ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D506
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1137/2012)
10 Ιουλίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΝΤΟΠΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ/Ή
ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ/Ή ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:-
Η θεραπεία και τα γεγονότα
Προσβάλλεται η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 29.5.2012 με την οποία εγκρίθηκε η απόφαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών («το Ανώτατο Συμβούλιο») ημερ. 26.4.2012 συνεπεία των οποίων ο αιτητής αφυπηρετεί από τις τάξεις του Στρατού της Δημοκρατίας αναδρομικά από 4.3.2006.
Ο αιτητής είχε αφυπηρετήσει από τις τάξεις του Στρατού της Δημοκρατίας ως τερματίσας ευδόκιμα την υπηρεσία του από 4.3.2006 κατόπιν απόφασης του Ανωτάτου Συμβουλίου ημερ. 2.11.2005 και έγκρισής της από το Υπουργικό Συμβούλιο. Με την προσφυγή του αρ. 235/2006 ο αιτητής αμφισβήτησε τον πιο πάνω τερματισμό. Η προσφυγή απορρίφθηκε και ο αιτητής καταχώρησε έφεση (Α.Ε. 34/2008). Ενώ η έφεση εκκρεμούσε, η πιο πάνω απόφαση ανακλήθηκε κατόπιν της έκδοσης ακυρωτικής απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στη Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 44 σε προσφυγή άλλου επηρεαζόμενου αξιωματικού.
Το Συμβούλιο αποφάσισε εκ νέου τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή από τις 4.3.2006. Η ασκηθείσα εναντίον της πιο πάνω απόφασης προσφυγή του αιτητή αρ. 473/2009 οδήγησε στην έκδοση ακυρωτικής απόφασης από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 20.4.2012.
Στις 26.4.2012 το Συμβούλιο αποφάσισε πάλιν τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή από 4.3.2006 αναγράφοντας το όνομα του αιτητή στο σχετικό Πίνακα, όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό 51 των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990, όπως τροποποιήθηκαν. Ο Πίνακας εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 29.5.2012. Ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή του Υπουργείου Άμυνας ημερ. 7.6.2012 καθώς και για την ημερομηνία από την οποία ίσχυε η αφυπηρέτησή του και η προαγωγή του στον επόμενο βαθμό.
Η προδικαστική ένσταση
Ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση εγείρει προδικαστική ένσταση ότι ο αιτητής χρησιμοποιεί καταχρηστικά διπλή διαδικασία καταχωρώντας εναντίον της ίδιας διοικητικής πράξης και την προσφυγή 1282/2012.
Συμμερίζομαι τη θέση του αιτητή ότι η προσφυγή 1282/2012 στρέφεται αποκλειστικά κατά της πρόσδοσης αναδρομικότητας στην απόφαση για ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του και είναι κατοπινή της παρούσας. Στρέφεται δηλαδή κατά της αναδρομικότητας η οποία πράγματι περιέχεται και στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ως κατοπινή όμως, και αναφερόμενη σε ένα μόνο ζήτημα εκ των εγειρομένων στην παρούσα, είναι η 1282/2012 που θα μπορούσε ενδεχομένως να θεωρηθεί καταχρηστική και όχι αντιστρόφως. Συναφείς είναι οι Συνενωθείσες Υποθέσεις αρ. 1275/2012 κ.α. Γεώργιος Κλεάνθους κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερ. 15.4.2014. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός του δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση ότι η παρούσα ενόψει και άλλης ασκηθείσας προσφυγής είναι καταχρηστική της δικαστικής διαδικασίας δεν ευσταθεί.
Οι νομικοί λόγοι
Ο αιτητής εγείρει ως πρώτο λόγο ακύρωσης ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του δεδικασμένου της απόφασης στην Κωνσταντίνος Παντοπίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 473/2009, ημερ. 20.4.2012. Ισχυρίζεται ότι τα όσα αναφέρονται στα πρακτικά του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών ως προς τις υπηρεσιακές ανάγκες του στρατεύματος, ότι δηλαδή εξυπηρετούνται καλύτερα από αξιωματικούς απόφοιτους ανώτατων σχολών καθώς και η διαπίστωση της ανάγκης να δοθεί η δυνατότητα ανέλιξης των αξιωματικών των κατώτερων βαθμών είναι γενικής φύσεως αφού δεν αναφέρονται κατά Κλάδο, όπως προβλέπεται στον Κανονισμό 51(4) και στην απόφαση της πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Θεοδώρου. Το κρίσιμο δε στοιχείο, κατά την εκτίμηση του αιτητή, ήταν το ποιες ήταν οι κατά το συγκεκριμένο χρόνο υπηρεσιακές ανάγκες της Εθνικής Φρουράς σε αξιωματικούς και όχι το πώς εξυπηρετούνταν καλύτερα οι υπηρεσιακές ανάγκες της Εθνικής Φρουράς. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι δεν αναφέρονται στα εν λόγω πρακτικά ποιες ήταν κατά Κλάδο οι υπηρεσιακές ανάγκες της Εθνικής Φρουράς σε αξιωματικούς του βαθμού από τον οποίο αποφασίστηκαν οι αφυπηρετήσεις. Ούτε και έγινε η δέουσα έρευνα για να διαπιστωθεί ποιες ήταν οι κατά το συγκεκριμένο χρόνο ανάγκες κατά Κλάδο και αν υπήρχε η δυνατότητα ανέλιξης κατά Κλάδο, αξιωματικών του κατώτερου από τους αφυπηρετήσαντες βαθμού όπως δεν έγινε έρευνα και ως προς το κατά πόσο με τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή θα παρείχετο η δυνατότητα ανέλιξης αξιωματικών του κατώτερου από αυτόν βαθμού ή αν υπήρχαν τέτοιοι αξιωματικοί στην επετηρίδα αξιωματικών. Δέουσα έρευνα δεν έγινε και για τον αριθμό των αξιωματικών που θα έπρεπε να αφυπηρετούσαν είτε στο σύνολο της Εθνικής Φρουράς είτε κατά Κλάδο.
Περαιτέρω ο αιτητής προβάλλει ότι δεν έχουν στοιχειοθετηθεί πριν την εξέταση των προσωπικών περιστάσεών του, και οι κατά τον ουσιώδη χρόνο γενικότεροι παράγοντες που θα δικαιολογούσαν ή/και θα επέτρεπαν τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή, όπως αυτές περιλήφθηκαν στην υπόθεση Θεοδώρου και αναφέρονται στην ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 473/2009 του αιτητή, δηλαδή η εν γένει κατάσταση, οι εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας κατά Κλάδο και η ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης αξιωματικών κατώτερων βαθμών. Έπρεπε να καθοριστεί εκ των προτέρων το πόσοι αξιωματικοί θα έπρεπε να αφυπηρετούσαν από τον κάθε Κλάδο.
Ο αιτητής εγείρει ως δεύτερο λόγο ακύρωσης το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί η δέουσα έρευνα ως προς την «εν γένει κατάσταση», τις «εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας κατά Κλάδο» και την «ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης αξιωματικών κατώτερων βαθμών» και τους παράγοντες που ο ίδιος θεωρεί ότι το κάθε στοιχείο περιλαμβάνει, με αποτέλεσμα, όπως ο αιτητής εισηγείται στον τρίτο λόγο ακύρωσης, η προσβαλλόμενη απόφαση να είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα.
Η επόμενη εισήγηση του αιτητή σχετίζεται με την ισχυριζόμενη παράβαση του Άρθρου 28 του Συντάγματος και ειδικότερα ότι, για τους λόγους που εξηγεί, ο Κανονισμός 51 είναι αντίθετος με την αρχή της ισότητας και της μη δυσμενούς διάκρισης.
Περαιτέρω, ο αιτητής προβάλλει τη θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης και της μη δυσμενούς διάκρισης επειδή, κατά τον ισχυρισμό, από τους 62 αξιωματικούς οι οποίοι βρίσκονταν υπό εξέταση για τερματισμό των υπηρεσιών τους, εξετάστηκαν μόνο 25 από τους οποίους οι 17, μεταξύ αυτών και ο αιτητής, ήταν Συνταγματάρχες Όπλων του Στρατού Ξηράς. Αποφασίστηκε δε ο ευδόκιμος τερματισμός της υπηρεσίας και των 25. Όμως, κατά την εισήγηση, ακόμη και εάν εξετάστηκαν οι περιπτώσεις και των 62 αξιωματικών, δεν προκύπτει πώς επιλέγηκαν από τους συνολικά 41 Συνταγματάρχες Όπλων του Στρατού Ξηράς οι εν λόγω 17 όταν και οι 17 τελούσαν υπό τις ίδιες συνθήκες. Οπότε, όφειλαν οι καθ' ων η αίτηση να προβούν σε σύγκριση των δεδομένων των Συνταγματαρχών ώστε να διερευνηθούν τα κριτήρια της παραγράφου (1) του Κανονισμού 51. Εφόσον μάλιστα, δεν εξηγείται ποιοι παράγοντες συνέτειναν στο να θεωρηθεί ο αιτητής ως λιγότερο ικανός για να συνεχίσει την υπηρεσία του στο Στρατό έναντι των όσων θεωρήθηκαν ικανοί, η πράξη είναι και αναιτιολόγητη.
Εξάλλου, παρανόμως δόθηκε στην προσβαλλόμενη πράξη αναδρομική ισχύς διότι «επαναλαμβάνει προηγούμενη απόφαση η οποία ακυρώθηκε για παράβαση νόμου ή των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου» (βλ. άρθρο 7(γ) των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν. 158(Ι)/99) και The Republic of Cyprus v. Antonios Mozoras (1970) 3 CLR 210). Εν πάση περιπτώσει, ο ισχυρισμός αφορά μόνο την εγκυρότητα της αναδρομικότητας και ως εκ τούτου στην περίπτωση που η επίδικη προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση κρινόταν ως έγκυρη, το σύννομο της αναδρομικότητας θα μπορούσε να εξεταστεί.
Η κατάληξη
Το Συμβούλιο, σε σχέση με τον αιτητή αποφάσισε ομόφωνα τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του:-
«.επειδή δεν διαθέτει την ολοκληρωμένη εξειδικευμένη ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση, οι οποίες, με βάση τις επιχειρησιακές και υπηρεσιακές ανάγκες του στρατεύματος και την επιδιωκόμενη αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό του, απαιτούνται για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του, καθόσον δεν είναι απόφοιτος Ανώτατου Στρατιωτικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος και ούτε έχει φοιτήσει στην Ανώτατη Σχολή Πολέμου και στη Σχολή Εθνικής Άμυνας. Το Συμβούλιο έκρινε ότι τα πιο πάνω περιορίζουν τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του και η παραμονή του στο στράτευμα δεν παρέχει τη δυνατότητα ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών».
Στην Παπαδημητρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1101/2012, ημερ. 15.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D27 επίδικη ήταν η εδώ προσβαλλόμενη πράξη. Οι ισχυρισμοί που είχαν εγερθεί ενώπιόν μου προσομοιάζουν με τους παρόντες. Ακολουθεί απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση το οποίο παρατίθεται σχετικά και με τον εδώ ισχυρισμό του αιτητή πως δεν έγινε η δέουσα έρευνα ως προς τις υπηρεσιακές ανάγκες κατά κλάδο, το οποίο και εν προκειμένω υιοθετείται χωρίς την ανάγκη οποιασδήποτε άλλης προσθήκης:-
«. η αιτιολογία για τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή δεν περιορίζεται στα όσα αφορούν στα υποκειμενικά δεδομένα του αιτητή. Πέραν αυτών, το Συμβούλιο, συμμορφούμενο, κατά την κρίση μου, με τις πρόνοιες του Καν. 51(4), αλλά και με τα όσα η πιο πάνω νομολογία απαιτεί, αξιολόγησε τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας σε αξιωματικούς κατά κλάδο, γενικά την κατάσταση καθώς και την ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης αξιωματικών κατώτερων βαθμών. Αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, ειδικά ο αριθμός των αξιωματικών που υπηρετούσε το 2005, οι σχολές στις οποίες παρακολούθησε η κάθε ομάδα αξιωματικών και πόσοι από αυτούς τις παρακολούθησαν, ξεχωριστά κατά κλάδο. Επισημαίνω πως «κλάδος» σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 33/90, «σημαίνει τη διάκριση του Στρατού σε Στρατό Ξηράς, σε Ναυτικό και σε Αεροπορία.» Υπήρξε λοιπόν, κατά την κρίση μου, πλήρης συμμόρφωση με το δεδικασμένο και την απαίτηση για δέουσα έρευνα και συνεπώς, ο ισχυρισμός περί του αντιθέτου απορρίπτεται. Συμμερίζομαι δε την πιο κάτω κατάληξη του Χατζηχαμπή, Δ., όπως ήταν τότε, στην Ανδρέα Ηλία ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 548/2012, ημερ. 8.3.2012:-
«Δεν υπήρξε «απλή επανάληψη του κανονιστικού πλαισίου», όπως έγινε στη Θεοδώρου, αλλά πλήρης ανάλυση των διαπιστωθεισών αναγκών όλων των κλάδων όπως εξειδικεύθησαν σε συνάρτηση με τις σύγχρονες απαιτήσεις και τα πλεονεκτήματα της στελέχωσης όλων των υπηρεσιών όλων των κλάδων με αξιωματικούς καταρτισμένους στο ανώτατο ακαδημαϊκό επίπεδο. Τι άλλη έρευνα ως προς εξειδικευμένες ανάγκες κατά κλάδο θα αναμένετο, αφού δεν ήταν πλέον θέμα εξειδικευμένων αναγκών αλλά ανάγκης που διείπε όλους τους κλάδους; Η επάρκεια της έρευνας συναρτάται προς τη φύση του θέματος και εδώ η φύση και ποιότητα της ανάγκης δεν απαιτούσε περαιτέρω εξειδίκευση πλην, ως έγινε, της εξέτασης της κάθε περιπτώσεως υπό το πρίσμα της επιδίωξης που είχε εξειδικευθεί».»
Έχοντας τα πιο πάνω υπόψη ο ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας αναφορικά με τις ανάγκες της υπηρεσίας κατά Κλάδο, τις υπηρεσιακές ανάγκες της Εθνικής Φρουράς και την εν γένει κατάσταση απορρίπτεται. Ως εκ τούτου δεν υπήρξε και παραβίαση του δεδικασμένου όπως αυτό προέκυψε από την 473/2009.
Ούτε ο ισχυρισμός για παραβίαση του Άρθρου 28 ευσταθεί. Ο ισχυρισμός έχει απορριφθεί στην Κώστας Παναγή ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1250/2012 ημερ. 19.12.2013, απόσπασμα της οποίας ακολουθεί, και με την κατάληξη της οποίας συμφωνώ:-
«Τέλος, τα εγειρόμενα ζητήματα αντισυνταγματικότητας, είναι παρομοίως ανεδαφικά. Μόνο ακροθιγώς εγείρεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της ισότητας, χωρίς καμιά απολύτως συγκεκριμένη αναφορά και χωρίς τις απαραίτητες λεπτομέρειες, υποστηρικτικές της προβαλλόμενης θέσης, κατά παράβαση της σαφούς νομολογίας ότι τέτοια θέματα πρέπει ευκρινώς να εγείρονται στην αίτηση ακυρώσεως, και δεν νομιμοποιείται η διά της αγορεύσεως έγερση τους, ούτε και εξετάζονται αυτεπάγγελτα, (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655 και Σάββας Χαραλάμπους ν. Επιστημονικού Επιμελητηρίου Κύπρου, Α.Ε. αρ. 55/2009, ημερ. 23.2.2012).
Ποια είναι η ανισότητα, κατ΄ ισχυρισμό, δεν είναι αντιληπτό, εν πάση περιπτώσει. Η κατηγοριοποίηση δεν είναι άνισο μέτρο όταν αφορά τους αξιωματικούς ιδίου ή ανώτερου βαθμού, όπως ακριβώς προβλέπει ο Καν. 51(1) της Κ.Δ.Π. 351/05. Η φιλοσοφία του ευδόκιμου τερματισμού φαίνεται στον Καν. 51(4) συναρτώμενη προς τα εκεί καθοριζόμενα κριτήρια. Δεν θα είχε νόημα ευδόκιμος τερματισμός αξιωματικών κατωτέρων βαθμών, όπως λοχαγών, ταγματαρχών κ.ά., που είναι στην υπηρεσία λίγα σχετικά χρόνια και έχουν ακόμη να προσφέρουν. Το επίθετο «ευδόκιμος» δίδει το στίγμα της όλης υπηρεσίας. Υπάρχει σαφώς ίση μεταχείριση μεταξύ όλων των αξιωματικών ανωτέρου βαθμού στους οποίους εφαρμόζονται τα ίδια κριτήρια.
Ούτε υπάρχει παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της καλής πίστης. Οι έννοιες αυτές, γενικές από τη φύση τους, δεν μπορούν να αποτελούν εύκολο όπλο χρήσης τους. Πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένα δεδομένα και γεγονότα αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης με τη δημιουργία καταστάσεων πλάνης, απάτης ή απειλής. Πρέπει να υπάρχουν αποδεδειγμένες διοικητικές παραλείψεις που επηρεάζουν το διοικούμενο και τον ωθούν προς μια ορισμένη διοικητική συμπεριφορά, την οποία εκ των υστέρων η διοίκηση ανατρέπει ή αρνείται προς ζημία του πολίτη. Η διοίκηση δεν μπορεί στα πλαίσια της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου να αλλάζει αίφνης συμπεριφορά, με αυθαίρετες και ασυνεπείς ενέργειες, (δέστε Π.Δ . Δαγτόγλου: Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 5η έκδ., σελ. 211-1216, παρ. 380-393). Όλες αυτές οι έννοιες κατατάσσονται στο πλαίσιο των ορίων και του ελέγχου της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης, από την άποψη ότι η διοίκηση και γενικά το κράτος δεν είναι ανέλεγκτο στη συμπεριφορά του, ούτε μπορεί η διακριτική του ευχέρεια να σημαίνει «νομική αποδέσμευση της διοίκησης», (Δαγτόγλου - ανωτέρω -, σελ. 203, παρ. 358), έχουσα διακριτική ευχέρεια «στο μέτρο που παρέχει ο νόμος» (σελ. 209, παρ. 375).
Εδώ, οι καθ΄ ων ενήργησαν δυνάμει δοσμένου νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου. Δεν υπήρξε αντιφατική ή αλλότρια συμπεριφορά εκ μέρους της, ως εισηγείται ο αιτητής. Η τυχόν αλλαγή πολιτικής και φιλοσοφίας του τρόπου λειτουργίας των καθ΄ ων στο θέμα του ευδόκιμου τερματισμού υπηρεσιών, δεν αφορά το Δικαστήριο, το οποίο ασχολείται μόνο με ζητήματα ελέγχου νομιμότητας κατά την παραγωγή της πράξης.»
Ως προς τη θέση του αιτητή ότι η επιλογή των αξιωματικών των οποίων θα τερματιστεί ευδοκίμως η υπηρεσία πρέπει να γίνεται κατόπιν μεταξύ τους σύγκρισης δεν με βρίσκει σύμφωνο. Τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη εκτίθενται στον Κανονισμό 51(4) και από αυτά προκύπτει, κατά την κρίση μου, το αντίθετο. Ο Κανονισμός έχει ως εξής:-
«(4) Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, αφού αξιολογήσει την εν γένει κατάσταση, τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας κατά Κλάδο και την ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών και αφού λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, όλους ή οποιοδήποτε από τους πιο κάτω παράγοντες, ήτοι:
(α) την όλη σταδιοδρομία του Αξιωματικού• ή
(β) τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του Αξιωματικού• ή
(γ) το χρόνο παραμονής του Αξιωματικού στον κατεχόμενο βαθμό• ή
(δ) την ηλικία του Αξιωματικού•
αποφασίζει κατά πόσο ο Αξιωματικός του οποίου εξετάζει την περίπτωση πρέπει να αφυπηρετήσει ως τερματίσας ευδόκιμα την υπηρεσία του.»
Δεν προκύπτει από το πιο πάνω λεκτικό πως επιβάλλεται στους καθ' ων η αίτηση υποχρέωση όπως η εισηγούμενη. Εξετάζονται οι παράγοντες που παρατίθενται στον εν λόγω Κανονισμό και τότε αποφασίζεται κατά πόσο ο αξιωματικός πρέπει να αφυπηρετήσει και στους παράγοντες αυτούς δεν περιλαμβάνεται συγκριτικό στοιχείο. Έχοντας αυτά υπόψη ο ισχυρισμός απορρίπτεται.
Η θέση του αιτητή ότι δεν εξετάστηκαν όλες οι παράμετροι για την απόφαση τερματισμού της υπηρεσίας του, όπως για παράδειγμα ο χρόνος παραμονής του στον κατεχόμενο βαθμό, παρατηρείται πως ο πιο πάνω Κανονισμός 51(4) είναι διαζευκτικά και όχι σωρευτικά που παραθέτει τα κριτήρια. Ήταν συνεπώς νόμιμο για τους καθ' ων η αίτηση, αφού εξετάσουν την εν γένει κατάσταση, τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας κατά Κλάδο και την ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών, να λάβουν υπόψη μόνο, για παράδειγμα, τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του, όπως εν προκειμένω έγινε. Ως εκ τούτου η θέση του αιτητή δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Την ίδια τύχη θα πρέπει να έχει και ο ισχυρισμός πως παρανόμως προσδόθηκε αναδρομικότητα στον τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή. Παρόμοιο ζήτημα ηγέρθηκε και στην Ανδρέας Χριστοφή ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. αρ. 1102/2012, ημερ. 19.12.2013. Με την κατάληξη επί του ζητήματος συμφωνώ και παραθέτω πιο κάτω το σχετικό απόσπασμα:-
«Συναφής με τα πιο πάνω είναι και η εισήγηση για αναδρομικότητα της προσβαλλόμενης πράξης. Η θέση αυτή είναι αβάσιμη. Κατά πρώτο, όπως εισηγείται ο κ. Χριστοφόρου στη αγόρευση των καθ΄ ων, και δεν αντικρούεται από το συνήγορο του αιτητή, το ζήτημα της αναδρομικότητας δεν είχε εγερθεί με την προηγηθείσα προσφυγή υπ΄ αρ. 457/2009 και συνεπώς δεν αποτέλεσε ζήτημα εξέτασης από το Δικαστήριο. Και βεβαίως ούτε από τους καθ΄ ων κατά την επανεξέταση. Δεν υπήρξε αντικείμενο επίδικο. Η νομολογία αντιτίθεται στην ανάπτυξη θεμάτων κατά το δοκούν. Ζητήματα που δεν ηγέρθηκαν αρχικά δεν μπορούν να «μεταφερθούν» προς εξέταση υπό το πρόσχημα νέας προσφυγής μετά από επανεξέταση δυνάμει ακυρωτικής κρίσης. Άλλως θα υπήρχε ατέρμονη συζήτηση επί μίας και μόνο διοικητικής πράξης κάθε φορά που ο αιτητής, διά του συνηγόρου του, επιθυμεί να προσθέσει στους νομικούς λόγους. Στη Δώρα Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 413, λέχθηκε, με αναφορά και στις Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608 και Δημοκρατία ν. Γεωργίου κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 703, ότι αποτελεί καθιερωμένη αρχή ότι οι διάδικοι δεν δικαιούνται να εγείρουν θέματα κατά το δοκούν, τα οποία θα μπορούσαν να εγερθούν σε προγενέστερη διαδικασία μεταξύ των ίδιων διαδίκων, παράλειψη δε τέτοιας έγερσης θέματος δημιουργεί δεδικασμένο.
Κατά δεύτερο, η υπό κρίση απόφαση αποτελεί το προϊόν επανεξέτασης σε συμμόρφωση με την ακύρωση της προηγούμενης πράξης τους. Σε συμμόρφωση με το σκεπτικό της Ανδρέας Χριστοφή ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -, οι καθ΄ων επανεξέτασαν την περίπτωση του αιτητή διορθώνοντας τα όσα κρίθηκαν προβληματικά. Τα δεδομένα ήταν τα ίδια και επομένως ενεργοποιείται πλήρως η πρόνοια του άρθρου 7(γ) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99. Η προηγηθείσα πράξη ακυρώθηκε για λόγους τυπικούς ήτοι για έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και έρευνας, αλλά η επανεξέταση δεν στηρίχθηκε «... επί στοιχείων προκυψάντων μετά την ακυρωτικήν απόφασιν ...», (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 197-198). Δεν ήταν εδώ περίπτωση όπου δεν παρέμενε οτιδήποτε προς επανεξέταση ώστε υπό το πρόσχημα της επανεξέτασης να επαναπροσδιορίζονται ή να αλλοιώνονται δεδομένα, (Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτροπής Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, υπόθ. αρ. 302/2006, ημερ. 13.8.2007 και Χρίστος Ηροδότου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1671/2010, ημερ. 23.4.2013).»
Ενόψει των ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. Επιδικάζονται υπέρ των καθ' ων η αίτηση €1300.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ