ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:D27
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1101/2012)
15 Ιανουαρίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ Η/ΚΑΙ
ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ Η/ΚΑΙ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Π. Παπαγεωργίου, για τον Αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η υπηρεσία του αιτητή ως μόνιμου αξιωματικού του όπλου του Πεζικού του Στρατού, καθώς και άλλων αξιωματικών τερματίστηκε ευδοκίμως από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων («το Συμβούλιο») στις 1.11.2005 με αποτέλεσμα ο αιτητής να αφυπηρετήσει από τις τάξεις του Στρατού από τις 11.5.2006. Με την προσφυγή του αρ. 220/2006 ο αιτητής αμφισβήτησε τον πιο πάνω τερματισμό. Η πιο πάνω απόφαση ανακλήθηκε κατόπιν της έκδοσης ακυρωτικής απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στη Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 44 σε προσφυγή άλλου επηρεαζόμενου αξιωματικού.
Το Συμβούλιο αποφάσισε εκ νέου τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή για το 2005. Η ασκηθείσα εναντίον της πιο πάνω απόφασης προσφυγή του αιτητή αρ. 595/2009 (Δημήτριος Παπαδημητρίου ν. Δημοκρατίας) οδήγησε στην έκδοση ακυρωτικής απόφασης από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 20.4.2012.
Στις 26.4.2012 το Συμβούλιο αποφάσισε πάλιν τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή για το έτος 2005 αναγράφοντας το όνομα του αιτητή στο σχετικό Πίνακα, όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό 51 των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990, όπως τροποποιήθηκαν. Ο Πίνακας εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 29.5.2012. Ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικά με επιστολή του Υπουργείου Άμυνας ημερ. 7.6.2012 καθώς και για την ημερομηνία από την οποία ίσχυε η αφυπηρέτησή του και η προαγωγή του στον επόμενο βαθμό. Αυτή την απόφαση προσβάλλει ο αιτητής με την παρούσα.
Οι λόγοι ακυρότητας
Ο πρώτος λόγος ακυρότητας - παράβαση δεδικασμένου
Είναι η θέση του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του δεδικασμένου της απόφασης στην προσφυγή αρ. 595/2009 ή/και της προγενέστερης απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας στην προσφυγή αρ. 30/2006. Αυτό επειδή η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί ουσιαστικά αντιγραφή της ακυρωθείσας από το Δικαστήριο απόφασης των καθ' ων η αίτηση του 2009. Το Συμβούλιο, κατά την εισήγηση, προέβη σε απλή επανάληψη του κανονιστικού πλαισίου το οποίο όμως δεν ικανοποιεί τις ανάγκες της δέουσας προκαταρκτικής έρευνας. Ειδικότερα, για τρίτη φορά οι καθ' ων η αίτηση δεν προέβηκαν σε έρευνα για να διαπιστώσουν τις ανάγκες της υπηρεσίας κατά κλάδο και κατά πόσο παρεμποδιζόταν η δυνατότητα ανέλιξης αξιωματικών κατά κλάδο αλλά γενικά για όλο το στράτευμα. Δεν έγινε η δέουσα έρευνα ως προς το κατά πόσο με τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή θα παρείχετο η δυνατότητα ανέλιξης κατώτερων αξιωματικών και εάν στο σώμα στο οποίο ανήκε ο αιτητής υπήρχαν τέτοιοι κατώτεροι αξιωματικοί. Ούτε και έγινε η δέουσα έρευνα ως προς τον αριθμό των αξιωματικών που απαιτείτο όπως αφυπηρετήσουν. Έχουν δε εξεταστεί οι προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, χωρίς όμως να στοιχειοθετηθούν εκ των προτέρων οι γενικότεροι παράγοντες κατά τον ουσιώδη χρόνο, ώστε να μπορεί να διαπιστωθούν στο πλαίσιο του αναθεωρητικού ελέγχου οι λόγοι για τον ευδόκιμο τερματισμό του.
Δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του αιτητή ότι προκύπτει δεδικασμένο από την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Θεοδώρου το οποίο εν προκειμένω παραβιάζεται. Όπως λέχθηκε στη Χριστόδουλος Περικλέους ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 456/2009, ημερ. 5.3.2012, «τα γεγονότα επί των οποίων θεμελιώνεται το εύρημα του Δικαστηρίου για έλλειψη έρευνας και αιτιολογίας στην υπόθεση Θεοδώρου, δεσμεύουν αποκλειστικά τους διαδίκους στην εν λόγω προσφυγή και κανένα άλλο. Ως εκ τούτου, ο λόγος ακύρωσης που αφορά στην εφαρμογή του δεδικασμένου δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται».
Περαιτέρω, στην 595/2009 την οποία ο αιτητής επικαλείται ως παράγουσα δεδικασμένο για την παρούσα, το Δικαστήριο υιοθετώντας το πιο πάνω απόσπασμα από την Περικλέους, απέρριψε τον ισχυρισμό για την εκεί εφαρμογή της αρχής του δεδικασμένου της Θεοδώρου. Συνεπώς, ο ισχυρισμός απορρίπτεται χωρίς να χρειάζεται να προστεθεί οτιδήποτε περαιτέρω.
Από την 595/2009 προκύπτει πράγματι δεδικασμένο ως προς την έλλειψη δέουσας έρευνας και κατ' επέκταση πλάνης. Το Δικαστήριο στην απόφασή του παρέθεσε το σκεπτικό σύμφωνα με το οποίο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στην 456/2009 και αφού σημείωσε πως αυτό εφαρμόζεται και στην ενώπιόν του υπόθεση, προχώρησε στην ακύρωση της απόφασης στη βάση της. Στο σκεπτικό περιλαμβανόταν αναφορά στα νομολογηθέντα στη Θεοδώρου, στις πρόνοιες του Κανονισμού 51(4), στο πρακτικό της απόφασης για ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή καθώς και στην εν τέλει κρίση του Δικαστηρίου, ως ακολούθως:-
«"5. Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων στη συνέχεια, έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, εξέτασε την κάθε περίπτωση και πήρε τις ακόλουθες αποφάσεις:
(6) Συνταγματάρχης (ΠΖ) Π"Δημητρίου Δημήτριος του Νικολάου (ΑΜ:2520)
Το Συμβούλιο αποφάσισε, ομόφωνα, τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του, επειδή, δεν διαθέτει τη γενικότερη ακαδημαϊκή μόρφωση, η οποία, με βάση τις επιχειρησιακές και υπηρεσιακές ανάγκες του στρατεύματος και την επιδιωκόμενη αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό του, απαιτείται για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του, καθόσον δεν είναι απόφοιτος Ανώτατου Στρατιωτικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος και ούτε έχει φοιτήσει στη Σχολή Εθνικής Άμυνας. Το Συμβούλιο έκρινε ότι τα πιο πάνω περιορίζουν τη δυνατότητα για περαιτέρω προσφορά του και η παραμονή του στο στράτευμα δεν παρέχει τη δυνατότητα ανέλιξης αξιωματικών κατώτερων βαθμών."
Είναι προφανές ότι για σκοπούς λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάστηκαν και λήφθηκαν υπόψη οι υπηρεσιακές ανάγκες του στρατεύματος, για τις οποίες κρίθηκε ότι εξυπηρετούνται καλύτερα από Αξιωματικούς απόφοιτους Ανώτερων Σχολών. Επίσης διαπιστώθηκε η ανάγκη να δοθεί η δυνατότητα ανέλιξης των Αξιωματικών των κατώτερων βαθμών, η πλειοψηφία των οποίων είναι απόφοιτοι Ανώτατων Σχολών. Όσα όμως σχετικά αναφέρουν οι καθ' ων η αίτηση, είναι γενικής μορφής και δεν εξειδικεύονται κατά κλάδο όπως προνοείται στον Κανονισμό και όπως έχει αποφασισθεί στην υπόθεση Θεοδώρου. Δεν προέβηκαν δηλαδή οι καθ' ων η αίτηση σε έρευνα για να διαπιστώσουν τις ανάγκες της υπηρεσίας κατά κλάδο και εάν θα υπήρχε η δυνατότητα ανέλιξης Αξιωματικών κατά κλάδο αλλά γενικά για όλο το στράτευμα. Περαιτέρω, δεν έγινε η δέουσα έρευνα ως προς το κατά πόσο με τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή θα παρείχετο η δυνατότητα ανέλιξης κατώτερων Αξιωματικών και εάν στο σώμα στο οποίο ανήκε ο αιτητής υπήρχαν τέτοιοι κατώτεροι Αξιωματικοί. Ούτε και έγινε η δέουσα έρευνα ως προς τον αριθμό των Αξιωματικών που απαιτείτο όπως αφυπηρετήσουν. Έχουν εξεταστεί οι προσωπικές περιστάσεις του αιτητή, χωρίς όμως να στοιχειοθετηθούν εκ των προτέρων οι γενικότεροι παράγοντες κατά τον ουσιώδη χρόνο, ώστε να μπορεί να διαπιστωθούν στο πλαίσιο του αναθεωρητικού ελέγχου οι λόγοι για τον ευδόκιμο τερματισμό του με βάση τον πιο πάνω Κανονισμό (Υποθέσεις Αρ. 1382/2010 κ.ά., Πενταράς ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 17/10/2011)".
.............................
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, η επίδικη απόφαση πάσχει λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και κατ' επέκταση πλάνης».
Στη Θεοδώρου, ανωτέρω, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αιτιολόγησε την απόφασή της να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση ως εξής:-
«Είναι σαφές ότι, για να ενεργοποιηθεί η εξουσία του Συμβουλίου και να καθοριστεί το ποσοστό των αξιωματικών που πρέπει να αφυπηρετήσουν από τις τάξεις του Στρατού ως ευδοκίμως τερματίσαντες την υπηρεσία τους, αλλά και το πόσοι αξιωματικοί αντιστοιχούν κατά κλάδο, τίθενται κάποιες προϋποθέσεις των οποίων η εξέταση προηγείται, ήτοι, η «εν γένει κατάσταση», οι «εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας κατά Κλάδο» καθώς και η «ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών». Οι εξειδικευμένες ανάγκες της Εθνικής Φρουράς σε ανώτερους Αξιωματικούς ανά Σώμα, η δυνατότητα ανέλιξης νεότερων Αξιωματικών κατώτερων βαθμών στις θέσεις αυτές, οι απαιτήσεις της μαχητικής ικανότητας κατά το δεδομένο χρόνο, είναι στοιχεία ενδεικτικά τα οποία έπρεπε να είχαν αναλυτικά εξεταστεί από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, προκειμένου να τεθεί το αναγκαίο υπόβαθρο για τη λήψη της επίδικης απόφασης. Ο Κανονισμός επιβάλλει αξιολόγηση των ουσιωδών αυτών παραγόντων στα πλαίσια μιας γενικής εκτίμησης των αναγκών αποστρατείας κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, διαφορετικά, τόσο ο αριθμός των εξεταζόμενων περιπτώσεων όσο και η ίδια η ατομική κρίση που ακολουθεί, παραμένουν μετέωρα.»
Θεωρώ συναφώς απαραίτητη την παράθεση του πρακτικού της συνεδρίας του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων κατά την έκτακτη σύνοδό του ημερ. 26.4.2012:-
«Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, ενημερώθηκε κατ' αρχήν από τον Εισηγητή του Συμβουλίου για τις πιο πάνω ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στη συνέχεια, αφού έλαβε υπόψη:
(α) Τα ευρήματα των υπό αναφορά ακυρωτικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου,
(β) προφορική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 20.4.2012, σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων θα πρέπει να επανεξετάσει όλες τις πιο πάνω υποθέσεις, όπου, με βάση τα γεγονότα, μπορεί να δοθεί επαρκής και πειστική αιτιολογία, και
(γ) τις διατάξεις του Κανονισμού 51 των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990, όπως τροποποιήθηκε με την Κ.Δ.Π. 351/2005,
το Συμβούλιο αποφάσισε όπως μελετήσει ξεχωριστά την κάθε υπόθεση των επηρεαζόμενων Αξιωματικών και προβεί σε επανεξέταση, όπου μπορεί να δοθεί επαρκής αιτιολογία.
Για τους σκοπούς της επανεξέτασης, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων έκρινε σκόπιμο, με βάση τις πρόνοιες της παραγράφου (4) του προαναφερθέντος Κανονισμού 51, να εξετάσει και αξιολογήσει εν πρώτοις τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας σε Αξιωματικούς, κατά Κλάδο, όπως διαμορφώνονταν από την ανάγκη να έχει και να διατηρεί η Εθνική Φρουρά τη μαχητική εκείνη ικανότητα που θα της επέτρεπε να ανταποκρίνεται στην ανάγκη σχεδιασμού και διοίκησης ενός σύγχρονου στρατεύματος. Το Συμβούλιο, έλαβε ιδιαίτερα υπόψη ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις μιας χώρας, για να είναι σε θέση να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτές, υπάρχει ανάγκη να στελεχώνονται από Αξιωματικούς, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται, να κατανοούν και να διαχειρίζονται τις στρατηγικές / επιχειρησιακές και τακτικές καταστάσεις στο εγγύς και ευρύτερο γαιοστρατηγικό περιβάλλον και τις εξελίξεις στις στρατιωτικές υποθέσεις, να έχουν τη δυνατότητα εκτίμησης των διαμορφούμενων καταστάσεων και λήψης ορθών αποφάσεων σε ταχέως εξελισσόμενες καταστάσεις σε περιόδους κρίσεων και επιχειρήσεων, αλλά και τη δυνατότητα επαρκούς εκπροσώπησης της Κύπρου στο εξωτερικό. Κατά την κρίση του Συμβουλίου, οι εν λόγω εξειδικευμένες ανάγκες δεν διαφοροποιούνται στους τρεις Κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων, που είναι ο Στρατός Ξηράς, το Ναυτικό και η Αεροπορία, καθόσον αυτές προσδιορίζονται από τις σύγχρονες αντιλήψεις περί διακλαδικότητας των Ενόπλων Δυνάμεων και τη δυνατότητα ανταπόκρισης ενός σύγχρονου στρατεύματος, στο σύνολο του, στις μελλοντικές προκλήσεις και απαιτήσεις. Οι ανάγκες αυτές επιτάσσουν όπως οι Αξιωματικοί και των τριών Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων, ιδιαίτερα βαθμού Συνταγματάρχη και άνω, στους οποίους ανατίθεται η διοίκηση Σχηματισμών και Συγκροτημάτων και η διεύθυνση κρίσιμων επιτελικών θέσεων της Εθνικής Φρουράς και του Υπουργείου Άμυνας, θα πρέπει να διαθέτουν, τουλάχιστον, το απαραίτητο και πιστοποιημένο προς τούτο εννοιολογικό και γνωσιολογικό υπόβαθρο, το οποίο αποκτάται με την εξειδικευμένη ανώτατη ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση, τα επιμορφωτικά σεμινάρια, την ευρύτερη εκπαίδευση διακλαδικής στρατηγικής/επιχειρησιακής και τακτικής μορφής και την πολύπλευρη επιτελική και διοικητική εμπειρία. Η εν λόγω εξειδικευμένη ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση, που παρέχεται, ανάλογα με την κάθε περίπτωση, στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι.), στα Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Σ.Ε.Ι.) και στις ειδικές προς τούτο στρατιωτικές σχολές, δηλαδή την Ανώτατη Σχολή Πολέμου (Α.Σ.Π.) της Ελλάδας, η οποία, στη συνέχεια, μετονομάστηκε σε Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου (Α.ΔΙ.Σ.ΠΟ.), καθώς και στη Σχολή Εθνική Άμυνας (Σ.ΕΘ.Α.) της Ελλάδας, ή σε κάθε άλλη ισότιμη προς αυτές στρατιωτική σχολή αναγνωρισμένη από τους αρμόδιους φορείς της χώρας λειτουργίας της, κατά την εκτίμηση του Συμβουλίου, εξασφαλίζουν στους Αξιωματικούς, ιδιαίτερα βαθμού Συνταγματάρχη και άνω, τα απαραίτητα κατ' ελάχιστο προσόντα και εχέγγυα για να ανταποκριθούν με επιτυχία στα καθήκοντα που αντιστοιχούν στη θέση και το βαθμό τους αφού, κατά τεκμήριο, τους παρέχει:
(α) Τη δυνατότητα διακλαδικής γνώσης,
(β) το απαραίτητο εννοιολογικό και γνωσιολογικό υπόβαθρο,
(γ) τη δυνατότητα παρακολούθησης των εξελίξεων στον ευρύτερο γεωπολιτικό - γαιοστρατηγικό χώρο ενδιαφέροντος της Κυπριακής Δημοκρατίας, τη δυνατότητα παρακολούθησης/αφομοίωσης/ μεταφοράς/υλοποίησης των εξελίξεων στα σύγχρονα οπλικά συστήματα και στη σύγχρονη και επιχειρησιακή σχεδίαση,
(δ) την ικανότητα εκπροσώπησης και συμμετοχής της χώρας σε διεθνείς ειρηνευτικές αποστολές της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλων Διεθνών Οργανισμών, καθώς και εκπροσώπησης της σε Πρεσβείες της Δημοκρατίας, ή άλλες διπλωματικές αποστολές στο εξωτερικό.
(ε) τη δυνατότητα σύγχρονης αμυντικής, επιχειρησιακής, οργανωτικής και διοικητικής σχεδίασης,
(στ) τη δυνατότητα εκπόνησης μελετών.
4. Στη συνέχεια, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, προχώρησε, με βάση τις διατάξεις της παραγράφου (4) του Κανονισμού 51 των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας Κανονισμών, σε εξέταση της εν γένει κατάστασης της Υπηρεσίας σε Αξιωματικούς, που υφίστατο κατά το έτος 2005, η οποία είχε ως ακολούθως:
(α) Οι θεσμοθετημένες θέσεις Αξιωματικών στο Στρατό της Δημοκρατίας, όπως προβλέπονταν στον περί Προϋπολογισμού Νόμο του 2005, καθώς και οι Αξιωματικοί που υπηρετούσαν το έτος αυτό, κατά Κλάδο, ήταν όπως εμφαίνονται στον πιο κάτω Πίνακα:
ΒΑΘΜΟΙ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ |
ΘΕΣΕΙΣ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ 2005 |
ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟΙ ΠΟΥ ΥΠΗΡΕΤΟΥΣΑΝ ΤΟ ΕΤΟΣ 2005 | |||
ΣΤΡΑΤΟΣ ΞΗΡΑΣ |
ΝΑΥΤΙΚΟ |
ΑΕΡΟΠΟΡΙΑ |
ΣΥΝΟΛΟ | ||
Αντιστράτηγος |
1 |
1 |
- |
- |
1 |
Υποστράτηγος |
2 |
2 |
- |
- |
2 |
Ταξίαρχος |
8 |
8 |
- |
- |
8 |
Συνταγματάρχης |
52 |
51 |
1 |
- |
52 |
Αντισυνταγματάρχης |
212 |
193 |
6 |
13 |
212 |
Ταγματάρχης |
234 |
203 |
13 |
14 |
230 |
Λοχαγός |
342 |
257 |
25 |
56 |
338 |
Υπολοχαγός |
283 |
192 |
15 |
50 |
257 |
Ανθυπολοχαγός |
261 |
172 |
9 |
37 |
218 |
ΣΥΝΟΛΟ |
1395 |
1079 |
69 |
170 |
1318 |
(β) Με βάση τις σχετικές διαταγές, δικαίωμα φοίτησης στην Α.Σ.Π.(Α.ΔΙ.Σ.ΠΟ.) είχαν Αξιωματικοί βαθμού Ταγματάρχη ή Αντισυνταγματάρχη και δικαίωμα φοίτησης στη Σ.ΕΟ.Α. είχαν όσοι Αξιωματικοί ήταν απόφοιτοι Α.Σ.Π.(Α.ΔΙ.Σ.ΠΟ-).
(γ) Η ακαδημαϊκή μόρφωση (Α.Ε.Ι/Α.Σ.Ε.Ι) και η στρατιωτική εκπαίδευση στην Α.ΔΙ.Σ.ΠΟ. και στη Σ.ΕΘ.Α. των Αξιωματικών που υπηρετούσαν το έτος 2005, κατά Κλάδο, ήταν όπως παρακάτω:
(i) Στρατός Ξηράς: |
|
- 1 Αντιστράτηγος |
Ήταν απόφοιτος Α.Σ.Ε.Ι., Α.Σ.Π. και Σ.Ε.Θ.Α., |
- 2 Υποστράτηγοι |
Ήταν απόφοιτοι μόνο Α.Σ.Π. και Σ.Ε.Θ.Α., |
- 8 Ταξίαρχοι |
- 1 ήταν απόφοιτος Α.Σ.Ε.Ι., Α.Σ.Π. και Σ.Ε.Θ.Α., - 4 ήταν απόφοιτοι μόνο της Α.Σ.Π. και της Σ.Ε.Θ.Α., - 3 ήταν απόφοιτοι μόνο της Α.Σ.Π. |
- 51 Συνταγματάρχες |
- 14 ήταν απόφοιτοι Α.Σ.Ε.Ι. Απ' αυτούς 10 ήταν απόφοιτοι και της Α.Σ.Π. και της Σ.Ε.Θ.Α., - 6 ήταν απόφοιτοι Α.Ε.Ι., - 7 ήταν απόφοιτοι μόνο της Α.Σ.Π. και της Σ.Ε.Θ.Α., - 3 ήταν απόφοιτοι μόνο της Α.Σ.Π., - 21 δεν ήταν απόφοιτοι των υπό αναφορά Σχολών. |
- 193 Αντισυνταγματάρχες |
- 72 ήταν απόφοιτοι Α.Σ.Ε.Ι. Απ' αυτούς 5 ήταν απόφοιτοι και της Α.Σ.Π. και της Σ.Ε.Θ.Α. και 38 μόνο της Α.Σ.Π. - 19 ήταν απόφοιτοι Α.Ε.Ι. - 9 ήταν απόφοιτοι μόνο της Α.Σ.Π. και της Σ.Ε.Θ.Α. - 9 ήταν απόφοιτοι μόνο της Α.Σ.Π. - 84 δεν ήταν απόφοιτοι των υπό αναφορά Σχολών. |
- 203 Ταγματάρχες |
- 147 ήταν απόφοιτοι Α.Σ.Ε.Ι. Απ' αυτούς 47 ήταν απόφοιτοι και της Α.Σ.Π. - 25 ήταν απόφοιτοι Α.Ε.Ι. - 31 δεν ήταν απόφοιτοι των υπό αναφορά Σχολών. |
- 257 Λοχαγοί |
- 137 ήταν απόφοιτοι Α.Σ.Ε.Ι. - 31 ήταν απόφοιτοι Α.Ε.Ι. - 89 δεν ήταν απόφοιτοι των υπό αναφορά Σχολών. |
- 192 Υπολοχαγοί |
- 160 ήταν απόφοιτοι Α.Σ.Ε.Ι. - 32 δεν ήταν απόφοιτοι Α.Σ.Ε.Ι. ή Α.Ε.Ι. |
- 172 Ανθυπολοχαγοί |
- 171 ήταν απόφοιτοι Α.Σ.Ε.Ι. - 1 δεν ήταν απόφοιτος Α.Σ.Ε.Ι. ή Α.Ε.Ι. |
(ii) Ναυτικό
............................
(iii) Αεροπορία
...............................
5. Από τα πιο πάνω στοιχεία διαφάνηκε ότι, το έτος 2005, οι δύο Υποστράτηγοι που υπηρετούσαν δεν διέθεταν ολοκληρωμένη πιστοποιημένη ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση [Α.Σ.Ε.Ι./Α.Ε.Ι., Α.Σ.Π./Α.ΔΙ.Σ.ΠΟ. και Σ.ΕΘ.Α], ενώ από τους 8 Ταξίαρχους που υπηρετούσαν μόνο ένας διέθετε τέτοια εκπαίδευση. Όσον αφορά τους Συνταγματάρχες και των τριών Κλάδων του Στρατού, ολοκληρωμένη πιστοποιημένη ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση είχε μόνο ποσοστό 19%, ενώ το ποσοστό των Συνταγματαρχών που δεν είχαν οποιαδήποτε ανώτατη ακαδημαϊκή μόρφωση ανέρχετο στο 61,50.%. Αντίθετα, οι Αξιωματικοί στον αμέσως κατώτερο βαθμό, δηλαδή του Αντισυνταγματάρχη, ήταν απόφοιτοι Α.Σ.Ε.Ι. ή Α.Ε.Ι. σε ποσοστό 52% και απ' αυτούς ποσοστό 52% ήταν απόφοιτοι της Α.Σ.Π. (Α.ΔΙ.Σ.ΠΟ.) ή/και της Σ.ΕΘ.Α, ενώ οι Αξιωματικοί βαθμού Ταγματάρχη ήταν απόφοιτοι Α.Σ.Ε.Ι ή Α.Ε.Ι. σε ποσοστό 85%, οι Αξιωματικοί βαθμού Λοχαγού ήταν απόφοιτοι Α.Σ.Ε.Ι ή Α.Ε.Ι. σε ποσοστό 69%, οι Αξιωματικοί βαθμού Υπολοχαγού ήταν απόφοιτοι Α.Σ.Ε.Ι ή Α.Ε.Ι. σε ποσοστό 87%, ενώ οι Αξιωματικοί βαθμού Ανθυπολοχαγού ήταν απόφοιτοι Α.Σ.Ε.Ι σε ποσοστό που έφθανε σχεδόν στο 100% (99,38%).
6. Σε σχέση με τις πρόνοιες της παραγράφου (4) του υπό αναφορά Κανονισμού 51, περί της εξουσίας του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων να αξιολογεί την ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη ότι, το έτος 2005, με βάση τις θεσμοθετημένες θέσεις που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (α) της παραγράφου 4 πιο πάνω και τον αριθμό των Αξιωματικών που υπηρετούσαν το έτος 2005, υπήρχε δυνατότητα προαγωγής μόνο 4 Ταγματαρχών και μικρού αριθμού Αξιωματικών βαθμού Λοχαγού και κάτω. Όπως επισημάνθηκε, κατά το έτος αυτό δεν ήταν δυνατό να προαχθούν, λόγω έλλειψης αντίστοιχων κενών θέσεων, αρκετοί από τους Αξιωματικούς βαθμού Αντισυνταγματάρχη μέχρι και Ανθυπολοχαγού, οι οποίοι είχαν κριθεί για δεύτερη ή/και τρίτη φορά στον κατεχόμενο βαθμό ως προακτέοι και οι οποίοι κατείχαν την απαιτούμενη, για το βαθμό τους, εξειδικευμένη ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση. Τα πιο πάνω στοιχεία, κατά την εκτίμηση του Συμβουλίου, καταδεικνύουν αδιαμφισβήτητα ότι παρεμποδίζεται ουσιαστικά η δυνατότητα ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών και των τριών Κλάδων του Στρατού, που πληρούσαν τα απαιτούμενα, κατά περίπτωση, προσόντα.
7. Το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω δεδομένα και το ότι οι προβλεπόμενες στον εκάστοτε ετήσιο Προϋπολογισμό θέσεις Αξιωματικών δεν κατανέμονται κατά Κλάδο αλλά, σύμφωνα με τον Κανονισμό 45(2) των σχετικών Κανονισμών, οι εκάστοτε υπάρχουσες κενές θέσεις Αξιωματικών κατανέμονται με απόφαση του Υπουργού Άμυνας, που εκδίδεται μετά από εισήγηση του Αρχηγού, με βάση τις ανάγκες της Υπηρεσίας κατά Κλάδο, έκρινε ότι υπάρχει ανάγκη στο στράτευμα όπως αφυπηρετήσουν Αξιωματικοί βαθμού Υποστράτηγου, Ταξίαρχου και Συνταγματάρχη, σε αριθμό που να μην επηρεάζεται μεν η ομαλή λειτουργία του στρατεύματος, αλλά και να εξασφαλίζεται η δυνατότητα ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών, οι οποίοι κατείχαν τα απαιτούμενα, κατά την εκτίμηση του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων, προσόντα σε ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση. Η ανάγκη να δημιουργηθούν συνθήκες ανέλιξης Αξιωματικών βαθμού Αντισυνταγματάρχη και κατώτερων βαθμών, κρίθηκε ότι είναι σκόπιμη και από το γεγονός ότι, η μη δυνατότητα προαγωγής τους, η οποία όπως αναφέρεται στην παράγραφο 6 πιο πάνω, οφείλετο στη μη ύπαρξη κενών θέσεων στους βαθμούς Συνταγματάρχη και άνω, στερούσε σε Στελέχη, που κατείχαν τα κατάλληλα προσόντα, την προοπτική ανέλιξης στην κλίμακα της ιεραρχίας του στρατεύματος και επιδρούσε αρνητικά στο ηθικό τους.
8. Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, στη συνέχεια, μετά την αξιολόγηση της εν γένει κατάστασης, των εξειδικευμένων αναγκών της υπηρεσίας κατά Κλάδο και της ανάγκης παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών, κατά τα ανωτέρω και, αφού έλαβε υπόψη, κατά περίπτωση, την όλη σταδιοδρομία των υπηρετούντων Αξιωματικών, τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς τους, το χρόνο παραμονής τους στον κατεχόμενο βαθμό ή την ηλικία τους αποφάσισε τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας για το 2005 των ακόλουθων Αξιωματικών:
(1) ...........................
(6) Συνταγματάρχης (ΠΖ) Π"Δημητρίου Δημήτριος (AM: 2520)
Το Συμβούλιο αποφάσισε, ομόφωνα, τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του, επειδή δεν διαθέτει την ολοκληρωμένη εξειδικευμένη ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση, οι οποίες, με βάση τις επιχειρησιακές και υπηρεσιακές ανάγκες του στρατεύματος και την επιδιωκόμενη αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό του, απαιτούνται για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του, καθόσον δεν είναι απόφοιτος Ανώτατου Στρατιωτικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος και ούτε έχει φοιτήσει στη Σχολή Εθνικής Άμυνας. Το Συμβούλιο έκρινε ότι τα πιο πάνω περιορίζουν τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του και η παραμονή του στο στράτευμα δεν παρέχει τη δυνατότητα ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών».
Είναι φανερό από τα πιο πάνω πως η αιτιολογία για τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή δεν περιορίζεται στα όσα αφορούν στα υποκειμενικά δεδομένα του αιτητή. Πέραν αυτών, το Συμβούλιο, συμμορφούμενο, κατά την κρίση μου, με τις πρόνοιες του Καν. 51(4), αλλά και με τα όσα η πιο πάνω νομολογία απαιτεί, αξιολόγησε τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας σε αξιωματικούς κατά κλάδο, γενικά την κατάσταση καθώς και την ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης αξιωματικών κατώτερων βαθμών. Αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, ειδικά ο αριθμός των αξιωματικών που υπηρετούσε το 2005, οι σχολές στις οποίες παρακολούθησε η κάθε ομάδα αξιωματικών και πόσοι από αυτούς τις παρακολούθησαν, ξεχωριστά κατά κλάδο. Επισημαίνω πως «κλάδος» σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 33/90, «σημαίνει τη διάκριση του Στρατού σε Στρατό Ξηράς, σε Ναυτικό και σε Αεροπορία.» Υπήρξε λοιπόν, κατά την κρίση μου, πλήρης συμμόρφωση με το δεδικασμένο και την απαίτηση για δέουσα έρευνα και συνεπώς, ο ισχυρισμός περί του αντιθέτου απορρίπτεται. Συμμερίζομαι δε την πιο κάτω κατάληξη του Χατζηχαμπή, Δ., όπως ήταν τότε, στην Ανδρέα Ηλία ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 548/2012, ημερ. 8.3.2012:-
«Δεν υπήρξε «απλή επανάληψη του κανονιστικού πλαισίου», όπως έγινε στη Θεοδώρου, αλλά πλήρης ανάλυση των διαπιστωθεισών αναγκών όλων των κλάδων όπως εξειδικεύθησαν σε συνάρτηση με τις σύγχρονες απαιτήσεις και τα πλεονεκτήματα της στελέχωσης όλων των υπηρεσιών όλων των κλάδων με αξιωματικούς καταρτισμένους στο ανώτατο ακαδημαϊκό επίπεδο. Τι άλλη έρευνα ως προς εξειδικευμένες ανάγκες κατά κλάδο θα αναμένετο, αφού δεν ήταν πλέον θέμα εξειδικευμένων αναγκών αλλά ανάγκης που διείπε όλους τους κλάδους; Η επάρκεια της έρευνας συναρτάται προς τη φύση του θέματος και εδώ η φύση και ποιότητα της ανάγκης δεν απαιτούσε περαιτέρω εξειδίκευση πλην, ως έγινε, της εξέτασης της κάθε περιπτώσεως υπό το πρίσμα της επιδίωξης που είχε εξειδικευθεί».
Ο δεύτερος λόγος ακυρότητας - η αναδρομικότητα στην απόφαση
Ο δεύτερος λόγος ακύρωσης τον οποίο ο αιτητής προβάλλει στρέφεται κατά του ότι παρανόμως προσδόθηκε αναδρομικότητα στην προσβαλλόμενη απόφαση. Απόφαση δεν μπορεί να έχει αναδρομική ισχύ αν ακυρώθηκε για παράβαση νόμου ή των γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, όπως στην παρούσα περίπτωση και όχι για λόγους τυπικούς (άρθρο 7 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99)).
Ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση διαμαρτύρεται για την έγερση αυτού του λόγου με τον ισχυρισμό ότι δεν ηγέρθη κατά την προηγούμενη προσφυγή του αιτητή αρ. 595/2009 και συνεπώς δεν μπορεί να εγερθεί νέος λόγος τώρα (Μάριος Παπαδόπουλος ν. ΟΧΣ (1998) 3 ΑΑΔ 608, Ναζίρης ν. ΡΙΚ (2007) 3 ΑΑΔ 38). Αλλά, εν πάση περιπτώσει, στην περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής η παράγραφος (γ) του άρθρου 7 του Ν. 158(Ι)/99 καθότι η πράξη που επαναλαμβάνεται ακυρώθηκε μόνο για τυπικούς λόγους, έχει το ίδιο με την ακυρωθείσα περιεχόμενο και εκδίδεται μέσα σε εύλογο από την πρώτη πράξη χρόνο και με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά και τις ίδιες νομικές διατάξεις. Εν προκειμένω, το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή του αιτητή αρ. 595/2009 ουσιαστικά αποφάσισε ότι δεν υπήρξε αριθμητική καταγραφή κατά όπλο των αναγκών του Στρατού της Δημοκρατίας οπότε το ζήτημα είναι «πρόδηλα τυπικό». Όπως δε κρίθηκε στη Σφηκουρής κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 327, 332, η πράξη δεν ακυρώνεται, αλλά απλά στερείται του αναδρομικού της χαρακτήρα σε περίπτωση που κριθεί ότι παράνομα δόθηκε αναδρομική ισχύς.
Ο αιτητής δεν εισηγείται πως το ζήτημα ηγέρθη στην προσφυγή αρ. 595/2009 παρά μόνο προβάλλει τη θέση πως στην επικαλούμενη από τους καθ' ων η αίτηση Παπαδόπουλος, ανωτέρω, το Δικαστήριο επισήμανε την εξαίρεση θεμάτων δημόσιας τάξης τα οποία μπορούν να εγερθούν ως νέα, ανεξάρτητα του αν ηγέρθηκαν προηγουμένως ή όχι, αφήνοντας δηλαδή να νοηθεί πως και εν προκειμένω το εγειρόμενο ζήτημα είναι δημόσιας τάξης.
Στο σύγγραμμα Η Δράση και ο Έλεγχος της Δημόσιας Διοίκησης, 2η έκδοση, ο Νίκος Χαραλάμπους αναλύει στις σελ. 38-40 τους λόγους ακύρωσης οι οποίοι έχουν αναγνωριστεί από τη νομολογία ως δημόσιας τάξεως και κατά συνέπεια μπορούν να εξεταστούν αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Σ' αυτούς δεν εμπίπτουν τα εισηγούμενα από τον αιτητή και συνεπώς κρίνω ότι ο αιτητής εμποδίζεται να εγείρει σε αυτό το στάδιο για πρώτη φορά ζήτημα αναδρομικότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Έχοντας αυτά υπόψη, ο ισχυρισμός απορρίπτεται.
Ο τρίτος λόγος ακυρότητας - παράβαση πραγματικού καθεστώτος
Ο τρίτος λόγος ακύρωσης αφορά στον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση του πραγματικού καθεστώτος που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο έκδοσης της ανακληθείσας απόφασης. Συγκεκριμένα, οι καθ' ων η αίτηση όφειλαν να εφαρμόσουν το σύνολο των σχετικών νομικών προνοιών, περιλαμβανομένου του Κανονισμού 51(1) και (2) σύμφωνα με τον οποίο το πραγματικό καθεστώς ήταν πριν από την τακτική σύνοδο του Συμβουλίου που προβλέπεται στον Κανονισμό 38. Αντιθέτως, το Συμβούλιο μελέτησε αποκλειστικά και μόνο τις περιπτώσεις των αξιωματικών που αφορούσαν οι ακυρωτικές αποφάσεις χωρίς να εξεταστεί η περίπτωση κάθε αξιωματικού που έφερε κατά τον ουσιώδη χρόνο το βαθμό αντιστράτηγου, υποστράτηγου, ταξίαρχου και συνταγματάρχη και που συμπλήρωσαν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του έτους σύγκλησής του ένα χρόνο παραμονής στο βαθμό τους. Δηλαδή πριν από την τακτική σύνοδο.
Ο ισχυρισμός δεν αντικρούεται από το δικηγόρο των καθ' ων η αίτηση. Έχοντας υπόψη, όμως, πως κατά την επανεξέταση, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη τον αριθμό των αξιωματικών που μπορούσαν να προαχθούν ενόψει των προσόντων τους και των θεσμοθετημένων θέσεων κατά το 2005, συνάγεται, κατά την κρίση μου, πως η επανεξέταση δεν περιορίστηκε στους αξιωματικούς στους οποίους αφορούσαν οι ακυρωτικές αποφάσεις ούτε και στο πραγματικό καθεστώς όπως διαμορφώθηκε μετά την τακτική σύνοδο του Συμβουλίου. Συνεπώς, τα όσα αφορούσαν στους εν λόγω αξιωματικούς αποτέλεσαν μέρος του συνόλου των παραγόντων που εξετάστηκαν, μεταξύ αυτών, και του αριθμού των αξιωματικών εννοείται, καθώς αντιλαμβάνομαι, εν γένει και όχι αποκλειστικά των αιτητών ώστε να θεωρηθεί ότι δεν λήφθηκαν υπόψη οι αξιωματικοί οι οποίοι κατείχαν τους συγκεκριμένους βαθμούς πριν από την τακτική σύνοδο του Συμβουλίου. Άλλωστε, δεν θα υπήρχε νόημα στην αναφορά σε αριθμό των αξιωματικών που μπορούσαν να προαχθούν κατά το 2005, πράγμα το οποίο παραπέμπει σε χρόνο προγενέστερο της τακτικής συνόδου, όταν οι προαγωγές είχαν, κατά τον αιτητή, ήδη τελεσθεί, πράγμα το οποίο παραπέμπει σε χρόνο μεταγενέστερο της τακτικής συνόδου. Ως εκ τούτου, ούτε αυτός ο ισχυρισμός ευσταθεί και απορρίπτεται.
Ο τέταρτος λόγος ακυρότητας - αντισυνταγματικότητα του Καν. 51
Ο αιτητής εισηγείται περαιτέρω πως η προσβαλλόμενη απόφαση βασίζεται στις πρόνοιες του Καν. 51(1) οι οποίες είναι αντίθετες με την αρχή της ισότητας και το δικαίωμα εργασίας, τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς τη διοίκηση. Ειδικότερα, ο Καν. 51(1) δεν επιβάλλει στο Συμβούλιο την υποχρέωση να εξετάζει και αποφασίζει τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας όλων των υπό τις ίδιες συνθήκες τελούντων αξιωματικών βαθμού αντιστράτηγου, υποστράτηγου, ταξίαρχου και συνταγματάρχη που συμπληρώνουν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του έτους σύγκλησής του ένα χρόνο παραμονής στο βαθμό τους αλλά αντίθετα παρέχει στο Συμβούλιο τη διακριτική ευχέρεια να εξετάζει και αποφασίζει τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας οποιουδήποτε αξιωματικού του πιο πάνω βαθμού από αυτούς που συμπληρώνουν μέχρι την 31η Δεκεμβρίου ένα χρόνο παραμονής στο βαθμό τους. Αντισυνταγματική είναι, κατά την εισήγηση του δικηγόρου του αιτητή, και η διάταξη του Κανονισμού 51(2) σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων συνέρχεται με απόφαση του Υπουργού μια φορά το χρόνο, πριν από την τακτική του σύνοδο, αφαιρώντας έτσι το δικαίωμα του αξιωματικού να διεκδικήσει τη συνέχιση της υπηρεσίας του και την περαιτέρω ανέλιξή του. Την αρχή της ισότητας παραβιάζει, σύμφωνα με τον αιτητή, και η παράγραφος (4) του Κανονισμού 51. Πρώτον επειδή η φράση «μεταξύ άλλων» παρέχει στο Συμβούλιο την εξουσία να περιλάβει οποιαδήποτε άλλα κριτήρια επιθυμεί στην κρίση για ευδόκιμο τερματισμό και δεύτερον επειδή η διαζευκτική παράθεση των κριτηρίων παρέχει στο Συμβούλιο την εξουσία να επιλέξει ποιο κριτήριο θα λάβει υπόψη σε κάθε περίπτωση. Αλλά και ο θεσμός των πρόωρων υποχρεωτικών αποστρατειών γενικά όπως σχεδιάστηκε με τον Κανονισμό 51 παραβιάζει διπλά συνταγματικές διατάξεις καθότι παραβιάζει την αρχή της ισότητας, αφού στερεί τους αξιωματικούς τη δυνατότητα να προαχθούν στον επόμενο βαθμό και παραβιάζει το δικαίωμα εργασίας εφόσον οι αποστρατείες γίνονται ανεξαρτήτως ηλικίας, τα δε εξειδικευμένα καθήκοντα των αξιωματικών δεν τους επιτρέπουν να διεκδικήσουν άλλη εργασία ανάλογη με τα προσόντα τους.
Ούτε αυτός ο λόγος ακυρότητας ευσταθεί. Ορθά, κατά την κρίση μου, παρατηρεί ο δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση πως δεν υπάρχει δικαίωμα στην περαιτέρω ανέλιξη, αλλά προσδοκία (Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3Β ΑΑΔ 973).
Είναι δε παγίως νομολογημένο ότι ο όρος «ίσοι ενώπιον του Νόμου» στο Άρθρο 28(1) του Συντάγματος δεν αναφέρεται σε ακριβή αριθμητική ισότητα αλλά διασφαλίζει μόνο κατά των αυθαιρέτων διαφοροποιήσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσης των πραγμάτων (Mikrommatis v. Republic 2 RSCC 125).
Όπως δε κρίθηκε στη Σωτηριάδης ν. Θεοφυλάκτου κ.α. (2002) 3 ΑΑΔ 56:-
«Ως αντισυνταγματικές θεωρούνται μόνο οι προδήλως παραβιάζουσες την αρχή της ισότητας διατάξεις. Η δε δικαστική εξουσία περιορίζεται σε έλεγχο υπερβάσεως ακραίων ορίων.»
Τα κριτήρια τα οποία εισάγονται από την παράγραφο (4) του Καν. 51 δεν είναι αυθαίρετα ώστε να θεωρηθεί ότι εισάγουν διακρίσεις. Εν πάση όμως, περιπτώσει, ο αιτητής δεν εισηγείται ότι στην περίπτωσή του εφαρμόστηκε κριτήριο διαφορετικό από ό,τι σε άλλες περιπτώσεις. Όπως φαίνεται από το πρακτικό της 26.4.2012 της συνεδρίας του Συμβουλίου, τα κριτήρια τα οποία λήφθηκαν υπόψη ήταν η όλη σταδιοδρομία των υπηρετούντων αξιωματικών, η δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς τους, ο χρόνος παραμονής τους στον κατεχόμενο βαθμό ή η ηλικία τους, με συγκεκριμένη περαιτέρω αναφορά, στα πλαίσια της αιτιολογίας της απόφασης για τον καθένα, στη μη ολοκληρωμένη εξειδικευμένη ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση η οποία περιορίζει τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς στο στράτευμα.
Είναι φανερό πως η πρόνοια για λήψη υπόψη κριτηρίων άλλων πέραν των πιο πάνω δεν εφαρμόστηκε στην περίπτωση, με αποτέλεσμα να απολήγει αλυσιτελής η τυχόν κήρυξη ως αντισυνταγματικής της εν λόγω πρόνοιας του Καν. 51(4) (βλ. Dias United Publ. Co. Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 ΑΑΔ 550 και Ν. Demetriou Serv. Ltd v. Δημοκρατίας (2003) 3 ΑΑΔ 371, Κιτρομήλης ν. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 108).
Έχοντας αυτά υπόψη, ο ισχυρισμός περί αντισυνταγματικότητας των προνοιών του Καν. 51 απορρίπτεται.
Πέμπτος λόγος ακυρότητας - Κανονισμοί ultra vires
Ο επόμενος ισχυρισμός του αιτητή στρέφεται γύρω από το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατ' επίκληση Κανονισμών οι οποίοι είναι ultra vires. Ο Κανονισμός 51(4) εισήγαγε, κατά την εισήγηση, ρυθμίσεις έξω από τα όσα η νομοθεσία προβλέπει ή έξω από τη σχετική εξουσιοδότηση για έκδοση Κανονισμών για την ηλικία αφυπηρέτησης των αιτητών που δεν επιθυμούσαν την πρόωρη αφυπηρέτησή τους.
Θεωρώ πως δεν στοιχειοθετείται η ισχυριζόμενη έλλειψη εξουσιοδότησης από τον περί του Στρατού της Δημοκρατίας Νόμο του 1990, Ν. 33/90, κατ' επίκληση του οποίου εκδόθηκαν οι περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) (Τροποποιητικοί) Κανονισμοί του 2005, ΚΔΠ 351/2005. Με το άρθρο 27(1) του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου παρέχεται εξουσιοδότηση για έκδοση Κανονισμών «για καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου» και με το άρθρο 27(2)(δ), για την έκδοση κανονισμών ειδικότερα για «αφυπηρετήσεις». Είναι δυνάμει του που καθορίστηκε η ηλικία ως κριτήριο με τον Κανονισμό 51 και δεν στοιχειοθετείται με τις εν λόγω πρόνοιες, σαφώς εμπίπτουσες στον όρο «αφυπηρετήσεις», υπέρβαση της εξουσιοδότησης.
Ο ισχυρισμός, όμως θα πρέπει να απορριφθεί ούτως ή άλλως καθότι η ηλικία δεν ήταν παράγοντας που επηρέασε την κρίση του Συμβουλίου αναφορικά με τον αιτητή.
Οι υπόλοιποι λόγοι ακυρότητας
Ο Αιτητής με τους λόγους ακυρότητας 6-9 εγείρει πρόσθετους λόγους με τους οποίους προβάλλει ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί δέουσα έρευνα, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται απαιτούμενης αιτιολογίας, ότι είναι προϊόν πλάνης περί τα πράγματα και το νόμο, ότι λήφθηκε για αλλότριους σκοπούς και τέλος ότι υπήρξε πλημμελής άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του διοικητικού οργάνου το οποίο ενήργησε καθ' υπέρβαση εξουσίας.
Κανένας από τους πιο πάνω λόγους ακυρότητας ευσταθεί. Ως προς τους δύο πρώτους λόγους, έχω παραθέσει εκτενή αποσπάσματα από την προσβαλλόμενη απόφαση, από την οποία φαίνεται καθαρά ότι τόσο η έρευνα που έγινε, όσο και η αιτιολογία που δόθηκε ήταν η δέουσα και καμία πλάνη δεν διαπιστώνεται. Πέραν τούτου, κανένας αλλότριος σκοπός δεν έχει αποδειχθεί και όπως προσπάθησα να εξηγήσω το διοικητικό όργανο ενήργησε μέσα στα πλαίσια των εξουσιών του χωρίς να υπερβεί τα ακραία όρια της εξουσίας του. Κατά την άποψή μου θα ήταν αχρείαστο και περιττό να προστεθεί οτιδήποτε άλλο σε σχέση με τους πιο πάνω γενικούς λόγους ακυρότητας.
Ενόψει της αποτυχίας όλων των λόγων ακυρότητας, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. Επιδικάζονται υπέρ των καθ' ων η αίτηση €1.400 έξοδα.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ