ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D592
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αρ. Υπόθεσης: 116/2012)
1 Αυγούστου, 2014
[Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 30.2 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,
Αιτητής,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ,
Καθ΄ων η αίτηση.
__________
Γεωργία Ευριπίδου (κα) για Γιώργος Γιάγκου & Σια, για τον αιτητή.
Νικόλ Γρηγορίου (κα), δικηγόρος της Δημοκρατίας για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
__________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η υπό κρίση αίτηση στρέφεται εναντίον της απόφασης της Υπουργού ημερ. 10.11.2011, με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή του αιτητή ημερ. 5.4.2011, για επανεξέταση της αίτησης του για παροχή σύνταξης ανικανότητας.
Προσβάλλονται ως λόγοι ακυρότητας η παράλειψη διενέργειας δέουσας και επαρκούς έρευνας, έλλειψη αιτιολογίας και πλάνη περί τα πράγματα.
Ο αιτητής, μηχανοδηγός, ετών 50 το 2004, υπέβαλε για πρώτη φορά αίτηση για σύνταξη ανικανότητας στις 30.1.2004, που συνοδευόταν από ιατρική έκθεση του θεράποντος ιατρού του. Είχε προηγηθεί χειρουργική επέμβαση το 2002 στην αυχενική μοίρα. Στις 22.3.2004, ο αιτητής εξετάστηκε από νευροχειρουργικό ιατρικό συμβούλιο, των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, το οποίο γνωμάτευσε ότι ήταν ικανός για εργασία, όχι όμως βαριάς χειρονακτικής φύσης. Η γνωμάτευση του ιατρικού συμβουλίου υιοθετήθηκε από τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων και εγκρίθηκε σύνταξη ανικανότητας από 31.12.2003, με ποσοστό ανικανότητας 75%. Ακολούθησε επανεξέταση ημερ. 30.4.2007, με το ίδιο σκεπτικό, οπότε οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων, υιοθετώντας τη γνωμάτευση συνέχισαν στην ίδια βάση, την καταβολή της σύνταξης ανικανότητας στον αιτητή.
Στις 7.2.2011, ο αιτητής εξετάστηκε εκ νέου από νευροχειρουργικό ιατρικό συμβούλιο, το οποίο αυτή τη φορά γνωμάτευσε, ότι ο αιτητής ήταν ικανός να ασκήσει το επάγγελμα του. Σύμφωνα με την ιατρική έκθεση, η χειρουργική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε το 2002, κρίθηκε επιτυχημένη, με αποτέλεσμα, παρά την επώδυνη κινητικότητα της σπονδυλικής στήλης, η ισχύς των άνω και κάτω άκρων να κρίνεται θετική με αρνητικό Lasague και χωρίς εστιακή νευρολογική σημειολογία. Σύμφωνα με τη δήλωση του ίδιου του αιτητή, τη συγκεκριμένη περίοδο, εργαζόταν ως υπάλληλος σε γραφείο τελετών. Οι Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων υιοθετώντας τη γνωμάτευση του ιατροσυμβουλίου, τερμάτισαν την παροχή σύνταξης του αιτητή από 1.3.2011. Ο αιτητής ενημερώθηκε για τη νέα απόφαση με επιστολή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ. 23.3.2011.
Στις 5.4.2011, ο αιτητής προσέφυγε στην Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ζητώντας επανεξέταση της απόφασης για τερματισμό της σύνταξης ανικανότητας. Ακολούθησε νέα διαδικασία, οπότε ο αιτητής κλήθηκε στις 8.9.2011 για εξέταση, από το δευτεροβάθμιο ιατρικό συμβούλιο, το οποίο γνωμάτευσε, ότι με βάση την κλινική εξέταση και τα εργαστηριακά ευρήματα, ο αιτητής ήταν ικανός να ασκεί το επάγγελμα του.
Ο αιτητής παραπονείται, ότι κατά την τελευταία επανεξέταση κρίθηκε ικανός για εργασία, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζεται για ποιου είδους εργασία θεωρήθηκε ικανός και παρά το γεγονός ότι εξακολουθούσε να έχει τα ίδια συμπτώματα: επώδυνη κινητικότητα στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής του στήλης.
Από τα στοιχεία του φακέλου και το όλο ιστορικό του αιτητή, από το 2004 μέχρι τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, διαπιστώνεται ότι ο αιτητής κρίθηκε αρχικά μερικώς ανίκανος, στη βάση κυρίως των συμπτωμάτων αιμωδίας στο αριστερό άνω άκρο και επώδυνης κινητικότητας της σπονδυλικής στήλης, εύρημα που συμφωνούσε με τη γνωμάτευση και την έκθεση του τότε θεράποντος ιατρού του Δρ. Βιολάρη ημερ. 21.5.2008. Είναι πάνω σε αυτή τη βάση που συνεχίστηκε η καταβολή της σύνταξης ανικανότητας μέχρι και την τελευταία επανεξέταση στις 7.2.2011 από νευροχειρουργικό ιατρικό συμβούλιο.
Ελλιπής, αόριστη και αντιφατική γνωμάτευση του Δευτεροβάθμιου Ιατρικού Συμβουλίου.
Προβάλλει ο αιτητής, ότι υπάρχουν αρκετά κενά στην έκθεση του δευτεροβάθμιου ιατρικού συμβουλίου, χωρίς να διευκρινίζει όμως ποια από τα κενά αυτά μπορούσαν να συμπληρωθούν είτε ως αποτέλεσμα της εξέτασης, είτε από τα ιατρικά πιστοποιητικά του ασθενούς. Η κατάληξη μου είναι ότι η έκθεση του δευτεροβάθμιου ιατρικού συμβουλίου δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεπαρκής, για το λόγο και μόνο ότι πολλές παράγραφοι δεν έχουν συμπληρωθεί. Έχω διεξέλθει τη σχετική έκθεση και διαπιστώνω, ότι το έντυπο είναι διατυπωμένο σε τέτοια έκταση, ώστε να καλύπτει κάθε δυνατή περίπτωση που αφορά την πάθηση του αιτητή, ενώ οι σχετικές με την πάθηση του παράγραφοι, συμπληρώθηκαν αναλόγως. Οι διαπιστώσεις του ιατροσυμβουλίου είναι με σαφήνεια διατυπωμένες. Το δε ιατρικό ιστορικό του ασθενούς, επίσης βρίσκω ότι είναι δεόντως συμπληρωμένο: Γίνεται ρητή αναφορά στην χειρουργική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε ο αιτητής, αλλά και τα συμπτώματα που παρουσίασε μεταγενέστερα. Στην έκθεση επίσης, περιλαμβάνονται αναφορές σε προγενέστερα ευρήματα, ακτινογραφίες και εξετάσεις καθώς και τα αποτελέσματα της απεικόνισης μαγνητικού συντονισμού. Τέλος περιλαμβάνεται η διάγνωση του ιατροσυμβουλίου καθώς και το εύρημα του για την ικανότητα του αιτητή για εργασία.
Ανάμεσα στα παράπονα που προβάλλει ο αιτητής, είναι ότι το δευτεροβάθμιο ιατρικό συμβούλιο, δεν συμπλήρωσε στην κατάλληλη θέση το κατά πόσο είναι ικανός για βαριά, μέτρια ή ελαφρά εργασία. Διαπιστώνω ότι στην αμέσως προηγούμενη σελίδα γίνεται αναφορά στην ικανότητα άσκησης του επαγγέλματος του αιτητή ως μηχανοδηγού, που προσδιορίζει εξ αντικειμένου και ως εκ της φύσης της εργασίας του μηχανοδηγού την ικανότητα του αιτητή για άσκηση του επαγγέλματος του.
Παράλειψη διενέργειας δέουσας και επαρκούς έρευνας.
Ο αιτητής με τη γραπτή του αγόρευση προβάλλει ότι υπήρχε ιατρικό πιστοποιητικό του Δρ. Βιολάρη ημερ. 18.11.2011, συνημμένο ως Παράρτημα Γ στην αίτηση, δύο μέρες πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης που καταγράφει τα πλέον πρόσφατα ευρήματα σε σχέση με την πάθηση του: πάσχει από αυχενική μυελοπάθεια και οσφυϊκή σπονδύλωση και πιθανόν να χρειαστεί νέα επέμβαση, συνιστάται η αποφυγή σωματικής κόπωσης και άρσης βάρους. Ακόμη ότι αναμένεται εξέταση MRI, στην οποία ο αιτητής υποβλήθηκε τελικώς αργότερα, μέρος του συνημμένου 1 στη γραπτή αγόρευση του αιτητή. Τα δύο αυτά στοιχεία, παραδέχεται η συνήγορος του αιτητή, δεν περιέχονται στο διοικητικό φάκελο, γι΄ αυτό και δεν αναμένεται να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο, κατά την εξέταση της ουσίας της παρούσας υπόθεσης. Είναι ωστόσο ενδεικτικά, εισηγείται, της παράλειψης των καθ΄ ων η αίτηση, για δέουσα και επαρκή έρευνα κατά τη λήψη της απόφασης σύμφωνα με όσα ορίζει ο Νόμος. Αν οι καθ΄ ων η αίτηση, ερευνούσαν δεόντως την υπόθεση του αιτητή, και τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, θα τα λάμβαναν υπόψη και θα οδηγούνταν στη λήψη αντίθετης απόφασης. Οι καθ΄ ων η αίτηση προβάλλουν ότι το μόνο πιστοποιητικό, που συνόδευε την αίτηση, του Δρ. Βιολάρη, ημερομηνίας 2008, αφορούσε σε προγενέστερο χρόνο. Η γνώμη του Δρ. Βιολάρη ταυτίζετο με τη γνωμάτευση των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οι οποίοι μέχρι το 2011 έκριναν τον αιτητή ικανό μόνο για ελαφρά εργασία, λόγω προβλημάτων στη σπονδυλική του στήλη. Όπως προκύπτει από το φάκελο δεν είχε τεθεί κατά την επανεξέταση πλέον πρόσφατο ιατρικό πιστοποιητικό και συγκεκριμένα ιατρικό πιστοποιητικό ημερ. 18.11.2011, που να διαφοροποιεί προς το χειρότερο ή προς το καλύτερο την κατάσταση του αιτητή.
Συμφωνώντας με τις θέσεις των καθ΄ ων η αίτηση διαπιστώνω ότι ο ισχυρισμός για ενημέρωση του δευτεροβάθμιου ιατρικού συμβουλίου για διενέργεια MRI, δεν περιέχεται στην ιεραρχική προσφυγή του αιτητή, ούτε και τέθηκε ενώπιον του δευτεροβάθμιου ιατρικού συμβουλίου, ήταν μεταγενέστερη της ημερομηνίας εξέτασης και δεν περιέχεται στον διοικητικό φάκελο. Ως εκ τούτου όντως δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη (Έπαυλις Κομήτης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 342, 346).
Επαρκής έρευνα θεωρείται εκείνη που επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος (Motorways Ltd ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447).»
Η έκταση και η μορφή της δέουσας έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Σολωμού κ.α. ν. Αρχηγού Αστυνομίας κ.α. (2006) 2 Α.Α.Δ. 271, Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, 366). Το εύρος της έρευνας στην οποία το αρμόδιο όργανο προβαίνει και η παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας συνιστά λόγο ακυρότητας. Παράλειψη δέουσας έρευνας η οποία προξενεί έλλειψη γνώσης των ουσιωδών γεγονότων, όπως ορίζεται σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οδηγεί σε ακύρωση της διοικητικής πράξης.
Από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον μου και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου κρίνω ότι η έρευνα ήταν επαρκής: επεκτάθηκε στη διερεύνηση κάθε σχετικού στοιχείου άμεσα συναρτωμένου με την υγεία του αιτητή κατά τον ουσιώδη χρόνο (Motorways Ltd (ανωτέρω)).
Από την έκθεση του νευροχειρουργικού ιατρικού συμβουλίου και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, με σαφήνεια προκύπτουν οι λόγοι που οδήγησαν το ιατροσυμβούλιο στην απόφαση του να τερματίσει τη σύνταξη ανικανότητας που καταβαλλόταν στον αιτητή μέχρι την επανεξέταση. Όπως και από την απόφαση της Υπουργού: η τελευταία έλαβε υπόψη της τόσο τις προγενέστερες ιατρικές εκθέσεις, όσο και την έκθεση του δευτεροβάθμιου ιατρικού συμβουλίου, έχοντας πλήρη και σφαιρική εικόνα της κατάστασης του αιτητή πριν καταλήξει στην επίδικη απόφαση. Η Υπουργός δεν ασκεί πρωτογενή έρευνα αναφορικά με την κατάσταση της υγείας του αιτητή, αλλά στηρίζεται και προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στην άσκηση ελέγχου από το δευτεροβάθμιο ιατρικό συμβούλιο, την κρίση του οποίου συνεκτιμά με τα στοιχεία και το περιεχόμενο του φακέλου (Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270, 272-273).
Είναι βεβαίως ορθό, ότι η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοστούν σε κάθε περίπτωση και δεν θεωρείται ολοκληρωμένη αν επαναλαμβάνει απλώς τις διατάξεις του Νόμου. Επανάληψη γενικών όρων του Νόμου, ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία, που καθιστά αδύνατο τον δικαστικό έλεγχο εφόσον δεν εκθέτει τα γεγονότα πάνω στα οποία μορφοποιήθηκε η κρίση της διοίκησης ή που μπορεί να έτυχε εφαρμογής γενικότροπα και σε κάθε περίπτωση (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-59, σελ. 186-187 και Πιπερίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 134, 141).
Στην Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220, όπου και πάλι εξετάστηκε το ζήτημα της αιτιολογίας κρίθηκε ότι:
«.... Βέβαια το κενό που η απουσία αιτιολογίας δημιουργεί, μπορεί, σύμφωνα με τη νομολογία, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, να πληρωθεί από στοιχεία που προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο, νοουμένου ότι τα εν λόγω στοιχεία προκύπτουν ευθέως και «είναι σαφώς και άρρηκτα συνδεδεμένα με την ληφθείσα απόφαση έτσι που να μπορεί να λεχθεί ότι βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω της. Αν δηλαδή καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση» (Συμεωνίδου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 145, Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ. (2000) 3 Α.Α.Δ. 438).»
Υπό τις περιστάσεις, κρίνω, ότι υπήρξε πλήρης και σαφής αιτιολογία, ώστε ο δικαστικός έλεγχος να καθίσταται κάτω από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και τη φύση της υπόθεσης εφικτός (Δημοκρατία ν. Krashias Footwear Industries Ltd (2009) 3 A.A.Δ. 92).
Αν ο αιτητής είναι ικανός ή όχι να ασκεί την εργασία του αποτελεί θέμα τεχνικό που δεν ελέγχεται από το Δικαστήριο κατά την αναθεωρητική του δικαιοδοσία εκτός όπου διαπιστώνεται πλάνη, κακοπιστία ή έλλειψη δέουσας έρευνας (Θεοχάρους ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 330/11, ημερ. 17.1.2014), ECLI:CY:AD:2014:D35.
Ούτε βεβαίως το Δικαστήριο υποκαθιστά τις αποφάσεις της διοίκησης ή προβαίνει σε επανεκτίμηση πρωτογενών γεγονότων εφόσον κρίνει ότι η έρευνα ήταν επαρκής (Δημοκρατία ν. C. Cassinos Constructions Ltd (1990) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3835, Χατζηαράπης ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 64, 69 και Samson ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 390).
Το βάρος απόδειξης ήταν στον αιτητή, ο οποίος όφειλε να παράσχει στη διοίκηση όλα τα απαιτούμενα στοιχεία, ώστε να πείσει για το εύλογο του αιτήματος του (Χρυσικού ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 483, 487 και Μάργαρη ν. Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Υπόθ. Αρ. 456/010, ημερ. 27.3.2013).
Αυτό το βάρος ο αιτητής δεν το απέσεισε. Η εκ των υστέρων παραπομπή σε νέα στοιχεία, ιατρικά πιστοποιητικά κ.α. δεν θεραπεύει την παράλειψη. Ο αιτητής έχει το δικαίωμα και τη δυνατότητα, όπως του παρέχεται από το Νόμο και όπως του υποδεικνύεται από την Υπουργό, να υποβάλει νέα αίτηση για επανεξέταση.
Με δεδομένο το σύνολο των πιο πάνω γεγονότων και πιο εξειδικευμένα το άρθρο 40 του Νόμου το οποίο ορίζει τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες ένα πρόσωπο μπορεί να τύχει σύνταξης ανικανότητας, τα ιατρικά πιστοποιητικά και τις ιατρικές εξετάσεις, τις εκθέσεις των ιατρικών συμβουλίων και ειδικά του δευτεροβάθμιου ιατρικού συμβουλίου, με βάση τα οποία ενήργησε η Υπουργός και έλαβε την απορριπτική της απόφαση, θεωρώ ότι η επίδικη απόφαση είναι αιτιολογημένη έτσι ώστε ο δικαστικός έλεγχος να καθίσταται κάτω από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και τη φύση της υπόθεσης εφικτός. Τα στοιχεία του φακέλου, όπως προκύπτουν ευθέως και είναι σαφώς και άρρηκτα συνδεδεμένα με τη ληφθείσα απόφαση καταδεικνύουν αναμφίβολα και αναντίλεκτα τους λόγους που οδήγησαν στην απόφαση (Ηροδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 220, 225, 226).
Καταλήγω ότι οι λόγοι ακύρωσης δεν ευσταθούν. Η αίτηση απορρίπτεται με €1.400 έξοδα εις βάρος του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων η αίτηση.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ