ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D338
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1064/2012)
20 Μαΐου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ANGHEL VIOREL,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση
----------------------------------
A. Αιμιλιανίδης, για τον Αιτητή.
Μ. Λοΐζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής απελάθηκε στη χώρα του Ρουμανία στις 2.7.2012, ως αποτέλεσμα έκδοσης διατάγματος κράτησης, απέλασης και απαγόρευσης εκ νέου εισόδου στη Δημοκρατία.
Η έκδοση των πιο πάνω διαταγμάτων έγινε στη βάση του γεγονότος ότι ο αιτητής είχε συλληφθεί στις 28.6.2012 για διάπραξη σοβαρών και βίαιων εγκλημάτων. Δεν ασκήθηκε όμως ποινική δίωξη εναντίον του, αφού με βάση τις οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα έγινε εισήγηση για απέλαση και κήρυξη του ως απαγορευμένου μετανάστη. Ο Υπουργός Εσωτερικών θεώρησε τον αιτητή ως τέτοιο δυνάμει του άρθρου 6(1)(ζ) του Κεφ. 105 και ότι δικαιολογείτο η απέλαση του με δεδομένο ότι αυτός είναι άγαμος, η οικογένεια του είναι στη Ρουμανία και κατά τα υπόλοιπα δεν είχε κανένα δεσμό με τη Δημοκρατία, ενώ αποτελούσε και πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη Δημοκρατία. Απαγορεύτηκε επίσης η επαναείσοδος του στη Δημοκρατία για περίοδο δέκα ετών.
Ο αιτητής αμφισβητεί την πιο πάνω απόφαση των καθ΄ ων για σειρά λόγων. Λέγει ότι νομίμως εισήλθε στη Δημοκρατία αποκτώντας άδεια διαμονής ως Ευρωπαίος πολίτης από 15.5.2007 μέχρι 15.5.2012. Τα διατάγματα κράτησης και απέλασης εκδόθηκαν χωρίς δέουσα έρευνα και χωρίς να ληφθούν υπόψη τα προσωπικά του δεδομένα, χωρίς να είχε αναφερθεί ενώπιον ποιας αρχής ο αιτητής μπορούσε να προσφύγει εναντίον της απόφασης και χωρίς επαρκή προθεσμία για εγκατάλειψη του εδάφους της Δημοκρατίας.
Η απέλαση έγινε κατά παράβαση της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, των άρθρων 45 και 52 της Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε αντίθεση με τα άρθρα 29-35 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007. Περαιτέρω παραβιάσθηκε η αρχή της αναλογικότητας και χωρίς επαρκή ή και καθόλου αιτιολογία ότι ο αιτητής συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκή σοβαρή απειλή.
Ιδιαιτέρως ο αιτητής εισηγείται ότι ουδέποτε προηγουμένως υπήρξε ποινική καταδίκη του για οποιοδήποτε αδίκημα και δεν μπορούσε να υπεισέλθει στην εικόνα το άρθρο 29 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007 ούτε οι γενικές πρόνοιες περί δημοσίας ασφαλείας στη βάση γενικών και μη επιβεβαιωμένων πληροφοριών. Το δικαίωμα να διαμένει Ευρωπαίος πολίτης ελεύθερα στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι θεμελιώδες κοινοτικό ανθρώπινο δικαίωμα το οποίο δεν μπορεί να περιοριστεί επιπόλαια. Μόνο ευρέως είναι δυνατόν να ερμηνευτούν δικαιώματα που κατοχυρώνουν την ελευθερία κίνησης και οι πρόνοιες περί απέλασης κρίνονται ανάλογα περιοριστικά. Τυχόν μέτρα για περιορισμό στην ελευθερία κίνησης πρέπει να βασίζονται αποκλειστικά στη συμπεριφορά του ατόμου, προηγούμενες δε καταδίκες από μόνες τους δεν δικαιολογούν αφ΄ εαυτών τη λήψη μέτρων δημοσίας τάξης με σκοπό την απομάκρυνση του προσώπου, (C-482/01, C-493/01, Ορφανόπουλος v. Land Baden Wyrttenberg (2004) ECR Ι-53). Ούτε μπορούν τα κράτη μέλη να χρησιμοποιούν διαφορετικά μέτρα και σταθμά κατά την αξιολόγηση της συμπεριφοράς δικών τους υπηκόων έναντι άλλων υπηκόων προερχομένων από άλλα κράτη μέλη κατά παράβαση της αρχής της μη διάκρισης στο Κοινοτικό κεκτημένο, (C-115/81, 116/81 Adoni and Cornuaile v. Belgian State (1982) ECR 1665).
Η απλή λοιπόν και μόνο υποψία ότι η Αστυνομία υποπτευόταν τον αιτητή, και άλλους, ως παρανόμως συμπεριφερόμενους χωρίς αποδείξεις για παράνομη ή εγκληματική ενέργεια, παραβιάζει το Νόμο και την Ευρωπαϊκή νομολογία. Η απέλαση του αιτητή συνετελέσθη κατά παράβαση και του τεκμηρίου της αθωότητας, η δε διοίκηση ενήργησε, κατά δυσμενή τρόπο εναντίον του αιτητή κατ΄ επίκληση ποινικού αδικήματος το οποίο ουδέποτε διαγνώσθηκε. Δεν μπορεί συνεπώς να υπάρχει τιμωρία χωρίς καταδίκη, ούτε διοικητική ενέργεια που παραβιάζει τα δικαιώματα των πολιτών είτε ημεδαπών, είτε κοινοτικών.
Οι καθ΄ ων αντιθέτως αναφέρονται στα γεγονότα της υπόθεσης και ιδιαιτέρως στο ότι ο αιτητής με άλλα πρόσωπα συνελήφθη για συμπλοκές μεταξύ φατριών και για τις οποίες η αστυνομία πιστεύει ότι συνδέονται με τον πενταπλό φόνο που είχε διαπραχθεί δύο νύκτες προηγουμένως στην Αγία Νάπα. Από το Τεκμήριο 4 στην ένσταση παρουσιάζεται από οπτικογραφημένο υλικό από κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης νυκτερινού κέντρου ότι έγινε συμπλοκή μεταξύ ατόμων της νύκτας από αντίθετες ομάδες συμφερόντων. Τα εμπλεκόμενα άτομα περιελάμβαναν και φρουρούς ασφαλείας, οι οποίοι συνόδευαν το πρόσωπο που προκάλεσε το επεισόδιο. Οι φρουροί ασφαλείας, αλλοδαποί, κρίθηκαν επικίνδυνοι ως εκτελούντες παράνομα καθήκοντα προσωπικής φρουράς σεσημασμένων ατόμων που κατονομάζονται και προκαλούν με τις ενέργειες τους τρόμο στους κατοίκους της ελεύθερης περιοχής Αμμοχώστου και τους περιοίκους, με αποτέλεσμα θύματα και μάρτυρες να φοβούνται να καταθέσουν. Ο αιτητής ήταν μεταξύ αυτών των ατόμων και κρίθηκε επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια και τάξη στη Δημοκρατία.
Στη βάση των πιο πάνω οι καθ΄ ων εισηγούνται ότι τα διατάγματα κράτησης και απέλασης λήφθηκαν ως ένα εύλογο διοικητικό μέτρο κύρωσης με δεδομένο ότι το δικαίωμα αλλοδαπών για παραμονή στη χώρα δεν είναι ούτε απεριόριστο, ούτε ανεξέλεγκτο. Κατά παρόμοιο τρόπο, η διακίνηση Ευρωπαίων πολιτών υπόκειται σε παρόμοιους περιορισμούς ιδιαιτέρως όταν θεωρείται ότι υπάρχουν λόγοι δημόσιας τάξης και ασφαλείας που δικαιολογούν την απομάκρυνση. Η νομολογία αναγνωρίζει ότι η πραγματική ενεστώσα απειλή δεν είναι ανάγκη να αποδεικνύεται κατά αυστηρό τρόπο, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει εκείνο το υπόβαθρο πληροφοριών που επιτρέπουν να θεωρηθεί το επηρεαζόμενο πρόσωπο ως ανεπιθύμητο για να παραμείνει στη Δημοκρατία.
Με πολύ παρόμοια θεματολογία το Δικαστήριο έχει ασχοληθεί πρόσφατα στην υπόθεση Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίας, υπ΄ αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, από όπου μεταφέρονται τα εξής αποσπάσματα επί του νομοθετικού και νομολογιακού πλαισίου και ερμηνείας που διέπει τις υποθέσεις αυτές:
«Το δεύτερο ζήτημα που θα απασχολήσει το Δικαστήριο αφορά την εν γένει αιτιολογία και την επάρκεια της, καθώς και την έρευνα που έγινε ώστε ο αιτητής να θεωρηθεί ότι αποτελούσε απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας. Η βασική τοποθέτηση του αιτητή είναι ότι η διοίκηση ενήργησε κατά πλάνη περί τα πράγματα προβαίνοντας στη διαπίστωση ότι συνιστούσε απειλή για τη Δημοκρατία και ότι χωρίς έρευνα και χωρίς να του δοθεί το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης κρίθηκε ως απαγορευμένος μετανάστης με αποτέλεσμα την απέλαση του.
Στις υποθέσεις του είδους έχει σημασία για τη θεώρηση κάποιου ως συνιστούντος απειλή για τη Δημοκρατία ότι τόσο ο περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμος, Κεφ. 105, ως τροποποιήθηκε, όσο και ο περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμος αρ. 7(Ι)/2007, βασίζονται στο κυριαρχικό δικαίωμα της Δημοκρατίας, όπως και κάθε κράτους, να περιορίζει την είσοδο και παραμονή οποιουδήποτε προσώπου εφόσον συντρέχουν ορισμένες σαφείς προϋποθέσεις και αυτή η έκφανση της κυριαρχίας του κράτους εφαρμόζεται και για Κοινοτικούς στη βάση του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007. Και οι δύο Νόμοι έχουν σκοπό μεν να επιτρέπουν, να ρυθμίζουν και να ελέγχουν την είσοδο και παραμονή στη Δημοκρατία ατόμων μη πολιτών της Δημοκρατίας, είτε προερχομένων από χώρες που δεν ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε που ανήκουν σ΄ αυτή, αλλά η γενικότερη αυτή ρύθμιση αποτελεί την εξαίρεση στον βασικό κανόνα της κυριαρχίας του κράτους.
Όπως έχει αναφερθεί και στην απόφαση Florin Ion v. Υπουργού Εσωτερικών κ.ά., υπόθ. αρ. 833/2013, ημερ. 29.11.2013, το άρθρο 35 του εν λόγω Νόμου δίνει την εξουσία στην αρμοδία αρχή που κατά το ερμηνευτικό άρθρο 2, σημαίνει τον Υπουργό Εσωτερικών ή εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του, να εκδίδει διατάγματα απέλασης «... ως παρεπόμενο μέτρο σε σχέση με ποινή φυλάκισης ...». Αυτό, όπου υπάρχει σαφής καταδίκη του ενδιαφερομένου ατόμου. Με βάση όμως τις γενικές αρχές που περιέχονται στο άρθρο 29, η αρμοδία αρχή μπορεί να επιβάλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης «... για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.». Απαγορεύεται η επίκληση των πιο πάνω λόγων για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών και ταυτόχρονα κάθε τέτοιο μέτρο που λαμβάνεται πρέπει να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου η οποία «... πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.». Δεν επιτρέπεται κατά την επιφύλαξη του άρθρου 29(3)(α), η επίκληση λόγων γενικής πρόληψης ή λόγων που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης. Αυτή ακριβώς την αλλαγή από το άρθρο 35 στα άρθρα 29 και 30 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007, επέφερε η διοίκηση έχοντας διαπιστώσει ότι ο αιτητής ναι μεν δεν είχε καταδικαστεί για αδίκημα, αλλά δεν έπαυε να αποτελούσε πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή......
Στα πλαίσια της κυριαρχίας του κράτους και στη βάση της εξέτασης κατά πόσο συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, υποδείχθηκε στην απόφαση Svetlin Lilyanchov Dichev v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 309/2012, ημερ. 15.11.2013, ότι η συμπεριφορά αυτή μπορεί να διαπιστωθεί και χωρίς καταδικαστική απόφαση από Δικαστήριο. Αρκεί να υπάρχουν πληροφορίες και αξιόπιστες πηγές οι οποίες να προκαλούν ανησυχίες αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στη Δημοκρατία. Συναφώς στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, αποφασίστηκε ότι «το κράτος δεν έχει την υποχρέωση να υποστηρίξει την απορριπτική του θέση με στοιχεία που θα δικαιολογούσαν με θετικό τρόπο τη μη συνέχιση της παραμονής του στην Κύπρο.». Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία. Ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν στο έδαφος της, (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583).»
Υπήρχαν εδώ όλα τα στοιχεία για την έκδοση των προσβαλλομένων πράξεων, μέσα στα κυριαρχικά δικαιώματα της Δημοκρατίας, αλλά και υπό το φως της Οδηγίας και του εναρμονιστικού Νόμου αρ. 7(Ι)/2007. Τα στοιχεία αυτά έχουν ήδη καταγραφεί πιο πάνω και εμπεριέχονται αναλυτικότερα στο Τεκμήριο 4 στην ένσταση και ιδιαιτέρως στην εμπιστευτική και πολύ επείγουσα, όπως χαρακτηρίζεται, επιστολή του ΤΑΕ Αμμοχώστου προς το Διοικητή Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, ημερ. 2.7.2012. Ο αιτητής ήταν ανάμεσα στα άτομα που συνελήφθησαν με αφορμή το επεισόδιο. Οι πληροφορίες τον έφεραν να είναι μέλος της προσωπικής φρουράς ατόμου που απασχολεί την αστυνομία και με τις ενέργειες του προκαλείται σοβαρό αίσθημα ανασφάλειας στους κατοίκους της περιοχής, αλλά και σε τουρίστες. Το γεγονός ότι εν τέλει δεν ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του αιτητή δεν διαφοροποιεί τα εναντίον του δεδομένα. Εναντίον του αιτητή, και άλλων επτά προσώπων, σχηματίστηκε αστυνομικός φάκελος για τα αδικήματα της συνωμοσίας, του τραυματισμού, της παράνομης συνάθροισης, της οχλαγωγίας, της κλοπής, της επίθεσης με πρόσκληση πραγματικής σωματικής βλάβης και της άσκησης του επαγγέλματος του ιδιώτη φύλακα χωρίς άδεια. Η απόφαση για απέλαση δεν προϋποθέτει καταδίκη για ποινικό αδίκημα.
Το άρθρο 29(3)(β) του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007, απλώς αναφέρεται στο ότι δεν δικαιολογείται η θεώρηση της συμπεριφοράς αλλοδαπού ως συνιστώσας «πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή», η ύπαρξη προηγούμενων καταδικών από ποινικό Δικαστήριο. Αυτό συνάδει με το τεκμήριο αθωότητας που επικαλείται ο αιτητής, εφόσον δεν είναι βεβαίως δυνατή η απέλαση με αποκλειστικό γνώμονα τυχόν προηγούμενες καταδίκες. Η κατά το άρθρο 29 «πραγματική, ενεστώσα και επαρκής σοβαρή απειλή», συναρτάται κατά τεκμήριο με υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων, η οποία, εφόσον συνοδεύεται και με προηγούμενες καταδίκες, ενισχύει την ανεπιθύμητη συμπεριφορά και καθιστά ακόμη πιο δικαιολογημένη την απέλαση.
Δεν υπάρχει καμιά παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας. Το άρθρο 6(1)(ζ) του Κεφ. 105, στο οποίο επίσης βασίστηκε η προσβαλλόμενη πράξη δίδει τη δυνατότητα κήρυξης ατόμου ως απαγορευμένου μετανάστη εφόσον από μαρτυρία το άτομο «ενδέχεται» να συμπεριφερθεί κατά τέτοιο τρόπο που να είναι επικίνδυνο για την ησυχία, τη δημόσια τάξη ή να προκαλέσει έχθρα μεταξύ των πολιτών της Δημοκρατίας, (Adnan Ashgar v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 726/2011, ημερ. 30.6.2011).
Η απέλαση πρέπει βεβαίως να ιδωθεί υπό το πρίσμα των λόγων επί των οποίων αποφασίστηκε. Και αυτοί, όπως εξηγήθηκε ήδη συναρτώνται προς θέματα ασφάλειας και δημόσιας τάξης. Στην Eddine v. Δημοκρατίας - πιο πάνω -, η Ολομέλεια θεώρησε ακόμη και γενικές ενδείξεις περί ενδεχόμενου προβλήματος στη βάση πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία, ως επαρκείς. Και, όπως λέχθηκε και στην Kapsaskis κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 290/2012, 291/2012 και 203/2012, ημερ. 20.2.2013, η διοίκηση δεν έχει υποχρέωση παροχής οποιωνδήποτε εξηγήσεων για την έκδοση διατάγματος απαγόρευσης εισόδου αλλοδαπού για σκοπούς ασφάλειας. Το Δικαστήριο δεν ερευνά τους λόγους που συνάπτονται με θέματα κρατικής ασφάλειας που είναι κατ΄ εξοχήν έργο της εκτελεστικής εξουσίας. Τα ίδια λέχθηκαν και στην Kolomoets v. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 443, στο ότι η διοίκηση έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια και εξουσία για απέλαση αλλοδαπών, εξουσία η οποία όταν συναρτάται προς κίνδυνο στην εσωτερική τάξη και την εθνική ασφάλεια, είναι ακόμη πιο πλατειά, (Mushtag v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1479).
Δεν ευσταθεί περαιτέρω ούτε η θέση του αιτητή ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα και χωρίς να ληφθούν υπόψη τα προσωπικά δεδομένα του αιτητή. Στην αίτηση του για άδεια παραμονής ως υπηκόου κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης με σκοπό την παροχή μισθωτής υπηρεσίας στη Δημοκρατία, (Τεκμήριο 2 στην ένσταση), ο αιτητής δήλωσε άγαμος. Εκ των υστέρων είναι που γίνεται λοιπόν λόγος για οικογένεια του αιτητή που βρίσκεται στην Κύπρο περιλαμβανομένου τέκνου που πηγαίνει σε δημοτικό σχολείο. Και η δήλωση του ότι είναι άγαμος δεν έγινε μόνο με το Τεκμήριο 2, ημερ. 14.5.2007, αλλά και πολύ μεταγενέστερα επανελήφθη το ίδιο όταν στις 3.10.2012 (ακόμη και μετά δηλαδή την έκδοση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης στις 2.7.2012), αιτήθηκε με το Τεκμήριο 16 στην ένσταση, την έκδοση βεβαίωσης εγγραφής του ως πολίτη της Ένωσης. Και βεβαίως αντίστοιχα η Δημοκρατία εξέδωσε άδεια διαμονής καταγράφοντας την αντίστοιχη οικογενειακή κατάσταση και ότι δεν υπήρχαν εξαρτώμενα πρόσωπα. Δεν μπορεί συνεπώς ο αιτητής να παραπονείται για έλλειψη δέουσας έρευνας. Η διοίκηση με το Τεκμήριο 8 έλαβε υπόψη το δεδομένο ότι ο αιτητής κανένα δεσμό δεν έχει με τη Δημοκρατία στη βάση των δικών του δηλώσεων.
Ούτε ευσταθεί το επιχείρημα για μη ενημέρωση του αιτητή για τους λόγους απέλασης του κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 32 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007 διότι από το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 11 στην ένσταση φανερώνεται από σημείωση του αστυφύλακα Α/Α 1900, το οποίο και δεν αμφισβητήθηκε, ότι ο αιτητής πληροφορήθηκε για τους λόγους έκδοσης των σχετικών διαταγμάτων, αλλά αρνήθηκε να υπογράψει καθώς και να παραλάβει τα διατάγματα για λόγους δικούς του που δεν ήθελε να αναφέρει. Επομένως, υπήρξε η δέουσα ενημέρωση, ενημέρωση που σαφώς καθόριζε επί της επιστολής που απευθύνθηκε στον αιτητή ημερ. 2.7.2012, ότι η προσωπική του συμπεριφορά αποτελούσε μια πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη στη Δημοκρατία με αποτέλεσμα την ακύρωση της προσωρινής άδειας διαμονής του και την άμεση απέλαση του στη Ρουμανία. Περαιτέρω επί της επιστολής την οποία αρνήθηκε ο αιτητής να παραλάβει αναφέρθηκε το δικαίωμα άσκησης προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος. Αυτό το δικαίωμα ασκήθηκε από τον αιτητή ο οποίος πέτυχε να εκδώσει και προσωρινό διάταγμα στη βάση σχετικής μονομερούς αιτήσεως που ανέστειλε την απαγόρευση επαναεισόδου του αιτητή στη Δημοκρατία. Κατά συνέπεια ο αιτητής ουδέν δικαίωμα απώλεσε και η απόφαση του Δικαστηρίου (Παμπαλλής, Δ.), πρέπει να ιδωθεί υπό το πρίσμα του γεγονότος ότι η Δημοκρατία δεν είχε εμφανισθεί και δεν είχε καταχωρήσει οποιανδήποτε ένσταση ώστε το Δικαστήριο να είχε ενώπιον του τα όλα δεδομένα. Εν πάση δε περιπτώσει η απόφαση λήφθηκε μόνο ως ενδιάμεσο μέτρο.
Τηρήθηκαν εδώ οι διατάξεις του άρθρου 30 του Νόμου αρ. 7(Ι)/2007 και τηρήθηκε ταυτόχρονα και η αρχή της αναλογικότητας. Ο αιτητής δεν είχε δεσμούς με τη Δημοκρατία, δεν είχε εδώ οικογένεια, δεν είχε οτιδήποτε που να τον συνδέει με τη Δημοκρατία, εκτός από την εργασία του για την οποία και προφανώς ήρθε στην Κύπρο και η οποία τον ενέπλεκε σε αδικήματα και παράνομες ενέργειες.
Η προσφυγή συνεπώς απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των καθ΄ ων και εναντίον του αιτητή, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο. Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται στην ολότητα της.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ