ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 1708/2009)

 

 

5 Ιουλίου, 2013

 

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

 

Αιτητής,

 

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

 

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

Η. Στεφάνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Η παρούσα προσφυγή στρέφεται εναντίον της απόφασης προαγωγής του Γεωργίου Γαβριήλ (Ε.Μ.) στη θέση Επιθεωρητή Α΄ (Μέση Γενική Εκπαίδευση) για την Τέχνη, αναδρομικά από 1/2/2008.                    Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας             στις 6/11/2009 και προέκυψε κατόπιν επανεξέτασης μετά από την ακυρωτική απόφαση στην Προσφυγή Αρ. 403/2008, Ανδρέας Γεωργίου ν.              Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ημερομηνίας 29/6/2009, με την οποία ακυρώθηκε η αρχική προαγωγή του Ε.Μ. στην επίδικη θέση.

 

Ο λόγος ακύρωσης αφορούσε την «αυθαίρετη και λανθασμένη» από μέρους της Επιτροπής ερμηνεία του όρου «Εκπαιδευτική Υπηρεσία» με στενότερη έννοια, ήτοι ως «Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία της Κύπρου», με αποτέλεσμα ο αιτητής να μην θεωρηθεί προσοντούχος.

 

Συνοψίζω τα γεγονότα που ακολούθησαν την ακυρωτική απόφαση.

 

Στη συνεδρία ημερομηνίας 2/9/2009 η Επιτροπή προχώρησε σε επανεξέταση με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς του ουσιώδους χρόνου, αφού ενημέρωσε προηγουμένως το Ε.Μ. περί της ακυρωτικής απόφασης. Μετά από έρευνα που διεξήγαγε στον προσωπικό του φάκελο και αφού έλαβε υπόψη τη δική της απόφαση πολιτικής ημερομηνίας 22/7/2009, σύμφωνα με την οποία ο όρος «Εκπαιδευτική Υπηρεσία» στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης Επιθεωρητή Α΄ (Μέση Εκπαίδευση) θα ερμηνεύεται ότι περιλαμβάνει όλη την αναγνωρισμένη, σύμφωνα με τους σχετικούς Κανονισμούς, υπηρεσία εκπαιδευτικού λειτουργού και όχι μόνο την υπηρεσία του σε δημοτικά σχολεία της Κύπρου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής πληρούσε όλες τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας και συνεπώς θεώρησε τον αιτητή προσοντούχο με «δεκαπενταετή τουλάχιστον εκπαιδευτική υπηρεσία, από τα οποία τα δυο να είναι σε θέση όχι κατώτερη από εκείνη του Βοηθού Διευθυντή» κατά την πρόνοια 2(3) του σχεδίου υπηρεσίας.

 

Μελετώντας τον κατάλογο των προτεινομένων για προαγωγή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, η Επιτροπή ασχολήθηκε στη συνέχεια μεταξύ άλλων και με την ένσταση του αιτητή για τη μη συμπερίληψη του στον αρχικό κατάλογο, την οποία και αποδέχθηκε. Ακολούθως αποφάσισε να καλέσει και κάλεσε τον αιτητή σε προφορική συνέντευξη ενώπιον της λαμβάνοντας υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 35Β(10)(βi) των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων, τόσο τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν κατά τον ουσιώδη χρόνο όσο και την κλίμακα με την οποία αξιολογήθηκε η απόδοση των άλλων δύο υποψηφίων, στη συνέντευξη. Να σημειωθεί ότι για τους άλλους δύο υποψηφίους η Επιτροπή αποφάσισε όπως, σύμφωνα με το άρθρο 37Β(3)(4) του Νόμου, ληφθεί υπόψη η κρίση της για την απόδοση τους στις συνεντεύξεις που έγιναν στην αρχική διαδικασία, εφόσον αυτή δεν είχε κριθεί νομικά ελαττωματική.

 

Στη συνεδρία ημερομηνίας 8/9/2009, μετά την προσωπική συνέντευξη του αιτητή στην οποία η πλειοψηφία της Επιτροπής αξιολόγησε τον αιτητή ως «Καλό», ενώ  η μειοψηφία ως «Σχεδόν Εξαίρετο» και αφού μελέτησε τους προσωπικούς φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις μέχρι τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή μέχρι τις 26/11/2007, η Επιτροπή έκρινε ότι το Ε.Μ. υπερείχε των ανθυποψηφίων του και ότι ήταν ο πιο κατάλληλος για προαγωγή. Παραθέτω την αιτιολογία, όπως αυτή προκύπτει από το σκεπτικό της Επιτροπής:

 

"6.1 Ο υποψήφιος Γαβριήλ Γεώργιος υπερέχει των ανθυποψηφίων του σε αξία. Πιο συγκεκριμένα, ενώ είναι ισοδύναμος με αυτούς στο περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων υπηρεσιακών εκθέσεων, υπερέχει έναντί τους όσον αφορά στην απόδοση στην προσωπική συνέντευξη, η οποία λαμβάνεται υπόψη ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας των υποψηφίων. Η Επιτροπή σημειώνει ότι, σύμφωνα και με τη σχετική νομολογία, για θέσεις που είναι ψηλά στην ιεραρχία, η απόδοση στη συνέντευξη είναι ουσιαστικό στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να του δίδεται αυξημένη βαρύτητα, όταν κρίνεται η προσωπικότητα και οι ικανότητες των υποψηφίων, που είναι σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (βλ. απόφαση της Ολομέλειας ημερ. 13.12.1990 στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 868 και 869 - Δημοκρατία κ.α. Vs Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.α. και απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 13.1.2003, στην Προσφυγή με Αρ. 854/2001 - Κώστας Μάρκου κ.α. Vs Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΕΕΥ). Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, ο επιλεγέντας υποψήφιος έπεισε την Επιτροπή ότι έχει ισχυρή προσωπικότητα και ταυτόχρονα είναι άρτια ενημερωμένος για τις σύγχρονες τάσεις στον τομέα της Τέχνης και ότι είναι σε θέση να αναλάβει τον ηγετικό ρόλο που προδιαγράφεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας Επιθεωρητή Α΄(Μέση Γενική Εκπαίδευση) για την Τέχνη.

 

6.2   Όσον αφορά στα προσόντα, οι υποψήφιοι κρίνονται ισοδύναμοι.

 

6.3   Η Επιτροπή δεν παραγνωρίζει το γεγονός ότι οι υποψήφιοι Γεωργίου Ανδρέας και Φελλά-Πάρπα Ξένια υπερέχουν σε αρχαιότητα, όμως, έκρινε ότι, σύμφωνα και με σχετική νομολογία, η υπεροχή σε αρχαιότητα δεν μπορεί να υπερσκελίσει την έκδηλη υπεροχή του Γεώργιου Γαβριήλ σε αξία, ιδιαίτερα επειδή πρόκειται για την πλήρωση υψηλόβαθμης θέσης.

 

7. Με βάση το πιο πάνω σκεπτικό, η Επιτροπή αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, να προσφέρει προαγωγή στον Γαβριήλ Γεώργιο (ΠΜΠ 8655) στη θέση Επιθεωρητή Α΄ (Μέση Γενική Εκπαίδευση) για την Τέχνη, αναδρομικά, από 1.2.2008.

 

8.  Η μειοψηφία της Επιτροπής (Σούλα Ζαβού και Μαρία Θρασυβούλου-Χαμπουρή, Μέλη) διαφώνησε με την πιο πάνω απόφαση και υποστήριξε την προαγωγή του Ανδρέα Γεωργίου στην πιο πάνω θέση, επειδή ο εν λόγω υποψήφιος υπερέχει των ανθυποψηφίων του σε αξία, εφόσον κατά την κρίση της μειοψηφίας βαθμολογήθηκε σε ψηλότερο επίπεδο στην απόδοση στην προσωπική συνέντευξη, η οποία λαμβάνεται υπόψη ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας των υποψηφίων, καθώς και σε αρχαιότητα, η οποία σύμφωνα και με σχετική νομολογία προσδίδει στην αξία του υποψηφίου."

 

 

Στα πλαίσια του πρώτου λόγου ακύρωσης, προβάλλεται η θέση ότι εσφαλμένα κατά την επανεξέταση δεν παραπέμφθηκε η υπόθεση στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Η Επιτροπή όφειλε, σύμφωνα με τον αιτητή, κατά την επανεξέταση, να παραπέμψει στη Συμβουλευτική Επιτροπή την υπόθεση, για να υποβάλει νέα έκθεση με τους προσοντούχους υποψηφίους που συστήνει, εφόσον ο λόγος ακύρωσης επεκτείνεται σ' αυτό το στάδιο. Για τους πιο κάτω λόγους η εν λόγω θέση δεν με βρίσκει σύμφωνο και συνεπώς ο πρώτος λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.

 

Είναι δοσμένη αρχή του διοικητικού δικαίου ότι στόχος της διοίκησης κατά την επανεξέταση δεν πρέπει να είναι άλλος από τη θεραπεία μόνο των σημείων εκείνων που κρίθηκαν τρωτά από το ακυρωτικό Δικαστήριο. Αναφορικά με τα υπόλοιπα σημεία, η διοίκηση διατηρεί ελεύθερη κρίση. Η δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά, εκεί βέβαια όπου διαπιστώνεται λόγος για μια τέτοια ενέργεια, δεν επηρεάζεται από το γεγονός της επανεξέτασης. Ο τρόπος δε με τον οποίο η διοίκηση συμμορφώνεται, ανάγεται στη διακριτική της ευχέρεια και αυτό που διαφέρει είναι το αποτέλεσμα της επανεξέτασης. Όμως, τα δεδομένα, νομικά και πραγματικά, όπως αυτά ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, δεν μπορεί να μεταβληθούν.  (Βλ. Ρένος Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38 και την εκεί νομολογία στην οποία το Δικαστήριο παραπέμπει).

 

Στην κρινόμενη περίπτωση η ακυρωτική απόφαση προσδιορίζει ως λόγο ακύρωσης, τη λανθασμένη ερμηνευτική προσέγγιση από πλευράς Επιτροπής της πρόνοιας του σχεδίου υπηρεσίας αναφορικά με την Εκπαιδευτική Υπηρεσία και την αντιφατική συμπεριφορά εκ μέρους της Επιτροπής. Η πλημμέλεια αφορά την απόφαση της Επιτροπής και δεν επηρεάζει τη διαδικασία της Συμβουλευτικής. Το Δικαστήριο ποσώς δεν έθιξε τη νομιμότητα ή εγκυρότητα της έκθεσης που υπέβαλε η Συμβουλευτική. Επομένως, η επανεξέταση θα έπρεπε να αρχίσει και ορθά άρχισε από το σημείο που παρατηρήθηκε η πλημμέλεια και όχι προηγουμένως (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517, Πόπη Λοϊζίδου ν. Ε.Ε.Υ. (2004) 3 Α.Α.Δ. 379 και Παπαδόπουλος ν. Ιωσηφίδη και Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 601).

 

Σχετικές με το θέμα που εξετάζουμε είναι και οι πρόνοιες του άρθρου 37Β(1) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου, σύμφωνα με τις οποίες:

 

"Σε περίπτωση ακύρωσης από το Ανώτατο Δικαστήριο απόφασης της επιτροπής με την οποία αποφασίστηκε προαγωγή εκπαιδευτικού λειτουργού, η Επιτροπή επανεξετάζει την ακυρωθείσα απόφαση της, χωρίς να υποβάλλει εκ νέου την υπόθεση στην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο της λήψης της ακυρωθείσας απόφασης και τα όσα έχουν κριθεί στην ακυρωτική απόφαση."

 

 

Εξάλλου, βάσει των προνοιών της εκπαιδευτικής νομοθεσίας, η Επιτροπή είναι επιφορτισμένη με το καθήκον ετοιμασίας του τελικού καταλόγου των υποψηφίων, αφού εξετάσει και αποφανθεί πρώτα επί των ενστάσεων που στρέφονται εναντίον του καταλόγου της Συμβουλευτικής Επιτροπής ή ακόμα και αυτεπάγγελτα. Επομένως, η Επιτροπή ορθά, κατά τη γνώμη μου, στην προκείμενη περίπτωση, επιλήφθηκε πρώτα των δυο ενστάσεων που είχαν υποβληθεί στην αρχική πλήρωση της θέσης, μεταξύ των οποίων και εκείνης του αιτητή, συμπεριλαμβάνοντας τους στον κατάλογο των προτεινόμενων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή υποψηφίων. Επίσης η Επιτροπή, συμμορφούμενη πλήρως με το δεδικασμένο, ορθά εξέτασε το κατά πόσο τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου του αιτητή κατά τον ουσιώδη χρόνο (26/11/2007) πληρούσαν μια προς μια τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας. Συνεπώς η παραπομπή στη Συμβουλευτική Επιτροπή ήταν αχρείαστη.

 

Δεν έχει διαφύγει της προσοχής μου ότι ο αιτητής ισχυρίζεται ότι σε περίπτωση που κατά την επανεξέταση παραπεμπόταν η διαδικασία στη Συμβουλευτική, τότε θα διαπιστωνόταν ότι το Ε.Μ. δεν κατείχε το απαιτούμενο υπό 2(2) του σχεδίου υπηρεσίας «μεταπτυχιακή εκπαίδευση στα παιδαγωγικά ή σε θέμα συναφές με τα καθήκοντα της θέσης διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους». Ο αιτητής δεν φαίνεται να πρόβαλε το συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης στην πρώτη προσφυγή του (Προσφυγή 403/2008). Εν πάση όμως περιπτώσει η εν λόγω πτυχή της υπόθεσης, δεν απασχόλησε το ακυρωτικό δικαστήριο στην προηγούμενη προσφυγή, με επακόλουθη συνέπεια ο αιτητής να εμποδίζεται και/ή να μη νομιμοποιείται στην έγερση του για πρώτη φορά στην παρούσα, εφόσον ανάγεται σε πλημμέλεια η οποία προηγείτο των λόγων για τους οποίους ακυρώθηκε η πρώτη απόφαση. (Ναζίρης ν. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38).

 

Ανεξάρτητα όμως τούτου, η Επιτροπή είχε ήδη κρίνει ότι το Ε.Μ. κατείχε το συγκεκριμένο προσόν διότι το πτυχίο του Master of Fine Art, Moscow State Art Institute μπορούσε να θεωρηθεί «πτυχίο» στην ειδικότητα της τέχνης             και ταυτόχρονα μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master, σύμφωνα με τους περί Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης     και Παροχής Σχετικών Πληροφοριών (τροποποιητικούς) Κανονισμούς           (Κ.Δ.Π. 594/2003).

 

 Ως λόγο ακύρωσης, ο αιτητής προβάλλει και τη θέση ότι κατά την επανεξέταση παραβιάστηκε το δεδικασμένο και το ενιαίο μέτρο κρίσης από την Επιτροπή, η οποία κάλεσε σε συνέντευξη ενώπιον της μόνο τον αιτητή ενώ ως προς τους άλλους υποψηφίους περιορίστηκε στην υιοθέτηση των αποτελεσμάτων της προφορικής συνέντευξης τους στην ακυρωθείσα διαδικασία προαγωγής του Ε.Μ.

 

Όπως έχω ήδη επισημάνει, στόχος της διοίκησης κατά την επανεξέταση, δεν είναι άλλος από τη θεραπεία μόνο των σημείων εκείνων που κρίθηκαν τρωτά από το ακυρωτικό Δικαστήριο και δεν επεκτείνεται εφ' όλης της ύλης. Με λίγα λόγια, η επανεξέταση αρχίζει από το σημείο το οποίο κρίθηκε από το Δικαστήριο ότι η απόφαση πάσχει και αφορά μόνο σε όσα προκύπτουν από το ακυρωτικό αποτέλεσμα.

 

Στο σύγγραμμα της Κοντογιώργα-Θεοχαροπούλου «Αι Συνέπειαι της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως» (1988) οι αρχές που διέπουν το ακυρωτικό δεδικασμένο  συνοψίζονται εύστοχα ως εξής:

 

"Διότι, ως γνωστόν, η ισχύς του δεδικασμένου, ακόμη και του ακυρωτικού, δεν καλύπτει παρά μόνον τα ζητήματα τα κριθέντα ήδη υπό του ακυρωτικού δικαστού. ´Ητοι, καλύπτει μόνον τον λόγον διά τον οποίον ηκυρώθη η πράξις." 

 

Στο σύγγραμμα της Βασ. Οικονομοπούλου «Αίτηση Ακυρώσεως» αναφέρεται:

 

 "Το δεδικασμένο επεκτείνεται στο κριθέν ζήτημα, ενώ στην περίπτωση της καθ' ουσίαν απορριπτικής ακυρωτικής αποφάσεως καλύπτει μόνο τους λόγους ακυρώσεως που αποτέλεσαν αντικείμενο κρίσεως του δικαστηρίου, ληφθέντες υπόψη παρά του δικαστηρίου αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήσεως των διαδίκων, ενώ δεν εκτείνεται σε άλλους λόγους και δεν εμποδίζεται η μεταγενέστερη κρίση σε μεταγενέστερη δίκη ούτε η επίκλησή τους από τη διοικητική αρχή στην περίπτωση της μεταγενέστερης ανακλήσεως της διοικητικής πράξεως."

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση η πλημμέλεια που διαπιστώθηκε με την ακυρωτική απόφαση αφορούσε στο στάδιο της εκτίμησης των προσόντων των υποψηφίων. Συνεπώς ορθά η Επιτροπή συμμορφούμενη με το ακυρωτικό δεδικασμένο ξεκίνησε την επανεξέταση από αυτό το στάδιο. Ορθά επίσης έλαβε υπόψη τα αποτελέσματα των  συνεντεύξεων κατά την πρώτη εξέταση για τα οποία δεν διαπιστώθηκε οποιαδήποτε πλημμέλεια, συμπληρώνοντας τα υποχρεωτικά, ενόψει των σχετικών προνοιών του Νόμου, με τη συνέντευξη του αιτητή που δεν ήταν υποψήφιος στην πρώτη διαδικασία.

 

Χρήσιμη επί του προκειμένου παραπομπή μπορεί επίσης να γίνει στην Υπόθεση Αρ. 738/2003, Σόνια Κυριακίδου ν. Δημοκρατίας, μέσω Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ημερομηνίας 2/8/2005, στην οποία ο Δ. Νικολάου παραπέμποντας και στη δυνατότητα διενέργειας νέας προφορικής εξέτασης κατά την επανεξέταση με σκοπό τη διακρίβωση της συγκριτικής αξίας των υποψηφίων όπως λέχθηκαν από την Ολομέλεια στην Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη (2001) 3 Α.Α.Δ. 1037, υπέδειξε πως αυτό που χρειαζόταν κατά την επανεξέταση, μετά από προσθήκη νέων υποψηφίων στον κατάλογο των προσοντούχων υποψηφίων και, εφόσον η σύνθεση της Ε.Ε.Υ. δεν είχε αλλάξει, ήταν η συμπλήρωση με συνεντεύξεις μόνο για τις περιπτώσεις στις οποίες δεν είχαν γίνει.

 

Εξάλλου οι πρόνοιες του άρθρου 37Β(3)(4)[1] ως ειδικές νομοθετικές πρόνοιες παρέχουν το δικαίωμα στην Επιτροπή να θεωρήσει τις συνεντεύξεις των υποψηφίων ως μέρος του πραγματικού καθεστώτος κατά τον ουσιώδη χρόνο, εφόσον δεν κρίθηκαν νομικά ελαττωματικές και ακόμη περισσότερο, αφού η σύνθεση της Επιτροπής δεν είχε στο μεταξύ αλλάξει.

 

Οι εναπομείναντες λόγοι ακύρωσης αφορούν στη συγκριτική υπεροχή του αιτητή και θα εξεταστούν μαζί εφόσον όχι μόνο χαρακτηρίζονται από συνάφεια, αλλά και σε σχέση με την ουσία τους αλληλοκαλύπτονται. Κοινό παρονομαστή των συγκεκριμένων λόγων ακύρωσης συνιστά η θέση ότι η υπεροχή του αιτητή σε αξία, αρχαιότητα και πείρα παραγνωρίστηκε, ενώ δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στο κριτήριο των συνεντεύξεων κατά παράβαση του άρθρου 35(Β)(10) του Νόμου.

 

Κατ' αρχή θεωρώ σκόπιμο να επισημάνω τα ακόλουθα: Εκείνο που προκύπτει από τις υπηρεσιακές εκθέσεις, τις οποίες διεξήλθα με προσοχή, είναι η ελαφρά μεν πλην όμως σταθερή υπεροχή του αιτητή σε αξιολογήσεις κατά τα τελευταία έτη (συγκεντρώνει μέσο όρο 36.25 έναντι 35.5 του Ε.Μ.). Επί τούτου υπενθυμίζω ότι η βαθμολογημένη αξία, έστω και αν κρίνεται συνολικά ώστε οριακές διαφορές να μην επενεργούν στη συνολική ισοδύναμη εικόνα, εντούτοις αποδίδει το αντικειμενικό μέτρο κρίσης. Και είναι σ' αυτό το πλαίσιο που τηρουμένων των υπόλοιπων παραγόντων της αξίας, μικρές διαφορές που εμφανίζονται σταθερά στα πρόσφατα έτη αξιολόγησης αποκτούν τη δική τους σημασία. (Κατσελή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 587).

 

Στα προσόντα ορθά διαπιστώθηκε ότι, αιτητής και Ε.Μ. ήταν προσοντούχοι και μεταξύ τους ισοδύναμοι. Ο μεν αιτητής είχε πτυχίο Ανωτάτης Σχολής Καλών τεχνών Αθηνών, το δε Ε.Μ. Master of Fine Art, Surikov Moscow State Art  Institute.

 

Στην αρχαιότητα είχε προβάδισμα ο αιτητής ο οποίος κατέχει τη θέση Βοηθού Διευθυντή Α΄ από 1/9/2007, ενώ την προηγούμενη θέση του Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης από 1/9/2004. Το Ε.Μ. κατείχε μόνο τη θέση Βοηθού Διευθυντή από 1/9/2005.

 

Έχοντας προβεί στις πιο πάνω επισημάνσεις, προχωρώ να εξετάσω τη θέση του αιτητή ότι δόθηκε από την Επιτροπή υπέρμετρη βαρύτητα στο κριτήριο των συνεντεύξεων, κατά παράβαση του άρθρου 35Β(10) του Νόμου. Είχα την ευκαιρία σχετικά πρόσφατα και συγκεκριμένα στα πλαίσια της Προσφυγής 812/2010, Μ. Διονυσίου ν. Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, ημερομηνίας 5/3/2012, να ασχοληθώ με το συγκεκριμένο θέμα και τις αρχές που το διέπουν. Τις επαναλαμβάνω, στο βαθμό και την έκταση που μας ενδιαφέρει και για σκοπούς της παρούσας απόφασής μου.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 35Β(10), η απόδοση των υποψηφίων λαμβάνεται υπόψη μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο της αξίας του. Η Ε.Ε.Υ. μπορεί, ανάλογα με την απόδοση του υποψηφίου στη συνέντευξη, να αυξήσει τις μονάδες του καταλόγου μέχρι 5. Σχετικό με το θέμα που εξετάζουμε, είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση στην Υπόθεση Αρ. 616/2004, Τριανταφυλλίδης ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 4/11/2005:

 

"Λαμβάνοντας υπόψη το λεκτικό του άρθρου 35Β(10)(β) που ισχύει στη δική μας περίπτωση όπως τροποποιήθηκε με το Ν.44(Ι)/99 σε αντιδιαστολή με το άρθρο 35(10)(α) του ιδίου Νόμου, η ΕΕΥ δεν είναι υπόχρεη να αναφέρει στην τελική της κρίση ότι έλαβε υπόψη και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων καθώς και των φακέλων των εμπιστευτικών εκθέσεων και γενικά τα προσόντα και την πείρα των υποψηφίων. Συναφώς είναι αρκετό να βασίσει την τελική της κατάληξη μόνο στο ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο συγκέντρωσε τις περισσότερες μονάδες (όπως έπραξε εν προκειμένω) έστω και αν το προβάδισμα του ενδιαφερόμενου προσώπου ήταν ελάχιστο (0,50 μονάδες)."

 

 

Χρήσιμη αναφορά μπορεί επίσης να γίνει και στην Υπόθεση Αρ. 1341/2006, Σοφοκλή ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 4/9/2009.

 

Με βάση το άρθρο 35Β(10) η προφορική συνέντευξη αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, η οποία ανάλογα με τη δοθείσα αιτιολογία μπορεί να επιφέρει αλλαγές στην τελική κατάταξη. (Υπόθεση Aρ. 1439/2008, Ιερείδου ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 31/3/2011).

 

Τέλος, αναφορικά με τη βαθμολογία, αυτό συνιστά θέμα που ανάγεται στην υποκειμενική κρίση των αξιολογούντων και το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει. Νοητική λειτουργία των μελών δεν ελέγχεται. Ελέγχεται η απόφαση και η αιτιολογία, όπως διαμορφώνεται μετά από τη συζήτηση του συλλογικού οργάνου (Σωτηρίου ν. Κολοκοτρώνη (1998) 3 Α.Α.Δ. 452).

 

Στην κρινόμενη περίπτωση η πρόσδωση από την Επιτροπή υπέρμετρης βαρύτητας στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης, αναδύεται ως γεγονός από αυτή την ίδια την αιτιολογία που η Επιτροπή έδωσε για τη συγκεκριμένη ενέργεια της και το σκεπτικό στη βάση του οποίου η αιτιολογία αυτή εδράζεται. Έχω ήδη παραθέσει αυτούσιο το σκεπτικό και την αιτιολογία της Επιτροπής πιο πάνω. Μια απλή ανάγνωση μαρτυρά του λόγου το αληθές. Η Επιτροπή βέβαια και αυτό επίσης αναδύεται ως γεγονός από το ίδιο σκεπτικό, στην παρούσα περίπτωση, καθοδηγήθηκε από την καθιερωμένη αρχή στη νομολογία μας ότι σε υψηλόβαθμες θέσεις το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης μπορεί να αποτελέσει στοιχείο στο οποίο μπορεί να προσδοθεί αυξημένη βαρύτητα. (Πούρος κ.ά. ν. Χ'' Στεφάνου κ.ά. (2001)           3 Α.Α.Δ. 374) και ότι η αρχαιότητα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. (Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 107).

 

Ωστόσο η παραπάνω θέση της νομολογίας δεν τυγχάνει εφαρμογής όπου ο υποψήφιος που υπερέχει σε αρχαιότητα δεν υστερεί σε αξία. (Δημοκρατία ν. Αντωνίου κ.ά. (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 921, Κόκκινου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση Αρ. 166/2002 ημερομηνίας 11/7/2002). Το αποτέλεσμα της συνέντευξης δεν μπορεί να έχει τόση βαρύτητα έστω και σε υψηλόβαθμες θέσεις, στην περίπτωση ενός διαχρονικά πολύ επαρκούς υπαλλήλου. Το αποτέλεσμα μιας ολιγόλεπτης συνέντευξης από την οποία ο αιτητής απέσπασε τόσο αντιφατικά σχόλια, δεν μπορεί να εξουδετερώνει μια πολύχρονη υπηρεσία, η οποία έχει χαρακτηρισθεί από την ίδια την Επιτροπή ως πολύ επαρκής και να διαμορφώνει αποφασιστικά την τελική κρίση της Ε.Ε.Υ., παραγκωνίζοντας την αρχαιότητα του αιτητή, ιδιαίτερα στην παρούσα περίπτωση όπου ο αιτητής διαχρονικά υπερτερεί, έστω και ελαφρά, του Ε.Μ., σε αξία.

 

Δεν μπορεί παρά να προβληματίσει η καθόλα αντίθετη και αντιφατικά διαβαθμισμένη κρίση της απόδοσης του αιτητή από την πλειοψηφία σε σχέση με αυτή της μειοψηφίας. Παραθέτω αυτούσια την αιτιολογία που δόθηκε και μιλά αφ' εαυτής:

 

"3.1 Η πλειοψηφία της Επιτροπής (Αναστάσιος Κουζάλης, Πρόεδρος, Νίκος Ορφανίδης και Γιώργος Μαυροκορδάτος, Μέλη) αξιολόγησε των υποψήφιο ως «Καλό» και αιτιολόγησε την απόφασή της με βάση το πιο κάτω σκεπτικό:

 

         Η παιδαγωγική και μεθοδολογική ενημέρωσή του, όσον αφορά τις αρχές του νέου συστήματος αξιολόγησης, ήταν περιορισμένη, αν και προέβη σε μερικές αναφορές σε πρόσφατη βιβλιογραφία. Φάνηκε να έχει καλή κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της θέσης, ιδιαίτερα όσον αφορά τη σύνταξη των εκθέσεων αξιολόγησης, χωρίς να έχει, όμως, επαρκή γνώση των επί μέρους ευθυνών και καθηκόντων, περιοριζόμενος στη διατύπωση μεμονωμένων ενεργειών και στόχων. Η περιγραφή του οράματός του ως Επιθεωρητής Α΄ ήταν σχεδόν καλή. Επικεντρώθηκε σε μερικούς τομείς ευθύνης, χωρίς, όμως, να προχωρεί σε κριτική ανάλυση και σφαιρική κάλυψη των επί μέρους πτυχών. Κατανοούσε καλά τις ερωτήσεις και έδινε απαντήσεις μέσα στα πλαίσια του ζητουμένου, με μερικές, ωστόσο, αδυναμίες στη θεωρητική τεκμηρίωση των απόψεών του. Η παρουσία του ήταν γενικά καλή. Φάνηκε άνθρωπος με κάποιες ενδιαφέρουσες θέσεις, οι οποίες, ωστόσο, δεν ήταν συγκροτημένες και σαφείς. Χειρίζεται τη γλώσσα καλά, αλλά με κάποιες δυσκολίες στην απρόσκοπτη ροή της έκφρασης.

 

3.2   Η μειοψηφία της Επιτροπής (Σούλα Ζαβού και Μαρία Θρασυβούλου, Μέλη) αξιολόγησε τον υποψήφιο ως «Σχεδόν Εξαίρετο» και αιτιολόγησε την απόφασή της με βάση το πιο κάτω σκεπτικό:

 

         Η παιδαγωγική και μεθοδολογική ενημέρωση του όσον αφορά τις αρχές του νέου σχεδίου αξιολόγησης ήταν σχεδόν εξαίρετη. Φάνηκε να γνωρίζει τις σύγχρονες σχετικές θεωρίες και τεκμηρίωνε τις απόψεις του με αναφορές σε πρόσφατη βιβλιογραφία. Έχει σχεδόν εξαίρετη κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της θέσης του Επιθεωρητή Α΄, κυρίως όσον αφορά τη σύνταξη των εκθέσεων αξιολόγησης, επισημαίνοντας τα διάφορα στάδια και διαδικασίες που θα ακολουθήσει και ιεραρχώντας συγκεκριμένους τρόπους προώθησης του θέματος στο πλαίσιο ολοκληρωμένου σχεδίου δράσης. Η περιγραφή του οράματός του ως Επιθεωρητής Α΄ ήταν σχεδόν εξαίρετη. Επισήμανε και ανάλυσε με επαρκή κριτική ικανότητα τις παραμέτρους των διαφόρων προβλημάτων που θα είχε να αντιμετωπίσει και πρότεινε διαζευκτικές λύσεις. Ο βαθμός επικοινωνίας ήταν σχεδόν εξαίρετος και οι απαντήσεις του, με κάποιες εξαιρέσεις, ήταν σαφείς και τεκμηριωμένες. Φάνηκε άνθρωπος με ωριμότητα και ζήλο καθώς και με επαρκή βαθμό αναδιατύπωσης θέσεων και απόψεων. Ο από μέρους του χειρισμός της γλώσσας ήταν σχεδόν εξαίρετος, με μικρές, μόνο, αδυναμίες στην απρόσκοπτη έκφραση."

 

 

Είναι πρόδηλο ότι υπάρχει τεράστια διαφορά στην αξιολόγηση της απόδοσης του αιτητή από τα μέλη της Επιτροπής, παρά τα ενιαία κριτήρια και ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκαν. Ο αιτητής χαρακτηρίστηκε από τον Πρώτο Λειτουργό Εκπαίδευσης ως «Σχεδόν πάρα πολύ καλό»,  από την Πλειοψηφία (3 μέλη) ως «Καλό» ενώ από την μειοψηφία (2 μέλη) ως «Σχεδόν Εξαίρετο».

 

Η αιτιολογία που υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου περιορίζεται μονολεκτικά στη γενική εντύπωση, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση των γεγονότων, στοιχείων και παρατηρήσεων που θα επέτρεπαν το δικαστικό έλεγχο της αξιολόγησης που αποδόθηκε κατ' αντιστοιχία της γενικής εντύπωσης. Συνιστά πάγια αρχή της νομολογίας μας ότι εκείνο που απαιτείται είναι η μεταφορά των όσων το σώμα που διενέργησε τις συνεντεύξεις απεκόμισε για τον κάθε υποψήφιο, όχι μόνο με τη γενική εντύπωση αλλά και των επί μέρους λόγων που εξηγούν και συγκεκριμενοποιούν αυτή την εντύπωση. (Βλ. Δημοκρατία ν. Ευθυμίου (1999) 3 Α.Α.Δ., 485, Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ., 374, 388). Συνεπώς η κρίση των μελών της Επιτροπής ως προς την απόδοση κατά την προφορική εξέταση έχει, για τους λόγους που έχω πιο πάνω εξηγήσει, παραμείνει αυθαίρετη και αναιτιολόγητη, γεγονός που καθιστά την επίδικη απόφαση τρωτή.

 

Επίσης, ενόψει της αρχαιότητας του αιτητή και μάλιστα σε υψηλότερη θέση, προκύπτει κατά τεκμήριο υπεροχή του τελευταίου σε πείρα. (Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 ΑΑΔ 731). Ο αιτητής στην παρούσα περίπτωση, προς επαύξηση της πείρας του επικαλείται επίσης τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου του τα οποία τεκμηρίωναν την προηγούμενη εκπαιδευτική του υπηρεσία σε σχολεία της Αθήνας από 1983-1996. Η Επιτροπή όμως δεν αξιολόγησε αυτοτελώς, ως όφειλε, την πείρα των υποψηφίων, ούτε ασχολήθηκε με τα συγκεκριμένα στοιχεία, γεγονός που επίσης καθιστά την επίδικη απόφαση τρωτή.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα υπέρ του αιτητή €1.350. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.

 

 

 

 

 

                                                                   Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                                               Δ.

 

 

/ΔΓ

 



[1] 37B(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4) κατά την επανεξέταση μιας ακυρωθείσας απόφασης θεωρείται μέρος του πραγματικού καθεστώτος και λαμβάνεται υπόψη η εντύπωση που αποκόμισε η Επιτροπή κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις, ανεξάρτητα από το αν έχει στο μεταξύ αλλάξει η σύνθεσή της.

    (4) Παρά τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (3) και τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (5), αν, με βάση την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η κρίση της Επιτροπής για την απόδοση των υποψηφίων κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις είναι νομικά ελαττωματική, η Επιτροπή, κατά την επανεξέταση, καλεί τους υποψηφίους σε νέες προσωπικές συνεντεύξεις.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο