ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπóθεση Αρ. 1720/2011)

 

 

29 Μαρτίου, 2013

 

 

[ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,

 

Αιτητής,

 

ν. 

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΗΣ,

 

Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.

 

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Καθ'ων η αίτηση.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Τα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα προσφυγή και τα οποία οδήγησαν στην καταχώριση της, συνοψίζονται με περισσή λεπτομέρεια από τον αδελφό Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου στην ενδιάμεση απόφαση του ημερομηνίας 29/12/2011, που δόθηκε στα πλαίσια αίτησης του αιτητή για αναστολή της απόφασης, της οποίας την ακύρωση ο αιτητής επιδιώκει με την παρούσα προσφυγή του. Τα παραθέτω, όπως αυτά εκτίθενται στην εν λόγω ενδιάμεση απόφαση, σημειώνοντας ότι ο αιτητής κατέχει το βαθμό του Ανώτερου Αστυνόμου και από τις 17/11/2006 προΐσταται της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας:

 

    "Μετά την έκρηξη στο Μαρί, ο Αιτητής στις 27.7.2011 τέθηκε σε διαθεσιμότητα για τρεις μήνες. Εναντίον της απόφασης αυτής, καταχώρησε την προσφυγή 1086/11, η οποία όμως, σε κατοπινό στάδιο, απορρίφθηκε (βλ. Ανδρέας Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1086/2001, ημερ. 14.12.2011). Μετά τη λήξη της προθεσμίας των τριών μηνών, η διαθεσιμότητά του παρατάθηκε για άλλους τρεις μήνες. Εναντίον αυτής της απόφασης, καταχώρησε δεύτερη προσφυγή. Πρόκειται για την προσφυγή Ανδρέας Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1452/11, ημερ. 14.12.2011, η οποία έγινε δεχτή από το Δικαστήριο, το οποίο και ακύρωσε την παράταση της διαθεσιμότητας του Αιτητή, για τους λόγους που εξηγούνται στην απόφαση.

 

   Στις 16.12.2011 έγινε προσπάθεια για περαιτέρω παράταση της διαθεσιμότητας. Μετά από ένσταση του δικηγόρου του Αιτητή, ο Υπουργός στις 20.12.2011 απέσυρε την ειδοποίηση για παράταση της διαθεσιμότητας και την ίδια ημέρα απέστειλε νέα ειδοποίηση στον Αιτητή, για την πρόθεσή του να τον θέσει σε διαθεσιμότητα. Στις 22.12.2011 ο Αιτητής μέσω του δικηγόρου του, υπέβαλε ένσταση. Ο Υπουργός, αφού έλαβε υπόψη τα όσα τέθηκαν ενώπιόν του από το δικηγόρο του Αιτητή, στις 23.12.2011 έθεσε εκ νέου τον Αιτητή σε διαθεσιμότητα για περίοδο τριών μηνών. Όπως αναφέρει στη σχετική Ειδοποίηση που επιδόθηκε στον Αιτητή, η διαθεσιμότητα ήταν αναγκαία γιατί:-

 

«... η διερεύνηση της ποινικής όσο και πειθαρχικής υπόθεσης εναντίον σας δεν έχει ολοκληρωθεί και το ενδεχόμενο επηρεασμού μαρτύρων, αρκετοί των οποίων είναι πρόσωπα υφιστάμενά σας ιεραρχικά στην υπηρεσία, αλλά και της ομαλής διεξαγωγής και ολοκλήρωσης των ερευνών, δεν μου αφήνει άλλη επιλογή από το να σας θέσω σε διαθεσιμότητα. Επίσης στην απόφασή μου έλαβα υπόψη τη θέση που κατέχετε στην Υπηρεσία καθώς και το ότι δεν θα υπάρξουν επιπτώσεις στη λειτουργία της Υπηρεσίας από τη μη άσκηση των καθηκόντων της θέσης σας.»"

 

 

Σε σχέση με την αναφορά στα πιο πάνω γεγονότα «Στις 16.12.2011 έγινε προσπάθεια για περαιτέρω παράταση της διαθεσιμότητας», κρίνω σκόπιμο, κι' αυτό ενόψει των προβαλλόμενων στην παρούσα προσφυγή λόγων ακύρωσης, να διευκρινίσω ότι, με τη σχετική Ειδοποίηση του αρμόδιου Υπουργού, ο αιτητής πληροφορείτο ότι του παρεχόταν δικαίωμα ακρόασης προτού αποφασισθεί «κατά πόσο θα παραταθεί η διαθεσιμότητα του ή θα τεθεί, εκ νέου, σε διαθεσιμότητα».

 

Αντιδρώντας ο αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά την ακύρωση της απόφασης του Υπουργού να τον θέσει εκ νέου σε διαθεσιμότητα. Να σημειωθεί ότι ο αιτητής με τηλεομοιότυπο που απέστειλε στις 15/12/2011, ενημέρωσε τους κατά τόπο υφισταμένους του, υπεύθυνους Πυροσβεστικών Σταθμών, ότι «επέστρεψε κανονικά στα καθήκοντα του από τις 14/12/2011», δηλαδή από την ημερομηνία ακύρωσης με απόφαση του Δικαστηρίου της παράτασης της διαθεσιμότητάς του.

 

Πρωταρχική θέση ανάμεσα στους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης κατέχει η θέση ότι με την επίδικη απόφαση έχουν παραβιασθεί οι πρόνοιες του Κανονισμού 47(1) του περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 53/1989), σύμφωνα με τους οποίους το ανώτατο όριο που μπορεί κάποιος να τεθεί σε διαθεσιμότητα είναι, σύμφωνα με τον αιτητή, έξι μήνες. Συγκεκριμένα, είναι η θέση του ότι η νέα διαθεσιμότητα πάσχει, εφόσον είχαν προηγηθεί η πρώτη διαθεσιμότητα (3 μήνες) και η παράταση της                       (3 μήνες).

 

Στον αντίποδα, η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ'ων η αίτηση, ισχυρίζεται ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε «ενόψει του ανέφικτου της επανεξέτασης της υπόθεσης, μετά την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 1452/11, ημερ. 14/12/11 (..........) και της εξακολούθησης ύπαρξης των λόγων για να τεθεί ο αιτητής σε διαθεσιμότητα».

 

Η πιο πάνω πρωταρχική θέση του αιτητή έχει ως υπόβαθρο τις πρόνοιες της παραγράφου 1 του Κανονισμού 47 των περί Αστυνομίας (Πειθαρχικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 53/1989), τις οποίες και παραθέτω:

 

"47.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία διεξάγεται αστυνομική έρευνα εναντίον οποιουδήποτε Ανώτερου Αξιωματικού για τους σκοπούς ποινικής δίωξής του ή διατάσσεται η έρευνα εναντίον του για πειθαρχικό αδίκημα ο Υπουργός, κατόπιν διαβουλεύσεων με τον Αρχηγό, μπορεί να τον θέσει σε διαθεσιμότητα κατά τη διάρκεια της έρευνας:

 

Νοείται ότι η περίοδος της διαθεσιμότητας δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες, εκτός αν ο Υπουργός με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας αποφασίσει να παρατείνει τη διαθεσιμότητα για περαιτέρω περίοδο όχι μεγαλύτερη των τριών μηνών:

 

Νοείται περαιτέρω ότι, αν μετά το τέλος της έρευνας αποφασιστεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη του μέλους και συντρέχουν ειδικοί λόγοι, ο Υπουργός με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας παρατείνει τη διαθεσιμότητα του μέλους μέχρι τη συμπλήρωση της υπόθεσης."

 

 

Κατ' αρχή θα πρέπει να σημειώσω ότι η ακυρωτική απόφαση της 14/12/2011 για παράταση της διαθεσιμότητας του αιτητή, αναπόφευκτα εξαφάνισε και κατάργησε την πράξη της παράτασης, επαναφέροντας έτσι το πραγματικό και νομικό καθεστώς που ίσχυε πριν από την έκδοση της (Χριστ. Καγιάς & Υιοί Λτδ. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 3329 και Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου 2006 υπό Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου, σελ. 198). Επί τούτου δεν προέκυψε διαφωνία. Η διαφωνία των δύο πλευρών εστιάζεται στο κατά πόσο η εκ νέου διαθεσιμότητα του αιτητή, γιατί για νέα διαθεσιμότητα και όχι για παράταση της αρχικής πρόκειται, παραβιάζει ή όχι τις πρόνοιες του πιο πάνω Κανονισμού. Αυτό είναι και το ζητούμενο.

 

Εκείνο που προκύπτει από τη συνδυασμένη εφαρμογή των προνοιών της πρώτης παραγράφου του Κανονισμού 47 και αυτών της πρώτης προϋπόθεσης του ίδιου Κανονισμού (παράγραφος 2), είναι πως σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα, μόνο για τρεις μήνες μπορεί να διαταχθεί διαθεσιμότητα, εκτός αν ο Υπουργός, με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα αποφασίσει παράταση της διαθεσιμότητας για περαιτέρω περίοδο, η οποία όμως δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη των τριών μηνών. Επομένως, όχι μόνο τίθεται οριστικό ανώτατο όριο - επ' αυτού εξάλλου δεν εκδηλώθηκε διαφωνία - αλλά και η συνέχιση της διαθεσιμότητας για περαιτέρω περίοδο τριών μηνών μόνο με παράταση της αρχικής διαθεσιμότητας μπορεί να επιτευχθεί και όχι με απόφαση για νέα διαθεσιμότητα.

 

Υιοθέτηση προσέγγισης διαφορετικής με την πιο πάνω προσέγγιση,  και ειδικότερα της προσέγγισης που με τη δική της προβαλλόμενη θέση εισηγείται η κα Ουστά, θα οδηγούσε, κατά τη γνώμη μου, σε ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που ο νομοθέτης στόχευε με τις συγκεκριμένες πρόνοιες. Στην ουσία, σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα, θα απέληγε σε καταστρατήγηση του Κανονισμού γιατί θα καθιστούσε δυνατή την παράκαμψη του και ειδικότερα την παράκαμψη του ανωτάτου ορίου που η συνδυασμένη εφαρμογή της πρώτης και δεύτερης παραγράφου των Κανονισμών, θέτουν, με την έκδοση διαδοχικών νέων αποφάσεων διαθεσιμότητας.

 

Ως εκ των πιο πάνω κρίνω ότι η επίδικη απόφαση παραβιάζει τις πρόνοιες του Κανονισμού 47 και ως εκ τούτου, η προσφυγή θα πρέπει να πετύχει.

 

Η πιο πάνω κατάληξη μου καθιστά περιττή την εξέταση των υπόλοιπων προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης.

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η προσφυγή επιτυγχάνει. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Έξοδα €1.350 επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον των καθ'ων η αίτηση.

 

 

 

 

 

                                                        Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

                                                                   Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο