ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D761
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1232/2012)
10 Οκτωβρίου, 2014
[ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΕΤΑΞΥ:
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ,
Αιτητή,
και
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ Η/ΚΑΙ
ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ Η/ΚΑΙ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
______
Π. Παπαγεωργίου, για τον αιτητή
Α. Xριστοφόρου, για τους καθ΄ ων η αίτηση
______
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο αιτητής ήταν μεταξύ των αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας, οι υπηρεσίες των οποίων τερματίστηκαν ευδοκίμως με απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών (στο εξής το Συμβούλιο) ημερομηνίας 23.6.2006 με ισχύ από 6.12.2006.
Οι επηρεασθέντες αξιωματικοί αμφισβήτησαν τη νομιμότητα του τερματισμού των υπηρεσιών τους με προσφυγές και σ΄ ότι αφορά τον αιτητή, αυτός αντέδρασε με την προσφυγή υπ΄ αρ. 1574/06.
Εκκρεμούσης της προσφυγής του αιτητή - αλλά και των προσφυγών άλλων αξιωματικών - εκδόθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απόφαση στη Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 44, με την οποία κρίθηκε πως «. η παράλειψη των καθ΄ ων η αίτηση να προβούν στην προβλεπόμενη από τον Kαν. 51(4) προκαταρκτική έρευνα καθιστά νομικά τρωτή την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας». Με αποτέλεσμα, στις 21.2.2009, το Συμβούλιο να ανακαλέσει τις αποφάσεις του που αφορούσαν τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας αξιωματικών για τα έτη 2005 και 2006 και να επανεξετάσει τις περιπτώσεις τους. Στη συνέχεια, αφού επανεξέτασε και την περίπτωση του αιτητή, αποφάσισε τον εκ νέου ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας τους με αναδρομική ισχύ από 6.12.06.
Ο αιτητής ως και οι άλλοι επηρεαζόμενοι αξιωματικοί αντέδρασαν ομαδικά με την προσφυγή 627/09, αλλά ως αποτέλεσμα διατάγματος ημερ. 2.5.11 για διαχωρισμό ο αιτητής καταχώρισε την προσφυγή 691/2011 η οποία έγινε αποδεκτή στις 29.2.12. Με το αιτιολογικό «. ότι η έρευνα που έγινε και η αιτιολογία που δόθηκε δεν ήταν επαρκής και επομένως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ικανοποιεί και το δεδικασμένο της Θεοδώρου.».
Δύο μήνες μετά την έκδοση της προαναφερθείσας απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις 26.4.2012, το Συμβούλιο συνήλθε σε έκτακτη σύνοδο και, αφού ενημερώθηκε από τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς για τις εξειδικευμένες ανάγκες της Υπηρεσίας σε αξιωματικούς κατά κλάδο, αποφάσισε ομόφωνα τον (εκ νέου) ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας των εν λόγω αξιωματικών με αναδρομική ισχύ από 6.12.2006. Ακολούθως ετοίμασε πίνακα με τα ονόματα των επηρεαζόμενων αξιωματικών, τον οποίο διαβίβασε μέσω του Υπουργείου Άμυνας στο Υπουργικό Συμβούλιο για έγκριση. Εγκρίθηκε κατά τη συνεδρία του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 29.5.2012 και ακολούθως ενημερώθηκαν όλοι οι επηρεαζόμενοι αξιωματικοί - συμπεριλαμβανομένου και του αιτητή - με επιστολή του Υπουργείου Άμυνας ημερ. 7.6.2012. Ειδικά σ΄ ότι αφορά τον αιτητή, ο οποίος κατά τον επίδικο χρόνο έφερε το βαθμό του Συνταγματάρχη (ΠΖ), αποφασίστηκε ο εκ νέου ευδόκιμος τερματισμός της υπηρεσίας του «. επειδή δεν διέθετε την ολοκληρωμένη εξειδικευμένη ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση, οι οποίες, με βάση τις επιχειρησιακές και υπηρεσιακές ανάγκες του στρατεύματος και την επιδιωκόμενη αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό του, απαιτούνται για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του, καθ΄ όσον δεν ήταν απόφοιτος Ανωτάτου Στρατιωτικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος και ούτε είχε φοιτήσει στην Ανωτάτη Σχολή Πολέμου και στη Σχολή Εθνικής Άμυνας. Το Συμβούλιο έκρινε ότι τα πιο πάνω περιορίζουν τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του και η παραμονή του στο στράτευμα δεν παρέχει τη δυνατότητα ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών».
Ο αιτητής αμφισβητεί τη νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης και με την παρούσα προσφυγή ζητά:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη ή/και απόφαση των Καθ΄ ων η αίτηση, με την οποία αποφάσισαν τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του Αιτητή στο Στρατό της Δημοκρατίας ή/και στην Εθνική Φρουρά, και η οποία του κοινοποιήθηκε με επιστολή του Υπουργείου Άμυνας ημερομηνίας 07/06/2012, είναι άκυρη ή/και παράνομη ή/και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος».
Είναι η θέση του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει καθότι (α) λήφθηκε κατά παράβαση του δεδικασμένου της Θεοδώρου και της προσφυγής 691/11, (β) της προσδόθηκε αναδρομικότητα κατά παράβαση του άρθρου 7 του Ν.158(1)/1999, (γ) παραγνώρισε το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της κατά παράβαση του άρθρου 58 του Ν. 158(1)/1999, (δ) βασίστηκε στον Καν.51(1) που δεν είναι συμβατός με την αρχή της ισότητας του άρθρου 28 του Συντάγματος και στον Καν. 51(4) που είναι ultra vires έναντι του Νόμου, (ε) λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί η δέουσα έρευνα, (στ) στερείται επαρκούς αιτιολογίας και (ζ) αποτελεί προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και το Νόμο.
Από την άλλη πλευρά είναι η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι καθόλα ορθή, νόμιμη, δεόντως αιτιολογημένη και ουδείς από τους λόγους ακύρωσης που επικαλείται ο αιτητής ευσταθεί.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών προώθησαν τις θέσεις τους με εμπεριστατωμένες αγορεύσεις, τις οποίες διεξήλθα με την αρμόζουσα προσοχή. Διαπίστωσα ότι όλα τα θέματα που εγείρονται στην υπό κρίση προσφυγή έχουν εξεταστεί από αδελφούς Δικαστές σε προσφυγές[1] άλλων επηρεασθέντων αξιωματικών και όπως αποφασίστηκε σε κανένα από αυτά δεν υπήρχε περιθώριο να δικαιωθούν. Υιοθετώ πλήρως το σκεπτικό των αδελφών Δικαστών στη βάση του οποίου απορρίφθηκαν τα παράπονα των αιτητών στις εν λόγω προσφυγές, τα οποία αποτελούν και παράπονα του αιτητή στην παρούσα. Για σκοπούς όμως πληρότητας μεταφέρω την ουσία του υπό αναφορά σκεπτικού, στη βάση του οποίου, όπως γίνεται αντιληπτό, το καθένα από τα επτά παράπονα που προώθησε ο αιτητής στο πλαίσιο της παρούσας είναι καταδικασμένα σε απόρριψη.
Αρχίζοντας από το παράπονο για παραβίαση του δεδικασμένου της Θεοδώρου και της προσφυγής 691/11 - το οποίο είναι συνυφασμένο με τα παράπονα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί η δέουσα έρευνα, ότι στερείται επαρκούς αιτιολογίας και αποτελεί προϊόν πλάνης - επισημαίνεται ότι και οι δύο προσφυγές είχαν επιτυχή κατάληξη λόγω έλλειψης της δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, η πρώτη, και ανεπαρκούς έρευνας και αιτιολογίας, η δεύτερη. Όμως, όπως κρίθηκε στις προαναφερθείσες υποθέσεις και εφαρμόζεται και στην παρούσα, στην προσβαλλόμενη απόφαση καταγράφεται με λεπτομέρεια και σαφήνεια το τι λήφθηκε υπόψη από το Συμβούλιο και έκδηλα αναδύεται πλήρης αιτιολογία και παντελής έλλειψη οποιασδήποτε πραγματικής ή νομικής πλάνης.
Σε σχέση με την εισήγηση ότι ο Καν. 51(1) δεν είναι συμβατός με την αρχή της ισότητας του άρθρου 28 του Συντάγματος είναι αρκετό να παρατηρηθεί ότι η εισήγηση προωθήθηκε κατά τρόπο συγκεχυμένο και εν πάση περιπτώσει το άρθρο 28 δεν κατοχυρώνει ως κεκτημένο το δικαίωμα σε προαγωγή, όπως φαίνεται να είναι και η ουσία του παραπόνου του αιτητή. Αναφορικά δε με την εισήγηση ότι ο Καν. 51(4)[2] συγκρούεται με τον περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμο του 1990 (Ν.33/1990), επισημαίνεται πως το άρθρο 27(2)(δ) του Νόμου δίδει εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο να καθορίζει με κανονισμούς τα ζητήματα αφυπηρέτησης των αξιωματικών, οι δε Καν. 51 και 51Α ρυθμίζουν, αφενός, την ευχέρεια του Συμβουλίου να προβαίνει σε αφυπηρετήσεις και, αφετέρου, τα ωφελήματα όσων αφυπηρετούν και ως εκ τούτου είναι αβάσιμη η εισήγηση ότι ο Καν. 51(4) είναι ultra vires έναντι του Νόμου.
Τέλος, σ΄ ότι αφορά το παράπονο ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση δόθηκε αναδρομικότητα και ότι παραγνωρίστηκε το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της πράξεως, μεταφέρω αυτούσιο το πιο κάτω απόσπασμα από τη Χριστοφή ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1102/12, το οποίο τυγχάνει ανάλογης εφαρμογής και στην παρούσα:
«Κατά δεύτερο, η υπό κρίση απόφαση αποτελεί το προϊόν επανεξέτασης σε συμμόρφωση με την ακύρωση της προηγούμενης πράξης τους. Σε συμμόρφωση με το σκεπτικό της Ανδρεάς Χριστοφή ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -, οι καθ΄ων επανεξέτασαν την περίπτωση του αιτητή διορθώνοντας τα όσα κρίθηκαν προβληματικά. Τα δεδομένα ήταν τα ίδια και επομένως ενεργοποιείται πλήρως η πρόνοια του άρθρου 7(γ) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99. Η προηγηθείσα πράξη ακυρώθηκε για λόγους τυπικούς ήτοι για έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και έρευνας, αλλά η επανεξέταση δεν στηρίχθηκε «... επί στοιχείων προκυψάντων μετά την ακυρωτικήν απόφασιν ...», (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 197-198). Δεν ήταν εδώ περίπτωση όπου δεν παρέμενε οτιδήποτε προς επανεξέταση ώστε υπό το πρόσχημα της επανεξέτασης να επαναπροσδιορίζονται ή να αλλοιώνονται δεδομένα, (Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτροπής Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, υπόθ. αρ. 302/2006, ημερ. 13.8.2007 και Χρίστος Ηροδότου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1671/2010, ημερ. 23.4.2013).
Περαιτέρω, ο αιτητής δεν έχει κεκτημένο δικαίωμα παραμονής στη θέση του, ούτε και ο Καν. 51(4), έχει από μόνος του αναδρομική ισχύ ή παραβιάζει οποιαδήποτε κεκτημένα δικαιώματα. Όπως λέχθηκε και στην Ζαβρός - ανωτέρω - οι Κανονισμοί (εκεί ήταν υπό κρίση η Κ.Δ.Π. 90/90), είχαν σκοπό την «.. ανύψωση του επιπέδου κρίσης των αξιωματικών, δικαίωμα που είχε, και μάλιστα επιθυμητό να ασκήσει» (ο νομοθέτης). Η Κ.Δ.Π. 351/2005, αποτελεί συνέχεια και τροποποιεί τη βασική Κ.Δ.Π. 90/90. Ήταν δικαίωμα του νομοθέτη να επιδιώξει την ευδόκιμη αφυπηρέτηση αξιωματικών. Όπως και στην Ζαβρός, όπου θεωρήθηκε ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε δικαίωμα σε αξιωματικούς από προηγούμενες βαθμολογίες που να μην μπορούσε «.. να μεταβληθεί δυνάμει μελλοντικών κανονισμών, ώστε να ανυψωθεί το επίπεδο αξίας των αξιωματικών», έτσι και με την Καν. 51(4) της Κ.Δ.Π. 351/05, επιχειρήθηκε η βελτίωση της υφιστάμενης κατάστασης στο στράτευμα.»
Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω η προσφυγή απορρίπτεται με €1.200 έξοδα προς όφελος των καθ΄ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
/κβπ
[1] Κουντουρή ν. Δημοκρατίας, Αρ. Υποθ. 1100/12, ημερ. 25.2.2014, Χατζηχαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1148/2012, ημερ. 4.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:D462, Κλεάνθους ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1136/12, ημερ. 9.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:D305 (οι αποφάσεις εκδόθηκαν από το Νικολάτο, Δ.), Κλεάνθους και 22 άλλων ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1275/12 κ.α., ημερ. 15.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:D262, Παντοπίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1137/12, ημερ. 10.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:D506, Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1149/2012, ημερ. 10.7.2014, ECLI:CY:AD:2014:D504, Βιολεττής ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1249/2012, ημερ. 2.9.2014, ECLI:CY:AD:2014:D625, (οι αποφάσεις εκδόθηκαν από τον Ερωτοκρίτου, Δ.), Παναγή ν. Δημοκρατίας, Αρ. Υποθ. 1250/12, ημερ. 19.12.13, Χριστοφή ν. Δημοκρατίας, Αρ. Υποθ. 1102/12, ημερ. 19.12.13, Ιωάννου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1138/12, ημερ. 6.5.2014, Αντωνιάδης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1150/2012, ημερ. 6.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:D293, Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1126/2012, ημερ. 6.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:D291 (οι αποφάσεις εκδόθηκαν από Ναθαναήλ, Δ.), Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας, Υποθ Αρ. 1243/2012, ημερ. 25.9.2014, ECLI:CY:AD:2014:D713, Σπηλιώτης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1107/2012, ημερ. 25.9.2014, ECLI:CY:AD:2014:D712
[2] (4) Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, αφού αξιολογήσει την εν γένει κατάσταση, τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας κατά Κλάδο και την ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών και αφού λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, όλους ή οποιοδήποτε από τους πιο κάτω παράγοντες, ήτοι:
(α) την όλη σταδιοδρομία του Αξιωματικού ή
(β) τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του Αξιωματικού ή
(γ) το χρόνο παραμονής του Αξιωματικού στον κατεχόμενο βαθμό ή
(δ) την ηλικία του Αξιωματικού.
Αποφασίζει κατά πόσο ο Αξιωματικός του οποίου εξετάζει την περίπτωση πρέπει να αφυπηρετήσει ως τερματίσας ευδόκιμα την υπηρεσία του.