτηση
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(δοθείσα αυθημερόν)
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Η παρούσα υπόθεση έχει καταχωρηθεί προσωπικά από την αιτήτρια με παρακλητικό που βασίζεται στην μη παροχή απάντησης από τους καθ΄ων η αίτηση, η οποία οδήγησε την αιτήτρια να τη θεωρήσει βάσει του Ν.158/99 αρνητική. Στη συνέχεια αναφέρεται ότι η ίδια είναι μονογονιός και οι καθ΄ων η αίτηση τερμάτισαν το επίδομα που λάμβανε χωρίς καμιά δικαιολογία, καθ΄υπέρβαση εξουσίας και χωρίς τη δέουσα έρευνα και προσοχή. Στο δε δικόγραφο της προσφυγής αναφέρει ότι με βάση τον πιο πάνω Νόμο θεωρεί την αρνητική απάντηση «ως μη ανταπόκριση των». Επισυνάπτει δε στο δικόγραφο της, ως επίδικη επιστολή στην οποία δεν της εδόθη απάντηση, επιστολή των δικηγόρων της ημερ. 29.8.213 προς την κα.Τούλα Κούλουμου, Διευθύντρια Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, στη Λευκωσία.
Η Δημοκρατία στην ένσταση που καταχώρησε στις 21.8.2014 προέβαλε μεταξύ άλλων προδικαστική ένσταση με το εξής περιεχόμενο:
Η προσφυγή της αιτήτριας παρέμεινε χωρίς αντικείμενο αφού μετά την καταχώριση της στις 5.12.2013 και πριν την πρώτη εμφάνιση στο Δικαστήριο στις 4.2.2014 η διοίκηση στις 31.1.2014 απάντησε σε επιστολή των δικηγόρων της αιτήτριας ημερ. 9.9.2013. Αναφορικά με την επιστολή η οποία επισυνάπτεται στο δικόγραφο της προσφυγής ημερ. 29.8.2013 οι καθ΄ων η αίτηση αναφέρουν ότι ουδέποτε λήφθηκε και δεν υπάρχει στο διοικητικό φάκελο.
Με βάση λοιπόν τα πιο πάνω εισηγούνται ότι η προσφυγή δεν μπορεί να προχωρήσει με την ουσία της γιατί η απάντηση για την οποία η αιτήτρια παραπονείται έχει σταλεί στις 31.1.2014 εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και επιπλέον δεν την προσέβαλε εντός των 75 ημερών παραβιάζοντας το άρθρο 146.3 του Συντάγματος.
Παρά την πιο πάνω προδικαστική ένσταση και την υποχρέωση του Δικαστηρίου να της επιληφθεί πρωταρχικά, τα δεδομένα της υπόθεσης είναι τέτοια που για να γίνει αντιληπτό το όλο θέμα πρέπει να ενδιατρίψουμε στα επί μέρους γεγονότα της υπόθεσης. Σύμφωνα με την ένσταση τα πιο κάτω έχουν σημασία:
Η υπόθεση αφορά την κ. Βίκυ Ευγενίου, 41 χρόνων, η οποία γεννήθηκε στην Κύπρο αλλά μεγάλωσε στην Ελλάδα. Τέλεσε γάμο με ελλαδίτη με τον οποίο απέκτησε ένα παιδί ηλικίας σήμερα 16 ετών. Το 2009 ήρθε σε διάσταση με το σύζυγο της και το καλοκαίρι του 2010 επέστρεψε στην Κύπρο μαζί με το παιδί της.
Στις 31/8/2010 η αιτήτρια υπέβαλε για πρώτη φορά αίτηση για παροχή Δημοσίου Βοηθήματος, η οποία απορρίφθηκε τον Οκτώβριο του 2010 λόγω του ότι το παιδί της δεν είχε κυπριακή ιθαγένεια και δεν μπορούσε να εγκριθεί ως μόνος γονέας βάσει του άρθρου 2 του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου 95(Ι)/2006. Παραχωρήθηκε στην αιτήτρια δημόσιο βοήθημα με έκτακτο χορήγημα για την κάλυψη των βασικών της αναγκών για ένα μήνα. Τον Ιανουάριο του 2011 ο φάκελος της περίπτωσης έκλεισε αφού μέχρι τότε δεν είχαν προσκομιστεί τα απαιτούμενα πιστοποιητικά.
Στις 7/2/2011 η αιτήτρια υπέβαλε νέα αίτηση για παροχή δημόσιου βοηθήματος (Παράρτημα 1, σελ. 1-4), η οποία εγκρίθηκε από 1/4/2011 με αναδρομική ισχύ από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης της, βάσει των άρθρων 2 και 3(1)(β) του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου 95(Ι)/2006, ως μόνος γονέας και ως άνεργη (Παράρτημα 2, σελ. 5-9, Παράρτημα 3, σελ. 10-11 και Παράρτημα 4, σελ. 12).
Σε συνεργασία που είχε η αρμόδια Λειτουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών στο γραφείο της με την αιτήτρια στις 2/3/2012, η κ. Ευγενίου ενημέρωσε ότι έχει αρχίσει από τον Ιανουάριο 2012 να απασχολείται με σιδέρωμα ρούχων στο σπίτι της και είχε εισόδημα €600-€650 περίπου μηνιαίως. Καθοδηγήθηκε από τη Λειτουργό όπως αποταθεί στις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων για εγγραφή της ως αυτοτελώς εργαζόμενη ώστε να μπορεί να υπολογιστεί το δηλωμένο εισόδημα της από εργασία για σκοπούς Δημοσίου Βοηθήματος. Την ίδια ημέρα δήλωσε στην αρμόδια υπηρεσία ότι εργοδοτήθηκε αυτοτελώς από 1/1/2012 και στη συνέχεια προσκόμισε τις απαραίτητες βεβαιώσεις στις Υπηρεσίες μας (Παραρτήματα 5, 6, 7, 8 και 9, σελ. 13-17 αντίστοιχα).
Μετά την εργοδότηση της αιτήτριας, το παρεχόμενο δημόσιο βοήθημα μειώθηκε από 1/3/2012, αφού λήφθηκε υπόψη το εισόδημα της από την εργασία της ως μόνος γονέας βάσει του άρθρου 9(1)(ζ) του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου 95(Ι) του 2006 (Παράρτημα 10, σελ. 18-20).
Το παρεχόμενο δημόσιο βοήθημα τερματίστηκε από 01/06/2012, μετά την τροποποίηση του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου 95(Ι) του 2006, όπου με την τροποποίηση των άρθρων 2 (διαγραφή των όρων «μόνος γονέας» και «άγαμος γονέας») και 3 (κατάργηση της διάταξης «σε μόνο γονέα οικογένειας» στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α) του εδαφίου (10)), η αναφερόμενη δεν ήταν πλέον δικαιούχος δημόσιου βοηθήματος (Παράρτημα 11, σελ. 21-23 και Παράρτημα 12, σελ. 24-25).
Στις 4/2/2013 η αρμόδια Λειτουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών είχε συνεργασία με την αιτήτρια στο γραφείο της, όπου η Aιτήτρια της ανέφερε ότι διέκοψε την εργασία της ως αυτοτελώς εργαζόμενη από τον Ιούλιο του 2012 και προσκόμισε σχετική βεβαίωση από το Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και δελτίο εγγραφής στη Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης για εξεύρεση καλύτερης εργασίας στην οποία φαίνεται ότι εγγράφηκε στις 10/1/2013. Η Αιτήτρια ζήτησε όπως επανεξεταστεί η επαναφορά του Δημοσίου Βοηθήματος λόγω του ότι ήταν άνεργη. Η αρμόδια Λειτουργός της εξήγησε ότι, για να διερευνηθεί το αίτημα της για παροχή δημόσιου βοηθήματος, θα πρέπει να προσκομίσει Διάταγμα Διατροφής. Η Αιτήτρια ανέφερε ότι δεν προτίθεται να το κάνει αυτό γιατί ο πρώην σύζυγος της δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να καταβάλλει διατροφή (Παραρτήματα 13, 14 και 15, σελ. 26-28 αντίστοιχα).
Σε νέα συνεργασία που είχε η αρμόδια Λειτουργός με την αιτήτρια, η Αιτήτρια της ανέφερε ότι έχει Διάταγμα Διατροφής και ότι ο πρώην σύζυγος της, της καταβάλλει διατροφή σχεδόν κάθε μήνα μέσω τραπεζικού λογαριασμού και προσκόμισε αντίγραφο του τραπεζικού της λογαριασμού (Παράρτημα 16, σελ. 29-33). Τον Μάιο του 2013, η αιτήτρια προσκόμισε στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ιδιωτικό συμφωνητικό που υπέγραψε με τον πρώην σύζυγο της στις 12/6/2009, όπου φαίνεται ότι ο πρώην σύζυγος της ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλλει διατροφή ύψους €300 μηνιαίως για το ανήλικο παιδί τους από τον Ιούλιο του 2009 μέχρι και τον Ιούνιο του 2010 (Παράρτημα 17, σελ. 34-35).
Με βάση τα πιο πάνω η αρμόδια Λειτουργός στις 27/6/2013 εισηγήθηκε απόρριψη του αιτήματος της αιτήτριας για παροχή δημόσιου βοηθήματος αφού δεν υπήρχε διάταγμα διατροφής από το Δικαστήριο. Η Συντονίστρια και Προϊστάμενη του αρμόδιου Γραφείου Κοινωνικών Υπηρεσιών συμφώνησαν με την εισήγηση της Λειτουργού (Παράρτημα 18, σελ. 36-37).
Στις 28/8/2013 στάληκε επιστολή στην αιτήτρια με την οποία ενημερώθηκε γραπτώς ότι από 1/6/2012 δεν είναι δικαιούχος δημόσιου βοηθήματος ως μονογονέας, σύμφωνα με την τροποποίηση του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου 67(Ι)/2012. Επίσης, ενημερώθηκε ότι εάν επιθυμεί να εξεταστεί εκ νέου η περίπτωση της με βάση τα νέα της δεδομένα είναι απαραίτητη ή προσκόμιση διατάγματος διατροφής από το Δικαστήριο για το ανήλικο τέκνο της (Παράρτημα 19, σελ. 38).
Με επιστολή ημερ.9/9/2013 ο Δικηγόρος της αιτήτριας, ζητούσε μεταξύ άλλων «την παροχή οικονομικής βοήθειας που ενδείκνυται στην περίπτωση της κ. Ευγενίου και την καταβολή όλων των αναδρομικών ποσών που οφείλονται στην κ. Ευγενίου από τον Αύγουστο του 2010 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2010 και από τον Ιούνιο του 2012 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2013» (Παράρτημα 20, σελ. 39-41).
Στις 14/11/2013, η αρμόδια Λειτουργός, μετά από οδηγίες της Προϊστάμενης, επικοινώνησε τηλεφωνικώς με την αιτήτρια για διερεύνηση σε ποιο στάδιο βρίσκεται η διαδικασία έκδοσης διατάγματος διατροφής και ανέφερε ότι δεν έχει προβεί σε οποιαδήποτε διαδικασία γιατί δεν εντοπίζει τον πρώην σύζυγο της (Παράρτημα 21, σελ. 42).
Στις 5/12/2013 η αιτήτρια υπέβαλε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο υποστηρίζοντας ότι οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας «τερμάτισαν το επίδομα της χωρίς καμία δικαιολογία, καθ' υπέρβαση εξουσίας χωρίς την δέουσα έρευνα και προσοχή. Λόγω καθυστέρησης απάντησης στην επιστολή του Δικηγόρου της, αναφέρει στην προσφυγή της, ότι «βάση του Ν.158/99 θεωρώ αρνητική απάντηση την μη ανταπόκριση των».
Με επιστολή ημερ.31/1/2014 προς τον Δικηγόρο της αιτήτριας, απαντήθηκαν τα θέματα που είχε θέση στην επιστολή του ημερ.9/9/2013 (Παράρτημα 22, σελ. 43-44).
Η λήψη της απόφασης των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας καθώς και η υπογραφή της επιστολής ημερ.31/1/2014 προς το δικηγόρο της αιτήτριας έγιναν από εξουσιοδοτημένους αντιπροσώπους της Διευθύντριας Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας οι οποίες έχουν παραχωρηθεί δυνάμει του άρθρου 2 των περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμων 2006 έως 2013 (Παράρτημα 23 και 24, σελ. 45-46 αντίστοιχα).
Η πλευρά των καθ΄ων η αίτηση θεωρούν ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς και δέουσας έρευνας και στηρίχθηκε στα άρθρα 3(10)(θ) των Περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμων 2006 έως 2013. Μετά την τροποποίηση του άρθρου 2 των περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμων του 2006 έως 2012 και την κατάργηση του εδαφίου 3(10)(α)(ii), με βάση το άρθρο 3(10)(α) η Αιτήτρια δεν ήταν δικαιούχος Δημοσίου Βοηθήματος από 1/6/2012 ως μονογονιός που εργαζόταν και το αίτημα της για επαναφορά του δημόσιου βοηθήματος μετά την ανεργία της, απορρίφθηκε, με βάση το άρθρο 3(10)(θ) των περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμων 2006 και 2012, λόγω μη συνεργασίας της να προσκομίσει έγγραφα που της ζητήθηκαν (Διάταγμα Διατροφής).
Το Διάταγμα Διατροφής, καταλήγουν, είναι απαραίτητο για την εξέταση αιτημάτων για παροχή Δημοσίου Βοηθήματος μετά την κατάργηση της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 9 του σχετικού Νόμου (Παράρτημα 25, σελ. 47-50 σχετικές οδηγίες εγκυκλίου ημερ.12/07/2012).
Προκύπτει από τα πιο πάνω αλλά και από την κατάθεση του διοικητικού φακέλου, τεκμ.Α, το οποίο και διεξήλθα, ότι δεν υπήρξε επιστολή των δικηγόρων της αιτήτριας με την ημερομηνία και το ακριβές περιεχόμενο αυτής που συνοδεύει το δικόγραφο της προσφυγής. Αντιθέτως, υπήρξε επιστολή των δικηγόρων αυτής, ημερ. 9.9.2013 (Παράρτημα 20), ως άνω, με ελαφρώς διαφορετικό περιεχόμενο, ειδικά στην τελευταία σελίδα. Η επιστολή αυτή αποτελούσε μέρος των πεπραγμένων και της έρευνας που διεξήγαγαν οι καθ΄ων η αίτηση σε σχέση με το αίτημα της αιτήτριας για παροχή δημοσίου βοηθήματος. Μάλιστα, στις 28.8.2013, μίαν ημέρα πριν την επιστολή την οποία επισυνάπτει η αιτήτρια στο δικόγραφο της προσφυγής, της αποστέλλεται επιστολή από το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Επαρχιακό Γραφείο Ευημερίας Λεμεσού) με υπογραφή της κας.Λύδιας Κουτσίδου, προϊσταμένης - Παράρτημα 19 ως άνω - στην οποία και της αναφέρεται ότι δεν δικαιούται παροχή δημοσίου βοηθήματος ως μονογονεϊκή οικογένεια. Περαιτέρω στην εν λόγω επιστολή αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Με την παρούσα επιστολή θα ήθελα να σας πληροφορήσω ότι σύμφωνα με την τροποποίηση του περί Δημοσίων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου (Ν.67(1) του 2012), από 1/6/2012 δεν δικαιούστε παροχή δημοσίου βοηθήματος ως μονογονεϊκή οικογένεια. Την οικονομική ενίσχυση των μονογονεϊκών οικογενειών από 1/1/2012 την έχει αναλάβει η Υπηρεσία Χορηγιών και Επιδομάτων του Υπουργείου Οικονομικών με βάση τον περί Παροχής Επιδόματος Τέκνου (Τροποποιητικό) Νόμο του 2011.
Εάν επιθυμείτε να εξεταστεί εκ νέου η περίπτωση σας με βάση τα νέα δεδομένα σας, είναι απαραίτητη η προσκόμιση Διατάγματος Διατροφής από το Δικαστήριο για το ανήλικο τέκνο σας, όπως έχετε πληροφορηθεί και προφορικώς από την αρμόδια Λειτουργό.»
Με την ευκαιρία αυτή θα ήθελα να σας εκφράσω τη συμπάθεια μου και να σας διαβεβαιώσω για την ειλικρινή πρόθεση των Υπηρεσιών Κοινωνική Ευημερίας να σας παράσχουν κάθε δυνατή βοήθεια σε περίπτωση που υπάρχει ανάγκη, στα πλαίσια πάντοτε της σχετικής νομοθεσίας.
Για τυχόν περαιτέρω ενημέρωσης παρακαλώ όπως επικοινωνήσετε με τον αρμόδιο Λειτουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών, την κ.Αντιγόνη Λούτσιου.»
Όπως λοιπόν διαμορφώνονται τα πράγματα, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί η θέση της αιτήτριας ότι οι καθ΄ων η αίτηση παρέλειψαν ή αγνόησαν τις θέσεις της και σίγουρα δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί άρνηση απάντησης σε μιαν επιστολή που δεν ελήφθη. Είναι βέβαια γνωστό ότι μια επιστολή που δεν επιστρέφεται, τεκμαίρεται ότι ελήφθη (βλ. Latifundia Properties Ltd v. 1. Ψακή κ.ά. (2002) 1 A.A.Δ. 397), περί Ερμηνείας Νόμος, Κεφ.1 άρθρο 2). Εν πάση περιπτώσει εν προκειμένω δεν υπάρχει καν θέση της αιτήτριας, ως όφειλε, ότι η εν λόγω επιστολή ταχυδρομήθηκε. Περαιτέρω, στην υπό κρίση περίπτωση, η ίδια η ύπαρξη άλλης επιστολής 9 Σεπτεμβρίου 2013 - Παράρτημα 20 - η οποία περιλαμβάνεται εντός του διοικητικού φακέλου και μάλιστα με χειρόγραφες σημειώσεις για ενέργειες εκ μέρους της διοίκησης ανατρέπει το όποιο τεκμήριο θα ήταν υπέρ της αιτήτριας. Δεν αγνοώ επίσης ότι η επιστολή Παράρτημα 20 εν πάση περιπτώσει απαντήθηκε και πριν να απαντηθεί υπήρξαν ενέργειες της διοίκησης οι οποίες και κρίνονται εύλογες. (βλ. Παράρτημα 21).
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει η προσφυγή της αιτήτριας κρίνεται απαράδεκτη και απορρίπτεται. ΄Εξοδα εκ ποσού €500 επιδικάζονται εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ων η αίτηση.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου,
Δ.