ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Ξ. Ευγενίου (κα) για Α.Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή. για τους Καθ΄ ων η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-12-22 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 2076/2012, 22/12/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D988

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 2076/2012)

 

22 Δεκεμβρίου 2014

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,

Αιτητής

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση

------------------------------------

Ξ. Ευγενίου (κα) για Α.Σ. Αγγελίδη, για τον Αιτητή.

Ε. Παπαγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

Αγ. Ευσταθίου (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

------------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η μόνιμη θέση Ανώτερου Λειτουργού Αναδασμού πληρώθηκε με πράξη της Ε.Δ.Υ. ημερ. 12.11.2012, από το ενδιαφερόμενο μέρος Τασούλα Παλληκαρά, αντί του αιτητή, ο οποίος και την προσβάλλει με διάφορους λόγους ακύρωσης, οι οποίοι όμως με τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του θα πρέπει να θεωρούνται περιορισμένοι σε όσα εκεί επιχειρηματολογεί. 

 

         Η Ε.Δ.Υ. είχε ενώπιον της τρεις υποψήφιους για την πλήρωση της πιο πάνω θέσης, η οποία είναι θέση προαγωγής.  Στη σχετική συνεδρία της ημερ. 12.11.2012 παρέστη ο Αναπληρωτής Διευθυντής Τμήματος Αναδασμού, ο οποίος συνέστησε τον αιτητή ως τον καταλληλότερο για τη θέση βασίζοντας τη σύσταση του στα ακόλουθα τρία στοιχεία: (1) ότι με έμφαση στις υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων πέντε ετών 2007-2011, ο αιτητής «.. έχει μικρή διαφορά από την ανθυποψήφια του Παλληκαρά Τασούλα.». (2) όσον αφορά το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα, αυτό κατεχόταν και από τους τρεις υποψήφιους εκ των οποίων το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει ένα επιπρόσθετο προσόν «.. το οποίο κρίνεται ως ελάχιστα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και ο υποψήφιος Δημητρίου Δημήτρης κατέχει δύο επιπρόσθετα προσόντα, τα οποία κρίνονται ως πάρα πολύ σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης.».  (3) αναφορικά με το κριτήριο της αρχαιότητας ότι η υποψήφια Ταλιαδώρου Μαρία «... υπερτερεί κατά ένα χρόνο και τέσσερεις μήνες έναντι των άλλων τριών υποψηφίων, Παλληκαρά Τασούλας, Δημητρίου Δημήτρη και Ιωάννου-Ρωσσίδη Γιαννούλας, που κατέχουν τη θέση από 15.10.2008, αλλά υστερεί σημαντικά σε αξία και δεν κατέχει το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα.».

 

         Μετά την αποχώρηση του Αναπληρωτή Διευθυντή, η Ε.Δ.Υ. εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το φάκελο πλήρωσης της θέσης, τους προσωπικούς φακέλους  και τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων, έλαβε υπόψη τα προσόντα και την αρχαιότητα αυτών, την κρίση και σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή και αφού στάθμισε όλα τα ενώπιον της στοιχεία με αναφορά στα τρία κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας, δεν υιοθέτησε τη σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή επιλέγοντας ως καταλληλότερη το ενδιαφερόμενο μέρος. 

 

         Έλαβε υπόψη κατά την επιλογή της, όσον αφορά την αξία με έμφαση στις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων ετών στις οποίες απέδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα, ότι η Παλληκαρά «.. είναι ισοδύναμη με τον συστηθέντα (36 Εξαίρετα με 37 Εξαίρετα αντίστοιχα).».  Η επιλεγείσα υπερείχε έναντι του συστηθέντος λόγω ημερομηνίας γέννησης και αναφορικά με τα προσόντα το ενδιαφερόμενο μέρος, όπως και ο αιτητής κατέχει το πλεονέκτημα και επί πλέον «.. κατέχει επιπρόσθετα προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης (δίπλωμα μεταπτυχιακών σπουδών στη Γεωπονία και διδακτορικό τίτλο στη Γεωπονία).  Επιπρόσθετα προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης κατέχει και ο Δημητρίου, (Master of Science in Geographical Information Systems και Ph.D in Geographical Information Science, το οποίο απέκτησε μετά τον ουσιώδη χρόνο.)». 

 

         Αποτελεί τη θέση του αιτητή ότι υπήρξε ελλιπής δέουσα έρευνα περί των προσόντων των υποψηφίων, αναιτιολόγητη παρέκκλιση από τη σύσταση του Διευθυντή, υπεροχή του αιτητή σε προσόντα και αξία έναντι του ενδιαφερομένου μέρους και με την ίδια υπηρεσιακή αρχαιότητα από 17.7.2000.  Επομένως, η κρίση της Ε.Δ.Υ. ότι το ενδιαφερόμενο μέρος προηγείται σε αρχαιότητα λόγω ηλικίας ώστε αυτή η αρχαιότητα να αποκτά αποκλειστική και αποφασιστική σημασία στην επιλογή της, είναι λανθασμένη.

 

 Αντίθετη, είναι η θέση της δικηγόρου της Ε.Δ.Υ., καθώς και του ενδιαφερομένου μέρους.

 

         Εξετάζοντας κατ΄ αρχάς την κατ΄ ισχυρισμόν αναιτιολόγητη παράκαμψη της σύστασης του Αναπληρωτή Διευθυντή, κρίνεται ότι εύλογα η Ε.Δ.Υ. απέκλινε από την εν λόγω σύσταση η οποία καταγράφηκε πιο πάνω.  Είναι βεβαίως νομολογιακά δεδομένο ότι η σύσταση αποτελεί αυτόνομο στοιχείο κρίσης που λαμβάνεται υπόψη υπέρ του συστηνόμενου, απόκλιση από την οποία χρειάζεται ειδική πειστική αιτιολογία,  (Leonidou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 1918, Spanos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1826, Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 163 και Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164).  Η σύσταση όμως μπορεί να παραγνωρισθεί όταν συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων οπότε και η αξία της μειώνεται ανάλογα σε βαθμό που να είναι νόμιμο να μην ληφθεί υπόψη,  (Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 626, Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213, Κρυστάλλω Χριστοδουλίδου ν. Ε.Δ.Υ. (1999) 3 Α.Α.Δ. 626, Ειρήνη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω - κ.ά.).

 

         Η Ε.Δ.Υ. μη ακολουθώντας τη σύσταση είχε ενώπιον της όλα τα ουσιώδη δεδομένα μέσα από τους προσωπικούς και υπηρεσιακούς φακέλους και κατά το τεκμήριο της νομιμότητας θα πρέπει να θεωρηθεί ότι η διαφωνία της με τη σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή έγινε στη βάση της σύγκρουσης της σύστασης με τα αντικειμενικώς αναδυόμενα δεδομένα.  Η μικρή διαφορά που ο Διευθυντής ανέφερε σε σχέση με την αξία μεταξύ του αιτητή και του ενδιαφερομένου μέρους, στην ουσία δεν θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη από την Ε.Δ.Υ. εφόσον η νομολογία έχει καθορίσει ότι διαφορά  μέχρι και πέντε Εξαίρετα στα τελευταία πέντε προηγούμενα έτη παραπέμπει σε ισοδυναμία και όχι σε οποιαδήποτε έστω και μικρή διαφορά.  (Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 404, Δημοκρατία ν. Φεσά (2009) 3 Α.Α.Δ. 141 και Νίκος Αττάς κ.ά. ν. Ε.Δ.Υ. (2012) 3 Α.Α.Δ. 438).  Η θέση του αιτητή ότι επειδή στη δημόσια υπηρεσία ο χαρακτηρισμός του «εξαίρετα» χρησιμοποιείται κατά κόρον και επομένως έστω και μια διαφορά στο στοιχείο αυτό έχει σημασία, (Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585),  δεν είναι λανθασμένη.  Όμως αυτό που λέχθηκε στην Κατσελλή, είναι ότι η οριακή διαφορά στην αξία μπορεί να λαμβάνεται υπόψη (πρόκειτο και εκεί για διαφορά σε ένα και μόνο στοιχείο).  Αυτό ακριβώς έπραξε εδώ η Ε.Δ.Υ.  Έλαβε υπόψη τη διαφορά εφόσον ρητά την κατέγραψε, αλλά την έκρινε ως ουσιαστική ισοδυναμία.  Και αυτό δεν είναι λάθος εφόσον η νομολογία που έχει ήδη καταγραφεί ανωτέρω, σ΄ αυτή ακριβώς την ισοδυναμία παραπέμπει επί διαφοράς μέχρι 5 «εξαίρετα», ώστε να μην μπορεί να αποδοθεί προβάδισμα σ΄ ένα από τους υποψηφίους έναντι του άλλου επί αυτού του κριτηρίου.  Θα μπορούσε να έκλινε την πλάστιγγα αν αυτό και μόνο ήταν η μοναδική διαφορά μεταξύ των υποψηφίων.

 

         Όσον αφορά τα απαιτούμενα προσόντα, ο Αναπληρωτής Διευθυντής έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε ένα μόνο επιπρόσθετο προσόν το οποίο έκρινε ως «ελάχιστα σχετικό», ενώ ο αιτητής κατέχει δύο επιπρόσθετα προσόντα τα οποία έκρινε ως «πάρα πολύ σχετικά».  Η Ε.Δ.Υ. δεν συμφώνησε προφανώς με αυτή την κρίση εφόσον θεώρησε τα προσόντα τόσο του αιτητή, όσο και του ενδιαφερομένου μέρους ως «σχετικά» με τα καθήκοντα της θέσης.  Στην ουσία ο Αναπληρωτής Διευθυντής θεωρώντας ως πάρα πολύ σχετικά τα δύο επιπρόσθετα προσόντα του αιτητή και ως ελάχιστα σχετικό το προσόν του ενδιαφερομένου μέρους, υπερτόνισε την αξία των επιπρόσθετων προσόντων του πρώτου και ελαχιστοποίησε τη σχετικότητα του επιπρόσθετου προσόντος του ενδιαφερομένου μέρους.  Πέραν του γεγονότος ότι  η αναφορά αυτή του Αναπληρωτή Διευθυντή έγινε χωρίς καμία αιτιολόγηση, η νομολογία αποκαλύπτει ότι τα επιπρόσθετα προσόντα υποψηφίων παραμένουν πρόσθετα ασχέτως του αριθμού τους και είναι λάθος να υπερτονίζεται η κατοχή κάποιων προσόντων από υποψήφιο, αποδίδοντας σ΄ αυτά μεγαλύτερη αξία ή βαρύτητα, (Κυριάκος Κουρτελλάρης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1039/2010, ημερ. 17.7.2012 και Μαρίνος Μάρκου κ.ά. ν. Ε.Δ.Υ., συνεκ. υποθ. αρ. 950/2010 κ.ά. ημερ. 22.3.2013).

 

         Στο γραπτό Υπόμνημα που παρουσίασε η δικηγόρος του αιτητή κατά τις διευκρινίσεις, εισάγονται νέα στοιχεία διά της αγόρευσης, γεγονός ανεπίτρεπτο κατά τη νομολογία.  Δεν μπορεί συνεπώς να γίνεται λόγος για τη θεματική των αντίστοιχων διδακτορικών του αιτητή και του ενδιαφερόμενου μέρους ώστε να αιτιολογείται η θέση του Αναπληρωτή Διευθυντή ότι το μεν ένα (του αιτητή), είναι «πάρα πολύ σχετικό» και το άλλο (του ενδιαφερόμενου μέρους), είναι «ελάχιστα σχετικό».  Τέτοια δεδομένα δεν δόθηκαν κατά τη σύσταση.  Είναι δε και κατάλληλο το σημείο να προστεθεί γενικώς ότι και ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος αναφέρθηκαν στις αγορεύσεις τους σε σωρεία εκπαιδευτικών σεμιναρίων, υποτροφιών, επί μέρους εκπαιδεύσεις, δημοσιεύσεις, κλπ.  Όλα αυτά όμως δεν μπορούν και δεν θα μπορούσαν να προσμετρήσουν στην κρίση της Ε.Δ.Υ., η οποία είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη τα όσα το σχέδιο υπηρεσίας εξαντλητικά προβλέπει.  Ούτε και βεβαίως η Ε.Δ.Υ. λειτούργησε κατά την επιλογή της στη βάση τέτοιων δεδομένων.

 

         Τίθενται όμως άλλα ζητήματα σε σχέση με τα προσόντα.  Λέγει ο αιτητής ότι λανθασμένα η Ε.Δ.Υ. ανεφέρθη στο ότι ο αιτητής απέκτησε το διδακτορικό του τίτλο μετά τον ουσιώδη χρόνο της έναρξης της διαδικασίας πρόσληψης για τη θέση.    Η Ε.Δ.Υ., κατά την εισήγηση, όφειλε να λάβει υπόψη οτιδήποτε το σχετικό υπήρχε από πλευράς επιπρόσθετων προσόντων κατά την ημερομηνία επιλογής.  Η Δημοκρατία δεν απαντά σ΄ αυτόν τον ισχυρισμό, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος αναδεικνύει την ουσία του πράγματος, ότι, δηλαδή, η αναφορά αυτή της Ε.Δ.Υ. έγινε παρενθετικά και μόνο και χωρίς να επέρχεται ουσιώδης πλάνη που να οδηγεί σε ακυρότητα εφόσον είναι εμφανές ότι το διδακτορικό και επιπρόσθετο αυτό προσόν, λήφθηκε δεόντως υπόψη και προσμέτρησε αναλόγως υπέρ του αιτητή.

 

         Είναι γεγονός ότι δεν μπορεί να εξαχθεί συμπέρασμα από το τηρηθέν πρακτικό, ότι η Ε.Δ.Υ. δεν έλαβε υπόψη το διδακτορικό τίτλο.  Στα ενώπιον της Ε.Δ.Υ. τεθέντα στοιχεία υπήρχε και ο κατάλογος αξιολόγησης των υποψηφίων, μεταξύ των οποίων και του αιτητή, όπου σαφώς καταγράφεται η υπ΄ αυτού κατοχή του Ph.D in Geographical Information System που απεκτήθη το 2012.  Η αδόκιμη καταγραφή από την Ε.Δ.Υ. ότι το προσόν αυτό αποκτήθηκε μετά τον ουσιώδη χρόνο, δεν οδηγεί σε τέτοια πλάνη, η οποία, κατά τη νομολογία, τότε μόνο οδηγεί σε ακύρωση της διοικητικής πράξης όταν η πλάνη είναι ουσιώδης έχουσα επίδραση στην κρίση του διοικητικού οργάνου και η οποία αποδεικνύεται από τα στοιχεία του φακέλου, (Σπηλιωτόπουλου: «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» Τόμος ΙΙ, 12η έκδ. σελ. 138-139,  παρ. 511).  Εδώ στην ουσία δεν συντρέχει καν πλάνη διότι η Ε.Δ.Υ. είχε ενώπιον της όλα τα προσόντα του αιτητή, και δεν μπορεί να λεχθεί ότι υπερέβη με την ουσιαστική κρίση της τα ακραία όρια της ευχέρειας της.

 

         Με τη νομολογία (Κουρτελλάρης ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -), δεν είναι ο αριθμός των πρόσθετων προσόντων που ενέχει σημασία, διαφορετικά η επιλογή διαπνέεται από στοιχείο σύγκρισης έξω από τη νομολογία.  Το πρόσθετο ή πρόσθετα προσόντα λαμβάνονται υπόψη κατά τρόπο που δεν δίδεται σ΄ αυτά υπερβολική βαρύτητα ώστε να υποδεικνύουν έκδηλη υπεροχή, αλλά ούτε και να αξιολογούνται οριακά ως να μην ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, (Πούρος ν. Χατζηστεφάνου (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 και Τρύφωνος ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 377).  Και ακριβώς αυτό έπραξε εδώ η Ε.Δ.Υ.  Αξιολόγησε τα πρόσθετα προσόντα, τα οποία θεώρησε ως συναφή με τη θέση χωρίς να αποδώσει σ΄ αυτά τέτοια βαρύτητα ώστε να αποδοθεί έκδηλη υπεροχή στον κάτοχο τους.  Η υπόθεση Δημοκρατία ν. Ανδρέου (1993) 3 Α.Α.Δ. 153, αποτελεί αυθεντία ως προς το ότι υποψήφιος πρέπει κατά την τελευταία ημερομηνία της περιόδου που ορίζεται στη δημοσίευση της κενής θέσης, να κατέχει τα προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, άλλως δεν μπορεί να λογισθεί ως υποψήφιος, αλλά ως προς οποιαδήποτε άλλα προσόντα πρόσθετα μη αποτελούντα πλεονέκτημα και μη αναφερόμενα ως επιπρόσθετο προσόν, αυτά μπορούν να εκτιμηθούν μέχρι και την ημέρα λήψης της απόφασης.  Και εκεί (στην Ανδρέου), η ρητή μη λήψη υπόψη πρόσθετου προσόντος από την Ε.Δ.Υ. επειδή αποκτήθηκε μετά τον ουσιώδη χρόνο, οδήγησε σε ακύρωση πρωτοδίκως.  Όμως η κρίση αυτή ανατράπηκε από την Ολομέλεια, η οποία θεώρησε ότι «η πλάνη αυτή της Ε.Δ.Υ. περί το δίκαιο, που περιλαμβάνει βέβαια και τις νομολογιακές αρχές δεν καθιστά την απόφαση της ακυρώσιμη.».  Πόσο μάλλον εδώ που η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη, ως ορθά αναφέρει η κα Ευσταθίου στην αγόρευση της, τα  όλα προσόντα των υποψηφίων ρητά λέγοντας ότι «επιπρόσθετα προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης κατέχει και ο Δημητρίου ..».

 

         Όσον αφορά την άλλη αιτίαση, ότι παρακάμφθηκε το αναγνωρισθέν από το ΚΥΣΑΤΣ ως μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master, το Δίπλωμα του Αγρονόμου και Τοπογράφου Μηχανικού του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, (ερ. 92 και 93 του προσωπικού φακέλου του αιτητή - Τεκμ. «Α1», ημερ. 1.9.2008), αυτό δεν ευσταθεί.  Εκείνο που παρατηρείται από τον κατάλογο των προσόντων είναι ότι ο αιτητής μετά την αποφοίτηση του από το Λανίτειο Γυμνάσιο Λεμεσού, απέκτησε το Δίπλωμα Αγρονόμου και Τοπογράφου Μηχανικού το 1992 από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.  Το ίδιο ακριβώς Δίπλωμα είχε και το ενδιαφερόμενο μέρος.  Ήταν με αυτό το δεδομένο που και ο αιτητής και το ενδιαφερόμενο μέρος κρίθηκαν ως κατέχοντες τα προσόντα για διορισμό στη θέση και τόσο ο Διευθυντής, όσο και η Ε.Δ.Υ., λειτούργησαν με αυτό κατά νουν.  Άλλωστε το προσόν για τη θέση του Ανώτερου Λειτουργού Αναδασμού, θέση προαγωγής, είναι η τριετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Λειτουργού Αναδασμού Α΄.  Περιπλέον μεταπτυχιακή εκπαίδευση σε συναφές θέμα του Τμήματος θεωρείτο πλεονέκτημα και αυτό κρίθηκε, και ορθά, ότι το κατέχουν και οι δύο.  Ως προς άλλα προσόντα μη αναφερόμενα ειδικά στο Σχέδιο Υπηρεσίας και μη προνοούμενα ειδικά ως πλεονέκτημα, έχει ήδη γίνει αναφορά ανωτέρω.

 

         Το τι ζητεί τώρα στην ουσία ο αιτητής είναι να του πιστωθεί ως επιπλέον προσόν η αναγνώριση από το ΚΥΣΑΤΣ του βασικού Διπλώματος ως μεταπτυχιακού προσόντος.  Αλλά αυτό το έχει στον ίδιο βαθμό και έκταση και το ενδιαφερόμενο μέρος.  Και η Ε.Δ.Υ. ορθά δεν αναφέρθηκε στο θέμα στο σκεπτικό της ούτε για τον αιτητή, αλλά ούτε και για το ενδιαφερόμενο μέρος.  Αν έπρεπε να πιστώσει τον αιτητή και με μεταπτυχιακό, αυτό έπρεπε να το πράξει και για το ενδιαφερόμενο μέρος.  Δεν έχει βάση λοιπόν το επιχείρημα ότι αγνόησε ή παρασιώπησε το θεωρηθέν από το ΚΥΣΑΤΣ βασικό Δίπλωμα, ως μεταπτυχιακό.  Και η απουσία οποιασδήποτε εξειδικευμένης αναφοράς στην ισοτιμία αυτή από το ΚΥΣΑΤΣ αφορά και τυγχάνει εφαρμογής και για τους δύο.  Ενώ κατά το τεκμήριο της κανονικότητας και με βάση τη νομολογία, τεκμαίρεται ότι η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη όλα τα δεδομένα εφόσον ενώπιον είχε και τους προσωπικούς και υπηρεσιακούς φακέλους.

 

         Στην ουσία όμως επιχειρείται το εξής και αυτό κατέστη σαφές κατά τις διευκρινίσεις, με αφορμή και την ανεπίτρεπτη παρείσφρυση στην απαντητική αγόρευση του αιτητή του θέματος ότι το προσόν του ενδιαφερόμενου μέρους κατά τον αρχικό διορισμό του ήταν το Δίπλωμα και επομένως μετά την αναγνώριση του και ως Master από το ΚΥΣΑΤΣ, χρησιμοποιήθηκε ανεπίτρεπτα από τη Ε.Δ.Υ., δύο φορές.  Κατ΄ αρχάς το θέμα δεν μπορεί να τύχει εξέτασης και αυτό διότι δεν περιέχεται ως νομικός λόγος στην αίτηση ακυρώσεων.  Δεν αρκούν οι γενικόλογες αιτιάσεις ακύρωσης για να τεθεί ένα τέτοιο συγκεκριμένο ζήτημα προς εξέταση.  Γι΄ αυτό το λόγο και στην αρχική γραπτή αγόρευση δεν εντοπίζεται οτιδήποτε το σχετικό.  Η θέση του αιτητή εκεί είναι απλώς ότι η Ε.Δ.Υ. παραγνώρισε το μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master και όχι ότι στο ενδιαφερόμενο μέρος πιστώθηκε δύο φορές το ίδιο προσόν.  Μόνο κατά την απαντητική αγόρευση τέθηκε για πρώτη φορά τέτοιο ζήτημα, στη σελ. 12 αυτής.

 

Αλλά το ζήτημα δεν έχει όπως το παρουσιάζει ο αιτητής εν πάση περιπτώσει.  Και αυτό διότι, όπως ορθά εξήγησε η                 κα Ευσταθίου κατά τις διευκρινίσεις, η χρησιμοποίηση προσόντος στη βάση του οποίου έγινε ο αρχικός διορισμός,  Η

δεν απαγορεύεται να χρησιμοποιηθεί και ως επιπρόσθετο, στη βάση του ότι αναγνωρίστηκε μετέπειτα ως «μεταπτυχιακό» από το ΚΥΣΑΤΣ.  Στη Χαράλαμπος Ρούσου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.      αρ. 33/20120, ημερ. 17.10.2014, έγινε ανασκόπηση της σχετικής νομολογίας και κρίθηκε ότι «δεν έχει καθιερωθεί από τη νομολογία γενική αρχή απαγορευτική της εκ νέου για σκοπούς προαγωγής εκτίμησης προσόντος με το οποίο υπάλληλος διορίστηκε σε αρχική ή προηγούμενη θέση.».  Το ερώτημα πάντοτε είναι κατά πόσο το προσόν που αναβαθμίστηκε ως μεταπτυχιακό, είναι σχετικό με τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας, τυγχάνοντας αναλόγως αξιολόγησης από το διοικητικό όργανο.

 

 Στο σκεπτικό της πλειοψηφίας στη Ρούσου χρησιμοποιήθηκε απόσπασμα από τη Μαρία Στυλιανού-Λοττίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 1721/2009 κ.ά., ημερ. 25.7.2012 του Κωνσταντινίδη, Δ., όπου εξηγήθηκε ότι επί νέας θέσης, προαγωγής για παράδειγμα, όπου το σχέδιο υπηρεσίας δεν εξειδικεύει οποιαδήποτε ακαδημαϊκά προσόντα, μπορεί να γίνει συνυπολογισμός μεταπτυχιακού προσόντος ως πρόσθετου.  Διαφορετικά, δυνατόν να δημιουργείτο ανισότητα ή να  επέρχοντο παράδοξα αποτελέσματα, με το να υπολογίζεται ή όχι το ίδιο ή ίδια προσόντα ανάλογα με τις ποιες προηγούμενες θέσεις κατείχαν οι διάφοροι υποψήφιοι.  Ενώ έχουν τα ίδια προσόντα.

 

         Περαιτέρω, ορθά υποδεικνύεται από το ενδιαφερόμενο μέρος ότι και ο αιτητής κατέχει το αυτό προσόν και ένας από τους προτεινόμενους λόγους ακύρωσης είναι η κατ΄ ισχυρισμόν παραγνώριση του προσόντος του ως μεταπτυχιακού.  Δεν έγινε όμως ρητή αναφορά από την Ε.Δ.Υ. για το προσόν αυτό, αλλά από τα προσόντα ενώπιον της είναι φανερή η αναγνώριση του Διπλώματος και ως μεταπτυχιακού.  Αυτό είναι σαφές και από τον κατάλογο των προσόντων του αιτητή, και από τη σύσταση του Διευθυντή, όπου τον πίστωσε με δύο πρόσθετα προσόντα.  Ο αιτητής λοιπόν επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει όταν αφενός εισηγείται ότι η σύσταση του Διευθυντή ήταν ορθή παρόλο που δεν του πίστωσε και τρίτο επιπρόσθετο προσόν, αλλά η Ε.Δ.Υ. που έπραξε κατ΄ όμοιο τρόπο, είχε λάθος.

 

         Παραμένει τέλος η κρίση της Ε.Δ.Υ. υπό το φως όλων των ανωτέρω, ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είχε μεγαλύτερη αρχαιότητα.  Είναι γεγονός ότι η αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους είναι ηλιακή και μόνο.  Όμως ακόμη και αυτή η αρχαιότητα λογίζεται ως επαρκές διαφοροποιητικό στοιχείο, με θεσμοθετημένο και νομοθετημένο το ζήτημα στη βάση του άρθρου 49(7) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/1990, το οποίο προνοεί ότι όπου η ημερομηνία στον αρχικό διορισμό είναι η ίδια, τότε η αρχαιότητα κρίνεται ανάλογα με την ηλικία των υποψηφίων.  Επομένως η ηλικιακή αρχαιότητα και μάλιστα της τάξης των έξι ετών, δεν θα μπορούσε να παραγνωριστεί από την Ε.Δ.Υ., και δεν παραγνωρίστηκε, των υπολοίπων στοιχείων κριθέντων ίσων, (Μαρία Μιτσίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 415/2010, ημερ. 21.2.2012 και Στεφανίδης ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1207/2011, ημερ. 15.2.2013).  Όπως επιβεβαιώθηκε και  από  την  Ολομέλεια στη Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406, η αρχαιότητα, η οποία αποτελεί έγκυρο και νομοθετημένο κριτήριο, μπορεί να ατόνησε στην εξελικτική πορεία της νομολογίας, αλλά δεν έπαυσε και δεν παύει να αποτελεί ένα διαφοροποιητικό στοιχείο κρίσης.  Ασχέτως αν αυτή ανάγεται μόνο στην ηλικία, (Αλευρά ν. Ηρακλέους (2005) 3 Α.Α.Δ. 85, Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585 και Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 105).

 

         Έπεται στη βάση όλων των ανωτέρω, ότι η επιλογή της Ε.Δ.Υ. προς όφελος του ενδιαφερομένου μέρους ήταν εντός της διακριτικής της ευχέρειας χωρίς να έχει πλανηθεί καθ΄ οιονδήποτε ουσιώδη τρόπο στην παράθεση των παραγόντων που προσμέτρησαν στην κρίση της και χωρίς ο αιτητής να έχει επιδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του ενδιαφερομένου μέρους.

 

         Όπως παρατήρησε η Ολομέλεια στη Δημοκρατία ν. Μιχαήλ (2008) 3 Α.Α.Δ. 341, δεν προσδιορίζεται εκ των προτέρων η βαρύτητα οποιουδήποτε ή ορισμένου στοιχείου κρίσης.  Είναι οι συσχετισμοί του συνόλου των στοιχείων που λογίζεται ώστε στο τέλος το ερώτημα να ανακύπτει απλώς, κατά πόσο ήταν εύλογη η κρίση του διοικητικού οργάνου, οπότε και δεν διαταράσσεται με αντικατάσταση της από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Όπως λέχθηκε και στη Γιωργούδης ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116, το κάθε «σύστημα αξιολόγησης πρέπει να αναδεικνύει τον καταλληλότερο υποψήφιο, με μόνη δέσμευση να εξυπηρετείται η αξιοκρατία και το δημόσιο συμφέρον ..».

 

         Η προσφυγή απορρίπτεται με €1.300 έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων.

 

         Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το                   Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

                                           Στ. Ναθαναήλ,

                                                    Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο