ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D432
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υποθ. Αρ.2105 /2013)
18 Ιουνίου, 2015
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δικαστής]
Αναφορικά με τo ΄Αρθρo 146 του Συντάγματος
ΝΙΟΒΗ ΚΕΤΩΝΗ
Αιτήτρια,
-και -
ΚΥΠΡΙΑΚΟ ΣΥΜΒOΥΛΙΟ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.)
Καθ΄ων η αίτηση.
-----------------------
Ζ.Χαραλάμπους, (κα.), για Προύντζο & Προύντζο ΔΕΠΕ, για την αιτήτρια
Ειρ.Νεοφύτου, (κα.), δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ων η αίτηση
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια αιτείται από το Δικαστήριο ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 08.04.2013 με την οποία απέρριψαν το αίτημα της για αναγνώριση του τίτλου σπουδών «Bachelor of Arts» που απονεμήθηκε στην Αιτήτρια από το Fachhochschule Munster της Γερμανίας.
Η Αιτήτρια στις 8.9.2010, υπέβαλε αίτηση για αναγνώριση του πιο πάνω τίτλου της ως ισότιμου και αντίστοιχου προς Πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση Αρχιτεκτονικής. Η αίτηση της αρχικά εξετάστηκε από το Συμβούλιο κατά την 109η Συνεδρία του (22.3.2011), οπότε και αποφασίστηκε όπως η αίτηση αποσταλεί στην αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως για μελέτη και υποβολή εισηγήσεων προς το Συμβούλιο. Η απόφαση για αποστολή της αίτησης της, στην αρμόδια Επιτροπή Κρίσεως κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 2.6.2011.
Με βάση τον Kανονισμό 6 των Περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών Κανονισμών του 1999, Κ.Δ.Π. 172/99, στο εξής ''οι Κανονισμοι'', αντίγραφο του φακέλου της αίτησης μαζί με το σχετικό έντυπο της έκθεσης αξιολόγησης στάλθηκε στην αρμόδια Επιτροπής Κρίσεως του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. στις 20.6.2011. Η έκθεση αξιολόγησης επιστράφηκε από τα μέλη της Επιτροπής Κρίσεως στις 16.9.2011.
Ακολούθως, ο φάκελος της αίτησης και η έκθεση αξιολόγησης της Επιτροπής Κρίσεως μελετήθηκαν από το Συμβούλιο κατά την 117η Συνεδρία του (12.1.2012), (Παράρτημα VΙ), οπότε το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη την εισήγηση της αρμόδιας Επιτροπής Κρίσεως, αποφάσισε να μην εγκρίνει το αίτημα για αναγνώριση του τίτλου σπουδών «Bachelor of Arts» που απονεμήθηκε από το Fachhochschule Munster της Γερμανίας, ως τίτλου ισότιμου και αντίστοιχου προς Πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση Αρχιτεκτονικής, διότι, όπως καταγράφεται επί λέξει, το συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών δεν περιλαμβάνει τα δύο τρίτα των απαιτούμενων μαθημάτων, συμπεριλαμβανομένου του περιεχομένου των μαθημάτων κορμού του αντίστοιχου κλάδου που λαμβάνεται ως μέτρο κρίσης και, συνεπώς, δεν πληρούνται οι πρόνοιες του Κανονισμού 3.-(3)(β) των Κανονισμών. Η απόφαση κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 30.1.2012. Στις 6.3.2012 η αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για επανεξέταση. Το Συμβούλιο κατά την 128η Συνεδρία του ημερ. (28.1.2013), (Παράρτημα ΙΧ) σε σχέση με την αίτηση επανεξέτασης της αιτήτριας αποφάσισε ως ακολούθως:
«Το Συμβούλιο έλαβε γνώση της αίτησης επανεξέτασης με Αρ.Πρωτ.Ε15/12 για αναγνώριση του τίτλου σπουδών "Bachelor of Arts" που απονεμήθηκε από το Fachhochschule Munster της Γερμανίας, ω τίτλου ισότιμου και αντίστοιχου προς Πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση Αρχιτεκτονικής.
Αποφασίστηκε όπως η αίτηση αποσταλεί στην αρμόδια Επιτροπή Επανεξέτασης για μελέτη και υποβολή εισηγήσεως προς το Συμβούλιο.
Η διαδικασία εξέτασης του αιτήματος θα συνεχιστεί όταν εξασφαλιστούν οι σχετικές εισηγήσεις».
Η σχετική απόφαση κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 11.2.2013.
Στη συνέχεια αντίγραφο του φακέλου της αίτησης επανεξέτασης μαζί με το σχετικό έντυπο της έκθεσης αξιολόγησης στάλθηκε στην αρμόδια Επιτροπή Επανεξέτασης στις 11.2.2013. Η έκθεση αξιολόγησης επιστράφηκε από τα μέλη της Επιτροπής Επανεξέτασης στις 27.3.2013. Ο φάκελος της αίτησης επανεξέτασης και η έκθεση αξιολόγησης της Επιτροπής Επανεξέτασης μελετήθηκαν από το Συμβούλιο κατά την 130η Συνεδρία του (28.3.2013), (Παράρτημα ΧΙΙΙ), οπότε το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη την εισήγηση της αρμόδιας Επιτροπής Επανεξέτασης, αποφάσισε να μην εγκρίνει το αίτημα για αναγνώριση του πιο πάνω τίτλου σπουδών της αιτήτριας, ως τίτλου ισότιμου και αντίστοιχου προς Πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση Αρχιτεκτονικής, και πάλι σύμφωνα με τη δοθείσα αιτιολογία διότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών δεν περιλαμβάνει τα δύο τρίτα των απαιτούμενων μαθημάτων, συμπεριλαμβανομένου του περιεχομένου των μαθημάτων κορμού του αντίστοιχου κλάδου που λαμβάνεται ως μέτρο κρίσης και συνεπώς, δεν πληρούνται οι πρόνοιες του Καν.3 (3)(β) των Κανονισμών.
Η σχετική απόφαση κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 8.4.2013.
Η Αιτήτρια προς ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης προβάλλει διάφορους λόγους, οι κυριότεροι εξ αυτών είναι ότι παραβιάζει τις πρόνοιες της ως άνω Κανονιστικής Διοικητικής Πράξης και του σχετικού Νόμου Ν.68(Ι)/96, περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης Εκπαίδευσης και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών όπως και τη Σύμβαση της Μπολώνιας. Ακόμη προβάλλεται ότι , είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο, και/ή συνιστά υπέρβαση, κατάχρηση εξουσίας, παραβιάζει τις αρχές της χρηστής διοίκησης και φυσικής δικαιοσύνης, την αρχή της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης, όπως και ότι είναι αναιτιολόγητη, και αποτέλεσμα μη δέουσας έρευνας.
Ένα ξεχωριστό κεφάλαιο εισηγούμενης ακυρότητας αφορά θέμα ουσιώδους τύπου. Συγκεκριμένα προβάλλεται θέμα κακής σύνθεσης και ή συγκρότησης των καθ΄ων η αίτηση κατά τη συνεδρία λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως εκ της φύσης του λόγου αυτού θα πρέπει να εξεταστεί κατά προτεραιότητα σε σχέση με τους λοιπούς προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης. Συγκεκριμένα, η συνήγορος της αιτήτριας προβάλλει το γεγονός ότι στην 128η συνεδρία των καθ΄ων η αίτηση αφενός ενώ απουσίαζαν μέλη του αποφασίζοντος οργάνου, δεν αναφέρεται στα πρακτικά της εν λόγω συνεδρίας αν όλα τα μέλη κλήθηκαν νομότυπα, ούτε υπάρχει στο φάκελο της υπόθεσης οποιονδήποτε έγγραφο που να το αποδεικνύει. Το κυριότερο όμως που προκύπτει ως θέμα πλημμέλειας, είναι το γεγονός ότι στην 128η συνεδρία, (Παράρτημα ΙΧ) φαίνεται να είναι παρόντες ο αντιπρόεδρος Χριστόδουλος Σοφοκλέους και 4 μέλη, ενώ καταγράφεται η απουσία του προέδρου Μάριου Μαυρονικόλα (και ακόμη ενός μέλους το οποίο εν πάση περιπτώσει απουσίαζε και την προηγούμενη φορά). Είναι γεγονός που διαπιστώθηκε και από το φάκελο της υπόθεσης αλλά και είναι αποδεκτό ότι στην αμέσως προηγούμενη συνεδρία επί του θέματος, δηλαδή τη συνεδρία 117, παρόντες ήταν ο πρόεδρος και 5 μέλη (βλ.Παράρτημα VI). Στη συνεδρίαση αυτή είχε ληφθεί απόφαση, όπως αναφέρθηκε και προηγουμένως, να μην εγκριθεί το αίτημα της αιτήτριας για αναγνώριση του τίτλου σπουδών της με βάση την αιτιολογία που ήδη ανέφερα. Παρατηρείται λοιπόν ότι δεν υπάρχει η αναγκαία συνέχεια στη σύνθεση του οργάνου κατά τη συνολική διαδικασία λήψης της απόφασης ή επιμέρους αποφάσεων που οδήγησαν στο τελικό αποτέλεσμα.
Η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση αντέτεινε επ΄αυτού κυρίως τη θέση ότι η επίδικη συνεδρίαση (128η) δεν ήταν επί ουσιώδους θέματος, με αποτέλεσμα, κατά την εισήγηση της, να μην προκύπτει θέμα πλημμέλειας ή κακής συγκρότησης του οργάνου.
Σχετικό είναι το άρθρο 22 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, Νόμος 158(Ι)/99 το οποίο έχει ως εξής:
«Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισ΅ένο θέ΅α πρέπει να διεξάγεται από την αρχή ΅έχρι το τέλος από τα ίδια ΅έλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου ΅ετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει ΅ε τη συ΅΅ετοχή ΅ελών που ήταν απόντα στις προηγού΅ενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν ΅πορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε ΅ε προκαταρκτικά θέ΅ατα ή όταν τα ΅έλη τα οποία λα΅βάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενη΅ερω΅ένα σχετικά ΅ε όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης .»
Ως εκ του κειμένου του Νόμου σε συνάρτηση με την παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η απόφαση της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση στην οποία αποφασίζεται παραπομπή της αίτησης για επανεξέταση, είναι τυπικής φύσεως. Η ίδια η παραπομπή εμπεριέχει μια μορφή κρίσης η οποία και την μεταθέτει στο χώρο μιας ουσιώδους συνεδρίασης, οπότε και δεν βρίσκω ότι στοιχειοθετείται η θέση των καθ΄ων η αίτηση ότι πρόκειται για τυπική συνεδρίαση. Η απουσία του Προέδρου στα πρακτικά της 128ης συνεδρίας δεν δικαιολογείται και ούτε αναφέρεται πέραν της απλής αναγραφής ότι ήταν απών ενώ στην προηγούμενη συνεδρίαση ήταν παρών. Και το κυριότερο βέβαια είναι ότι στα πρακτική της 130ης συνεδρίας στην οποία εντέλει λήφθηκε η επίδικη απόφαση, δεν καταγράφεται και δεν δικαιολογείται αν έγινε ή όχι ενημέρωση του Προέδρου για τα θέματα που συζητήθηκαν στις αμέσως προηγούμενες συνεδριάσεις του Συμβουλίου, ενώ αυτό καταγράφεται για το μέλος Βάσω Ιωαννίδου. Το ζήτημα του να είναι τα μέλη ενός αποφασίζοντος συλλογικού οργάνου ενημερωμένα για λεχθέντα σε προηγούμενες συνεδρίες είναι ομοίως ουσιώδες και δεν μπορεί να τεκμαίρεται εκτός αν υπάρχει ένδειξη ότι έγινε ενημέρωση του με άλλο τρόπο. (βλ. Κουρσάρου κ.ά. ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 293). Κάτι τέτοιο δεν έχει καταδειχθεί στην παρούσα. Δεν έχει σημασία κατά την κρίση μου ότι ο Πρόεδρος υπογράφει την επιστολή ενημέρωσης στην αιτήτρια. Το καθήκον αυτό θα έπρεπε να είναι στον Αντιπρόεδρο, ο οποίος τον αντικατέστησε. (βλ. άρθρο 5(2) του Ν.68(Ι)/96 το οποίο έχει ως εξής:
«(2) Ο Αντιπρόεδρος του Συ΅βουλίου αναπληρώνει τον Πρόεδρο, όταν αυτός απουσιάζει ή κωλύεται, οπότε έχει όλα τα δικαιώ΅ατα, αρ΅οδιότητες και υποχρεώσεις του Προέδρου.»
Εν πάση περιπτώσει η ενημέρωση του απουσιάζοντος μέλους, εν προκειμένω του Προέδρου, πρέπει να προκύπτει από τα ίδια τα πρακτικά. Ο,τιδήποτε άλλο θα ήταν ανασφαλές.
«Στο Σύγγραμμα του Ε.Π Σπηλιωτόπουλου, 2011, «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Τόμος 1, 14η Έκδοση, Σελ.139 αναγράφονται τα ακόλουθα:
«129. Λειτουργία. Όλα τα μέλη του συλλογικού οργάνου που παίρνουν την απόφαση πρέπει να έχουν παραστεί σε όλη την εξέταση της υπόθεσης, από την αρχή ως το τέλος, διότι μόνο με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται η πλήρης ενημέρωση κάθε μέλους ώστε να κριθεί η υπόθεση με τη γνώση και στάθμιση των στοιχείων που προκύπτουν κατά την εξέταση της....... . Τα μέλη όμως που μετέχουν στην τελευταία συνεδρίαση και δεν μετείχαν σε προηγούμενες συνεδριάσεις πρέπει να δηλώσουν ρητώς, με δήλωση τους που καταχωρείται στα πρακτικά, ότι ενημερώθηκαν πλήρως ως προς τα ουσιώδη σημεία των συζητήσεων που έγιναν στις συνεδριάσεις στις οποίες δεν μετείχαν ( ΚΔΔ/σιας άρθρο 15 παρα.2, ΣΕ4205/2002).»
Συνεπώς οι σημειούμενες ως άνω παραλείψεις καθιστούν τη σύνθεση κακή και κατ΄επέκταση την προσβαλλόμενη απόφαση παράνομη. Σχετική είναι η απόφαση ΑΤΗΚ ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 53 στην οποία αφού έγινε παράθεση του άρθρου 22 ανωτέρω αναφέρθηκαν και τα ακόλουθα:
«Τα πιο πάνω στην ουσία αποτελούν αντιγραφή της ελληνικής νομολογίας επί του θέματος η οποία συνοψίζεται στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» 6η έκδοση σελ. 133, ως εξής:
«Όλα τα μέλη του συλλογικού οργάνου που παίρνουν την απόφαση πρέπει να έχουν παραστεί σε όλη την εξέταση της υπόθεσης, από την αρχή έως το τέλος, διότι μόνο με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζεται η πλήρης ενημέρωση κάθε μέλους ώστε να κριθεί η υπόθεση με τη γνώση και στάθμιση των στοιχείων που προκύπτουν κατά την εξέτασή της. Εάν η εξέταση της υπόθεσης παραταθεί σε περισσότερες διαδοχικές συνεδριάσεις και κατά την τελευταία συνεδρίαση, κατά την οποία λαμβάνεται η απόφαση, έχει μεταβληθεί η σύνθεση, με τη συμμετοχή και μελών τα οποία δεν μετείχαν στις προηγούμενες συνεδριάσεις, πρέπει η διαδικασία και η συζήτηση να επαναληφθούν πλήρως (ΣΕ 2257/1983, 1670/1987, 1260/1988).»
Στην υπόθεση Λ. Ευσταθίου κ.ά. ν. Παναγιώτας Πολυβίου και Φορέα Ισότιμης Κατανομής Βαρών (2000) 3 Α.Α.Δ. 367, το δικαστήριο πρωτόδικα ακύρωσε την επίδικη απόφαση αφού από διαδοχικές συνεδρίες του συλλογικού οργάνου απουσίαζαν μέλη του χωρίς να φαίνεται στα πρακτικά ότι στις επόμενες συνεδρίες που τα μέλη ήταν παρόντα τύγχαναν ενημέρωσης για όσα προηγήθηκαν. Κρίθηκε κατ' έφεση ότι η πρωτόδικη απόφαση ήταν ορθή.
Η πιο πάνω αρχή στην παρούσα υπόθεση παραβιάστηκε κατ' επανάληψη. Από διαδοχικές συνεδρίες απουσίαζαν διαφορετικά μέλη. Η επίδικη απόφαση λήφθηκε από όργανο με μη νόμιμη σύνθεση, από αναρμόδιο στην ουσία όργανο, και πρέπει να ακυρωθεί. Έχουμε με σχετική λεπτομέρεια εκθέσει τα γεγονότα πιο πάνω. Υπήρξαν επανειλημμένες απουσίες μελών χωρίς να υπάρχει ενημέρωση τους όταν μετείχαν στις επόμενες συνεδρίες. Θα τα σχολιάσουμε με συντομία. Στις 23/1/02 στην απουσία του Ανδρέα Σοφοκλέους αποφασίστηκε η πιθανή παράβαση του άρθρ. 24(4) του νόμου. Δεν υπήρξε ενημέρωση του Α. Σοφοκλέους όταν μετείχε στην επόμενη συνεδρία. Θα μπορούσε αυτή η παράλειψη να θεωρηθεί ότι αφορούσε προκαταρκτικό ζήτημα και ν' αγνοηθεί παρόλο ότι από μια άποψη όσα αποφασίστηκαν βρίσκονταν σε στενή αλληλουχία με όσα ακολούθησαν. Θα το παρακάμπταμε ίσως αν ήταν η μόνη παρατυπία. Όμως στην απουσία του Κωστή Ευσταθίου στις 31/1/02 και 5/3/02 συζητήθηκαν και λήφθηκε απόφαση πάνω σε σημαντικά θέματα που αναφέραμε πιο πάνω. Υπενθυμίζουμε ότι η Επιτροπή στην απουσία του συζήτησε και έλαβε απόφαση εκτός από το θέμα που τον αφορούσε προσωπικά και πάνω σε άλλο θεμελιακό για την πορεία της υπόθεσης ζήτημα αυτό της αρμοδιότητας της να εξετάσει την υπόθεση. Όταν στις 14/5/02 ο Κωστής Ευσταθίου επανήλθε στις συνεδρίες της Επιτροπής δεν ενημερώθηκε για όσα προηγήθηκαν. Και να είχε όμως ενημερωθεί αυτό δε θα είχε οποιαδήποτε σημασία αφού στην απουσία του υπήρξε συζήτηση και απόφαση επί θέματος καθοριστικού για την πορεία της υπόθεσης.
Εδώ δε είναι ίσως κατάλληλο σημείο να απαντήσουμε το επιχείρημα της συνηγόρου της Επιτροπής ότι η διερεύνηση της υπόθεση έγινε στη βάση γραπτών στοιχείων και όλα τα μέλη εκρατούντο ενήμερα. Διαφωνούμε με την εκτίμηση αυτή. Στις 31/1/02 έγινε διεξοδική συζήτηση η οποία οδήγησε σε καθοριστική για την υπόθεση ενδιάμεση απόφαση χωρίς να έχουν τεθεί ενώπιον της Επιτροπής οποιαδήποτε γραπτά κείμενα. Εν πάση δε περιπτώσει εδώ ήταν άσχετη η ύπαρξη ή όχι γραπτών κειμένων αφού η Επιτροπή έλαβε απόφαση για καθοριστικό για την υπόθεση θέμα χωρίς ο Κ. Ευσταθίου να έχει λάβει καθόλου γνώση για το συζητηθέν και αποφασισθέν ζήτημα.
Από την άλλη δεν μπορούμε να αφήσουμε χωρίς να σχολιάσουμε την απουσία του Α. Δημητρίου από τη συνεδρία της Επιτροπής στις 2/4/02 όταν ανακοινώθηκε η ενδιάμεση απόφαση της πάνω στις δύο ενστάσεις. Μεταξύ της λήψης της απόφασης και της έκδοσης μεσολάβησε διάστημα ενός μηνός και η μη εμφάνιση του κατά την έκδοση της απόφασης δυνατό να επιδέχεται διάφορες ερμηνείες.
Όμως θεωρούμε σαν καίριο πλήγμα για τη νομιμότητα της σύνθεσης της Επιτροπής την απουσία του Α. Δημητρίου από τη συνεδρία της 27/8/02 όταν εκδόθηκε η απόφαση για την επιβολή ποινής στην Αρχή. Ήταν παρών στις 26/8/02 όταν η Αρχή κρίθηκε ένοχη. Δεν είναι γνωστό αν ορίστηκε συνεδρία για επιβολή ποινής. Όπως και να έχει το πράγμα η απουσία του πλήττει καίρια τη νομιμότητα σύνθεσης της Επιτροπής εφόσον σκοπός της συνεδρίας στις 27/8/02 ήταν η επιβολή ποινής, πολύ περισσότερο αφού ήταν παρών κατά τη λήψη απόφασης για την ενοχή της Αρχής. Είναι άγνωστο πως η παρουσία του θα ήταν δυνατό να επηρεάσει το αποτέλεσμα της απόφασης.
Εν κατακλείδι φρονούμε για τους λόγους που εξηγήσαμε ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε από συλλογικό όργανο χωρίς αρμοδιότητα λόγω κακής σύνθεσης. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.»
(βλ. επίσης Δημοκρατία ν. Χ΄Χάννα (2011)3Α σελ.90 και Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών ν. Παυλίδη κ.ά. (2010)3 Α.Α.Δ. 251)
Η πιο πάνω προσέγγιση θεωρώ ότι ισχύει και εν προκειμένω λόγω του ουσιαστικού κενού που παρουσιάζεται στην ορθή συγκρότηση και παρουσία των καθ΄ων η αίτηση οι οποίοι είναι ένα συλλογικό όργανο και το άρθρο 22 έχει άμεση ισχύ όσον αφορά αυτούς.
Περαιτέρω, βρίσκω βάσιμη τη θέση της αιτήτριας ότι υπήρξε παραβίαση και των άρθρων 21 και 24 του Ν.158(Ι)/99 εφόσον δεν έχει καταδειχθεί στην παρούσα υπόθεση οποιονδήποτε έγγραφο εντός του διοικητικού φακέλου που να καταδεικνύει αν κλήθηκαν τα μέλη στη συνεδρίαση νομότυπα και εμπρόθεσμα και/ή έστω αν κλήθηκαν, προκύπτει ωσαύτως και απουσία ειδοποίησης Ημερήσιας Διάταξης. (Βλ. Sigma Radio TV Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2007)3 Α.Α.Δ. 258).
Εφόσον κρίνω ότι ο λόγος αυτός ακύρωσης δέον να επιτύχει, δεν μπορώ να υπεισέλθω στους λοιπούς λόγους που προβάλλονται. Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη πράξη ακυρώνεται. Ποσό 1,200 πλέον ΦΠΑ επιδικάζεται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ΄ων η αίτηση.
Τ. Ψαρά-Μιλτιάδου,
Δ.