ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 1102/2012)

 

19 Δεκεμβρίου 2013

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,

Αιτητής

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ Η/ΚΑΙ

ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΚΡΙΣΕΩΝ Η/ΚΑΙ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,

Καθ΄ ων η αίτηση

----------------------------------

Π. Παπαγεωργίου, για τον Αιτητή.

Α. Χριστοφόρου, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

----------------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Το Υπουργικό Συμβούλιο κατόπιν εισήγησης του Υπουργού Άμυνας μέσω του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων, τερμάτισε ευδοκίμως, μεταξύ άλλων, και τις υπηρεσίες του αιτητή, γεγονός το οποίο πληροφορήθηκε με επιστολή του Υπουργείου Άμυνας ημερ. 7.6.2012. 

 

         Ο αιτητής υπηρετούσε από 1.10.2002 στις τάξεις του Στρατού ως Συνταγματάρχης, ως Αξιωματικός Όπλων του Πεζικού του Στρατού Ξηράς στο βαθμό του Συνταγματάρχη.  Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων αποφάσισε την 1.11.2005 τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του αιτητή, ο οποίος ως εκ τούτου αφυπηρέτησε στις 11.5.2006.  Άσκησε την υπ΄ αρ. 233/2006 προσφυγή, η οποία εν τέλει απεσύρθη εφόσον οι αποφάσεις του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων ως προς τον τερματισμό ευδοκίμως των υπηρεσιών αριθμού Αξιωματικών ανακλήθηκαν μετά την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 44

 

         Στη συνέχεια το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων επανεξέτασε την περίπτωση του αιτητή και αποφάσισε και πάλι τον ευδόκιμο τερματισμό των υπηρεσιών του, αλλά το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την πράξη με την αποδοχή της υπ΄ αρ. 457/2009 προσφυγής που άσκησε ο αιτητής.  Η περίπτωση του αιτητή, όπως και άλλων, επανεξετάστηκε από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων το οποίο στη συνεδρία του ημερ. 26.4.2012, κατέληξε στην απόφαση για ευδόκιμο τερματισμό των υπηρεσιών του από το έτος 2005, με το όνομα του αιτητή να αναγράφεται στο σχετικό πίνακα ο οποίος υπεβλήθη στις 28.5.2012, από το Υπουργείο Άμυνας στο Υπουργικό Συμβούλιο.  Την επομένη, 29.5.2012, το Υπουργικό Συμβούλιο ενέκρινε το σχετικό πίνακα με αποτέλεσμα να τερματισθούν και πάλι ευδοκίμως οι υπηρεσίες του αιτητή, ο οποίος καταχώρησε την υπό κρίση προσφυγή. 

 

         Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι άκυρη κατά παράβαση του δεδικασμένου που δημιουργήθηκε τόσο με βάση την απόφαση Θεοδώρου, όσο και με βάση την προηγηθείσα, αναφορικά με το άτομο του απόφαση στην υπόθεση αρ. 457/2009.  Θεωρεί ότι κατά πεισματικό τρόπο η διοίκηση επέμεινε στη δική της άποψη που οδήγησε στον εκ νέου ευδόκιμο τερματισμό των υπηρεσιών του χωρίς μάλιστα να προηγηθεί δέουσα έρευνα και χωρίς αιτιολογία που να καλύπτει την περίπτωση του.  Με την απόφαση τους οι καθ΄ ων επίσης προσέδωσαν αναδρομικότητα στην προσβαλλόμενη πράξη κατά παράβαση του άρθρου 7 του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, αλλά και της νομολογίας, αλλά και κατά παράβαση του πραγματικού καθεστώτος που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο της ανακληθείσας απόφασης.  Στη συνέχεια ο αιτητής εισηγείται ότι οι Κανονισμοί με βάση τους οποίους λήφθηκε η προσβαλλόμενη πράξη είναι αντισυνταγματικοί παραβιάζοντας την αρχή της ισότητας και το δικαίωμα εργασίας.  Εν πάση δε περιπτώσει οι Κανονισμοί είναι ultra vires τόσο έναντι του Νόμου περί Συντάξεων, όσο και έναντι του ίδιου του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου, εισάγοντας κριτήρια και παραμέτρους έξω από το θεσμοθετημένο πλαίσιο.  Εν τέλει ο αιτητής εισηγείται ότι η προσβαλλόμενη πράξη λήφθηκε κατά κατάχρηση εξουσίας και με λανθασμένη διακριτική ευχέρεια.

 

         Όλα τα θέματα τα οποία εγείρονται στην υπό κρίση προσφυγή, πλην του θέματος της αναδρομικότητας, έχουν εξεταστεί από το Δικαστήριο στην απόφαση Κώστας Παναγή ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1250/2012, που εκδόθηκε σήμερα επίσης,  από το σκεπτικό της οποίας παρατίθενται εκτενή αποσπάσματα τα οποία και υιοθετούνται και για σκοπούς της υπό κρίσης διαφοράς.  Ως προς το ζήτημα της ισχύος του Καν. 51(4) λέχθηκαν τα εξής: 

 

«Παρόλο που δεν ταξινομείται κατά προτεραιότητα, προέχει βέβαια η εξέταση του ισχυρισμού περί ultra vires και αντισυνταγματικότητας του Καν. 51(4) της Κ.Δ.Π. 351/2005.  Η παράγραφος (4) είναι μέρος του ευρύτερου Κανονισμού 51, έχει  δε ως πλαγιότιτλο τον «Ευδόκιμο τερματισμό υπηρεσίας Αξιωματικού».  Με την παράγραφο (1), το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων έχει είτε αυτεπάγγελτα, είτε μετά από αίτημα, την εξουσία να εξετάζει και αποφασίζει τον ευδόκιμο τερματισμό της Υπηρεσίας Αξιωματικού, μεταξύ άλλων, και βαθμού Συνταγματάρχη, συνερχόμενο κατά την παράγραφο (2), μια φορά το χρόνο κατόπιν απόφασης του Υπουργού Άμυνας.  Τα λαμβανόμενα υπόψη ζητήματα για τον ευδόκιμο τερματισμό υπηρεσίας αναφέρονται διεξοδικά στον Καν. 51(4),  ο οποίος έχει ως εξής:

 

     «(4) Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, αφού αξιολογήσει την εν γένει κατάσταση, τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας κατά Κλάδο και την ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών και αφού λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, όλους ή οποιοδήποτε από τους πιο κάτω παράγοντες, ήτοι:

 

(α)     την όλη σταδιοδρομία του Αξιωματικού• ή

 

(β) τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του Αξιωματικού• ή

 

(γ)  το χρόνο παραμονής του Αξιωματικού στον κατεχόμενο βαθμό• ή

 

(δ)    την ηλικία του Αξιωματικού•

 

αποφασίζει κατά πόσο ο Αξιωματικός του οποίου εξετάζει την περίπτωση πρέπει να αφυπηρετήσει ως τερματίσας ευδόκιμα την υπηρεσία του.»

 

Ο Καν. 51(4) εκδόθηκε, όπως και όλη η Κ.Δ.Π. 351/2005, από το Υπουργικό Συμβούλιο κατ΄ εξουσιοδότηση των διατάξεων του άρθρου 27 του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμου αρ. 33/1990, ως τροποποιήθηκε, το οποίο άρθρο έχει στο βαθμό που ενδιαφέρει ως εξής:

 

«27. - (1)  Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

 

(2) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (1), οι εκδιδόμενοι από το Υπουργικό Συμβούλιο Κανονισμοί δύνανται να προβλέπουν για όλα ή για οποιοδήποτε από τα παρακάτω θέματα:

 

........................

........................

 

(δ)  αφυπηρετήσεις•»

 

Από τα πιο πάνω είναι φανερό ότι η εισήγηση για ultra vires του Κανονισμού 51(4) είναι αβάσιμη, εφόσον αναμφίβολα το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδώσει Κανονισμούς αναφορικά με το υπό εξέταση θέμα των αφυπηρετήσεων.  Η εξουσία της έκδοσης Κανονισμών βάσει του άρθρου 27, έχει αναφορά  και  συνάρτηση  και  με  το  άρθρο  18  του  Νόμου  αρ. 33/1990, το οποίο εμπεριέχεται στο Μέρος Πέμπτο του Νόμου, με υπότιτλο «Αφυπηρετήσεις-Παραιτήσεις».  Το άρθρο 18(1) έχει ως εξής:

 

 «18. - (1)  Εκτός όπου γίνεται διαφορετική πρόνοια με Κανονισμούς που εκδίδονται με βάση τον παρόντα Νόμο, οι διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου εφαρμόζονται για Αξιωματικούς, Υπαξιωματικούς και Οπλίτες.»

                                                                                 Δεν είναι βάσιμη η θέση ότι ο Κανονισμός 51(4) εκδόθηκε σε αντίθεση με την ορθή ιεράρχηση  των νομοθετικών ρυθμίσεων εφόσον οι διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου εφαρμόζονται μεν για Αξιωματικούς, Υπαξιωματικούς και Οπλίτες, εκτός όπου δίνεται διαφορετική πρόνοια με Κανονισμούς εκδιδόμενους με βάση το Νόμο αρ. 33/1990.  Δεν υστερεί ο Κανονισμός 51(4),  ούτε έχει λιγότερη νομική ισχύ, εφόσον έχει εκδοθεί κατ΄ εξουσιοδότηση του άρθρου 18(1) του Νόμου σε συνάρτηση με την ευρύτερη εξουσιοδότηση για την έκδοση Κανονισμών δυνάμει του άρθρου 27.  Με άλλα λόγια, δεν είναι αυτόνομη ή εκτός οποιουδήποτε πλαισίου η ρύθμιση του Καν. 51(4), αλλά προέρχεται από το άρθρο 18(1) του Νόμου, το οποίο επιτρέπει τη διαφορετική ρύθμιση από την ευρύτερη ρύθμιση και εφαρμογή του περί Συντάξεων Νόμου στους υπηρετούντες στον Στρατό της Δημοκρατίας, ρύθμιση που αφήνεται να γίνει με Κανονισμούς, εκδιδόμενους δυνάμει του Νόμου. 

 

Γενικά ο περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμος αρ. 33/90, ως τροποποιήθηκε, δίδει ευρεία εξουσία ρύθμισης θεμάτων με Κανονισμούς, (δέστε την απόφαση της Διευρυμένης Ολομέλειας στη Ζαβρός κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ,. 349 και την απόρριψη παρόμοιας εισήγησης περί ultra vires της βασικής      Κ.Δ.Π. 90/90, σε σχέση με ρύθμιση θεμάτων προαγωγών).

 

Έχει δίκαιο ο κ. Χριστοφόρου να θεωρεί τις θέσεις του αιτητή ως προς αυτό το ζήτημα, κατά τα άλλα, γενικές και αόριστες και συσχετιζόμενες κατά τρόπο αφηρημένο με τις ρυθμίσεις του περί Συντάξεων Νόμου αρ. 97/1997, οι οποίες κατά το άρθρο 12(3) αυτού παραπέμπουν γενικώς στον περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμο, ως προς την ηλικία της αφυπηρέτησης των Αξιωματικών.  Το ζήτημα δε των ωφελημάτων δεν μπορεί να εξετάζεται σ΄ αυτό το στάδιο στην παρούσα προσφυγή αντικείμενο της οποίας είναι κατά πόσο ο ευδόκιμος τερματισμός της ευδοκίμου υπηρεσίας του αιτητή λήφθηκε με βάση τις ορθές ή όχι παραμέτρους του διοικητικού δικαίου.» 

 

         Πρόσθετα να σημειωθεί ότι η ανάλυση η οποία γίνεται από το συνήγορο του αιτητή αναφορικά με τη στοχευμένη μεθοδολογία που επέλεξαν οι καθ΄ ων ως προς την καθιέρωση συστήματος ευδόκιμου τερματισμού και η προηγηθείσα μεταβατική ρύθμιση που έγινε με την Κ.Δ.Π. 313/02, επιδιώκει από το δικαστήριο κρίση επί της όλης φιλοσοφίας και του σκοπού του νομοθέτη που δεν αφορά το Δικαστήριο.  Τα περί «πολυδιαφημισθείσας συμφόρησης της οροφής της Εθνικής Φρουράς» και της κατ΄ ισχυρισμόν πλασματικής δημιουργίας υπεράριθμων θέσεων αξιωματικών, οι οποίοι τέθηκαν εκτός υπηρεσίας, οι θέσεις που περιέχονταν στον Προϋπολογισμό και η κάλυψη των κενών που καλύφθησαν από Ελλαδίτες αξιωματικούς, αφορούν ζητήματα πολιτικής στα οποία παγίως δεν υπεισέρχεται το Δικαστήριο.  Εκείνο που εδώ ελέγχεται είναι η νομιμότητα της διοικητικής πράξης και όχι η φιλοσοφία του νομοθέτη.

 

         Επί της ουσίας και επί της ορθότητας ή του ευλόγου της κρίσεως των καθ΄ ων υιοθετούνται τα πιο κάτω επίσης από την απόφαση Παναγή - ανωτέρω - :

 

«Η απόφαση των καθ΄ ων τερματίζοντας ευδοκίμως τις υπηρεσίες, μεταξύ άλλων, του αιτητή περιέχεται στα πρακτικά της συνεδρίας του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων ημερ. 26.4.2012.  Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων, αφού αναφέρεται στις ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που επηρέασαν αριθμό Αξιωματικών, στο σκεπτικό των εν λόγω αποφάσεων, στην προφορική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 20.4.2012, ως προς την ανάγκη επανεξέτασης όλων των υποθέσεων και στην ανάγκη να δοθεί επαρκής και πειστική αιτιολογία και τέλος στις διατάξεις του Καν. 51 των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990, όπως τροποποιήθηκαν με την Κ.Δ.Π. 351/2005, αποφάσισε να μελετήσει χωριστά την κάθε υπόθεση των επηρεαζομένων Αξιωματικών, να προβεί σε επανεξέταση και «.. όπου μπορεί να δοθεί επαρκής αιτιολογία.».  Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων κατέγραψε στη συνέχεια στο πρακτικό τα εξής:

 

«3.  Για σκοπούς της επανεξέτασης, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων έκρινε σκόπιμο, με βάση τις πρόνοιες της παραγράφου (4) του προαναφερθέντος Κανονισμού 51, να εξετάσει και να αξιολογήσει εν πρώτοις τις εξειδικευμένες ανάγκες της υπηρεσίας σε Αξιωματικούς, κατά Κλάδο, όπως διαμορφώνονταν από την ανάγκη να έχει και να διατηρεί η Εθνική Φρουρά τη μαχητική εκείνη ικανότητα που θα της επέτρεπε να ανταποκρίνεται στην ανάγκη σχεδιασμού και διοίκησης ενός σύγχρονου στρατεύματος.  Το Συμβούλιο, έλαβε ιδιαίτερα υπόψη ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις μιας χώρας, για να είναι σε θέση να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις αυτές, υπάρχει ανάγκη να στελεχώνονται από Αξιωματικούς, οι οποίοι έχουν τη δυνατότητα να αντιλαμβάνονται, να κατανοούν και να διαχειρίζονται τις στρατηγικές / επιχειρησιακές και τακτικές καταστάσεις στο εγγύς και ευρύτερο γαιοστρατηγικό περιβάλλον και τις εξελίξεις στις στρατιωτικές υποθέσεις, να έχουν τη δυνατότητα εκτίμησης των διαμορφούμενων καταστάσεων και λήψης ορθών αποφάσεων σε ταχέως εξελισσόμενες καταστάσεις σε περιόδους κρίσεων και επιχειρήσεων, αλλά και τη δυνατότητα επαρκούς εκπροσώπησης της Κύπρου στο εξωτερικό.  Κατά την κρίση του Συμβουλίου, οι εν λόγω  εξειδικευμένες ανάγκες δεν διαφοροποιούνται στους τρεις Κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων, που είναι ο Στρατός Ξηράς, το Ναυτικό και η Αεροπορία, καθόσον αυτές προσδιορίζονται από τις σύγχρονες αντιλήψεις περί διακλαδικότητας των Ενόπλων Δυνάμεων και τη δυνατότητα ανταπόκρισης ενός σύγχρονου στρατεύματος, στο σύνολό του, στις μελλοντικές προκλήσεις και απαιτήσεις.  Οι ανάγκες αυτές επιτάσσουν όπως οι Αξιωματικοί και των τριών Κλάδων και Ενόπλων Δυνάμεων, ιδιαίτερα βαθμού Συνταγματάρχη και άνω, στους οποίους ανατίθεται η διοίκηση Σχηματισμών και Συγκροτημάτων και η διεύθυνση κρίσιμων επιτελικών θέσεων της Εθνικής Φρουράς και του Υπουργείου Άμυνας, θα πρέπει να διαθέτουν, τουλάχιστον, το απαραίτητο και πιστοποιημένο προς τούτο εννοιολογικό και γνωσιολογικό υπόβαθρο, το οποίο αποκτάται με την εξειδικευμένη ανώτατη ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση, τα επιμορφωτικά σεμινάρια, την ευρύτερη εκπαίδευση διακλαδικής στρατηγικής/επιχειρησιακής και τακτικής μορφής και την πολύπλευρη επιτελική και διοικητική εμπειρία.  Η εν λόγω εξειδικευμένη ακαδημαϊκή μόρφωση και στρατιωτική εκπαίδευση, που παρέχεται, ανάλογα με την κάθε περίπτωση, στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι.), στα Ανώτατα Στρατιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Σ.Ε.Ι.) και στις ειδικές προς τούτο στρατιωτικές σχολές, δηλαδή την Ανώτατη Σχολή Πολέμου (Α.Σ.Π.) της Ελλάδας, η οποία, στη συνέχεια, μετονομάστηκε σε Ανώτατη Διακλαδική Σχολή Πολέμου (Α.ΔΙ.Σ.ΠΟ.), καθώς και στη Σχολή Εθνικής Άμυνας (Σ.Ε.Θ.Α.) της Ελλάδας, ή σε κάθε άλλη ισότιμη προς αυτές στρατιωτική σχολή αναγνωρισμένη από τους αρμόδιους φορείς της χώρας λειτουργίας της, κατά την εκτίμηση του Συμβουλίου, εξασφαλίζουν στους Αξιωματικούς, ιδιαίτερα βαθμού Συνταγματάρχη και άνω, τα απαραίτητα κατ΄ ελάχιστο προσόντα και εχέγγυα για να ανταποκριθούν με επιτυχία στα καθήκοντα που αντιστοιχούν στη θέση και το βαθμό τους αφού, κατά τεκμήριο, τους παρέχει:

 

(α)    Τη δυνατότητα διακλαδικής γνώσης,

 

 (β) το απαραίτητο εννοιολογικό και γνωσιολογικό υπόβαθρο.

 

 (γ)   τη δυνατότητα παρακολούθησης των εξελίξεων στον ευρύτερο γεωπολιτικό - γαιοστρατηγικό χώρο ενδιαφέροντος της Κυπριακής Δημοκρατίας, τη δυνατότητα παρακολούθησης / αφομοίωσης / μεταφοράς / υλοποίησης των εξελίξεων στα σύγχρονα οπλικά συστήματα και στη σύγχρονη και επιχειρησιακή σχεδίαση,

 

   (δ)  την ικανότητα εκπροσώπησης και συμμετοχής της χώρας σε διεθνείς ειρηνευτικές αποστολές της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλων Διεθνών Οργανισμών, καθώς και εκπροσώπησής της σε Πρεσβείες της Δημοκρατίας, ή άλλες διπλωματικές αποστολές στο εξωτερικό.

 

    (ε)  τη δυνατότητα σύγχρονης αμυντικής επιχειρησιακής, οργανωτικής και διοικητικής σχεδίασης,

 

  (στ)   τη δυνατότητα εκπόνησης μελετών.»

 

         Ειδικά ως προς τον αιτητή, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων είπε τα ακόλουθα:

 

«Το Συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα,  τον ευδόκιμο τερματισμό της υπηρεσίας του, επειδή δεν διαθέτει την ολοκληρωμένη εξειδικευμένη ακαδημαϊκή μόρωση και στρατιωτική εκπαίδευση, οι οποίες, με βάση τις επιχειρησιακές και υπηρεσιακές ανάγκες του στρατεύματος και την επιδιωκόμενη αναβάθμιση και εκσυγχρονισμό του, απαιτούνται για την αποτελεσματικότερη λειτουργία του, καθόσον δεν είναι απόφοιτος Ανώτατου Στρατιωτικού Εκπαιδευτικού Ιδρύματος και ούτε έχει φοιτήσει στην Ανώτατη Σχολή Πολέμου και στη Σχολή Εθνικής Άμυνας.  Το Συμβούλιο έκρινε ότι τα πιο πάνω περιορίζουν τη δυνατότητα περαιτέρω  προσφοράς του και η παραμονή του στο στράτευμα δεν παρέχει τη δυνατότητα ανέλιξης Αξιωματικών κατώτερων βαθμών.»

 

         Αποτελεί την κρίση του Δικαστηρίου ότι όλα τα πιο πάνω αποτελούν το προϊόν δέουσας έρευνας και επαρκούς αιτιολογίας.  Διερωτάται κανείς τι περισσότερο θα έπρεπε να καταγράψει το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων για να υπήρχε συμμόρφωση με το ακυρωτικό αποτέλεσμα των προηγούμενων αποφάσεων και το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε.  Στη Θεοδώρου - ανωτέρω - μετά την εξέταση των διαφόρων προδικαστικών ενστάσεων, η Πλήρης Ολομέλεια είχε την άποψη ότι το Συμβούλιο Κρίσεων προέβη σε μια γενική αναφορά και επανάληψη του κανονιστικού πλαισίου που θέτει ο Καν. 51(4), χωρίς να είχαν τεθεί στοιχεία για τις ανάγκες της προκαταρκτικής έρευνας από το Συμβούλιο Κρίσεων κατά πόσο δικαιολογείτο ή όχι ο ευδόκιμος τερματισμός υπηρεσιών.  Προηγείτο της απόφασης του ευδόκιμου τερματισμού, εξέταση άλλων παραγόντων όπως της «εν γένει κατάστασης», των «εξειδικευμένων αναγκών κατά κλάδο», της «ανάγκης παροχής δυνατότητας ανέλιξης Αξιωματικών κατωτέρων βαθμών», των  απαιτήσεων της μαχητικής ικανότητας του στρατεύματος τον δεδομένο χρόνο και άλλων συναφών παραγόντων που έπρεπε να αξιολογηθούν και να εκτιμηθούν.  Πέραν της εξειδίκευσης των ανωτέρω, έπρεπε να γίνει δέουσα αναφορά και στην πιθανότητα για αποστρατεία σε κάθε ατομική περίπτωση.

 

         Το Δικαστήριο κρίνει ότι και στην υπό κρίση περίπτωση, όπως και στην Κώστας Παναγή - ανωτέρω -, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων έθεσε και κατέγραψε στο πρακτικό του όλες τις παραμέτρους ορθής κρίσεως, αποδεικνύοντας έτσι τη διενέργεια ορθής έρευνας, εύλογης αξιολόγησης και επαρκούς αναφοράς σ΄ ό,τι θα ήταν δυνατόν, στα πλαίσια και της προηγηθείσας νομολογίας, να ληφθεί υπόψη.  Στην Ανδρέας Ηλία ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 548/2009, ημερ. 8.3.2012, ο Χατζηχαμπής, Δ., (όπως ήταν τότε), αφού παρέθεσε το τηρηθέν πρακτικό και τις υποθέσεις Περικλέους ν. Δημοκρατίας αρ. 456/2009, ημερ. 5.3.2012, (Πασχαλίδης, Δ.), και Αμπίζας ν. Δημοκρατίας αρ. 627/2009, ημερ. 29.2.2012, (Νικολάτος, Δ.), κατέληξε με τα εξής, απορρίπτοντας την προσφυγή, με τα οποία το Δικαστήριο συμφωνεί:

 

«Με όλο το σέβας προς τους αδελφούς μου Δικαστές, έχω άλλη άποψη επί του θέματος.  Η βασική διαπίστωση των Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων ήταν η καλύτερη εξυπηρέτηση των υπηρεσιακών αναγκών του στρατεύματος μέσω της στελέχωσης των σχηματισμών, συγκροτημάτων, μονάδων, επιτελικών θέσεων και άλλων υπηρεσιών με αποφοίτους ανωτάτων σχολών.  Τα πλεονεκτήματα αυτής της στελέχωσης επεξηγήθηκαν λεπτομερώς και αφορούσαν όλους τους κλάδους του στρατεύματος.  Δεν υπήρξε "απλή επανάληψη του κανονιστικού πλαισίου", όπως έγινε στη Θεοδώρου, αλλά πλήρης ανάλυση των διαπιστωθεισών αναγκών όλων των κλάδων όπως εξειδικεύθησαν σε συνάρτηση με τις σύγχρονες απαιτήσεις και τα πλεονεκτήματα της στελέχωσης όλων των υπηρεσιών όλων των κλάδων με αξιωματικούς καταρτισμένους στο ανώτατο ακαδημαϊκό επίπεδο.  Τι άλλη έρευνα ως προς εξειδικευμένες ανάγκες κατά κλάδο θα αναμένετο, αφού δεν ήταν πλέον θέμα εξειδικευμένων αναγκών αλλά ανάγκης που διείπε όλους τους κλάδους; Η επάρκεια της έρευνας συναρτάται προς τη φύση του θέματος και εδώ η φύση και ποιότητα της ανάγκης δεν απαιτούσε περαιτέρω εξειδίκευση πλην, ως έγινε, της εξέτασης της κάθε περιπτώσεως υπό το πρίσμα της επιδίωξης που είχε εξειδικευθεί.»

 

          Όπως  λοιπόν  ορθά  αναφέρεται  στην Ηλία  - ανωτέρω -,

το παρόν Δικαστήριο φρονεί ότι το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων στην υπό κρίση περίπτωση, έθεσε στο πρακτικό του όλες τις παραμέτρους ορθής κρίσης που αποδείκνυαν ορθή έρευνα, ορθή αξιολόγηση και επαρκή αναφορά σ΄ ό,τι θα ήταν δυνατόν να ληφθεί υπόψη, για σκοπούς ατομικής κρίσης.  Βρίσκεται λοιπόν σε συμφωνία με τα αναφερθέντα στην Ανδρέας Ηλία - ανωτέρω -.  Όπως ορθά εκεί καταγράφεται, η επάρκεια της έρευνας έχει αναφορά προς τα δεδομένα του θέματος, όπως είναι άλλωστε γνωστό κατά τις ευρύτερες αρχές του διοικητικού δικαίου.  Η έρευνα θεωρείται πλήρης ή επαρκής εφόσον επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε σχετικού γεγονότος, (Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, Καμηλέρης ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 725 και Δημοκρατίας ν. C. Cassinos Constructions Ltd (1990) 3(E) Α.Α.Δ. 3835).

         Δεν γίνεται αντιληπτό τι υπολείπεται της κρίσης και απόφασης του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων.  Προσεκτική εξέταση των παραμέτρων που οριοθετεί ο Καν. 51(4), αποκαλύπτει την πλήρη εφαρμογή τους από τους καθ΄ ων.  Έγινε από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων αξιολόγηση της εν γένει κατάστασης, των εξειδικευμένων αναγκών της υπηρεσίας κατά κλάδο (ως προς αυτό το προαπαιτούμενο, η κρίση ήταν ότι και οι τρεις κλάδοι δεν διαφοροποιούνται μεταξύ τους), διαπιστώθηκε η ανάγκη παροχής δυνατότητας ανέλιξης αξιωματικών κατώτερων βαθμών και περαιτέρω έλαβε υπόψη και τα όσα αναφέρονται στα στοιχεία (α)-(δ).  Αυτά αφορούν την όλη σταδιοδρομία του αξιωματικού, τη δυνατότητα περαιτέρω προσφοράς του, το χρόνο παραμονής του στον κατεχόμενο βαθμό, και την ηλικία του, τα οποία μάλιστα τίθενται κατά διαζευκτικό τρόπο.

 

         Αλλά ούτε και παραβίαση του δεδικασμένου υπάρχει, όπως ισχυρίζεται ο αιτητής.  Στην προηγηθείσα απόφαση Ανδρέας Χριστοφή ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 457/2009, ημερ. 20.4.2012, (Πασχαλίδης, Δ.), ακυρώθηκε η πράξη του ευδόκιμου τερματισμού του αιτητή διότι όσα είχαν εκεί αναφερθεί από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων ήταν γενικής μορφής και δεν εξειδικεύονταν κατά κλάδο οι υπηρεσιακές και άλλες ανάγκες του στρατεύματος κατά τις πρόνοιες του Καν. 51(4), αλλά και της απόφασης στη Θεοδώρου - πιο πάνω -.  Δεν υπήρξε έρευνα από τους καθ΄ ων για τη διαπίστωση των αναγκών της υπηρεσίας κατά κλάδο.  Περαιτέρω δεν υπήρξε έρευνα σε σχέση με τον αριθμό των Αξιωματικών που έπρεπε να αφυπηρετήσουν σε συνάρτηση με τον αιτητή.  Όλα αυτά έχουν εξεταστεί στη νέα επανεξέταση που αφορά και τον παρόντα αιτητή.  Πέραν των όσων αυτούσια από το σχετικό σκεπτικό της προσβαλλόμενης πράξης έχουν προηγουμένως παραταθεί, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων παρέθεσε τις κατά κλάδο του στρατεύματος θέσεις ανάλογα με το βαθμό των αξιωματικών που υπηρετούσαν το 2005 στον Στρατό Ξηράς, στο Ναυτικό και την Αεροπορία.  Αυτά στη βάση και του τότε Προϋπολογισμού.  Στη συνέχεια παρατέθηκαν και πάλι κατά κλάδο, ο αριθμός των αξιωματικών που ήσαν απόφοιτοι Ανώτατων Σχολών Πολέμου κλπ., κατά βαθμό, σε συνάρτηση με τις πρόνοιες του Καν. 51(4).  Το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων λοιπόν συσχέτισε τα όλα δεδομένα με την ανάγκη δημιουργίας συνθηκών ανέλιξης αξιωματικών σε συνάρτηση με τις κενές θέσεις, την προοπτική ανέλιξης των υπηρετούντων αξιωματικών που κρίνονταν για ευδόκιμη αφυπηρέτηση, τις δικές τους προοπτικές ανέλιξης και της περαιτέρω δυνατότητας προσφοράς τους.

 

         Ήταν λοιπόν πλήρης η αιτιολόγηση, αλλά και η έρευνα, ενώ όπως ήδη αναφέρθηκε πιστοποιήθηκε από το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων ότι οι ανάγκες όλων των κλάδων ήταν οι ίδιες.  Όπως  άλλωστε  λέχθηκε  στην  Κώστα Παναγή - ανωτέρω -,:

 

«Δεν πρέπει άλλωστε να διαφεύγει της προσοχής ότι το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε θέματα τεχνικών δεδομένων ή θεμάτων η απόφαση επί των οποίων παραμένει ανέλεγκτος εκτός όπου διαπιστώνεται πλάνη ή λανθασμένη νομική προσέγγιση, (Ειρήνη Κουτσού ν. Κ.Ο.Τ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 311 και Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113).  Είναι φανερό εδώ ότι αποτελεί κατ΄ εξοχήν τεχνικό ζήτημα και μάλιστα ευαίσθητης φύσεως, ο καθορισμός του ευρύτερου πλαισίου λειτουργίας της Εθνικής Φρουράς και των Ενόπλων Δυνάμεων και εναπόκειται αναμφίβολα στους καθ΄ ων να καθορίζουν τις αρχές και τους παράγοντες με βάση τους οποίους καθορίζονται οι ανάγκες του στρατεύματος.  Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξετάσει την ορθότητα της κρίσης του Ανωτάτου Συμβουλίου Κρίσεων, για παράδειγμα, ότι δεν διαφοροποιούνται στους τρεις κλάδους των Ενόπλων Δυνάμεων οι εξειδικευμένες ανάγκες ως προς τη δυνατότητα της μόρφωσης ή επιμόρφωσης των Αξιωματικών που στελεχώνουν τους κλάδους αυτούς ώστε να ανταποκρίνονται στις στρατηγικές και επιχειρησιακές καταστάσεις στο γαιοστρατηγικό περιβάλλον της περιοχής.  Ούτε είναι  αρμοδιότητα του αναθεωρητικού Δικαστηρίου να υπεισέλθει στην κρίση της διοίκησης ως προς το μορφωτικό επίπεδο των ατόμων που στελεχώνουν τις Ένοπλες Δυνάμεις σε συνάρτηση με την εκπροσώπηση και συμμετοχή της Δημοκρατίας σε διεθνείς οργανισμούς, σε Πρεσβείες και άλλες διπλωματικές αποστολές.» 

 

         Δεν είναι ορθή η θέση του αιτητή ότι λήφθηκαν υπόψη όλα τα εναντίον του δυσμενή στοιχεία, όπως το γεγονός ότι δεν είναι απόφοιτος Σχολής.  Οι καθ΄ ων είχαν σφαιρικά αντικρύσει το ζήτημα και δεν εντοπίζεται οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό, κατά τη νομολογία, να ακυρώσει την κρίση της.  Δεν είναι το Δικαστήριο το διοικητικό όργανο, αλλά οι καθ΄ ων.  Ελέγχεται εδώ μόνο η νομιμότητα της όλης διαδικασίας και της τελικής απόφασης και όχι η ορθότητα της επί παραγόντων πολιτικής ή δεδομένων που εκφεύγουν του αναθεωρητικού ελέγχου.  Ούτε είναι ευτυχής η σύγκριση που γίνεται από τον αιτητή μεταξύ της διαδικασίας για προαγωγές και της διαδικασίας για αφυπηρετήσεις με αποστρατεία.  Πρόκειται  για δύο εντελώς διαφορετικές διαδικασίες που στόχο έχουν διαφορετικό αντικείμενο.  Τα δύο δεν είναι συγκρίσιμα.

 

         Η όλη διαδικασία παραμένει ατομική και δεν μπορεί εδώ να διαφοροποιηθεί το ευρύτερο σκεπτικό της απόφασης της Ολομέλειας στη Ζαβρός.  Δεν έχει λογικό έρεισμα η θέση του αιτητή ότι είναι ατομική η διαδικασία προαγωγών, αλλά συγκριτική η διαδικασία αποστρατείας.  Στον Καν. 51(4) δεν υπάρχει οτιδήποτε που καθιστά τη διαδικασία συγκριτική.  Τα κριτήρια που εκεί καθορίζονται είτε υφίστανται, είτε όχι για τον εξεταζόμενο αξιωματικό. Βεβαίως από μια άποψη η κάθε περίπτωση μπορεί να συγκριθεί με άλλη.  Όμως το σύνολο των στοιχείων είναι που τυγχάνει εφαρμογής ώστε η κάθε περίπτωση να είναι μοναδική.  Εν πάση περιπτώσει δεν είναι ιδιαίτερης σημασίας το όλο εγχείρημα.  Ο αιτητής επιχειρηματολογεί επ΄ αυτού επί μακρόν διότι συναρτά το θέμα με το γεγονός ότι κρίθησαν για αποστρατεία μόνο εκείνοι οι αξιωματικοί  των οποίων ο ευδόκιμος τερματισμός των υπηρεσιών τους ανακλήθηκε.  Αυτή όμως ήταν η υποχρέωση των καθ΄ ων.  Η επανεξέταση στη βάση των τότε υφισταμένων στοιχείων εκείνων των περιπτώσεων για τις οποίες υπήρξε ακύρωση από το Δικαστήριο.  Λάθος θα έπραττε το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων εάν εισήγαγε στην εικόνα της επανεξέτασης νέα δεδομένα και άλλους αξιωματικούς.

 

         Συναφής με τα πιο πάνω είναι και η εισήγηση για αναδρομικότητα της προσβαλλόμενης πράξης.  Η θέση αυτή είναι αβάσιμη.  Κατά πρώτο, όπως εισηγείται ο κ. Χριστοφόρου στη αγόρευση των καθ΄ ων, και δεν αντικρούεται από το συνήγορο του αιτητή, το ζήτημα της αναδρομικότητας δεν είχε εγερθεί με την προηγηθείσα προσφυγή υπ΄ αρ. 457/2009 και συνεπώς δεν αποτέλεσε ζήτημα εξέτασης από το Δικαστήριο.  Και βεβαίως ούτε από τους καθ΄ ων κατά την επανεξέταση.  Δεν υπήρξε αντικείμενο επίδικο.  Η νομολογία αντιτίθεται στην ανάπτυξη θεμάτων κατά το δοκούν.  Ζητήματα που δεν ηγέρθηκαν αρχικά δεν μπορούν να «μεταφερθούν» προς εξέταση υπό το πρόσχημα νέας προσφυγής μετά από επανεξέταση δυνάμει ακυρωτικής κρίσης.  Άλλως θα υπήρχε ατέρμονη συζήτηση επί μίας και μόνο διοικητικής πράξης κάθε φορά που ο αιτητής, διά του συνηγόρου του, επιθυμεί να προσθέσει στους νομικούς λόγους.  Στη Δώρα Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 413, λέχθηκε, με αναφορά και στις Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608 και Δημοκρατία ν. Γεωργίου κ.ά. (2004) 3 Α.Α.Δ. 703, ότι αποτελεί καθιερωμένη αρχή ότι οι διάδικοι δεν δικαιούνται να εγείρουν θέματα κατά το δοκούν, τα οποία θα μπορούσαν να εγερθούν σε προγενέστερη διαδικασία μεταξύ των ίδιων διαδίκων, παράλειψη δε τέτοιας έγερσης θέματος δημιουργεί δεδικασμένο.

 

         Κατά δεύτερο, η υπό κρίση απόφαση αποτελεί το προϊόν επανεξέτασης σε συμμόρφωση με την ακύρωση της προηγούμενης πράξης τους.  Σε συμμόρφωση με το σκεπτικό της Ανδρεάς Χριστοφή ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -, οι καθ΄ων επανεξέτασαν την περίπτωση του αιτητή διορθώνοντας τα όσα κρίθηκαν προβληματικά.  Τα δεδομένα ήταν τα ίδια και επομένως ενεργοποιείται πλήρως η πρόνοια του άρθρου 7(γ) του Νόμου αρ. 158(Ι)/99.  Η προηγηθείσα πράξη ακυρώθηκε για λόγους τυπικούς ήτοι για έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και έρευνας, αλλά η επανεξέταση δεν στηρίχθηκε «... επί στοιχείων προκυψάντων μετά την ακυρωτικήν απόφασιν ...», (Πορίσματα Νομολογίας  του  Συμβουλίου  της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 197-198).  Δεν ήταν εδώ περίπτωση όπου δεν παρέμενε οτιδήποτε προς επανεξέταση ώστε υπό το πρόσχημα της επανεξέτασης να επαναπροσδιορίζονται ή να αλλοιώνονται δεδομένα, (Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτροπής Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, υπόθ. αρ. 302/2006, ημερ. 13.8.2007 και Χρίστος Ηροδότου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1671/2010, ημερ. 23.4.2013).

 

         Περαιτέρω, ο αιτητής δεν έχει κεκτημένο δικαίωμα παραμονής στη θέση του, ούτε και ο Καν. 51(4), έχει από μόνος του αναδρομική ισχύ ή παραβιάζει οποιαδήποτε κεκτημένα δικαιώματα.  Όπως λέχθηκε και στην Ζαβρός - ανωτέρω - οι Κανονισμοί (εκεί ήταν υπό κρίση η Κ.Δ.Π. 90/90), είχαν σκοπό την «.. ανύψωση  του επιπέδου κρίσης των αξιωματικών, δικαίωμα που είχε, και μάλιστα επιθυμητό να ασκήσει» (ο νομοθέτης).  Η Κ.Δ.Π. 351/2005, αποτελεί συνέχεια και τροποποιεί τη βασική Κ.Δ.Π. 90/90.  Ήταν δικαίωμα του νομοθέτη να επιδιώξει την ευδόκιμη αφυπηρέτηση αξιωματικών.  Όπως και στην Ζαβρός, όπου θεωρήθηκε ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε δικαίωμα σε αξιωματικούς από προηγούμενες βαθμολογίες  που να μην  μπορούσε «.. να  μεταβληθεί  δυνάμει μελλοντικών κανονισμών,  ώστε να ανυψωθεί το επίπεδο αξίας των αξιωματικών»,  έτσι  και  με την Καν. 51(4) της Κ.Δ.Π. 351/05, επιχειρήθηκε η βελτίωση της υφιστάμενης κατάστασης στο στράτευμα.

 

         Συναφή με τα ανωτέρω είναι και οι θέσεις του αιτητή ότι παραβιάζονται διά του Καν. 51(4) οι συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές περί ισότητας και δικαιώματος εργασίας.  Στα παρόμοια επιχειρήματα που προβλήθηκαν στην Κώστα Παναγή - ανωτέρω - αποφασίστηκαν τα εξής:

 

         «Τέλος, τα εγειρόμενα ζητήματα αντισυνταγματικότητας, είναι παρομοίως ανεδαφικά.  Μόνο ακροθιγώς εγείρεται ζήτημα παραβίασης της αρχής της ισότητας, χωρίς καμιά απολύτως συγκεκριμένη αναφορά και χωρίς τις απαραίτητες λεπτομέρειες, υποστηρικτικές της προβαλλόμενης θέσης, κατά παράβαση της σαφούς νομολογίας ότι τέτοια θέματα πρέπει ευκρινώς να εγείρονται στην αίτηση ακυρώσεως, και δεν νομιμοποιείται η διά της αγορεύσεως έγερση τους, ούτε και εξετάζονται αυτεπάγγελτα, (Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655 και Σάββας Χαραλάμπους ν. Επιστημονικού Επιμελητηρίου Κύπρου, Α.Ε. αρ. 55/2009, ημερ. 23.2.2012).

 

            Ποια είναι η ανισότητα, κατ΄ ισχυρισμό, δεν είναι αντιληπτό, εν πάση περιπτώσει.  Η κατηγοριοποίηση δεν είναι άνισο μέτρο όταν αφορά τους αξιωματικούς ιδίου ή ανώτερου βαθμού, όπως ακριβώς προβλέπει ο Καν. 51(1) της Κ.Δ.Π. 351/05.  Η φιλοσοφία του ευδόκιμου τερματισμού φαίνεται στον Καν. 51(4) συναρτώμενη προς τα εκεί καθοριζόμενα κριτήρια.  Δεν θα είχε νόημα ευδόκιμος τερματισμός αξιωματικών κατωτέρων βαθμών, όπως λοχαγών, ταγματαρχών κ.ά., που είναι στην υπηρεσία λίγα σχετικά χρόνια και έχουν ακόμη να προσφέρουν.  Το επίθετο «ευδόκιμος» δίδει το στίγμα της όλης υπηρεσίας.  Υπάρχει σαφώς ίση μεταχείριση μεταξύ όλων των αξιωματικών ανωτέρου βαθμού στους οποίους εφαρμόζονται τα ίδια κριτήρια.

 

          Ούτε υπάρχει παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της καλής πίστης.  Οι έννοιες αυτές, γενικές από τη φύση τους, δεν μπορούν να αποτελούν εύκολο όπλο χρήσης τους.  Πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένα δεδομένα και γεγονότα αντιφατικής συμπεριφοράς της διοίκησης με τη δημιουργία καταστάσεων πλάνης, απάτης ή απειλής.  Πρέπει να υπάρχουν αποδεδειγμένες διοικητικές παραλείψεις που επηρεάζουν το διοικούμενο και τον ωθούν προς μια ορισμένη διοικητική συμπεριφορά, την οποία εκ των υστέρων η διοίκηση ανατρέπει ή αρνείται προς ζημία του πολίτη.  Η διοίκηση δεν μπορεί στα πλαίσια της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου να αλλάζει αίφνης συμπεριφορά, με αυθαίρετες και ασυνεπείς ενέργειες, (δέστε  Π.Δ . Δαγτόγλου:  Γενικό  Διοικητικό  Δίκαιο, 5η έκδ., σελ. 211-1216, παρ. 380-393).  Όλες αυτές οι έννοιες κατατάσσονται στο πλαίσιο των ορίων και του ελέγχου της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης, από την άποψη ότι η διοίκηση και γενικά το κράτος δεν είναι ανέλεγκτο στη συμπεριφορά του, ούτε μπορεί η διακριτική του ευχέρεια να σημαίνει «νομική αποδέσμευση της διοίκησης», (Δαγτόγλου - ανωτέρω -, σελ. 203, παρ. 358), έχουσα διακριτική ευχέρεια «στο μέτρο που παρέχει ο νόμος» (σελ. 209, παρ. 375).

 

          Εδώ, οι καθ΄ ων ενήργησαν δυνάμει δοσμένου νομοθετικού και κανονιστικού πλαισίου.  Δεν υπήρξε αντιφατική ή αλλότρια συμπεριφορά εκ μέρους της, ως εισηγείται ο αιτητής.  Η τυχόν αλλαγή πολιτικής και φιλοσοφίας του τρόπου λειτουργίας των καθ΄ ων στο θέμα του ευδόκιμου τερματισμού υπηρεσιών, δεν αφορά το Δικαστήριο, το οποίο ασχολείται μόνο με ζητήματα ελέγχου νομιμότητας κατά την παραγωγή της πράξης.»

 

         Ως προς την παραβίαση του δικαιώματος εργασίας που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 25 του Συντάγματος, αυτή δεν τεκμηριώνεται. Ο αιτητής δεν έχει αποστερηθεί του δικαιώματος εργασίας.  Η θέση του συνηγόρου του ότι ο θεσμός της πρόωρης υποχρεωτικής αφυπηρέτησης, ανεξαρτήτως ηλικίας, με ενδεχόμενο αποστρατείας σε νεαρή σχετικά ηλικία κατά τρόπο που να αναγκάζει τον αξιωματικό να αναζητά τρόπους επιβίωσης, είναι μια αφηρημένη θέση και απλώς υποδηλώνει τη διαφορετική αντίληψη του αιτητή επί της πολιτικής που θα έπρεπε οι καθ΄ ων  να ακολουθούν.  Εκτός του ότι το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε τέτοιου είδους ρυθμίσεις, το γεγονός παραμένει ότι εργασία σε ένα τομέα φέρει μαζί της ανάλογες στοχεύσεις και διέπεται από διαφορετικούς κανόνες.

 

         Η προσφυγή συνεπώς απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

         Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το                 Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 

 

 

 

                

                                           Στ. Ναθαναήλ,

                                                   Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο