ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D595
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1467/2010
5 Αυγούστου, 2014
[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΕΙΩΝ,
Καθ'ου η αίτηση.
_______________________________
Ν. Χατζηϊωάννου (κα) για Α.Κ. Χατζηϊωάννου & Σία, για την Αιτήτρια.
Ν. Κλεάνθους (κα) για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τον Καθ'ου η αίτηση.
____________________________________________
A Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή της, η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης του Επιτρόπου Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων (στο εξής «ο Επίτροπος»), ημερομηνίας 25/8/2010, με αρ. 9/2010, (Α.Δ.Π. 746/2010), αναφορικά με την εξέταση της Αγοράς Πρόσβασης στο Δημόσιο Τηλεφωνικό Δίκτυο σε Σταθερή Θέση για Οικιακούς και μη Οικιακούς Καταναλωτές και την επιβολή Ρυθμιστικών Υποχρεώσεων στον οργανισμό με Σημαντική Ισχύ στην Αγορά.
Tα γεγονότα της προσφυγής.
Ενεργώντας μέσα στα πλαίσια των εξουσιών που του παρέχονται δυνάμει του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2004 (Ν. 112(Ι)/2004) - (στο εξής «ο Νόμος») και του περί Καθορισμού των Διαδικασιών Ορισμού και Ανάλυσης Αγορών Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών Διατάγματος του 2005 (Κ.Δ.Π. 147/2005), ο Επίτροπος κοινοποίησε σε όλους τους παροχείς τηλεφωνικών δικτύων και υπηρεσιών, ερωτηματολόγια, με σκοπό τη συλλογή των αναγκαίων στοιχείων και πληροφοριών για τον καθορισμό και ανάλυση της αγοράς πρόσβασης στο δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο σε σταθερή θέση για οικιακούς και μη οικιακούς καταναλωτές, καθώς και την ανάλυση του επιπέδου του ανταγωνισμού, ούτως ώστε να διαπιστωθεί εάν πρόσωπο ή πρόσωπα, έχουν σημαντική ισχύ σ' αυτήν.
Οι πιο πάνω ενέργειες αποτελούν προαπαιτούμενο της ενεργοποίησης των εξουσιών του Επιτρόπου, που απορρέουν από τις πρόνοιες των άρθρων 46 - 50 του Νόμου (Έννατο Μέρος) και αφορούν στην επιβολή ρυθμιστικών υποχρεώσεων σε πρόσωπα που καθορίζονται ως έχοντα σημαντική ισχύ σε μια σχετική αγορά.
Οι απαντήσεις αξιολογήθηκαν από τον Επίτροπο, ο οποίος ετοίμασε προσχέδιο Εγγράφου Κοινοποίησης προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τα συμπεράσματα του, το περιεχόμενο του οποίου τέθηκε ακολούθως σε Δημόσια Διαβούλευση.
Στη συνέχεια υποβλήθηκαν οι γραπτές απόψεις των ενδιαφερομένων, συμπεριλαμβανομένης και της αιτήτριας, καθώς και της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού επί του προσχεδίου και ακολούθησε η προώθηση του Εγγράφου Κοινοποίησης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Η τελευταία, υπέβαλε τα σχόλια της, βάσει των οποίων ο Επίτροπος προχώρησε στην ετοιμασία τελικού προσχεδίου αποφάσεως για το οποίο έλαβε χώρα Δημόσια Διαβούλευση, μέσα στα πλαίσια της οποίας υποβλήθηκαν εκ νέου οι απόψεις των ενδιαφερομένων και της αιτήτριας και εν τέλει εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και επιδόθηκε στην αιτήτρια.
Με την επίδικη απόφαση καθορίστηκε ότι υπήρχαν δύο επί μέρους σχετικές αγορές πρόσβασης στο δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο σε σταθερή θέση (χαμηλής και υψηλής ζώνης στενοζωνικής πρόσβασης), οι οποίες δεν παρουσιάζονταν επαρκώς ανταγωνιστικές εφόσον η αιτήτρια κατείχε δεσπόζουσα θέση σ' αυτές, με αποτέλεσμα να είναι αναγκαία μια ex ante ρυθμιστική παρέμβαση.
Ως εκ τούτου, επιβλήθηκαν στην αιτήτρια, η οποία καθορίστηκε ως "Οργανισμός με Σημαντική Ισχύ" στις πιο πάνω αγορές, διάφορες ρυθμιστικές υποχρεώσεις και επιπρόσθετα, υποχρεώσεις παροχής πρόσβασης και χρήσης ειδικών ευκολιών δικτύου, διαφάνειας, αμεροληψίας, λογιστικού διαχωρισμού, κοστολόγησης - ελέγχου τιμών και απαγόρευση ομαδοποίησης προϊόντων και υπηρεσιών, όπως περιγράφονται αναλυτικά στην προσβαλλόμενη απόφαση του Επιτρόπου.
Οι λόγοι ακύρωσης.
Η αιτήτρια προβάλλει αριθμό λόγων ακύρωσης, ανάμεσα στους οποίους δεσπόζουσα θέση κατέχει ο λόγος ακύρωσης σύμφωνα με τον οποίο η επίδικη απόφαση πάσχει από πολλαπλότητα και έχει εκδοθεί καθ' υπέρβαση των εξουσιών που παρέχονται στον Επίτροπο από τα άρθρα 46 - 50 του Νόμου. Η αιτήτρια ισχυρίζεται επίσης ότι η επίδικη απόφαση είναι άκυρη και γιατί, η Διαβούλευση με την Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού δεν ήταν νόμιμη, ο Επίτροπος στηρίχθηκε σε πεπλανημένα και/ή πεπαλαιωμένα στοιχεία, ο προσδιορισμός της "Αγοράς" ήταν εσφαλμένος και αυθαίρετος και τέλος, οι ρυθμίσεις που επιβλήθηκαν είναι αναιτιολόγητες, αυστηρές και αυθαίρετες.
Θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι στην απαντητική αγόρευση της, η αιτήτρια, πρόσθετα των ισχυρισμών που προβάλλει στα πλαίσια των λόγων ακύρωσης, εγείρει και ζήτημα υπέρβασης εξουσιοδότησης (Ultra Vires) των προνοιών του Διατάγματος της Κ.Δ.Π. 147/2005, που αφορούν την επιβολή συγκεκριμένων ρυθμιστικών υποχρεώσεων, επιχείρημα το οποίο, όπως επισημαίνεται από τους καθ' ων η αίτηση, εγέρθηκε σε αργοπορημένο στάδιο, χωρίς να είναι δικογραφημένο στα νομικά σημεία και συνεπώς δεν μπορεί να εξεταστεί.
Το ζήτημα της πολλαπλότητας της επίδικης απόφασης.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι ο Επίτροπος, καθ' υπέρβαση των εξουσιών που του παρέχονται από τα άρθρα 46 - 50 του Νόμου εξέτασε τρία ξεχωριστά ζητήματα (ορισμός σχετικής αγοράς - καθορισμός οργανισμού με σημαντική ισχύ στην αγορά - επιβολή ρυθμιστικών υποχρεώσεων) μέσα στα πλαίσια μιας και μόνο διαδικασίας, χωρίς να δίδει ξεχωριστή αιτιολογία. Κατά την άποψη τους, ο Επίτροπος θα έπρεπε πρώτα να προκαθορίσει με απόφαση ή διάταγμα τις "Σχετικές Αγορές", ούτως ώστε να είναι στη συνέχεια ευχερής η υπαγωγή των αντίστοιχων προϊόντων και υπηρεσιών σε κάθε μια από αυτές και στη συνέχεια να προχωρήσει στην εξέταση του ανταγωνισμού, στον καθορισμό του οργανισμού με σημαντική ισχύ σ' αυτές και στην επιβολή των ρυθμιστικών υποχρεώσεων, πάνω στη βάση συγκεκριμένων στοιχείων που θα τεκμηρίωναν τα συμπεράσματα του.
Οι πιο πάνω ενέργειες και παραλείψεις, καθιστούν, κατά τους αιτητές, την επίδικη απόφαση πάσχουσα λόγω πολλαπλότητας και συνιστούν υπέρβαση εξουσίας, διότι, όπως εισηγούνται, ο Νόμος προβλέπει τρεις ξεχωριστές διαδικασίες.
Οι καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν τα πιο πάνω επιχειρήματα και απαντούν ότι οι ενέργειες του Επιτρόπου αποτελούν αλληλένδετα στάδια της ίδιας διαδικασίας και επισημαίνουν ότι η εισήγηση για πολλαπλότητα δεν έχει τεκμηριωθεί με αναφορά σε συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη που να επιβάλλει τη λήψη διακριτών αποφάσεων σε κάθε στάδιο.
Το ζήτημα έχει εξεταστεί σε μια σειρά διιστάμενων πρωτόδικων αποφάσεων τις οποίες επικαλούνται οι δύο πλευρές. Σημειώνεται ότι οι πλείστες εξ' αυτών έχουν εφεσιβληθεί, και το θέμα εκκρεμεί ενώπιον της Πλήρους Ολομέλειας για σκοπούς ευθυγράμμισης της νομολογίας.
Στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Eπιτρόπου Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθ. Αρ. 327/2007, ημερομηνίας 3/2/2009 (Νικολάτος, Δ.), όπου τέθηκαν και εξετάστηκαν παρόμοια θέματα, αποφασίστηκαν τα εξής:
"Όσον αφορά το ζήτημα της πολλαπλότητας και της έλλειψης αιτιολογίας ή ειδικής αιτιολογίας, συμφωνώ και πάλι με τη θέση της αιτήτριας. Η επίδικη απόφαση έχει τίτλο, απόφαση αναφορικά με τον ορισμό σχετικής αγοράς, τον καθορισμό οργανισμού με σημαντική ισχύ στην αγορά απόληξης (τερματισμού) σε μεμονωμένα δημόσια τηλεφωνικά δίκτυα που παρέχεται σε σταθερή βάση, και την επιβολή ρυθμιστικών υποχρεώσεων στον οργανισμό με σημαντική ισχύ στην αγορά. Συμφωνώ πως οι προαναφερόμενες τρεις αποφάσεις είναι διακριτές και έπρεπε να ληφθούν σε τρεις διακριτές διαδικασίες. Σε τέτοια τεχνικά θέματα που εμπλέκουν και την ερμηνεία δύσκολων νομοθετικών προνοιών, η πολλαπλότητα προσθέτει στη δυσκολία του όλου εγχειρήματος, καθιστά δυσχερέστερη τη διάγνωση της αιτιολογίας για την κάθε μια απόφαση αλλά και το δικαστικό έλεγχο γενικότερα.
Ως εκ τούτου κρίνω ότι οι τρεις προαναφερόμενες αποφάσεις, δηλαδή (α) του ορισμού της σχετικής αγοράς, (β) του καθορισμού οργανισμού με σημαντική ισχύ στην προαναφερόμενη αγορά και (γ) της επιβολής ρυθμιστικών υποχρεώσεων στον οργανισμό με σημαντική ισχύ στην αγορά , θα έπρεπε να είχαν ληφθεί ξεχωριστά και διαδοχικά. Αυτό κατά την κρίση μου, εξυπακούεται και από τα άρθρα 46(2), 47, 48(1) και 49(1) του προαναφερόμενου νόμου, αλλά και υπαγορεύεται από την κοινή λογική.
Το παράπονο της αιτήτριας επεκτείνεται και στο ζήτημα του ότι όχι μόνον εξετάστηκαν τα τρία προαναφερόμενα ζητήματα σε μια διαδικασία, με την έκδοση μιας απόφασης, αλλά και στο ότι, επιπρόσθετα, εξετάστηκαν τρεις αγορές σε μια διαδικασία, όπως προκύπτει από το Παράρτημα 19 στην ένσταση του καθ' ου η αίτηση. Δηλαδή ο καθ' ου η αίτηση εξέτασε πέραν από την αγορά τερματισμού κλήσεων, την αγορά εκκίνησης κλήσεων ανά δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο και την αγορά διαβιβαστικών υπηρεσιών στο δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο. Συμφωνώ ότι από το Παράρτημα 19 στην ένσταση του καθ' ου η αίτηση προκύπτουν τα προαναφερόμενα περί εξέτασης τριών αγορών σε μια διαδικασία. Και αυτό είναι, κατά την κρίση μου, μεμπτό, επειδή η εξέταση τριών αγορών σε μια διαδικασία, αναπόφευκτα, προκαλεί σύγχυση αλλά και ανεπίτρεπτο αλληλοεπηρεασμό της απόφασης για τη μια αγορά, από τις αποφάσεις για τις άλλες δύο αγορές. Επίσης και αυτή η ενέργεια δυσκολεύει την εξεύρεση της αιτιολογίας της απόφασης για την κάθε μια αγορά αλλά και γενικά τον ευρύτερο δικαστικό έλεγχο."
Το πιο πάνω σκεπτικό υιοθετήθηκε στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Eπιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθ. Αρ. 326/2007, ημερομηνίας 11/5/2009 (Φωτίου, Δ.) και ακολούθως στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθ. Αρ. 390/2007, ημερομηνίας 25/5/2009 (Νικολάτος, Δ.), Αρχή Τηλεπικοινωνιών Kύπρου v. Eπιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθ. Αρ. 325/2007, ημερομηνίας 21/12/2009 (Παπαδοπούλου, Δ.) και Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθ. Αρ. 391/2007, ημερομηνίας 25/5/2010 (Παμπαλλής, Δ.).
Αντίθετη ήταν η κατάληξη του Δικαστηρίου στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 392/2007, ημερομηνίας 15/9/2010 (Κωνσταντινίδης, Δ.), στην οποία κρίθηκε ότι η αναπόδραστη διαδοχικότητα των επίδικων ενεργειών του Επιτρόπου, δεν σημαίνει αφ' εαυτής πως ο κάθε ορισμός ή καθορισμός πρέπει απαραίτητα να διατυπώνεται σε χωριστό έγγραφο, εφόσον κάτι τέτοιο δεν προκύπτει από τις σχετικές πρόνοιες του άρθρου 46(5) του Νόμου και του άρθρου 21 του Διατάγματος της Κ.Δ.Π. 147/2005, οι προεκτάσεις του οποίου δεν είχαν εξεταστεί στα πλαίσια των ακυρωτικών αποφάσεων που είχαν προηγηθεί.
Η πιο πάνω απόφαση υιοθετήθηκε στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθ. Αρ. 1013/2009, ημερομηνίας 5/4/2011 (Κραμβής, Δ.), στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθ. Αρ. 1059/2009, ημερομηνίας 18/5/2012 (Κληρίδης, Δ.), ενώ παρόμοια προσέγγιση τηρήθηκε στην πιο πρόσφατη αυτής της σειράς, Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Eπιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθ. Αρ. 1102/2011, ημερομηνίας 31/3/2014, ECLI:CY:AD:2014:D231 (Μιχαηλίδου, Δ.).
Το νομικό πλαίσιο που διέπει την περίπτωση στην έκταση που αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης στις πιο πάνω υποθέσεις, σε συνάρτηση με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του πεδίου μέσα στο οποίο καλείται να κινηθεί ο Επίτροπος για να αντεπεξέλθει στο ρυθμιστικό του ρόλο, καθιστούν επιβεβλημένη την από μέρους του σαφή διάκριση των ενεργειών και αποφάσεων που λαμβάνονται, ούτως ώστε να είναι δυνατή η εξασφάλιση των δικαιωμάτων κάθε επηρεαζόμενου, η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας και της διαφάνειας που τονίζεται ιδιαίτερα στο Νόμο, καθώς και η σαφήνεια της αιτιολογίας, με τρόπο που να καθιστά, υπό τις περιστάσεις ευχερή το δικαστικό έλεγχο.
Οι σχετικές διατάξεις του Έννατου Μέρους του Νόμου, όπως ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, πριν από την τροποποίηση τους με το Ν. 51(Ι)/2012, οι οποίες ρυθμίζουν την επιβολή ρυθμιστικών υποχρεώσεων, διαχωρίζουν σαφώς τα τρία διαδοχικά στάδια ενεργειών και κάνουν λόγο - άρθρο 46(4) και (5) - για «αποφάσεις» που λαμβάνονται από τον Επίτροπο.
Στο ίδιο άρθρο είναι διάχυτη η αναφορά σε «σχετική αγορά» ή «αγορά υπό εξέταση» ή σε «ορισμό μιας σχετικής αγοράς» και «διενέργεια αναλύσεων αγοράς» κατά την έκδοση «οποιωνδήποτε αποφάσεων» του Επιτρόπου, λεκτικό που εξυπακούει τη λήψη χωριστών αποφάσεων για κάθε αγορά και δεν παρέχει ευχέρεια συνεξέτασης πλειόνων αγορών στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας.
Η παραπομπή στο σχετικό Διάταγμα (Κ.Δ.Π. 147/2005) δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα αφού στο άρθρο 46(5) καθίσταται σαφές ότι «η διαδικασία λήψης αποφάσεων, δυνάμει του παρόντος Μέρους, θα πρέπει να διενεργείται σύμφωνα με τις πρόνοιες που θα ορίζονται στο σχετικό Διάταγμα» το περιεχόμενο του οποίου, όπως αποσαφηνίζεται, θα περιλαμβάνει τις μεθοδολογίες με τις οποίες ο Επίτροπος θα προχωρεί στις επί μέρους αποφάσεις του.
Στο ίδιο άρθρο τονίζεται περαιτέρω ότι με τις μεθόδους που καθορίζονται στο Διάταγμα, ο Επίτροπος επιτυγχάνει, μεταξύ άλλων και «τη διαφάνεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη μέσω δημοσίων διαβουλεύσεων».
Το άρθρο 21 του Διατάγματος της Κ.Δ.Π. 147/2005 το οποίο παρέχει την ευχέρεια στον Επίτροπο, κατά την κρίση του, αφού ολοκληρώσει τον προσδιορισμό μιας σχετικής αγοράς να μη δημοσιοποιεί το σχετικό Προσχέδιο Μέτρων έως ότου προχωρήσει στην ανάλυση του επιπέδου του ανταγωνισμού στη συγκεκριμένη αγορά, δημοσιεύοντας στη συνέχεια ένα Προσχέδιο Μέτρων το οποίο να καλύπτει και τα τρία ζητήματα (ορισμός αγοράς - ανάλυση αγοράς - ρυθμιστικές υποχρεώσεις), δεν διαφοροποιεί τα δεδομένα, ούτε απαλλάσσει τον Επίτροπο από την επιβαλλόμενη στο Νόμο υποχρέωση λήψης χωριστών για το κάθε ζήτημα αποφάσεων με διακριτή κατά περίπτωση αιτιολογία, ούτως ώστε να τηρείται η επιδιωκόμενη διαφάνεια και να διαφυλάσσονται τα συμφέροντα των ενδιαφερομένων.
Αντίθετα, στην παρούσα υπόθεση, όπως προκύπτει από το κείμενο της επίδικης απόφασης (βλ. Μέρος Ι, άρθρο 3), ο Επίτροπος, συμπεριέλαβε στην ίδια απόφαση τον ορισμό της σχετικής αγοράς, τον καθορισμό του οργανισμού με σημαντική ισχύ και την επιβολή των ρυθμιστικών μέτρων. Επιπρόσθετα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν δύο επί μέρους σχετικές αγορές πρόσβασης στο δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο σε σταθερή θέση και προέβη σε μια από κοινού ανάλυση τους, με βάση την οποία καθόρισε στη συνέχεια την αιτήτρια ως οργανισμό με σημαντική ισχύ σ' αυτές, επιβάλλοντας της στα πλαίσια της ίδιας διαδικασίας, ρυθμιστικές υποχρεώσεις.
Ο τρόπος διατύπωσης της επίδικης απόφασης, με τη σύμπτυξη των τριών ζητημάτων και την εξέταση δύο αγορών σε μια διαδικασία, δεν διασφαλίζει την τήρηση των απαιτήσεων του Νόμου για διακριτές, κατά στάδιο, αποφάσεις, οι οποίες εννοείται ότι θα πρέπει να υποστηρίζονται από αυτοτελή κατά περίπτωση αιτιολογία, έστω και αν τελικά διατυπώνονται σε ένα ενιαίο κείμενο.
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες φαίνεται να ενήργησε ο Επίτροπος στην παρούσα περίπτωση, προσομοιάζουν με τα περιστατικά της υπόθεσης Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Eπιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθ. Αρ. 327/2007, ημερομηνίας 3/2/2009 και των υπολοίπων υποθέσεων που την υιοθέτησαν. Συμφωνώ με το σκεπτικό που υιοθετήθηκε στις εν λόγω αποφάσεις. Υιοθετώντας το εν λόγω σκεπτικό, βρίσκω και στην παρούσα περίπτωση τον ισχυρισμό για πολλαπλότητα και ανεπαρκή αιτιολογία βάσιμο. Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να επιτύχει.
Η πιο πάνω κατάληξη μου καθιστά την εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης περιττή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. €1.350 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α., επιδικάζονται υπέρ της αιτήτριας και εναντίον των καθ'ων η αίτηση.
Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ