ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1250/2012)
19 Δεκεμβρίου 2013
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΝΑΓΗ,
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
3. ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-----------------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Α. Χριστοφόρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής αμφισβητεί την απόφαση των καθ΄ ων ημερ. 7.6.2012, να τερματίσουν ευδοκίμως τις υπηρεσίες του ως Αξιωματικού στον Στρατό της Δημοκρατίας και μάλιστα αναδρομικά από το έτος 2005 με ισχύ από 4.5.2006.
Ο αιτητής κατείχε από 1.10.2003 το βαθμό του Συνταγματάρχη. Την 1.11.2005, το Συμβούλιο Κρίσεων τερμάτισε ευδοκίμως τις υπηρεσίες διαφόρων Αξιωματικών μεταξύ των οποίων και του αιτητή, απόφαση η οποία στη συνέχεια ακυρώθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 44. Ως αποτέλεσμα έγινε ανάκληση του ευδοκίμου τερματισμού των υπηρεσιών του αιτητή, αλλά ως αποτέλεσμα επανεξέτασης οι υπηρεσίες του και πάλι τερματίστηκαν αναδρομικώς από το 2005. Ακολούθησε η προσφυγή υπ΄ αρ. 689/2011, στην οποία εκδόθηκε ακυρωτική υπέρ του αιτητή απόφαση στις 29.2.2012. Οι καθ΄ ων καταχώρησαν έφεση την υπ΄ αρ. Α.Ε. 62/2012, αλλά στην πορεία απεφασίσθη η επανεξέταση με αποτέλεσμα τον εκ νέου αναδρομικό τερματισμό των υπηρεσιών του αιτητή με ισχύ από 4.5.2006. Η Αναθεωρητική Έφεση, καθώς και άλλες παρόμοιες, απεσύρθη.
Είναι η θέση του αιτητή ότι η προσβαλλόμενη πράξη πάσχει πολλαπλώς. Γίνεται εισήγηση ότι παραβιάσθηκε το δεδικασμένο που έχει δημιουργηθεί με την απόφαση Θεοδώρου, αλλά και με την υπέρ του αιτητή απόφαση στην υπόθεση υπ΄ αρ. 689/2011, της νέας απόφασης για ευδόκιμο τερματισμό των υπηρεσιών του επίσης ληφθείσας με πάσχουσα αιτιολογία και έλλειψη δέουσας έρευνας. Κατά τον αιτητή παραβιάζονται επίσης οι αρχές της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη στο κράτος δικαίου, με αποτέλεσμα τη θυματοποίηση του, με τη διοίκηση να επιμένει πεισματικά και σε δυστροπία των ακυρωτικών αποφάσεων να τερματίσει εκ νέου τις υπηρεσίες του.
Περαιτέρω, είναι εισήγηση του αιτητή ότι ο Καν. 51(4) της Κ.Δ.Π. 351/2005 είναι αντισυνταγματικός και ultra vires του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου αρ. 33/1990, ενώ είναι και αντίθετος με τον περί Συντάξεων Νόμο. Προχωρά ο αιτητής να διατυπώσει τη θέση ότι η απόφαση έχει παραβιάσει την αρχή της ίσης μεταχείρισης και καλής πίστης και, τέλος, εισηγείται ότι η όλη διαδικασία πάσχει λόγω μη τήρησης αρτίων πρακτικών. Εισήγηση περί πάσχουσας επίσης σύνθεσης του Υπουργικού Συμβουλίου, που είναι το αρμόδιο όργανο λήψης της απόφασης, απεσύρθη στην απαντητική αγόρευση του αιτητή δεδομένης της παρουσίασης των σχετικών πρακτικών με τη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων.
Παρόλο που δεν ταξινομείται κατά προτεραιότητα, προέχει βέβαια η εξέταση του ισχυρισμού περί ultra vires και αντισυνταγματικότητας του Καν. 51(4) της Κ.Δ.Π. 351/2005. Η παράγραφος (4) είναι μέρος του ευρύτερου Κανονισμού 51, έχει δε ως πλαγιότιτλο τον «Ευδόκιμο τερματισμό υπηρεσίας Αξιωματικού». Με την παράγραφο (1), το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων έχει είτε αυτεπάγγελτα, είτε μετά από αίτημα, την εξουσία να εξετάζει και αποφασίζει τον ευδόκιμο τερματισμό της Υπηρεσίας Αξιωματικού, μεταξύ άλλων, και βαθμού Συνταγματάρχη, συνερχόμενο κατά την παράγραφο (2), μια φορά το χρόνο κατόπιν απόφασης του Υπουργού Άμυνας. Τα λαμβανόμενα υπόψη ζητήματα για τον ευδόκιμο τερματισμό υπηρεσίας αναφέρονται διεξοδικά στον Καν. 51(4), ο οποίος έχει ως εξής:
«(4) Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, αφού αξιολογήσει την εν γένει κατάσταση, τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας κατά Κλάδο και την ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών και αφού λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, όλους ή οποιοδήποτε από τους πιο κάτω παράγοντες, ήτοι:
(α) την όλη σταδιοδρομία του Αξιωματικού• ή
(β) τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του Αξιωματικού• ή
(γ) το χρόνο παραμονής του Αξιωματικού στον κατεχόμενο βαθμό• ή
(δ) την ηλικία του Αξιωματικού•
αποφασίζει κατά πόσο ο Αξιωματικός του οποίου εξετάζει την περίπτωση πρέπει να αφυπηρετήσει ως τερματίσας ευδόκιμα την υπηρεσία του.»
Ο Καν. 51(4) εκδόθηκε, όπως και όλη η Κ.Δ.Π. 351/2005, από το Υπουργικό Συμβούλιο κατ΄ εξουσιοδότηση των διατάξεων του άρθρου 27 του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου αρ. 33/1990, ως τροποποιήθηκε, το οποίο άρθρο έχει στο βαθμό που ενδιαφέρει ως εξής:
«27. - (1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (1), οι εκδιδόμενοι από το Υπουργικό Συμβούλιο Κανονισμοί δύνανται να προβλέπουν για όλα ή για οποιοδήποτε από τα παρακάτω θέματα:
........................
........................
(δ) αφυπηρετήσεις•»
Από τα πιο πάνω είναι φανερό ότι η εισήγηση για ultra vires του Κανονισμού 51(4) είναι αβάσιμη, εφόσον αναμφίβολα το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδώσει Κανονισμούς αναφορικά με το υπό εξέταση θέμα των αφυπηρετήσεων. Η εξουσία της έκδοσης Κανονισμών βάσει του άρθρου 27, έχει αναφορά και συνάρτηση και με το άρθρο 18 του Νόμου αρ. 33/1990, το οποίο εμπεριέχεται στο Μέρος Πέμπτο του Νόμου, με υπότιτλο «Αφυπηρετήσεις-Παραιτήσεις». Το άρθρο 18(1) έχει ως εξής:
«18. - (1) Εκτός όπου γίνεται διαφορετική πρόνοια με Κανονισμούς που εκδίδονται με βάση τον παρόντα Νόμο, οι διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου εφαρμόζονται για Αξιωματικούς, Υπαξιωματικούς και Οπλίτες.»
Δεν είναι βάσιμη η θέση ότι ο Κανονισμός 51(4) εκδόθηκε σε αντίθεση με την ορθή ιεράρχηση των νομοθετικών ρυθμίσεων εφόσον οι διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου εφαρμόζονται μεν για Αξιωματικούς, Υπαξιωματικούς και Οπλίτες, εκτός όπου δίνεται διαφορετική πρόνοια με Κανονισμούς εκδιδόμενους με βάση το Νόμο αρ. 33/1990. Δεν υστερεί ο Κανονισμός 51(4), ούτε έχει λιγότερη νομική ισχύ, εφόσον έχει εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 18(1) του Νόμου σε συνάρτηση με την ευρύτερη εξουσιοδότηση για την έκδοση Κανονισμών δυνάμει του άρθρου 27. Με άλλα λόγια, δεν είναι αυτόνομη ή εκτός οποιουδήποτε πλαισίου η ρύθμιση του Καν. 51(4), αλλά προέρχεται από το άρθρο 18(1) του Νόμου, το οποίο επιτρέπει τη διαφορετική ρύθμιση από την ευρύτερη ρύθμιση και εφαρμογή του περί Συντάξεων Νόμου στους υπηρετούντες στον Στρατό της Δημοκρατίας, ρύθμιση που αφήνεται να γίνει με Κανονισμούς, εκδιδόμενους δυνάμει του Νόμου.
Γενικά ο περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμος αρ. 33/90, ως τροποποιήθηκε, δίδει ευρεία εξουσία ρύθμισης θεμάτων με Κανονισμούς, (δέστε την απόφαση της Διευρυμένης Ολομέλειας στη Ζαβρός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ,. 349 και την απόρριψη παρόμοιας εισήγησης περί ultra vires της βασικής Κ.Δ.Π. 90/90, σε σχέση με τη ρύθμιση θεμάτων προαγωγών.
Έχει δίκαιο ο κ. Χριστοφόρου να θεωρεί τις θέσεις του αιτητή ως προς αυτό το ζήτημα, κατά τα άλλα, γενικές και αόριστες και συσχετιζόμενες κατά τρόπο αφηρημένο με τις ρυθμίσεις του περί Συντάξεων Νόμου αρ. 97/1997, οι οποίες κατά το άρθρο 12(3) αυτού παραπέμπουν γενικώς στον περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμο, ως προς την ηλικία της αφυπηρέτησης των Αξιωματικών. Το ζήτημα δε των ωφελημάτων δεν μπορεί να εξετάζεται σ΄ αυτό το στάδιο στην παρούσα προσφυγή αντικείμενο της οποίας είναι κατά πόσο ο ευδόκιμος τερματισμός της ευδοκίμου υπηρεσίας του αιτητή λήφθηκε με βάση τις ορθές ή όχι παραμέτρους του διοικητικού δικαίου.
Τέθηκε επίσης θέμα από τον κ. Αγγελίδη για τήρηση αρτίου πρακτικού από πλευράς του Υπουργικού Συμβουλίου παρά την παρουσίαση του σχετικού πρακτικού ημερ. 29.5.2012 του Υπουργικού Συμβουλίου ως Παράρτημα Α στη γραπτή αγόρευση της Δημοκρατίας. Κατά την εισήγηση του συνηγόρου παρουσιάζεται πρόβλημα αφενός αιτιολογίας και αφετέρου αρτίου πρακτικού ή μη παρουσίασης όλων των πρακτικών εφόσον το Παράρτημα 4 στην ένσταση που είναι επίσης η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 29.5.2012, τιτλοφορείται ως «προσχέδιο».
Το ζήτημα εγείρεται κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του περί Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, εφόσον το ζήτημα αυτό καταγράφεται στις αγορεύσεις και μόνο του αιτητή χωρίς να αποτελεί ταυτόχρονα μέρος των νομικών λόγων που υποστηρίζουν την αίτηση ακυρώσεως και χωρίς τη λήψη άδειας για τροποποίηση τους. Υποχρέωση του ήταν να αναφερθεί και να εξειδικεύσει ρητά και αιτιολογημένα πλήρως τους νομικούς λόγους ακύρωσης. Παράβαση του Κανονισμού 7 δεν επιτρέπει εξέταση των εκ των υστέρων εγειρομένων θεμάτων, σύμφωνα με τη νομολογία, (Πετρίδου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 636, Δημοκρατία ν. Ευγενίου (2005) 3 Α.Α.Δ. 257 και Γιασουμής ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 27).
Εν πάση περιπτώσει, το επιχείρημα είναι αβάσιμο καθότι το επισυναφθέν στην αγόρευση των καθ΄ ων πρακτικό είναι από μόνο του άρτιο, εμπεριέχει την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου και δεν μπορεί να οικοδομείται επιχείρημα στη βάση του ότι προηγήθηκε προσχέδιο της τελικής απόφασης. Προφανώς το προσχέδιο εγκρίθηκε και μετατράπηκε σε απόφαση.
Ούτε τίθεται θέμα έλλειψης αιτιολογίας εφόσον είναι γνωστό νομολογιακά ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται νομίμως να αναφερθεί στη σύσταση του αρμοδίου οργάνου χωρίς να χρειάζεται να επαναλάβει ολόκληρο το σκεπτικό ή την αιτιολογία όπως ακριβώς συνέβη και εδώ εφόσον είναι φανερό ότι το Υπουργικό Συμβούλιο στην απόφαση του 29.5.2012, υιοθετεί στην ουσία την πρόταση του Υπουργείου Άμυνας που είναι το Παράρτημα 3 στην ένσταση των καθ΄ ων. Η εκ μέρους του Υπουργικού Συμβουλίου έγκριση της πρότασης και του πίνακα με τα ονόματα των Αξιωματικών που τίθεντο σε ευδόκιμη αφυπηρέτηση αποτελεί επαρκή αιτιολογία, (δέστε Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 589 και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 91).
Επί της ουσίας, η απόφαση των καθ΄ ων τερματίζοντας ευδοκίμως τις υπηρεσίες, μεταξύ άλλων, του αιτητή περιέχεται στα πρακτικά της συνεδρίας του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων ημερ. 26.4.2012. Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, αφού αναφέρεται στις ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που επηρέασαν αριθμό Αξιωματικών, στο σκεπτικό των εν λόγω αποφάσεων, στην προφορική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 20.4.2012, ως προς την ανάγκη επανεξέτασης όλων των υποθέσεων και στην ανάγκη να δοθεί επαρκής και πειστική αιτιολογία και τέλος στις διατάξεις του Καν. 51 των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990, όπως τροποποιήθηκαν με την Κ.Δ.Π. 351/2005, αποφάσισε να μελετήσει χωριστά την κάθε υπόθεση των επηρεαζομένων Αξιωματικών, να προβεί σε επανεξέταση και «.. όπου μπορεί να δοθεί επαρκής αιτιολογία.». Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων κατέγραψε στη συνέχεια στο πρακτικό τα εξής:
«3. Για σκοπούς της επανεξέτασης, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων έκρινε σκόπιμο, με βάση τις πρόνοιες της παραγράφου (4) του προαναφερθέντος Κανονισμού 51, να εξετάσει και να αξιολογήσει εν πρώτοις τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας σε Αξιωματικούς, κατά Κλάδο, όπως διαμορφώνονταν από την ανάγκη να έχει και να διατηρεί η Εθνική Φρουρά τη μαχητική εκείνη ικανότητα που θα της επέτρεπε να ανταποκρίνεται στην ανάγκη σχεδιασμού και διοίκησης ενός σύγχρονου στρατεύματος. Το Συμβούλιο, έλαβε ιδιαίτερα υπόψη ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις μιας χώρας, για να είναι σε θέση να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτές, υπάρχει ανάγκη να στελεχώνονται από Αξιωματικούς, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται, να κατανοούν και να διαχειρίζονται τις στρατηγικές / επιχειρησιακές και τακτικές καταστάσεις στο εγγύς και ευρύτερο γαιοστρατηγικό περιβάλλον και τις εξελίξεις στις στρατιωτικές υποθέσεις, να έχουν τη δυνατότητα εκτίμησης των διαμορφούμενων καταστάσεων και λήψης ορθών αποφάσεων σε ταχέως εξελισσόμενες καταστάσεις σε περιόδους κρίσεων και επιχειρήσεων, αλλά και τη δυνατότητα επαρκούς εκπροσώπησης της Κύπρου στο εξωτερικό. Κατά την κρίση του Συμβουλίου, οι εν λόγω εξειδικευμένες ανάγκες δεν διαφοροποιούνται στους τρεις Κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων, που είναι ο Στρατός Ξηράς, το Ναυτικό και η Αεροπορία, καθόσον αυτές προσδιορίζονται από τις σύγχρονες αντιλήψεις περί διακλαδικότητας των Ενόπλων Δυνάμεων και τη δυνατότητα ανταπόκρισης ενός σύγχρονου στρατεύματος, στο σύνολό του, στις μελλοντικές προκλήσεις και απαιτήσεις. Οι ανάγκες αυτές επιτάσσουν όπως οι Αξιωματικοί και των τριών Κλάδων και Ενόπλων Δυνάμεων, ιδιαίτερα βαθμού Συνταγματάρχη και άνω, στους οποίους ανατίθεται η διοίκηση Σχηματισμών και Συγκροτημάτων και η διεύθυνση κρίσιμων επιτελικών θέσεων της Εθνικής Φρουράς και του Υπουργείου Άμυνας, θα πρέπει να διαθέτουν, τουλάχιστον, το απαραίτητο και πιστοποιημένο προς τούτο εννοιολογικό και γνωσιολογικό υπόβαθρο, το οποίο αποκτάται με την εξειδικευμένη ανώτατη ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση, τα επιμορφωτικά σεμινάρια, την ευρύτερη εκπαίδευση διακλαδικής στρατηγικής/επιχειρησιακής και τακτικής μορφής και την πολύπλευρη επιτελική και διοικητική εμπειρία. Η εν λόγω εξειδικευμένη ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση, που παρέχεται, ανάλογα με την κάθε περίπτωση, στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι.), στα Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Σ.Ε.Ι.) και στις ειδικές προς τούτο στρατιωτικές σχολές, δηλαδή την Ανώτατη Σχολή Πολέμου (Α.Σ.Π.) της Ελλάδας, η οποία, στη συνέχεια, μετονομάστηκε σε Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου (Α.ΔΙ.Σ.ΠΟ.), καθώς και στη Σχολή Εθνικής Άμυνας (Σ.Ε.Θ.Α.) της Ελλάδας, ή σε κάθε άλλη ισότιμη προς αυτές στρατιωτική σχολή αναγνωρισμένη από τους αρμόδιους φορείς της χώρας λειτουργίας της, κατά την εκτίμηση του Συμβουλίου, εξασφαλίζουν στους Αξιωματικούς, ιδιαίτερα βαθμού Συνταγματάρχη και άνω, τα απαραίτητα κατ΄ ελάχιστο προσόντα και εχέγγυα για να ανταποκριθούν με επιτυχία στα καθήκοντα που αντιστοιχούν στη θέση και το βαθμό τους αφού, κατά τεκμήριο, τους παρέχει:
(α) Τη δυνατότητα διακλαδικής γνώσης,
(β) το απαραίτητο εννοιολογικό και γνωσιολογικό υπόβαθρο.
(γ) τη δυνατότητα παρακολούθησης των εξελίξεων στον ευρύτερο γεωπολιτικό - γαιοστρατηγικό χώρο ενδιαφέροντος της Κυπριακής Δημοκρατίας, τη δυνατότητα παρακολούθησης / αφομοίωσης / μεταφοράς / υλοποίησης των εξελίξεων στα σύγχρονα οπλικά συστήματα και στη σύγχρονη και επιχειρησιακή σχεδίαση,
(δ) την ικανότητα εκπροσώπησης και συμμετοχής της χώρας σε διεθνείς ειρηνευτικές αποστολές της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλων Διεθνών Οργανισμών, καθώς και εκπροσώπησής της σε Πρεσβείες της Δημοκρατίας, ή άλλες διπλωματικές αποστολές στο εξωτερικό.
(ε) τη δυνατότητα σύγχρονης αμυντικής επιχειρησιακής, οργανωτικής και διοικητικής σχεδίασης,
(στ) τη δυνατότητα εκπόνησης μελετών.»
Ειδικά ως προς τον αιτητή, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων είπε τα ακόλουθα:
«(α) Δεν διαθέτει την ολοκληρωμένη εξειδικευμένη ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση, οι οποίες, με βάση τις επιχειρησιακές και υπηρεσιακές ανάγκες του στρατεύματος και την επιδιωκόμενη αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό του, απαιτούνται για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του, καθόσον δεν είναι απόφοιτος Ανώτατου Στρατιωτικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος και ούτε έχει φοιτήσει στην Ανώτατη Σχολή Πολέμου και στη Σχολή Εθνικής Άμυνας.
(β) Ως Αξιωματικός Γραφείου κατέχει τον ανώτατο βαθμό ανέλιξής του.
Το Συμβούλιο έκρινε ότι τα πιο πάνω περιορίζουν τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του και η παραμονή του στο στράτευμα δεν παρέχει τη δυνατότητα ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών.»
Αποτελεί την κρίση του Δικαστηρίου ότι όλα τα πιο πάνω αποτελούν το προϊόν δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας. Διερωτάται κανείς τι περισσότερο θα έπρεπε να καταγράψει το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων για να υπήρχε συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα των προηγούμενων αποφάσεων και το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε. Στη Θεοδώρου - ανωτέρω - μετά την εξέταση των διαφόρων προδικαστικών ενστάσεων, η Πλήρης Ολομέλεια είχε την άποψη ότι το Συμβούλιο Κρίσεων προέβη σε μια γενική αναφορά και επανάληψη του κανονιστικού πλαισίου που θέτει ο Καν. 51(4), χωρίς να είχαν τεθεί στοιχεία για τις ανάγκες της προκαταρκτικής έρευνας από το Συμβούλιο Κρίσεων κατά πόσο δικαιολογείτο ή όχι ο ευδόκιμος τερματισμός υπηρεσιών. Προηγείτο της απόφασης του ευδόκιμου τερματισμού, εξέταση άλλων παραγόντων όπως της «εν γένει κατάστασης», των «εξειδικευμένων αναγκών κατά κλάδο», της «ανάγκης παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατωτέρων βαθμών», των απαιτήσεων της μαχητικής ικανότητας του στρατεύματος τον δεδομένο χρόνο και άλλων συναφών παραγόντων που έπρεπε να αξιολογηθούν και να εκτιμηθούν. Πέραν της εξειδίκευσης των ανωτέρω, έπρεπε να γίνει δέουσα αναφορά και στην πιθανότητα για αποστρατεία σε κάθε ατομική περίπτωση.
Στην Κώστας Παναγή ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 689/2011, ημερ. 29.2.2012, αναφέρεται ότι στο τηρηθέν πρακτικό γίνεται παραπομπή στη Θεοδώρου και στη διεξοδική συζήτηση που ακολούθησε για τις υπηρεσιακές ανάγκες τους στρατεύματος για το 2005. Καταγράφεται ότι στην πλειονότητα τους οι αξιωματικοί στους βαθμούς Ανθυπολοχαγού μέχρι Αντισυνταγματάρχη είναι απόφοιτοι στρατιωτικών σχολών ή ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ενώ, σ΄ αντίθεση, οι υπηρετούντες στο βαθμό του Συνταγματάρχη και άνω δεν είναι τέτοιοι απόφοιτοι. Κρίθηκε ότι οι επιχειρησιακές και υπηρεσιακές ανάγκες εξυπηρετούνται καλύτερα με τη στελέχωση των μονάδων από αξιωματικούς που είναι απόφοιτοι των σχολών ή έχουν παρακολουθήσει επιμορφωτικά σεμινάρια. Και περαιτέρω ότι εξειδικευμένα, οι ανάγκες κατά κλάδο εξυπηρετούνται καλύτερα από τη στελέχωση των ενόπλων δυνάμεων από προσωπικό που έχει το υπόβαθρο παρακολούθησης των εξελίξεων στον ευρύτερο γεωπολιτικό χώρο και τα σύγχρονα οπλικά συστήματα και άρα από αξιωματικούς που έχουν εκπαιδευτεί στα ως άνω ιδρύματα. Με ειδική αναφορά στον εκεί αιτητή, παρατηρήθηκε ότι του ελλείπει η ευρύτερη ακαδημαϊκή μόρφωση, δεν ήταν απόφοιτος Σχολής, κατείχε τον ανώτατο βαθμό ανέλιξης και ως αξιωματικός γραφείου δεν θα μπορούσε να προσφέρει περαιτέρω, με την παραμονή του να αποτελεί παράγοντα που δεν επιτρέπει την ανέλιξη αξιωματικών κατώτερου βαθμού.
Το εκεί Δικαστήριο, (Νικολάτος, Δ.), έκρινε ότι ούτε η αιτιολογία, ούτε η έρευνα ήταν επαρκής κατά το δεδικασμένο της Θεοδώρου, εφόσον επιβαλλόταν, ως προϋπόθεση, «η αξιολόγηση ουσιωδών παραγόντων, όπως είναι, μεταξύ άλλων, οι απαιτήσεις της μαχητικής ικανότητας κατά το δεδομένο χρόνο, στα πλαίσια μιας γενικής εκτίμησης των αναγκών αποστρατείας κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.». Θα έπρεπε να αποφασιστεί εάν υπήρχε ανάγκη αποστρατείας, σε ποιο ποσοστό, κατά κλάδο και μετά να αποφασιστεί ποιων συγκεκριμένων αξιωματικών θα τερματιζόταν η υπηρεσία τους, στη βάση της ευδόκιμης αφυπηρέτησης. Το Δικαστήριο λοιπόν ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.
Αντίθετα, στην Ανδρέας Ηλία ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 548/2009, ημερ. 8.3.2012, το εκεί Δικαστήριο (Χατζηχαμπής, Δ., ως ήταν τότε), αφού παρέθεσε το τηρηθέν πρακτικό και τις υποθέσεις Περικλέους ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 456/2009, ημερ. 5.3.2012, (Πασχαλίδης, Δ.) και Αμπίζας ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 627/2009, ημερ. 29.2.2012, (Νικολάτος, Δ.), κατέληξε στο συμπέρασμα, απορρίπτοντας την προσφυγή, ότι:
«Με όλο το σέβας προς τους αδελφούς μου Δικαστές, έχω άλλη άποψη επί του θέματος. Η βασική διαπίστωση των Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων ήταν η καλύτερη εξυπηρέτηση των υπηρεσιακών αναγκών του στρατεύματος μέσω της στελέχωσης των σχηματισμών, συγκροτημάτων, μονάδων, επιτελικών θέσεων και άλλων υπηρεσιών με αποφοίτους ανωτάτων σχολών. Τα πλεονεκτήματα αυτής της στελέχωσης επεξηγήθηκαν λεπτομερώς και αφορούσαν όλους τους κλάδους του στρατεύματος. Δεν υπήρξε "απλή επανάληψη του κανονιστικού πλαισίου", όπως έγινε στη Θεοδώρου, αλλά πλήρης ανάλυση των διαπιστωθεισών αναγκών όλων των κλάδων όπως εξειδικεύθησαν σε συνάρτηση με τις σύγχρονες απαιτήσεις και τα πλεονεκτήματα της στελέχωσης όλων των υπηρεσιών όλων των κλάδων με αξιωματικούς καταρτισμένους στο ανώτατο ακαδημαϊκό επίπεδο. Τι άλλη έρευνα ως προς εξειδικευμένες ανάγκες κατά κλάδο θα αναμένετο, αφού δεν ήταν πλέον θέμα εξειδικευμένων αναγκών αλλά ανάγκης που διείπε όλους τους κλάδους; Η επάρκεια της έρευνας συναρτάται προς τη φύση του θέματος και εδώ η φύση και ποιότητα της ανάγκης δεν απαιτούσε περαιτέρω εξειδίκευση πλην, ως έγινε, της εξέτασης της κάθε περιπτώσεως υπό το πρίσμα της επιδίωξης που είχε εξειδικευθεί.»
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το παρόν Δικαστήριο φρονεί ότι το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων στην υπό κρίση περίπτωση, έθεσε στο πρακτικό του όλες τις παραμέτρους ορθής κρίσης που αποδείκνυαν ορθή έρευνα, ορθή αξιολόγηση και επαρκή αναφορά σ΄ ό,τι θα ήταν δυνατόν να ληφθεί υπόψη, για σκοπούς ατομικής κρίσης. Βρίσκεται λοιπόν σε συμφωνία με τα αναφερθέντα στην Ανδρέας Ηλία - ανωτέρω -. Όπως ορθά εκεί καταγράφεται, η επάρκεια της έρευνας έχει αναφορά προς τα δεδομένα του θέματος, όπως είναι άλλωστε γνωστό κατά τις ευρύτερες αρχές του διοικητικού δικαίου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης ή επαρκής εφόσον επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος, (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, Καμηλέρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατίας ν. C. Cassinos Constructions Ltd (1990) 3(E) Α.Α.Δ. 3835).
Δεν γίνεται αντιληπτό τι υπολείπεται της κρίσης και απόφασης του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων. Προσεκτική εξέταση των παραμέτρων που οριοθετεί ο Καν. 51(4), αποκαλύπτει την πλήρη εφαρμογή τους από τους καθ΄ ων. Έγινε από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων αξιολόγηση της εν γένει κατάστασης, των εξειδικευμένων αναγκών της υπηρεσίας κατά κλάδο (ως προς αυτό το προαπαιτούμενο, η κρίση ήταν ότι και οι τρεις κλάδοι δεν διαφοροποιούνται μεταξύ τους), διαπιστώθηκε η ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης αξιωματικών κατώτερων βαθμών και περαιτέρω έλαβε υπόψη και τα όσα αναφέρονται στα στοιχεία (α)-(δ). Αυτά αφορούν την όλη σταδιοδρομία του αξιωματικού, τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του, το χρόνο παραμονής του στον κατεχόμενο βαθμό, και την ηλικία του, τα οποία μάλιστα τίθενται κατά διαζευκτικό τρόπο.
Δεν υπάρχει καμιά παραβίαση του δεδικασμένου. Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων διεξοδικά κατέγραψε τις θέσεις του ως προς τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας σε συνάρτηση με τις επιχειρησιακές και στρατηγικές ανάγκες. Αυτά αποτελούν την αξιολόγηση της «εν γένει κατάστασης» και δεν είναι δυνατό για το Δικαστήριο να υποκαθιστά τη δική του κρίση ως προς τον τρόπο καταγραφής του σκεπτικού του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων.
Δεν είναι δυνατόν για τον αιτητή να εισηγείται ότι γενικά και αόριστα ήταν που καταγράφηκαν τα θέματα αυτά, απλώς και μόνο επειδή δεν ικανοποιήθηκε η επιθυμία του να παραμείνει στο στράτευμα. Ούτε διαπιστώνεται εμμονή της διοίκησης σε βαθμό που επηρεάζει την κρίση της προς θυματοποίηση του αιτητή. Η κάθε περίπτωση είναι ατομική και δεν υπάρχει έδαφος για συγκριτικά δεδομένα με άλλους αξιωματικούς, (δέστε την απόφαση στη Ζαβρός κ.ά. ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -). Ούτε το γεγονός αποφοίτησης από στρατιωτικές σχολές αποτελεί εξωγενές στοιχείο, ως ισχυρίζεται ο αιτητής. Είναι συνυφασμένο με την «εν γένει κατάσταση» και τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας κατά κλάδο, και την παροχή δυνατοτήτων ανέλιξης αξιωματικών κατωτέρων βαθμών που είναι τα ευρύτερα κριτήρια που υπεισέρχονται στην εικόνα, πριν την εφαρμογή ενός ή περισσότερων των διαζευκτικών κριτηρίων των παραγράφων (α)-(δ) του Καν. 51(4).
Αντίθετα είναι ο αιτητής που εισαγάγει με την αγόρευση του και χωρίς σαφή αναφορά στους νομικούς ή πραγματικούς λόγους που υποστηρίζουν την προσφυγή, εξωγενές στοιχείο, το οποίο ουδόλως αναφέρεται στην προσβαλλόμενη πράξη, ότι θυματοποιείται επειδή λόγω ατυχήματος εν ώρα υπηρεσίας δεν μπόρεσε να φοιτήσει σε σχολή, αναφέροντας προς τούτο την Πολιτική Έφεση αρ. 8409, με δεδομένα αναγόμενα στο 1992.
Δεν πρέπει άλλωστε να διαφεύγει της προσοχής ότι το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε θέματα τεχνικών δεδομένων ή θεμάτων η απόφαση επί των οποίων παραμένει ανέλεγκτος εκτός όπου διαπιστώνεται πλάνη ή λανθασμένη νομική προσέγγιση, (Ειρήνη Κουτσού ν. Κ.Ο.Τ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 311 και Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113). Είναι φανερό εδώ ότι αποτελεί κατ΄ εξοχήν τεχνικό ζήτημα και μάλιστα ευαίσθητης φύσεως, ο καθορισμός του ευρύτερου πλαισίου λειτουργίας της Εθνικής Φρουράς και των Ενόπλων Δυνάμεων και εναπόκειται αναμφίβολα στους καθ΄ ων να καθορίζουν τις αρχές και τους παράγοντες με βάση τους οποίους καθορίζονται οι ανάγκες του στρατεύματος. Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξετάσει την ορθότητα της κρίσης του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων, για παράδειγμα, ότι δεν διαφοροποιούνται στους τρεις κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων οι εξειδικευμένες ανάγκες ως προς τη δυνατότητα της μόρφωσης ή επιμόρφωσης των Αξιωματικών που στελεχώνουν τους κλάδους αυτούς ώστε να ανταποκρίνονται στις στρατηγικές και επιχειρησιακές καταστάσεις στο γαιοστρατηγικό περιβάλλον της περιοχής. Ούτε είναι αρμοδιότητα του αναθεωρητικού Δικαστηρίου να υπεισέλθει στην κρίση της διοίκησης ως προς το μορφωτικό επίπεδο των ατόμων που στελεχώνουν τις Ένοπλες Δυνάμεις σε συνάρτηση με την εκπροσώπηση και συμμετοχή της Δημοκρατίας σε διεθνείς οργανισμούς, σε Πρεσβείες και άλλες διπλωματικές αποστολές.
Τέλος, τα εγειρόμενα ζητήματα αντισυνταγματικότητας, είναι παρομοίως ανεδαφικά. Μόνο ακροθιγώς εγείρεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της ισότητας, χωρίς καμιά απολύτως συγκεκριμένη αναφορά και χωρίς τις απαραίτητες λεπτομέρειες, υποστηρικτικές της προβαλλόμενης θέσης, κατά παράβαση της σαφούς νομολογίας ότι τέτοια θέματα πρέπει ευκρινώς να εγείρονται στην αίτηση ακυρώσεως, και δεν νομιμοποιείται η διά της αγορεύσεως έγερση τους, ούτε και εξετάζονται αυτεπάγγελτα, (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655 και Σάββας Χαραλάμπους ν. Επιστημονικού Επιμελητηρίου Κύπρου, Α.Ε. αρ. 55/2009, ημερ. 23.2.2012).
Ποια είναι η ανισότητα, κατ΄ ισχυρισμό, δεν είναι αντιληπτό, εν πάση περιπτώσει. Η κατηγοριοποίηση δεν είναι άνισο μέτρο όταν αφορά τους αξιωματικούς ιδίου ή ανώτερου βαθμού, όπως ακριβώς προβλέπει ο Καν. 51(1) της Κ.Δ.Π. 351/05. Η φιλοσοφία του ευδόκιμου τερματισμού φαίνεται στον Καν. 51(4) συναρτώμενη προς τα εκεί καθοριζόμενα κριτήρια. Δεν θα είχε νόημα ευδόκιμος τερματισμός αξιωματικών κατωτέρων βαθμών, όπως λοχαγών, ταγματαρχών κ.ά., που είναι στην υπηρεσία λίγα σχετικά χρόνια και έχουν ακόμη να προσφέρουν. Το επίθετο «ευδόκιμος» δίδει το στίγμα της όλης υπηρεσίας. Υπάρχει σαφώς ίση μεταχείριση μεταξύ όλων των αξιωματικών ανωτέρου βαθμού στους οποίους εφαρμόζονται τα ίδια κριτήρια.
Ως προς το δικαίωμα εργασίας που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 25 του Συντάγματος, αυτό δεν θα εξεταστεί διότι δεν εγείρεται καθόλου με τους λόγους ακυρώσεως στην ίδια την προσφυγή και απαραδέκτως εισάγεται στην αγόρευση, κατά τρόπο μάλιστα γενικό, αφηρημένο, εισάγοντας μια διαφορετική πολιτική αντιμετώπιση των πραγμάτων, ως θα έπρεπε, κατά την αντίληψη του αιτητή, να είχαν.
Ούτε υπάρχει παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της καλής πίστης. Οι έννοιες αυτές, γενικές από τη φύση τους, δεν μπορούν να αποτελούν εύκολο όπλο χρήσης τους. Πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένα δεδομένα και γεγονότα αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης με τη δημιουργία καταστάσεων πλάνης, απάτης ή απειλής. Πρέπει να υπάρχουν αποδεδειγμένες διοικητικές παραλείψεις που επηρεάζουν το διοικούμενο και τον ωθούν προς μια ορισμένη διοικητική συμπεριφορά, την οποία εκ των υστέρων η διοίκηση ανατρέπει ή αρνείται προς ζημία του πολίτη. Η διοίκηση δεν μπορεί στα πλαίσια της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου να αλλάζει αίφνης συμπεριφορά, με αυθαίρετες και ασυνεπείς ενέργειες, (δέστε Π.Δ. Δαγτόγλου: Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 5η έκδ., σελ. 211-1216, παρ. 380-393). Όλες αυτές οι έννοιες κατατάσσονται στο πλαίσιο των ορίων και του ελέγχου της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης, από την άποψη ότι η διοίκηση και γενικά το κράτος δεν είναι ανέλεγκτο στη συμπεριφορά του, ούτε μπορεί η διακριτική του ευχέρεια να σημαίνει «νομική αποδέσμευση της διοίκησης», (Δαγτόγλου - ανωτέρω -, σελ. 203, παρ. 358), έχουσα διακριτική ευχέρεια «στο μέτρο που παρέχει ο νόμος» (σελ. 209, παρ. 375).
Εδώ, οι καθ΄ ων ενήργησαν δυνάμει δοσμένου νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου. Δεν υπήρξε αντιφατική ή αλλότρια συμπεριφορά εκ μέρους της, ως εισηγείται ο αιτητής. Η τυχόν αλλαγή πολιτικής και φιλοσοφίας του τρόπου λειτουργίας των καθ΄ ων στο θέμα του ευδόκιμου τερματισμού υπηρεσιών, δεν αφορά το Δικαστήριο, το οποίο ασχολείται μόνο με ζητήματα ελέγχου νομιμότητας κατά την παραγωγή της πράξης.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ