ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1499/2011)
22 Μαρτίου 2013
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ATLANTIS COLLEGE (ΜΙΧΑΗΛ ΑΡΕΣΤΗ),
Αιτητής
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ΄ ου η αίτηση
--------------------------------------
Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.
Ε. Συμεωνίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τον Καθ΄ ου η αίτηση.
---------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο αιτητής διατηρεί κολλέγιο ιδιωτικής σχολής τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, (εφεξής «ΙΣΤΕ»). Προηγουμένως από τις 26.9.2003, ο αιτητής λειτουργούσε σχετικό κολλέγιο με το όνομα «Lenia College» μέχρι την 1.7.2010, όταν μετονομάστηκε σε «Atlantis College». Το «Lenia College» ως «Lenia Educational Centre Limited», ήταν μία από τις 11 αιτήτριες που, προσφέροντας παρόμοια προγράμματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, είχαν καταχωρήσει την υπ΄ αρ. προσφυγή 141/2009 εναντίον της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 67.762 και ημερ. 6.10.2008 προσβάλλοντας την, κατ΄ ισχυρισμόν, άνιση μεταχείριση που καθιερώθηκε μεταξύ των ιδιωτικών κολλεγίων και των ιδιωτικών πανεπιστημίων αναφορικά με τη διαδικασία επιλογής φοιτητών από άλλες χώρες. Η προσφυγή αυτή απερρίφθη με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), την 1.7.2010. Σε αυτή την απόφαση θα γίνει αναφορά αργότερα.
Ο αιτητής, ως ΙΣΤΕ, προσφέρει ένα μόνο αξιολογημένο από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού πρόγραμμα σπουδών, αυτό της αισθητικής. Τα υπόλοιπα παρεχόμενα υπό αυτού προγράμματα είναι μη αξιολογημένα. Το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφαση του αρ. 806/2011 και ημερ. 24.8.2011 έλαβε, μεταξύ άλλων, απόφαση σχετικά με τη νέα διαδικασία που θα ακολουθείτο για την εξέταση αιτήσεων για παραχώρηση θεώρησης εισόδου σε υποψήφιους φοιτητές από το Πακιστάν, την Ινδία, την Κίνα, το Μπανγκλατές και τη Σρι Λάνκα. Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, την ευθύνη διεξαγωγής των συνεντεύξεων για τους αλλοδαπούς υποψήφιους φοιτητές των ιδιωτικών πανεπιστημίων και των αξιολογημένων προγραμμάτων σπουδών των ΙΣΤΕ, θα αναλαμβάνουν τα ίδια τα ιδρύματα υπό την εποπτεία του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού. Οι φοιτητές όμως που θα φοιτούν σε προπαρασκευαστικά προγράμματα («foundation course»), ή, σε μη αξιολογημένα προγράμματα των ΙΣΤΕ, θα υπόκεινται στη διαδικασία των συνεντεύξεων από λειτουργούς του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού στη μητρική τους γλώσσα, με μεταφραστή, ή, στην αγγλική, ανάλογα με την επιλογή τους.
Είναι αυτή την απόφαση που προσβάλλει ο αιτητής ως αντίθετη με τις καθιερωμένες αρχές της ισότητας, της αναλογικότητας και της δίκαιης και ομοιόμορφης μεταχείρισης. Κατά τον αιτητή, η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα, κατά παράβαση της περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νομοθεσίας, του περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμου αρ. 67(Ι)/1996, ως τροποποιήθηκε, κατά παράβαση σχετικών Κανονιστικών Διοικητικών Πράξεων (οι οποίες μνημονεύονται στην παρ. 2 της αίτησης ακυρώσεως) και των Οδηγιών του Συμβουλίου της Ευρώπης, Council Directive 2004/114/EC, ημερ. 13.12.2004 και Council Directive 2000/43/EC, ημερ. 13.6.2000. Η προσφυγή του αιτητή, η οποία καταχωρήθηκε προσωπικά από τον ίδιο και έτυχε περαιτέρω χειρισμού επίσης προσωπικά από αυτόν, αναφέρει ως πυρήνα της αιτίασης ακύρωσης τα όσα περιέχονται στην παρ. 4 των γεγονότων όπου η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου θεωρείται ως έχουσα διαμορφώσει αρνητικές για το κολλέγιο του συνέπειες. Εξηγείται εκεί ότι οι υποψήφιοι φοιτητές που πληρούν τα κριτήρια της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου θα προτιμούν να εγγράφονται σε πανεπιστήμια ή σε ΙΣΤΕ με αξιολογημένα προγράμματα, εφόσον δεν θα υπόκεινται σε διαδικασία συνεντεύξεων, σε αντίθεση με τα ΙΣΤΕ με μη αξιολογημένα προγράμματα, όπου οι υποψήφιοι φοιτητές θα κινδυνεύουν να απορριφθούν κατά τη διαδικασία των συνεντεύξεων.
Το Υπουργικό Συμβούλιο διά της Νομικής Υπηρεσίας εγείρει πρώτιστα προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά πράξη κυβερνήσεως, για να διαφοροποιηθεί όμως στη συνέχεια η φύση αυτής της ενστάσεως, κατά τη γραπτή αγόρευση του καθ΄ ου στη σελ. 12, ως προς το ότι δεν αποτελεί ισχυρισμό ότι η πράξη είναι πράξη κυβερνήσεως, αλλά ότι δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη διότι δεν έχει παράγει έννομα αποτελέσματα για τον αιτητή εφόσον πρόκειται περί απόφασης με την οποία εκφράζεται κατά γενικό τρόπο η πολιτική του κράτους, με τελική εκτελεστή διοικητική πράξη αυτή της παραχωρήσεως ή μη θεώρησης εισόδου σε αλλοδαπούς υποψήφιους φοιτητές. Εισηγείται επίσης ο καθ΄ ου, ότι η αλλαγή πολιτικής του Υπουργικού Συμβουλίου σε σχέση με την προηγούμενη διαδικασία που ίσχυε δεν συνιστά από μόνη της εκτελεστή διοικητική πράξη, του αιτητή μη έχοντος εννόμου συμφέροντος να εγείρει την προσφυγή διότι από το 2008 ο αιτητής γνώριζε στη βάση της προηγούμενης απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου ότι μόνο τα ιδιωτικά πανεπιστήμια μπορούσαν να προχωρούν τα ίδια σε συνεντεύξεις.
Ο αιτητής απαντά στην προδικαστική αυτή ένσταση με το ότι το ζήτημα αυτό είχε αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης στην A.C. Travel Planners College of Tourism and Hotel Management κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 141/2009, ημερ. 1.7.2010, (ανωτέρω), όπου το Δικαστήριο (Φωτίου, Δ.) απέρριψε παρόμοιο προδικαστικό θέμα ως προς το ότι η προσβληθείσα τότε απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν πολιτική απόφαση και όχι εκτελεστή διοικητική πράξη. Ταυτόχρονα φανερώνεται, κατά τον αιτητή, ότι αυτός είχε αμφισβητήσει από τότε ως «Lenia Educational Centre Limited», τη διαφοροποίηση που είχε επέλθει με την τότε απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 67.762, ημερ. 6.10.2008, ως προς την τότε διαδικασία επιλογής φοιτητών από άλλες χώρες.
Εγείρονται επίσης λόγοι ουσίας που αφορούν την ερμηνεία των σχετικών με την υπόθεση νόμων και συγκεκριμένα τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Νόμο αρ. 184(Ι)/076, όπου απαντώνται και οι σχετικοί ορισμοί του «Ιδρύματος» και του «φοιτητή», σε συνάρτηση με τις προαναφερθείσες Κοινοτικές Οδηγίες και τις διατάξεις τους, καθώς επίσης και τον περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμο αρ. 67(Ι)/96 και τις Κ.Δ.Π. 160/98, 149/08, 54/90 και 143/96. Η θέση εδώ είναι ότι όλες οι σχετικές νομοθετικές πρόνοιες, πρωτογενείς και δευτερογενείς, δεν διακρίνουν τα ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε ιδιωτικά πανεπιστήμια ή ΙΣΤΕ ή και μεταξύ ΙΣΤΕ με αξιολογημένα και μη αξιολογημένα προγράμματα. Περαιτέρω, ουδεμία ή επαρκής έρευνα έγινε αναφορικά με τα όλα δεδομένα πριν τη λήψη της απόφασης, έχοντας συναφώς επέλθει πλάνη ως προς τα ουσιώδη δεδομένα της υπόθεσης. Υπάρχουν στην προσβαλλόμενη πράξη αόριστες έννοιες όπως για παράδειγμα τι εννοείται με τη λέξη «εποπτεία», που θα έχει το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, ενώ παραγνωρίζονται οι νόμιμοι εσωτερικοί κανονισμοί των ΙΣΤΕ ως προς τα κριτήρια εισδοχής φοιτητών που στόχο έχουν την ποιοτική βελτίωση του επιπέδου των υποψηφίων αλλοδαπών φοιτητών.
Παραβιάζονται επίσης, κατά τον αιτητή, έκδηλα οι αρχές του διοικητικού δικαίου εφόσον η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν τήρησε τους τύπους ως προς την έκδοση της, έχει εκδοθεί αναιτιολόγητα, με πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα, χωρίς επάρκεια έρευνας, παραβιάζοντας την αρχή της αναλογικότητας, της χρηστής διοίκησης και χωρίς ο αιτητής, ως μέλος των ΠΑΣΙΣΤΕ και ΣΑΙΣΤΕΚ (Σύνδεσμος Αναγνωρισμένων Ιδρυμάτων Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης), να είχε συμφωνήσει ή να είχε δεσμευτεί με τις αποφάσεις που λήφθηκαν, έστω και αν κάποια μέλη των Συνδέσμων αυτών παρευρέθηκαν σε μια και μοναδική σύσκεψη που έγινε στις 7.10.2010.
Ο καθ΄ ου απαντά βεβαίως και επί της ουσίας προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εισηγείται, με αναφορά στη νομοθεσία και τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες ότι οι συνεντεύξεις είναι ένα μόνο κριτήριο εισδοχής φοιτητών και ουδόλως εν πάση περιπτώσει ρυθμίζουν θέματα που αφορούν το ποιος διενεργεί τις συνεντεύξεις. Ως προς τα κριτήρια εισδοχής, ο καθ΄ ου ισχυρίζεται ότι ποσώς επηρεάζεται ο αιτητής αφού το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφαση του επέβαλε χαμηλότερο κριτήριο από ό,τι το δικό του ΙΣΤΕ έχει καθιερώσει και εν πάση περιπτώσει δεν αποτελεί ζήτημα που μπορεί να κριθεί από το αναθεωρητικό Δικαστήριο εφόσον αφορά την όλη πολιτική του κράτους. Το ίδιο ισχύει και ως προς τον καθορισμό των εν γένει κριτηρίων για τις συνεντεύξεις, ζήτημα επίσης αναγόμενο στην πολιτική που επιθυμεί η πολιτεία να ακολουθήσει στο θέμα, ενώ παρόμοια διαδικασία και κριτήρια προϋπήρχαν και με την απόφαση του 2008 για την οποία ο αιτητής δεν είχε διαμαρτυρηθεί. Ούτε όμως θέμα άνισης μεταχείρισης υπάρχει εφόσον αφενός η διαδικασία των συνεντεύξεων δεν διαφοροποιήθηκε για τον αιτητή, αφού ίσχυε η ίδια και το 2004 και το 2008, ενώ δεν χωρεί συζήτηση περί διάκρισης εφόσον προκύπτουν εγγενείς διαφορές μεταξύ των αντικειμένων ρύθμισης. Η συνήγορος του καθ΄ ου επικαλείται εδώ την απορριπτική στο θέμα εξέταση του ζητήματος αυτού στην προαναφερθείσα υπόθεση A.C. Travel Planners College of Tourism and Hotel Management κ.ά. ν. Δημοκρατίας. Η διαφορά έγκειται στην ύπαρξη αξιολογημένων και μη προγραμμάτων εκπαίδευσης. Έπεται ότι και επαρκής αιτιολογία δόθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά και έρευνα, ενώ δεν χρειαζόταν να προηγηθεί οποιαδήποτε ακρόαση του αιτητή επί του θέματος, εφόσον η κατάσταση δεν μετεβλήθη προς το δυσμενέστερο γι΄ αυτόν.
Προέχει να εξεταστεί η προδικαστική ένσταση αναφορικά με τη θέση του καθ΄ ου ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική απόφαση. Συναφές με το επιχείρημα αυτό είναι και η έλλειψη εννόμου συμφέροντος του αιτητή να προσβάλει την πράξη. Είναι γνωστό ότι από μια απόφαση της διοίκησης πρέπει να παράγονται έννομα αποτελέσματα που να επηρεάζουν τον διοικούμενο κατά άμεσο τρόπο ώστε να δημιουργείται σ΄ αυτόν έννομο συμφέρον για να την προσβάλει. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της παραγωγής εννόμου αποτελέσματος είναι, σύμφωνα με τη νομολογία, η επιβολή υποχρέωσης στον διοικούμενο η οποία να δύναται ταυτόχρονα να τύχει εφαρμογής διά νομίμου εξαναγκασμού από τη διοίκηση, (δέστε Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 Α.Α.Δ. 26 και Γιασεμίδου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Στροβόλου κ.ά. (Αρ. 1) (1996) 3 Α.Α.Δ. 357). Άλλο χαρακτηριστικό είναι η γνωστοποίηση της απόφασης στον διοικούμενο ώστε να μπορεί να την προσβάλει ως προκαλούσα άμεσα αποτελέσματα και όχι απλή μελλοντική πιθανολόγηση. Όπως αναφέρεται στον Π.Δ. Δαγτόγλου: «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» 5η έκδ. σελ. 289, παρ. 538, διοικητική είναι η πράξη εκείνη που αναπτύσσει άμεση νομική ισχύ και δεσμεύει τον αποδέκτη της, (δέστε P.A. College v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 187 και Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Υπουργείου Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 851).
Στην υπό κρίση περίπτωση ο αιτητής δεν έχει επηρεαστεί άμεσα ως προς τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του, ούτε και η πράξη είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Ως προς το πρώτο είναι νομολογημένο ότι όχι μόνο η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος πρέπει να αφορά στην ίδια την προσφυγή, αλλά και οι λόγοι ακύρωσης πρέπει να προβάλλονται μετ΄ εννόμου συμφέροντος, (Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 389 και Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 132/2009, ημερ. 26.2.2013). Ως προς το δεύτερο, η προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί μια γενικευμένη ρύθμιση που αποφάσισε στα πλαίσια της πολιτικής του κράτους το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τρόπο που να θέτει γενικούς κανόνες απευθυνόμενους προς όλους και δεν παράγει αποτελέσματα ή υποχρεώσεις ειδικά για τον αιτητή. Πράξεις που επηρεάζουν γενικά και όχι εξειδικευμένα, αποτελούν κανονιστική απόφαση και όχι εκτελεστή διοικητική πράξη ώστε να δύναται να αναθεωρηθεί κατά το Άρθρο 146. Όταν είναι επαρκώς γενική και απρόσωπη, εκφεύγει της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, (Δήμος Λευκωσίας ν. A.V.CH Turbo κ.ά. (2008) 3 Α.Α.Δ. 330). Η θέση του καθ΄ ου ότι ο αιτητής θα δύναται να προσβάλει το συνακόλουθο αποτέλεσμα της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου στην ενδεχόμενη άρνηση παροχής εισόδου σε φοιτητές προτιθέμενους να φοιτήσουν στο κολέγιο του αιτητή, είναι ορθή. Προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορούν και οι υποθέσεις The Philips College v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 129 και M.K.C. City College Λάρνακα ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1161/09, ημερ. 30.12.2010.
Από την άλλη, η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν έχει μεταβάλει ποσώς τις υποχρεώσεις ή δικαιώματα του αιτητή ώστε να δύναται, κατά το Άρθρο 146 του Συντάγματος, να την προσβάλει, (δέστε Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd - πιο πάνω - και Γεναγρίτης ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ.). Η αναγκαιότητα των συντεντεύξεων για ενδεχόμενους αλλοδαπούς φοιτητές για τα ΙΣΤΕ παραμένει η ίδια όπως και κατά την προηγούμενη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 67.762 ημερ. 6.10.2008, όταν η διαφοροποίηση που γινόταν τότε ήταν μεταξύ των ιδιωτικών κολεγίων και των ιδιωτικών πανεπιστημίων. Τα μεν πρώτα όφειλαν να ακολουθούν την απόφαση ότι οι συνεντεύξεις των φοιτητών διενεργούνται από λειτουργούς του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, τα δε δεύτερα ότι έχουν την ευθύνη των συνεντεύξεων για τους δικούς τους φοιτητές. Με την προηγούμενη ακόμη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αριθμό 59.377 ημερ. 4.2.2004 υπήρχε και πάλι διαχωρισμός μεταξύ των ιδιωτικών κολεγίων ή των ΙΣΤΕ και των ιδιωτικών πανεπιστημίων με τη διαφορά ότι για τα ΙΣΤΕ οι συνεντεύξεις των αλλοδαπών φοιτητών διενεργούνταν από λειτουργούς της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης.
Με την προσβαλλόμενη τέλος απόφαση έγινε έτι περαιτέρω διαχωρισμός κατά τρόπο ώστε μόνο τα ΙΣΤΕ με μη αξιολογημένα προγράμματα να υπόκεινται στη διαδικασία των συνεντεύξεων από λειτουργούς του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, ενώ τα ΙΣΤΕ με αξιολογημένα προγράμματα εντάχθηκαν, όπως και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, στα εκπαιδευτικά εκείνα ιδρύματα που αναλαμβάνουν τα ίδια τις συνεντεύξεις για τους φοιτητές τους. Έπεται ότι ως προς τον αιτητή του οποίου το κολέγιο παραμένει μη αξιολογημένο σε προγράμματα σπουδών εκτός από τις σπουδές αισθητικής, ουδόλως άλλαξε προς το δυσμενέστερο η όλη διαδικασία εφόσον και προηγουμένως και τώρα, οι υποψήφιοι φοιτητές για το κολέγιο αυτό υπόκειντο και υπόκεινται σε συνεντεύξεις από λειτουργούς του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού.
Ως προς την απόφαση A.C. Travel Planners College of Tourism and Hotel Management κ.ά. ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω - την οποία επικαλείται ο αιτητής ως προηγούμενο όπου το ζήτημα της μη εκτελεστής διοικητικής πράξης ως προδικαστικό θέμα απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, παρατηρείται ότι με πολύ λακωνικό τρόπο το Δικαστήριο στην εν λόγω υπόθεση και χωρίς οποιαδήποτε εξήγηση, αποφάσισε ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου του 2008 ήταν εκτελεστή διοικητική πράξη για τους λόγους που εξέθεσε ο συνήγορος των αιτητών, οι οποίοι λόγοι όμως δεν αναφέρονται. Με όλη την εκτίμηση, επομένως, προς την εν λόγω απόφαση, το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να συμφωνήσει με τη θέση αυτή για τους λόγους που έχουν εκτενώς καταγραφεί ανωτέρω. Να σημειωθεί ότι εναντίον της απόφασης στην υπ΄ αρ. 141/2009 προσφυγή, καταχωρήθηκε η Α.Ε. 139/2010, η οποία ακόμη εκκρεμεί.
Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική πράξη, ο δε αιτητής δεν διατηρεί έννομο συμφέρον να την προσβάλει, να συμπληρωθεί πολύ συνοπτικά ότι ουδεμία άνιση μεταχείριση παρατηρείται μεταξύ των ΙΣΤΕ με αξιολογημένα προγράμματα και των ΙΣΤΕ χωρίς αξιολογημένα προγράμματα και επομένως τα δεδομένα των δύο περιπτώσεων είναι πολύ διαφορετικά ώστε να γίνονται εύλογα οι σχετικές διαφοροποιήσεις ως προς τον τρόπο των συνεντεύξεων των φοιτητών. Παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε στην προαναφερθείσα υπόθεση υπ΄ αρ. 141/2009, με το σκεπτικό της οποίας στο συγκεκριμένο ζήτημα καταγράφεται συμφωνία και σχετική είναι και πάλι η υπόθεση M.K.C. City College Λάρνακα ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω -. Δεν απαγορεύεται διαφορετική ρύθμιση όταν η αντικειμενική εκτίμηση των πραγμάτων θεμελιώνει εγγενώς τη διαφορετικότητα. Εύλογη διάκριση δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας, (Republic v. Christoudia (1988) 3 C.L.R. 2622, Γιασεμίδου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Στροβόλου (Αρ. 2) (1996) 3 Α.Α.Δ. 491 και Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. Αντένα Λτδ (2005) 3 Α.Α.Δ. 383). Δεν χρειάζεται να λεχθεί οτιδήποτε άλλο πέραν του ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ουσιαστικά η αναπαραγωγή της πολιτικής βούλησης του κράτους στο θέμα.
Ενόψει των ανωτέρω, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ του καθ΄ ου, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ