ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                  (Υπόθεση Αρ. 920/2011)

 

3 Ιουλίου, 2013

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΒΡΑΑΜ (ΜΑΚΗΣ) ΣΕΠΟΥ,

Αιτητής,

ν.

 

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

Π. Παναγιώτου για Α. Μαρκίδη, για τον Αιτητή.

Ε. Μιχαήλ (κα) για Ιωαννίδη, Δημητρίου, για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

 

 

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:-  

Η θεραπεία που ζητείται

Ο αιτητής ζητά όπως ακυρωθεί η απόφαση των καθ' ων η αίτηση με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του για παραχώρηση συνταξιοδοτικών ωφελημάτων.

 

Τα γεγονότα

Προκηρύχθηκαν θέσεις Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού με σύμβαση στο Τμήμα Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου και ο αιτητής, αφυπηρετείσας Επαρχιακός Επιθεωρητής Μέσης Εκπαίδευσης, διορίστηκε στην εν λόγω θέση από 1.9.2004 με σύμβαση ενός έτους.  Η Σύμβαση αυτή ανανεωνόταν κατ' έτος μέχρι τις 31.8.2008.  Την 1.9.2008 ο αιτητής διορίστηκε και πάλι με σύμβαση για ένα έτος στην ίδια θέση όπως και στις 1.9.2009.  Στη λήξη της τελευταίας σύμβασης, στις 31.8.2010, ο αιτητής συμπλήρωσε το όριο ηλικίας αναγκαστικής αφυπηρέτησης.

 

Με επιστολή των δικηγόρων του ημερ. 22.3.2011, υπέβαλε αίτημα για την παραχώρηση συνταξιοδοτικών ωφελημάτων - φιλοδωρήματος και μηνιαίας σύνταξης - σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 14(γ) του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, Ν. 97(Ι)/97.  Κατόπιν υπενθύμισης, ο αιτητής ενημερώθηκε με επιστολή ημερομηνίας 20.5.2011, η προσβαλλόμενη, για την απόφαση του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Κύπρου η οποία λήφθηκε κατά τη συνεδρία ημερ. 14.3.2011, να μην του παραχωρηθούν συνταξιοδοτικά ωφελήματα.

 

Με επιστολή του Συμβουλίου ημερ. 3.6.2011, οι δικηγόροι του αιτητή πληροφορήθηκαν ότι το θέμα των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων του αιτητή συζητήθηκε σε δύο συνεδρίες ημερ. 13.12.2010 και 14.3.2011, κατά τις οποίες, το Συμβούλιο, λαμβάνοντας υπόψη ενώπιόν του γνωματεύσεις καθώς και επιστολή της Γενικής Ελέγκτριας, αποφάσισε να μην παραχωρήσει στον αιτητή συνταξιοδοτικά ωφελήματα.

 

Η προδικαστική ένσταση

Οι καθ' ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση καθότι θεωρούν ότι η διαφορά εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου και συνεπώς το Ανώτατο Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας να εξετάσει την επίδικη διαφορά.

 

Είναι η κεντρική θέση των καθ' ων η αίτηση ότι η απαίτηση του αιτητή για καταβολή σύνταξης απορρέει από τη συμβατική σχέση μεταξύ του και του Πανεπιστημίου και κατ' επέκταση εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.  Η θέση αυτή συναντά την αντίδραση των δικηγόρων του αιτητή οι οποίοι τονίζουν ότι το αίτημά του υποβλήθηκε στη βάση των προνοιών του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου του 1989, Ν. 144/89, των περί Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού και Μεταπτυχιακών Συνεργατών Κανονισμών του 1992, ΚΔΠ 126/92 και του περί Συντάξεων Νόμου του 1997, Ν. 97(Ι)/97.  Ο αιτητής είναι με τις πρόνοιες του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου και Κανονισμών που θα έπρεπε να συμμορφωνόταν σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη σύμβαση απασχόλησης.  Δεν έλκει το δικαίωμά του από τη σύμβαση αλλά από τις πιο πάνω νομοθετικές πρόνοιες και άρα το ζήτημα ανάγεται στον τομέα του δημοσίου δικαίου.

 

Έχοντας υπόψη πως η διοικητική κρίση δεν στηρίχθηκε στις πρόνοιες της σύμβασης, γεγονός το οποίο ενδεχομένως θα νομιμοποιούσε την έγερση της προδικαστικής ένστασης, κλίνω υπέρ της άποψης του αιτητή.  Στην επιστολή των καθ' ων η αίτηση ημερ. 3.6.2011 προς τους δικηγόρους του αιτητή, εξηγείται πως η απόφαση για μη καταβολή συνταξιοδοτικών ωφελημάτων λήφθηκε στη βάση των προνοιών του «σχετικού νόμου», δηλ. του περί Συντάξεων Νόμου, «σύμφωνα με τις πρόνοιες του οποίου δεν παραχωρούνται ωφελήματα αφυπηρέτησης σε μη μόνιμο προσωπικό».  Συνεπώς, η προδικαστική ένσταση των καθ' ων η αίτηση πως το ζήτημα εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου ως απορρέον από τη συμβατική σχέση, κατά τη γνώμη μου δεν ευσταθεί.

 

Οι λόγοι ακυρότητας

Προβάλλονται πέντε λόγοι ακυρότητας της προσβαλλόμενης πράξης.  Ο πρώτος και δεύτερος λόγος, ότι δηλαδή η πράξη είναι παράνομη καθότι στηρίχθηκε σε λανθασμένη ερμηνεία του άρθρου 14(γ) του Ν. 97(Ι)/97, όπως έχει τροποποιηθεί αλλά και καθότι παραβιάζει το Ν. 144/89, όπως έχει τροποποιηθεί και τους δυνάμει αυτού εκδοθέντες Κανονισμούς, αναπτύσσονται μαζί.

 

Ειδικότερα, είναι η θέση του αιτητή πως ενόψει της πρόνοιας του Κανονισμού 10 της ΚΔΠ 126/92 περί καθορισμού των ωφελημάτων αφυπηρέτησης του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού από τον περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμο και ενόψει απουσίας ρύθμισης του συγκεκριμένου ζητήματος από το Νόμο αυτό, τυγχάνει εφαρμογής ο Ν. 97(Ι)/97.  Ο αιτητής παραπέμπει στο άρθρο 14 του Ν. 97(Ι)/97 σύμφωνα με το οποίο μόνο υπηρεσία σε συντάξιμη θέση λογίζεται συντάξιμη για να τονίσει πως το εδάφιο (γ) αυτού προβλέπει ότι: «όταν υπάλληλος που κατέχει μη συντάξιμη θέση αφυπηρετεί λόγω ορίου ηλικίας ή πεθάνει κατά την υπηρεσία και έχει συμπληρώσει πέντε ή περισσότερα έτη υπηρεσίας, λογίζεται ότι κατέχει, κατά την ημερομηνία αφυπηρέτησης ή του θανάτου του, συντάξιμη θέση για τους σκοπούς του άρθρου 8 (Συντελεστής σύνταξης και εφάπαξ ποσό) και του άρθρου 30 (Φιλοδώρημα όταν ο υπάλληλος πεθάνει στην υπηρεσία ή μετά την αφυπηρέτησή του) και ως συντάξιμος υπάλληλος για τους σκοπούς του Μέρους V του Νόμου».

 

Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι έχοντας υπηρετήσει για έξι έτη στη θέση από την οποία αφυπηρέτησε λόγω της συμπλήρωσης του 67ου έτους της ηλικίας του που είναι το όριο αφυπηρέτησης του ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου, εμπίπτει στις πρόνοιες του άρθρου 14(γ) και η απόφαση για μη παραχώρηση συνταξιοδοτικών ωφελημάτων στον αιτητή είναι παράνομη ως προσκρούουσα στο εν λόγω άρθρο.

 

Ο τρίτος λόγος ακύρωσης αφορά την κατ' ισχυρισμό παράβαση της αρχής της ισότητας όπως προστατεύεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος, το 12ο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Συνθήκης περί Προασπίσεως Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τα άρθρα 2 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου περί Αστικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων, τα άρθρα 13 και 177 της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και τα άρθρα 6, 7, 11 και 49 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το τροποποιηθέν Άρθρο 1Α του Συντάγματος που καθιερώνει την αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου και το άρθρο 38 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99).

 

Ο αιτητής παραπέμπει σε πληροφορίες που παρέλαβε από το Πανεπιστήμιο στις 8.3.2012 κατόπιν αιτήματός του, σύμφωνα με τις οποίες είναι ο μόνος από το Ειδικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό που δεν του έχουν χορηγηθεί συνταξιοδοτικά ωφελήματα.  Αντιθέτως, το Πανεπιστήμιο χορήγησε σε διάφορα διαστήματα τέτοια δικαιώματα σε άλλα τέσσερα μη μόνιμα μέλη του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού καθώς και σε αριθμό μόνιμων μελών του Προσωπικού αυτού.  Στον κ. Δώρο Θεοδούλου, μέλος του μη μόνιμου Προσωπικού, χορηγήθηκαν συνταξιοδοτικά ωφελήματα στη βάση του Ν. 144/89, της ΚΔΠ 126/92 και του Ν. 97(Ι)/97 διατάξεις οι οποίες αποτέλεσαν ακριβώς το αιτιολογικό στήριγμα της απόρριψης του αιτήματος του αιτητή.  Αυτό μάλιστα, παρά το ότι υπήρχαν δύο γνωματεύσεις με το ίδιο ουσιαστικά περιεχόμενο όπως αυτή του νομικού συμβούλου του Πανεπιστημίου στην οποία οι καθ' ων η αίτηση στηρίχθηκαν για τη χορήγηση των ωφελημάτων στον κ. Θεοδούλου.

 

Συνεπώς, κατά τον ισχυρισμό, ενώ ο αιτητής τελούσε υπό τις ίδιες συνθήκες με τα υπόλοιπα μέλη του Προσωπικού, δεν έτυχε της ίδιας μεταχείρισης κατά παράβαση της αρχής της ισότητας.

Προς ενίσχυση του τέταρτου λόγου ακυρότητας, ότι δηλαδή η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει από έλλειψη αιτιολογίας ή/και ειδικής αιτιολογίας, ο αιτητής επισημαίνει πως η γνωμάτευση των νομικών συμβούλων του Πανεπιστημίου ημερ. 17.1.2011 παρερμηνεύθηκε και επιλεκτικά το συμβούλιο του Πανεπιστημίου στηρίχθηκε στη φράση ότι πρόκειται για θέμα ερμηνείας νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων, όταν αυτό δεν αποτελούσε το συμπέρασμα της γνωμάτευσης.  Ο αιτητής τονίζει πως της φράσης εκείνης προηγείται η ακόλουθη γνώμη: «Υπό το φως των πιο πάνω έχουμε την άποψη ότι το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει θετικά το αίτημα του κυρίου Αβραάμ Σέπου, όπως είχε γίνει και με ανάλογο αίτημα του κυρίου Θεοδούλου».

 

Απουσιάζει, δε, κατά τον ισχυρισμό, η ειδική αιτιολογία για την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή εφόσον η τέτοια απόρριψη έγινε παρά το γεγονός ότι η πρακτική που ακολουθούσαν οι καθ' ων η αίτηση ήταν η χορήγηση συνταξιοδοτικών ωφελημάτων στα μέλη του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού.

 

Με τον πέμπτο λόγο ακυρότητας, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν νομικής πλάνης και αυτό επειδή κατά την έκδοσή της οι καθ' ων η αίτηση παρερμήνευσαν τις πρόνοιες του άρθρου 14(γ) του περί Συντάξεων Νόμου.  Περαιτέρω, κατά τον ισχυρισμό, υπάρχει και πλάνη περί τα πράγματα εφόσον από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του αιτητή προκύπτει ότι συνταξιοδοτικά ωφελήματα χορηγήθηκαν σε έξι συνολικά μέλη του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού, μεταξύ αυτών και ο κ. Θεοδούλου.  Η συζήτηση στο Συμβούλιο του Πανεπιστημίου η οποία περιστράφηκε γύρω από το γεγονός ότι σε μόνο ένα μέλος του Ειδικού Εκπαιδευτικού Προσωπικού παραχωρήθηκαν συνταξιοδοτικά ωφελήματα, έχει ήδη δημιουργήσει πρακτική όσο και αν σημειώνει το Συμβούλιο ότι η παραχώρηση σε ένα μέλος δεν δημιουργεί πρακτική.

 

Η κατάληξη

Η θέση των δικηγόρων των καθ' ων η αίτηση πως ο αιτητής δεν δικαιούται σε ωφελήματα αφυπηρέτησης εφόσον οι εν λόγω συμβάσεις δεν προβλέπουν για αυτά δεν μπορεί να γίνει δεκτή καθότι, όπως εξηγήθηκε και κατά την εξέταση της προδικαστικής τους ένστασης, το γεγονός αυτό δεν αποτέλεσε το αιτιολογικό στήριγμα της προσβαλλόμενης απόφασης.  Ούτε βεβαίως, και η επιχειρούμενη διάκριση μεταξύ φιλοδωρήματος το οποίο παραχωρήθηκε σε μη μόνιμα μέλη όπως ο αιτητής, και τα διεκδικούμενα συνταξιοδοτικά ωφελήματα ευσταθεί, εφόσον ο αιτητής διεκδικεί ακριβώς φιλοδώρημα και μηνιαία σύνταξη.  Συνεπώς, πράγματι υπάρχει επαναλαμβανόμενη πρακτική.  Ανεξάρτητα από αυτό, τα όσα οι δικηγόροι των καθ' ων η αίτηση αναφέρουν περί αλλαγής τακτικής, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά ως η απαιτούμενη ειδική αιτιολογία καθότι η αναφερόμενη από τους καθ' ων η αίτηση θέση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας περί του μη σύννομου της καταβολής ωφελημάτων αφυπηρέτησης στον κ. Θεοδούλου προϋπήρχε (16.10.2007) της καταβολής αυτής και επαναλήφθηκε αργότερα, γεγονός που συνηγορεί υπέρ του αδύνατου αναγνώρισης της εν προκειμένω προβληθείσας από τους δικηγόρους των καθ' ων η αίτηση αιτιολογίας ως ειδικής.

 

Πράγματι, όπως παρατηρούν οι δικηγόροι του αιτητή, οι δικηγόροι των καθ' ων η αίτηση αφήνουν ασχολίαστο το άρθρο 14(γ) του περί Συντάξεων Νόμου το οποίο αποτέλεσε την αιτιολογική βάση για την απόρριψη του αιτήματος.  Όμως, κατά την άποψή μου η προσβαλλόμενη απόφαση τελικά απολήγει νόμιμη.  Καθώς αντιλαμβάνομαι, το άρθρο 14(γ) στο οποίο ο αιτητής στηρίζει την υπόθεσή του, προβλέπει για «υπάλληλο που κατέχει μη συντάξιμη θέση».  «Συντάξιμη θέση» στον περί Συντάξεων Νόμο σημαίνει μόνιμη θέση στην κρατική υπηρεσία και «συντάξιμος υπάλληλος» σημαίνει υπάλληλο που κατέχει συντάξιμη θέση στην κρατική υπηρεσία με μόνιμη ιδιότητα.  Γίνεται μεν πρόβλεψη στο άρθρο 14(γ) για «υπάλληλο που κατέχει μη συντάξιμη θέση» αλλά γεννάται ερώτημα κατά πόσο η πρόβλεψη αυτή προορίζεται να καλύπτει και συμβασιούχους όπως ο αιτητής.  Στη φράση «υπάλληλος που κατέχει μη συντάξιμη θέση», πιστεύω, δεν μπορούν να περιληφθούν εν γένει όλοι οι μη υπηρετούντες σε συντάξιμη θέση.  Στο άρθρο 14(α) γίνεται διάκριση μεταξύ διαφόρων ειδών υπηρεσίας: σε μη συντάξιμη θέση, σε προσωρινή βάση, με σύμβαση, επί δοκιμασία, έκτακτη και ωρομίσθια.  Προκύπτει συνεπώς πως ο νομοθέτης δεν είχε πρόθεση στην πιο πάνω φράση να περιλάβει κάθε είδος υπηρεσίας και το άρθρο 14(γ) αφορά ειδικά σε υπαλλήλους που κατέχουν μη συντάξιμη θέση, που δεν είναι η περίπτωση του αιτητή.

 

΄Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω, θεωρώ πως η απόρριψη του αιτήματος του αιτητή στη βάση των προνοιών του άρθρου 14(γ) του περί Συντάξεων Νόμου ήταν νόμιμη, όσο και αν σε προηγούμενες περιπτώσεις η απόφαση του Συμβουλίου ήταν διαφορετική.  Εν προκειμένω, η συμμόρφωση προς το νόμο αποτελεί σαφώς όχι μόνο επαρκή αλλά και ειδική αιτιολογία.

 

Η προσφυγή δεν ευσταθεί και απορρίπτεται με €1.000 έξοδα.  Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

 

 (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο