ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Γιάννης Πολυχρόνης, μαζί με Χριστοδούλου, για τον Αιτητή. Γιάννα Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-03-11 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ, ΥΠΟΔΕΚΑΝΝΕΑΣ 235 ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ, Υπόθεση Αρ. 97/2014, 11/3/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:D184

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 97/2014 )

 

11 Μαρτίου, 2014

 

[Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ  ΜΕ  ΤΑ  ΑΡΘΡΑ  12,  15,  28,  30,  33,  35

ΚΑΙ  146  ΤΟΥ  ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ  ΚΑΙ  ΑΡΘΡΑ  6  ΚΑΙ  7

ΤΗΣ  ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ  ΣΥΜΒΑΣΗΣ  ΓΙΑ  ΤΗΝ  ΠΡΟΑΣΠΙΣΗ

ΤΩΝ  ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ  ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ  ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ  ΚΑΙ  ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ

 

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ  ΚΥΡΙΑΚΟΥ,  ΥΠΟΔΕΚΑΝΝΕΑΣ  235,

 

Αιτητής,

ν.

 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ  ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,  ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ  ΔΗΜΟΣΙΑΣ  ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ  ΑΙΤΗΣΗ  ΕΚ  ΜΕΡΟΥΣ  ΤΟΥ  ΑΙΤΗΤΗ,

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ  27  ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ,  2014,

ΓΙΑ  ΕΚΔΟΣΗ  ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ  ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ

_________________________

 

Γιάννης Πολυχρόνης, μαζί με Χριστοδούλου, για τον Αιτητή.

Γιάννα Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ' ων η Αίτηση.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Ο αιτητής είναι δεσμοφύλακας στις Κεντρικές Φυλακές και, στις 17.1.2014, με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, η Επιτροπή, ετέθη σε διαθεσιμότητα για περίοδο τριών μηνών.  Η εν λόγω απόφαση λήφθηκε δυνάμει του άρθρου 85(1) και (1Β) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, (Ν. 1/1990), όπως έχει τροποποιηθεί, και στην πραγματική βάση ότι θα διεξαγόταν πειθαρχική έρευνα εναντίον του αιτητή.

 

O αιτητής, αμφισβητώντας την πιο πάνω απόφαση,  καταχώρισε, στις 27.1.2014, προσφυγή, αξιώνοντας δήλωση του Δικαστηρίου, με την οποία αυτή να κηρύσσεται άκυρη εξ υπαρχής, ως στερούμενη έννομου αποτελέσματος και, ειδικά, ως αντίθετη, μεταξύ άλλων, προς τις πρόνοιες του προαναφερθέντος άρθρου.  Συγχρόνως, στα πλαίσια της ίδιας υπόθεσης, καταχώρισε μονομερή αίτηση, που είναι τώρα το αντικείμενο εξέτασης, για την οποία εδόθησαν οδηγίες όπως αυτή επιδοθεί στους καθ' ων η αίτηση.  Με αυτή, μέχρι την αποπεράτωση της προσφυγής, ζητά τα εξής:-

 

«Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η αναστολή της απόφασης του καθ' ου η αίτηση, ημερομηνίας 17/01/2014 και με την οποία αποφάσισε να θέσει τον αιτητή σε διαθεσιμότητα για περίοδο τριών μηνών κατά τη διάρκεια της εναντίον του πειθαρχικής έρευνας με μείωση σε 2/3 των απολαβών του.»

 

 

 

Η διαφορά μεταξύ των θεραπειών που επιζητούνται με την κύρια υπόθεση και την ενδιάμεση αίτηση είναι ότι, με την τελευταία, ζητείται η άρση της ίδιας, κατ' ισχυρισμό, παρανομίας προσωρινά· όπως δε έχει διαμορφωθεί η θέση του αιτητή, μετά από σχετική δήλωση του συνηγόρου του, για το μοναδικό, πλέον, λόγο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά έκδηλη παραβίαση των προνοιών του άρθρου 85(1).

 

Ο αιτητής βασίζει την ενδιάμεση αίτησή του στον Κανονισμό 13(1) του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962.  Οι πρόνοιές του παρέχουν εξουσία στο δικαστήριο, στα πλαίσια διαδικασίας δυνάμει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος, να εκδίδει «προσωρινόν διάταγμα το οποίον όμως δεν θα διαγιγνώσκη την ουσία της υποθέσεως».  Η νομολογία, εξειδικεύοντας έτι περαιτέρω τη φύση και την εμβέλεια της πιο πάνω εξουσίας, έχει καθιερώσει ότι προσωρινό διάταγμα, όπως το υπό αναφορά, εκδίδεται, βέβαια, ως θέμα διακριτικής εξουσίας πάντοτε, εφόσον διαπιστώνεται:  (α) η ύπαρξη έκδηλης παρανομίας και/ή (β) η πρόκληση ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή, η οποία δε θα είναι δυνατό να θεραπευθεί σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής, (βλ. Moyo & Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203).

 

΄Οσον αφορά το πρώτο κριτήριο, ανωτέρω, αυτό έχει ταυτιστεί με την ύπαρξη αυταπόδεικτης παρανομίας, η οποία συνιστά κατάφωρη παραβίαση του νόμου ή και των αρχών του διοικητικού δικαίου.  Θεωρείται δε ως αυτονόητο πως η διαπίστωσή του δυνατό να επενεργεί ως καταλύτης στην περαιτέρω πορεία της όλης υπόθεσης.  Στη Λοϊζίδης ν. Υπ. Εξωτερικών (1995) 3 Α.Α.Δ. 233, επισημαίνεται, συναφώς, στη σελίδα 246, ότι:-

 

«Επί έκδηλης παρανομίας προσωρινό διάταγμα εκδίδεται όποιες και αν είναι οι επιπτώσεις και μάλιστα κατά κανόνα η ιδία η προσφυγή διεκπεραιώνεται επί της ουσίας:  (βλ. Sofocleous v. Republic (1971) 3 C.L.R. 345 και Frangos and Others v. Republic (ανωτέρω)[1]. Το δημόσιο συμφέρον ποτέ δεν ταυτίζεται με την υποστύλωση της έκδηλης παρανομίας.»

 

 

Τέλος, σε κάθε περίπτωση, η διαπίστωση της ύπαρξης των πιο πάνω κριτηρίων γίνεται στη βάση αναμφισβήτητης μαρτυρίας, η οποία τίθεται για το σκοπό αυτό ενώπιον του δικαστηρίου. 

 

Στην προκείμενη περίπτωση, το πραγματικό υπόβαθρο εκτίθεται σε δύο ένορκες δηλώσεις.  Η μία προέρχεται από τον αιτητή και υποστηρίζει την αίτηση, ενώ η άλλη κατεχωρήθη προς υποστήριξη της ειδοποίησης ένστασης.  ΄Οπως γίνεται αντιληπτό, οι καθ' ων η αίτηση προβάλλουν ένσταση στην έγκριση της ενδιάμεσης αίτησης, βασιζόμενοι σε νομικούς λόγους, οι οποίοι απαντώνται μέσα από τη συζήτηση αυτή, ενώ, όπως έχει, ήδη, διαπιστωθεί, ο αιτητής έχει, τελικά, περιορίσει σε ένα μόνο το λόγο επί του οποίου ο ίδιος βασίζει την αίτησή του, με το πραγματικό υπόβαθρο να είναι, και για τις δύο πλευρές, κοινό· προκύπτει μέσα από τις προαναφερθείσες ένορκες δηλώσεις.

 

΄Οπως, συγκεκριμένα, αναφέρεται σ' αυτές, στις 13.1.2014, ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης, ως η αρμόδια αρχή, διαβίβασε πρόταση προς τον Πρόεδρο της Επιτροπής, για να τεθεί ο κ. Κυριάκος Κυριάκου, ο αιτητής, σε διαθεσιμότητα, για το λόγο ότι θα διεξαγόταν πειθαρχική έρευνα εναντίον του, ενώ δεν αποκλειόταν και η έναρξη, συγχρόνως, ποινικής έρευνας από την αστυνομία.  Ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής ενήργησε ως ανωτέρω, ανταποκρινόμενος σε επιστολή, την οποία είχε απευθύνει την προηγούμενη ημέρα προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ο Αναπληρωτής Διευθυντής Τμήματος Φυλακών.  Τον πληροφορούσε ότι ο αιτητής, στις 11.1.2014, ενώ βρισκόταν υπηρεσία, παρέλειψε να ασκήσει τον απαιτούμενο έλεγχο, με αποτέλεσμα συγκεκριμένος κατάδικος να αποπειραθεί να αυτοκτονήσει.

 

Η Επιτροπή, αφού εξέτασε τη συγκεκριμένη πρόταση μονομερώς, εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του άρθρου 85(1Β), έλαβε σχετική απόφαση, την οποία, ακολούθως, κοινοποίησε στον αιτητή.  Στη συνέχεια, αφού έλαβε υπόψη και τις παραστάσεις του δικηγόρου του, κατέληξε, στις 17.1.2014, στην προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση, η οποία, ουσιαστικά, είναι η ίδια με την απόφαση της 13.1.2014.  Αναθεώρησε μόνο το μέρος της που αφορούσε τις μηνιαίες απολαβές του αιτητή, ώστε αυτός να λαμβάνει τα δύο τρίτα αυτών, αντί του ενός δευτέρου, όπως ήταν η απόφασή της αρχικά. 

 

Η Επιτροπή κατέληξε στην πιο πάνω απόφαση, αφού έλαβε υπόψη της τη σοβαρότητα, όπως αναφέρει, του πειθαρχικού παραπτώματος, που πιθανόν να έχει διαπράξει ο αιτητής, τη θέση που αυτός κατέχει και την ευθύνη του κατά τον ουσιώδη χρόνο, καθώς, επίσης, «την πιθανότητα και/ή δυνατότητα επηρεασμού της ομαλής διεξαγωγής της έρευνας, είτε με τον επηρεασμό μαρτύρων, είτε με την αλλοίωση ή εξαφάνιση μαρτυρικού υλικού», με δεδομένο ότι η έρευνα θα διεξαγόταν κυρίως στο χώρο των Φυλακών.  Θεώρησε δε πως η διαφύλαξη της ομαλής διεξαγωγής της έρευνας, ως ανωτέρω, καθώς, επίσης, του κύρους των Φυλακών και της Δημόσιας Υπηρεσίας, γενικότερα, λόγω της δημοσιότητας την οποία είχε λάβει το περιστατικό, ήταν προς το δημόσιο συμφέρον και έθεσε, έτσι, τον αιτητή σε διαθεσιμότητα για περίοδο τριών μηνών.  Βάσισε την απόφασή της στο άρθρο 85(1), το οποίο προβλέπει τα εξής:-

 

«85. - (1)  Αν διαταχθεί έρευνα πειθαρχικού παραπτώματος, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του άρθρου 81, εναντίον κάποιου υπαλλήλου ή με την έναρξη αστυνομικής έρευνας με σκοπό την ποινική δίωξη εναντίον του, η Επιτροπή μπορεί, αν το δημόσιο συμφέρον το απαιτεί, να θέσει σε διαθεσιμότητα τον υπάλληλο κατά τη διάρκεια της έρευνας ......................................................................................

 

Νοείται ότι η διάρκεια της διαθεσιμότητας στην οποία τίθεται ο υπάλληλος κατά τη διάρκεια της έρευνας δεν μπορεί να υπερβεί τους τρεις μήνες, μπορεί όμως να παραταθεί, αν συντρέχει σοβαρός λόγος, για άλλους τρεις μήνες.»

 

 

 

Δεν έχει τεθεί θέμα αν η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι η τοποθέτηση του αιτητή σε διαθεσιμότητα, για τους λόγους που έχει αναφέρει στην απόφασή της, είναι, όντως, προς το δημόσιο συμφέρον.  Βέβαια, εν παρόδω, μπορεί, με γενικότητα, να λεχθεί πως, εφόσον δικαιολογείται, ενόψει της διεξαγωγής είτε πειθαρχικής είτε αστυνομικής έρευνας, η τοποθέτηση υπαλλήλου σε διαθεσιμότητα, αυτή δυνατό να διασφαλίζει το αμερόληπτο και ακριβοδίκαιο του αποτελέσματος της έρευνας, προς όφελος του δημοσίου, γενικά, αλλά και του ιδίου του αιτητή, ειδικά. 

 

΄Ο,τι έχει αμφισβητηθεί, το οποίο, ουσιαστικά, αποτέλεσε το έναυσμα για την καταχώριση της προσφυγής και της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης, είναι η τοποθέτηση του αιτητή σε διαθεσιμότητα για περίοδο τριών μηνών, χωρίς ο χρόνος αυτός να έχει συσχετιστεί, καθ' οιονδήποτε τρόπο, με το χρόνο ο οποίος είναι, όντως, αναγκαίος για την περάτωση της πειθαρχικής έρευνας εναντίον του· δεν έχει επιβεβαιωθεί αν διεξάγεται, συγχρόνως, και αστυνομική έρευνα.  Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή, κατά την αγόρευσή του, υπέδειξε, ακριβώς, αυτό.  Συγκεκριμένα, ότι πουθενά στην απόφασή της η Επιτροπή προβαίνει σ' αυτόν το συσχετισμό. 

 

Η εξουσία που παρέχει το άρθρο 85(1) στην Επιτροπή να τοποθετεί έναν υπάλληλο σε διαθεσιμότητα κατά την έναρξη ή διαρκούσης πειθαρχικής ή αστυνομικής έρευνας εναντίον του αποτελεί, ασφαλέστατα, χρήσιμο εργαλείο στην υπηρεσία της διοίκησης.  Εφόσον δε κριθεί αυτό αναγκαίο, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως έχει προηγουμένως, εν παρόδω, εξηγηθεί, επιτυγχάνεται, η ανεμπόδιστη και αποτελεσματική διεξαγωγή της διαδικασίας της έρευνας εναντίον του συγκεκριμένου υπαλλήλου.  Σχετική προς το υπό εξέταση θέμα είναι και η πρόνοια στην παράγραφο 2 του Δεύτερου Πίνακα του Νόμου, Μέρος Ι, όπου αναφέρεται ότι:  «Η έρευνα διεξάγεται το γρηγορότερο και συμπληρώνεται το αργότερο μέσα σε εξήντα μέρες από την ημερομηνία της εντολής για έρευνα.»  Αν δε διαφανεί ότι χρειάζεται περισσότερος χρόνος για τη συμπλήρωσή της, τότε μπορεί να δοθεί παράταση.  Η τελευταία πρόνοια θέτει επιτακτικά τις εξήντα ημέρες ως χρονικό ορίζοντα για την περάτωση της έρευνας. 

 

Η βασική, όμως, υποχρέωση της Επιτροπής, όσον αφορά τον καθορισμό του χρόνου της διαθεσιμότητας ενός υπαλλήλου, τίθεται από το άρθρο 85(1), με τη δυνατότητα που της παρέχει «να θέσει σε διαθεσιμότητα τον υπάλληλο κατά τη διάρκεια της έρευνας» και, οπωσδήποτε, όχι για οποιοδήποτε άλλο χρόνο πέραν αυτής, όπως σαφώς προκύπτει από την πιο πάνω διατύπωση.  Πόσο θα διαρκέσει μια έρευνα είναι δυνατό να καθοριστεί κατά προσέγγιση και εκ προοιμίου από την αρμόδια αρχή, η οποία ζητά την έρευνα και, προφανώς, είναι σε καλύτερη θέση να γνωρίζει πόσος χρόνος θα απαιτηθεί για τις ανάγκες της.  Είναι δε στη βάση όλων των σχετικών δεδομένων, τα οποία θα πρέπει να διαβιβάζονται στην Επιτροπή, που θα πρέπει να αποφασίζεται, από την τελευταία, ο χρόνος που απαιτείται, για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος πάντοτε, να τεθεί και να παραμείνει ο επηρεαζόμενος υπάλληλος σε διαθεσιμότητα για σκοπούς της έρευνας και όχι άλλως πως, (βλ. Νικολάου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3959 και Κυριάκου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 1369/2008, 19.9.2008).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η Επιτροπή, ενώ παραθέτει τους λόγους δημοσίου συμφέροντος, για τους οποίους θεώρησε αναγκαίο να θέσει τον αιτητή σε διαθεσιμότητα, εντούτοις δεν αιτιολόγησε γιατί η περίοδος αυτή θα πρέπει να είναι το μέγιστο των τριών μηνών που προβλέπει ο Νόμος.  Η απουσία δε αιτιολογίας, με αναφορά στα απαραίτητα γεγονότα, η οποία θα συσχέτιζε το χρόνο της διαθεσιμότητας με το χρόνο διάρκειας της έρευνας, καθιστά την απόφασή της αναιτιολόγητη και, κατά συνέπεια, αυθαίρετη.  Αυθαιρεσία, η οποία αποτελεί έκδηλη παρανομία, καθιστώντας την απόφαση της Επιτροπής άκυρη και στερούμενη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος, διαπίστωση η οποία, αναπόφευκτα, οδηγεί σε επιτυχία την ίδια την προσφυγή.

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα υπέρ του αιτητή, καθοριζόμενα στο ποσό των €800,00, συν Φ.Π.Α.

     

 

 

 

 

                                                         Γ.Ν. Γιασεμής,

                                                                 Δ.

 

 

 

 

/ΜΠ



[1] (1982) 3 C.L.R. 53


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο