ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D713
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αρ. Υπόθεσης: 1243/2012)
25 Σεπτεμβρίου, 2014
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28, 35 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΑΜΥΝΑΣ
3. ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
__________
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η προσφυγή προσβάλλει την απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών (καθ΄ ων η αίτηση 3) ημερ. 7.6.2012, με την οποία κατόπιν επανεξέτασης που ακολούθησε ακυρωτικές αποφάσεις, αποφασίστηκε ο ευδόκιμος τερματισμός της σταδιοδρομίας του αιτητή, ως αξιωματικός στο στρατό της Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα να καθοριστεί πρόωρη αφυπηρέτηση του, αναδρομικώς από το έτος 2006 (23.11.2006). Η απόφαση αφορούσε όχι μόνο τον αιτητή, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο υπηρετούσε με το βαθμό του συνταγματάρχη, αλλά και άλλους αξιωματικούς που ενέπιπταν στις διατάξεις του Κανονισμού 51(1) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990-2006.
Ο αιτητής προσέφυγε στο Δικαστήριο, αμφισβητώντας την απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων. Η Νομική Υπηρεσία, εν όψει της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδόθηκε Μιχάλης Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 44, με επιστολή της ημερ. 5.2.2009, συμβούλευσε το αρμόδιο όργανο να ανακαλέσει τις αποφάσεις που έλαβε για τα έτη 2005 και 2006, μεταξύ άλλων, και τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή και να επανεξετάσει την περίπτωση τους.
Έτσι, το Φεβρουάριο του 2009, συγκροτήθηκε το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, προκειμένου να επιληφθεί του θέματος, με τελική κατάληξη την ανάκληση της απόφασης του για τον ευδόκιμο τερματισμό για το έτος 2006, (συνεδρία ημερ. 21.2.2009). Επανεξετάστηκε η περίπτωση του αιτητή και αποφασίστηκε και πάλι ο ευδόκιμος τερματισμός της υπηρεσίας του. Ακολούθησε η καταχώριση νέας αίτησης εκ μέρους του αιτητή, με αρ. 627/2009 και ακολούθησε η αίτηση με αρ. 676/2011, εφόσον το Δικαστήριο έκρινε ότι απαιτείτο ο διαχωρισμός των υποθέσεων και η καταχώριση ξεχωριστής αίτησης για έναν έκαστο των αιτητών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο με απόφαση του ημερ. 29.2.2012, έκανε δεκτή την προσφυγή του αιτητή και ακύρωσε την απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων.
Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων συγκροτήθηκε και συνήλθε, με απόφαση του Υπουργού Άμυνας, σε έκτακτη σύνοδο στις 26.4.2012. Αφού άκουσε τις εισηγήσεις του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς, ως μέλος και εισηγητής του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων, για τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας σε αξιωματικούς ανά κλάδο, αποφάσισε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια, σύμφωνα με τους σχετικούς Κανονισμούς.
Ακολούθησε η ειδική εξέταση της περίπτωσης του αιτητή και αποφασίστηκε ομόφωνα, ο ευδόκιμος τερματισμός της υπηρεσίας του. Κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν διαθέτει ολοκληρωμένη, εξειδικευμένη, ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση, οι οποίες, με βάση τις επιχειρησιακές και υπηρεσιακές ανάγκες του στρατεύματος και την επιδιωκόμενη αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό του, που απαιτούνται για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του - δεν ήταν απόφοιτος Ανωτάτου Στρατιωτικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος, ούτε είχε φοιτήσει στην Ανωτάτη Σχολή Πολέμου και στη Σχολή Εθνικής Άμυνας - περιόριζε τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του: παραμονή του στο στράτευμα, δεν παρείχε τη δυνατότητα ανέλιξης αξιωματικών κατώτερων βαθμών.
Το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση του ημερ. 29.5.2012 ενέκρινε τον σχετικό πίνακα. Ο αιτητής ενημερώθηκε για την απόφαση με επιστολή ημερ. 7.6.2012 (Καν. 51(7)).
Ο αιτητής παραπονείται ότι η απόφαση πάσχει, με αυθαίρετη όπως την χαρακτηρίζει αιτιολογία, η οποία δεν αποτελεί λόγο κατά το Νόμο προς επιβολή αναγκαστικής αφυπηρέτησης. Λήφθηκε δε, χωρίς οι καθ΄ ων η αίτηση να λάβουν υπόψη τα όσα τέθηκαν εκ μέρους του αιτητή κατά την επανεξέταση, με αποτέλεσμα να παραβούν το δικαστικό δεδικασμένο. Ακόμη ότι η απόφαση είναι αόριστη και γενικόλογη, αποτέλεσμα εσφαλμένης ερμηνείας αλλά και παράβασης της αρχής της ισότητας.
Με αναφορά στην Θεοδώρου (ανωτέρω) ο συνήγορος του αιτητή υποστηρίζει, ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση με το δεδικασμένο: δεν μελετήθηκαν και πάλι οι εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας ως προϋπόθεση, δυνάμει του Καν. 51(4), για την ενεργοποίηση της εξουσίας του Συμβουλίου. Δυνάμει του προαναφερόμενου Κανονισμού επιβάλλεται ως προϋπόθεση, η αξιολόγηση ουσιωδών παραγόντων, όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι απαιτήσεις της μαχητικής ικανότητας κατά το δεδομένο χρόνο, στα πλαίσια μιας γενικής εκτίμησης των αναγκών αποστρατείας, κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, κατά κλάδο σε αξιωματικούς, ώστε να κριθεί αν υπήρχε ανάγκη αποστρατείας και σε ποιο ποσοστό, κατά κλάδο. Επικουρικά, παραπέμπει στην ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή υπ. Αρ. 676/2011, ημερ. 29.2.2012, Χριστόδουλος Χριστοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργικού Συμβουλίου κ.α., υπό Νικολάτου, Δ., υπό την τότε ιδιότητα του, και στον Καν. 51(4) των Κανονισμών, για να εισηγηθεί ότι το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, πριν αποφασίσει τον τερματισμό της ευδόκιμης υπηρεσίας του αξιωματικού, δεν έλαβε ως όφειλε υπόψη όλους ή οποιουσδήποτε από τους παράγοντες, που θέτει ο ίδιος ο Κανονισμός.
Οι καθ΄ ων η αίτηση τερμάτισαν την υπηρεσία του αιτητή στη βάση στοιχείου, εξωγενούς και άσχετου με το πλαίσιο που θέτει ο Κανονισμός (Δημοκρατία κ.α. ν. Παπαχριστοδούλου κ.α. (2002) 3 Α.Α.Δ. 329).
Από τα όσα καταγράφονται στην συνεδρία ημερ. 26.4.2012, με σαφήνεια προκύπτουν οι παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη: Οι ανάγκες της Εθνικής Φρουράς και η στόχευση του σχεδιασμού ώστε να καταστεί η
Εθνική Φρουρά ένα σύγχρονο στράτευμα. Ανάγκες που κρίθηκαν ότι δεν διαφοροποιούνται στους τρεις κλάδους των ενόπλων δυνάμεων, όπως προσδιορίζονται από τις σύγχρονες αντιλήψεις περί διακλαδικότητας των ενόπλων δυνάμεων και τη δυνατότητα ανταπόκρισης ενός σύγχρονου στρατεύματος, στο σύνολο του, στις μελλοντικές προκλήσεις και απαιτήσεις. Ανάγκες που επιτάσσουν, όπως αξιωματικοί και των τριών κλάδων, ιδιαιτέρως με το βαθμό συνταγματάρχη και άνω, στους οποίους ανατίθεται η διοίκηση σχηματισμών και συγκροτημάτων και η διεύθυνση κρίσιμων επιτελικών θέσεων της Εθνικής Φρουράς και του Υπουργείου Άμυνας, θα πρέπει να διαθέτουν, τουλάχιστον, την απαραίτητη μόρφωση και εκπαίδευση. Εφόδια που άπτονται με εξειδικευμένη ανώτατη ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση και επιμορφωτικά σεμινάρια. Απαραίτητη κρίθηκε και η εκπαίδευση, όπως παρέχεται από τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, στα ανώτατα στρατιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και στις ειδικές προς τούτο στρατιωτικές σχολές ή σε κάθε άλλη ισότιμη στρατιωτική σχολή, αναγνωρισμένη από τους αρμόδιους φορείς. Καταγράφονται επίσης οι θεσμοθετημένες θέσεις αξιωματικών στο στρατό της Δημοκρατίας, όπως προβλέπονταν στον περί Προϋπολογισμού Νόμο του 2006, καθώς και οι αξιωματικοί που υπηρετούσαν το έτος αυτό, όπως παρουσιάζονταν σε ειδικό πίνακα, όπως και η ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση των αξιωματικών που υπηρετούσαν το έτος 2006 κατά κλάδο, όπως και σχετικά στοιχεία και λεπτομέρειες κατά ατομική περίπτωση.
Από όλα τα ανωτέρω στοιχεία, κρίθηκε ότι το έτος 2006, ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση, διέθετε μόνο ο ένας από τους δύο υποστράτηγους και κανένας, από τους υπηρετούντες οκτώ ταξίαρχους. Καταγράφονται επίσης με λεπτομέρεια άλλα στοιχεία, όσον αφορά τη μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση σε ποσοστό ανά κλάδο αξιωματικών, αντισυνταγματαρχών, ώστε στη βάση των προνοιών της παραγράφου 4 του Κανονισμού 51, κρίθηκε ότι τα στοιχεία αδιαμφισβήτητα κατεδείκνυαν ότι παρεμποδιζόταν ουσιαστικά η δυνατότητα ανέλιξης αξιωματικών κατωτέρων βαθμών και των τριών κλάδων του στρατού, που τηρούσαν τα απαιτούμενα κατά περίπτωση προσόντα: Δεν ήταν δυνατόν να προαχθούν, λόγω έλλειψης αντίστοιχων κενών θέσεων, αρκετοί από τους αξιωματικούς με βαθμό αντισυνταγματάρχη, μέχρι και ανθυπολοχαγού, οι οποίοι είχαν κριθεί για δεύτερη και τρίτη φορά στον κατεχόμενο βαθμό ως προακτέοι και οι οποίοι, κατείχαν την απαιτούμενη για το βαθμό τους, εξειδικευμένη ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση. Πάνω σε αυτή την ανάγκη στηρίχθηκε ουσιαστικά και η απόφαση για ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας των εν λόγω προσώπων, ανάμεσα στους οποίους και ο αιτητής.
Για τον αιτητή καταγράφεται:
«Συνταγματάρχης (ΠΖ) Χριστοδούλου Χριστόδουλος (ΑΜ: 2727)
Το Συμβούλιο αποφάσισε, ομόφωνα, τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του, επειδή δεν διαθέτει την ολοκληρωμένη εξειδικευμένη ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση, οι οποίες, με βάση τις επιχειρησιακές και υπηρεσιακές ανάγκες του στρατεύματος και την επιδιωκόμενη αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό του, απαιτούνται για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του, καθόσον δεν είναι απόφοιτος Ανώτατου Στρατιωτικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος και ούτε έχει φοιτήσει στην Ανώτατη Σχολή Πολέμου καις τη Σχολή Εθνικής Άμυνας. Το Συμβούλιο έκρινε ότι τα πιο πάνω περιορίζουν τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του και η παραμονή του στο στράτευμα δεν παρέχει τη δυνατότητα ανέλιξης αξιωματικών κατώτερων βαθμών.»
Από τα ανωτέρω, διαπιστώνω ότι υπάρχει πλήρης και ικανοποιητική αιτιολογία, για τη λήψη της επίδικης απόφασης. Δεν συμφωνώ ότι οι καθ΄ ων η αίτηση επανέλαβαν την ίδια απόφαση χωρίς να προβούν σε επανεξέταση, κατά παράβαση του δεδικασμένου. Εδώ παρατίθενται συγκεκριμένοι λόγοι. Εξετάζεται το σώμα και οι ανάγκες της Εθνικής Φρουράς, παρατίθενται ονομαστικά και συγκεκριμένα τα ονόματα των αξιωματικών. Εξετάζονται τα στοιχεία και η ακαδημαϊκή μόρφωση, στρατιωτική εκπαίδευση και άλλες, για τον καθένα ξεχωριστά. Ορθά κατά την κρίση μου, εφόσον πρόκειται για απόφαση που αφορά σύνολο μεν προσώπων, αλλά θίγονται ατομικά δικαιώματα, με πλήρη συμμόρφωση τόσο της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Θεοδώρου (ανωτέρω) όσο και την Προσφυγή αρ. 676/2011 (ανωτέρω). Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε το συγκεκριμένο ενώπιον μου εκ μέρους του αιτητή, το οποίο να θέτει σε αμφισβήτηση την πληρότητα της έρευνας και των αποτελεσμάτων της.
Η κρίση για τον αιτητή εμπίπτει στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του Κανονισμού 51(4) της ΚΔΠ 351/2005 και εδώ η κρίση αξιωματικού είναι ατομική (Ζαβρός κ.α. ν. Δημοκρατίας, (1994) 3 Α.Α.Δ. 349). Η καταγραφή με λεπτομέρεια και σαφήνεια του τι λήφθηκε υπόψη από το Ανώτατο Συμβούλιο, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας υπήρξε ικανοποιητική, η απόφαση αιτιολογημένη, χωρίς να υπεισέρχεται οποιοδήποτε ενδεχόμενο πραγματικής ή νομικής πλάνης.
Όσον αφορά την εισήγηση, ότι οι σχετικοί Κανονισμοί είναι ultra vires, βρίσκω ότι τέτοια εισήγηση, δεν μπορεί να επιτύχει. Δεν διακρίνω πώς συγκρούονται τα δύο νομοθετήματα. Εδώ πρόκειται για ένα γενικό και ένα ειδικό Νόμο: περί Συντάξεων Νόμους, περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμος. Ο περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμος 33/1990 δίδει εξουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο να καθορίζει με Κανονισμούς τα ζητήματα αφυπηρέτησης των αξιωματικών (άρθρο 27(2)(δ) του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου). Ο Κανονισμός 51, ανωτέρω, εισάγει προσωρινή διάταξη και παρέχει την ευχέρεια στο Ανώτατο Συμβούλιο να προβαίνει σε αφυπηρετήσεις, ενώ ο Κανονισμός 51 Α ρυθμίζει τα ωφελήματα όσων αφυπηρετούν σύμφωνα με τον Κανονισμό 51, ανεξαρτήτως των διατάξεων των βασικών Κανονισμών, και ανεξαρτήτως των διατάξεων του Κανονισμού 49, αναφορικά με την ηλικία αφυπηρέτησης και ως προς τα συντάξιμα ωφελήματα.
Όσον αφορά τον ακυρωτικό λόγο για παράβαση του δικαιώματος του αιτητή για εργασία (Άρθρο 25 του Συντάγματος), αυτός παραμένοντας αόριστος και αστήρικτος, βρίσκω ότι έχει εγκαταλειφθεί.
Ο νομικός λόγος περί μη τήρησης πρακτικών της συνεδρίας του Υπουργικού Συμβουλίου επίσης απορρίπτεται. Από έλεγχο των σχετικών εγγράφων που έχουν τεθεί ενώπιον μου διαπιστώνω ότι τέτοια πρακτικά τηρήθηκαν: καταγράφουν τα παρόντα μέλη, οι απόντες, καθώς και κάθε τι σχετικό πριν τη συζήτηση της πρότασης και τη λήψη της επίδικης απόφασης επί της πρότασης (Παράρτημα Α στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων η αίτηση).
Η αίτηση απορρίπτεται με €1.500 έξοδα σε βάρος του αιτητή. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ