ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1049/2011)
15 Φεβρουαρίου 2013
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. D.F. IACOVOU GROUP LIMITED,
2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΑΚΩΒΟΥ,
Αιτητές
- ΚΑΙ -
ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΤΑΞΕΩΣ,
2. ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση
-------------------------------------
Κ. Σαβεριάδης, για τους Αιτητές.
Ρ. Παπαέτη (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
-----------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στους αιτητές είχε χορηγηθεί άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφαλείας με ημερομηνία 20.10.2010 για περίοδο ενός χρόνου μέχρι τις 19.10.2011. Η άδεια αυτή είχε δοθεί από τον Αρχηγό Αστυνομίας ως το κατά νόμο αρμόδιο πρόσωπο.
Πριν τη λήξη της πιο πάνω χρονικής περιόδου, ο Αρχηγός Αστυνομίας με επιστολή του ημερ. 2.3.2011 προς τους αιτητές ανακάλεσε την άδεια ίδρυσης και λειτουργίας των αιτητών 1, για λόγους που αναφέρονταν στο συνημμένο στην επιστολή πρακτικό, το οποίο κατέγραφε ότι στη βάση πληροφοριών που κατείχε η αστυνομία, η άδεια ανακαλείτο γιατί δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 7(1) του Νόμου και ειδικότερα, και πάλι στη βάση πληροφοριών, διότι ο αιτητής 2, διευθυντής των αιτητών 1, δεν κρίθηκε κατάλληλο πρόσωπο σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 7(1)(η) του Νόμου, ενώ επιπρόσθετα δεν πληρούντο ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου11(1) του Νόμου. Η άδεια ανακλήθηκε με βάση τις εξουσίες που παρέχονται στον Αρχηγό Αστυνομίας από το άρθρο 13(4) του Νόμου. Οι αιτητές πληροφορήθηκαν ταυτόχρονα ότι είχαν δικαίωμα άσκησης ιεραρχικής προσφυγής στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, εντός 30 ημερών από την ειδοποίηση της ανάκλησης.
Στις 23.3.2011 ασκήθηκε, υπό τύπο επιστολής, ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού Δικαιοσύνης στην οποία οι αιτητές διερωτώντο ως προς το λόγο της ανάκλησης της χορηγηθείσας άδειας, εφόσον τίποτε δεν είχε αλλάξει σχετικά με το άτομο του αιτητή 2, από την ημερομηνία χορήγησης της άδειας στις 20.10.2010 μέχρι τις 8.3.2011, ημερομηνία της ανάκλησης. Σημειώθηκε στην εν λόγω επιστολή, ότι ο αιτητής 2 δεν βαρυνόταν με οτιδήποτε το επιλήψιμο που να τον κατέτασσε σε οποιαδήποτε κατηγορία ατόμων που αναφέρονται στις διάφορες υποπαραγράφους του άρθρου 7(1) του Νόμου.
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως με απόφαση του ημερ. 24.5.2011, απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή. Καθώς έκρινε, ο Αρχηγός Αστυνομίας ορθά ανακάλεσε την άδεια υπό το φως του γεγονότος ότι ο αιτητής 2, από τη μελέτη των πληροφοριών που κατείχε η Αστυνομία και οι οποίες δεν μπορούσαν να αποκαλυφθούν για λόγους δημοσίας τάξεως, δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 7(1)(η), δηλαδή, δεν κρινόταν κατάλληλο πρόσωπο να ασκήσει το επάγγελμα του φύλακα. Ο Υπουργός αναφέρθηκε και στο άρθρο 11(1) του Νόμου στη βάση του οποίου ουδεμία άδεια ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας χορηγείται σε συνεταιρισμό ή εταιρεία, αν οι διευθυντές, γραμματέας ή μέτοχοι αυτών δεν πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 7(1).
Με την προσφυγή τους οι αιτητές επιδιώκουν την ακύρωση της απόφασης του Υπουργού σημειώνοντας το αντιφατικό, κατά την κρίση τους, να είχε εκδοθεί η άδεια μετά από την ικανοποίηση του Αρχηγού Αστυνομίας ως προς όλα τα σχετικά νομοθετικά κριτήρια, αλλά στη συνέχεια να ανακαλείται χωρίς ιδιαίτερη εξήγηση και χωρίς οι αιτητές από την ημερομηνία ίδρυσης και παροχής άδειας στην εταιρεία τους να είχαν υποπέσει σε οποιοδήποτε ποινικό ή πειθαρχικό αδίκημα, έχοντας συμβληθεί μόνο με σχολεία και υπεραγορές για σκοπούς ασφάλειας αποφεύγοντας οποιαδήποτε επαφή και οτιδήποτε σχετίζεται με νυκτερινές εργασίες.
Περαιτέρω, οι αιτητές και ιδιαίτερα ο αιτητής 2, ουδέποτε πριν την ανάκληση οχλήθηκε από οποιονδήποτε και ουδέποτε του ζητήθηκε να δώσει οποιεσδήποτε εξηγήσεις για οποιοδήποτε θέμα. Επομένως, οι αιτητές δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν σε τι συνίστανται οι εμπιστευτικές πληροφορίες που δόθηκαν στην αστυνομία, οι οποίες και δεν αποκαλύφθηκαν, με αποτέλεσμα οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος ως προς τη μη αποκάλυψη τους, να παραμένουν αόριστοι και αιωρούμενοι. Η ανάκληση αποστέρησε από τους αιτητές του συνταγματικού δικαιώματος τους να διεξάγουν νόμιμο επάγγελμα στη βάση ατεκμηρίωτων πληροφοριών, η δε ανάκληση προκάλεσε σημαντικές ζημιές στους αιτητές ενόψει της επένδυσης που έκαναν για την εργασία τους.
Οι καθ΄ ων απαντούν ότι καθόλα νόμιμα λήφθηκε η απόφαση του Αρχηγού Αστυνομίας και ορθά απερρίφθη η ιεραρχική προσφυγή ενόψει της εφαρμογής των προνοιών του άρθρου 13(4) του Νόμου, στη βάση των σχετικών ερευνών που διενήργησε η Αστυνομία με αφορμή εμπιστευτικές πληροφορίες και οι οποίες πληροφορίες δεν μπορούν να αποκαλυφθούν λόγω δημοσίου συμφέροντος. Επομένως, δεν έχει σχέση η επίκληση των αιτητών προς ακύρωση της πράξης ότι το δημόσιο συμφέρον δεν περιλαμβάνεται στους λόγους που καθορίζονται στο άρθρο 7 του Νόμου, διότι το δημόσιο αυτό συμφέρον συναρτάτο με την μη αποκάλυψη των πληροφοριών.
Σύμφωνα με τους καθ΄ ων, το επάγγελμα του φύλακα ή ιδιώτη φύλακα είναι ιδιαίτερα σοβαρό και υπεύθυνο, άπτεται άμεσα της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, οι δε πληροφορίες που διοχετεύθηκαν στον Αρχηγό Αστυνομίας, ως εκ της θέσης του, πρέπει να παραμείνουν εμπιστευτικές, παρόλο που είναι καταχωρημένες σε απόρρητους φακέλους της αστυνομίας, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να αποκαλυφθούν για λόγους δημοσίας τάξεως, αλλά και για να μην βλαβεί το υπηρεσιακό συμφέρον και/ή συμφέρον του τρίτου προσώπου που παρείχε τις εμπιστευτικές αυτές πληροφορίες στην Αστυνομία. Γι΄ αυτό, ο τροποποιητικός Νόμος 101(Ι)/2011 προσέθεσε νέα παράγραφο 4 στο άρθρο 11, δίνοντας στον Αρχηγό της Αστυνομίας το δικαίωμα να αρνείται την έκδοση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφαλείας για λόγους που αφορούν τη δημόσια τάξη ή ασφάλεια του κράτους, χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία.
Οι καθ΄ ων επίσης ισχυρίζονται ότι το δικαίωμα περιορισμού της άσκησης επαγγέλματος είναι συμβατό και με το Άρθρο 25.2 του Συντάγματος, όπου λόγοι δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας τάξης μπορούν να οδηγήσουν στον περιορισμό του δικαιώματος αυτού. Κατά τα υπόλοιπα, οι αιτητές έχουν το βάρος της απόδειξης των ισχυρισμών τους ότι θα πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη, ενώ από την αγόρευση τους προκύπτει ότι γνωρίζουν ουσιαστικά το λόγο γιατί ο Αρχηγός Αστυνομίας έκρινε τον αιτητή 2, ως μη κατάλληλο πρόσωπο συμφώνως των προνοιών του άρθρου 7(1)(η) του Νόμου.
Ο σχετικός Νόμος είναι ο περί Ιδιωτικών Γραφείων Παροχής Υπηρεσιών Ασφάλειας Νόμος αρ. 125(Ι)/2007, ως τροποποιήθηκε. Δυνάμει αυτού, ο Αρχηγός Αστυνομίας τηρεί Μητρώο Εγγραφής Ιδιωτικών Γραφείων Παροχής Υπηρεσιών Ασφάλειας, οι δε υπηρεσίες ασφάλειας δύνανται να προσφέρονται, δυνάμει του άρθρου 4, για αριθμό δραστηριοτήτων που δεν καλύπτονται, κατ΄ αποκλειστικότητα και δυνάμει νόμου, από κρατικούς οργανισμούς, τμήματα ή υπηρεσίες. Η άσκηση του επαγγέλματος φύλακα και ιδιώτη φύλακα διέπεται από το Μέρος ΙΙΙ του Νόμου, χορηγείται δε άδεια εφόσον υποβάλλεται αίτηση δυνάμει του άρθρου 6(1) στο έντυπο που καθορίζει ο Αρχηγός και πληροί τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 7 του Νόμου. Εφόσον ο Αρχηγός θεωρήσει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις, εκδίδει σχετική άδεια αφού καταβληθεί το νενομισμένο τέλος.
Η διάρκεια ισχύος της άδειας σε ιδιώτη φύλακα είναι πενταετής, δυνάμει του άρθρου 13(1) του Νόμου, άδεια όμως που δίδεται για ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας είναι μονοετής, δυνάμει του άρθρου 13(3), και ανανεώνεται ετησίως με την καταβολή του καθοριζομένου τέλους. Τέλος, σε ό,τι αφορά τα επίδικα γεγονότα, προνοείται στο Μέρος V, ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό για άτομα των οποίων η αίτηση που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 6, ή, δυνάμει του άρθρου 9, απορρίπτεται ή όπου η χορηγηθείσα άδεια ανακαλείται ή δεν ανανεώνεται δυνάμει του άρθρου 13. Προνοείται στο άρθρο 12(5), ότι ο Υπουργός εξετάζει την ιεραρχική προσφυγή εντός 30 ημερών από της υποβολής της, δύναται δε, εάν αυτό κριθεί σκόπιμο, να ακούσει τον ιεραρχικώς προσφεύγοντα ή οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα.
Κρίνεται, έχοντας υπόψη τα δεδομένα της υπόθεσης, ότι η προσβαλλόμενη πράξη πρέπει να ακυρωθεί. Όπως είναι διατυπωμένες οι νομοθετικές διατάξεις, η δυνατότητα ανάκλησης χορηγηθείσας άδειας αναφέρεται μόνο στα άρθρα 12, 13(3Α) και 13(4). Το άρθρο 12, ρυθμίζει τα της ιεραρχικής προσφυγής και παραπέμπει στην απόφαση του Αρχηγού να απορρίπτει αίτηση δυνάμει του άρθρου 9, ή, να ανακαλεί ή να μην ανανεώνει άδεια δυνάμει του άρθρου 13. Από αυτές τις αποφάσεις του Αρχηγού, χωρεί ιεραρχική προσφυγή στον Υπουργό. Από την απορριπτική απόφαση του Υπουργού επιβεβαιώνεται ότι η ανάκληση της χορηγηθείσας άδειας έγινε από τον Αρχηγό στη βάση των εξουσιών του δυνάμει του άρθρου 13(4) του Νόμου. Αυτό άλλωστε ήταν όντως το άρθρο που χρησιμοποιήθηκε από τον Αρχηγό στο τηρηθέν Πρακτικό το οποίο ήταν συνημμένο στην επιστολή του ημερ. 8.3.2011, με την οποία οι αιτητές πληροφορήθηκαν για την ανάκληση της άδειας τους.
Το άρθρο 13(4) (το οποίο αποτελούσε μέρος της αρχικής νομοθεσίας), έχει ως εξής:
«(4) Η άδεια που χορηγείται σε φύλακα ή ιδιώτη φύλακα ή για την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφαλείας δύναται να ανακληθεί από τον Αρχηγό οποτεδήποτε παύσει να υφίσταται οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε ή το πρόσωπο στο οποίο χορηγήθηκε η άδεια παραβεί οποιοδήποτε όρο που επιβλήθηκε κατά τη χορήγησή της ή το ιδιωτικό γραφείο παροχής υπηρεσιών ασφάλειας παραλείψει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθρου 11 ή η ανάκληση δικαιολογείται για λόγους δημοσίου συμφέροντος δεόντως αιτιολογημένους.»
Το εδάφιο (4), λοιπόν, προνοεί για τέσσερεις περιπτώσεις στις οποίες η ανάκληση είναι δυνατή: (i) όταν παύσει να υφίσταται οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια, (ii) το πρόσωπο στο οποίο χορηγήθηκε η άδεια είχε παραβεί επιβληθέντα κατά τη χορήγηση όρο, (iii) το ιδιωτικό γραφείο παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθρου 11 και (iv) η ανάκληση δικαιολογείται για λόγους δημοσίου συμφέροντος δεόντως αιτιολογημένους.
Είναι πρόδηλο από τους λόγους ανάκλησης της άδειας που επαναλαμβάνονται στην απορριπτική απόφαση του Υπουργού, ότι κανένας δεν είναι δυνατό να υποστηρίξει την προσβαλλόμενη πράξη. Σημειώνεται αμέσως ότι οι προϋποθέσεις (ii) και (iii) δεν αποτέλεσαν το κριτήριο ανάκλησης εφόσον οι καθ΄ ων δεν αναφέρθησαν σε οποιαδήποτε παράβαση όρου, ούτε σε παράλειψη συμμόρφωσης με τις πρόνοιες του άρθρου 11, ως είχε πριν την τροποποίηση του με τον Νόμο αρ. 101(Ι)/2011, στην οποία θα γίνει αναφορά αργότερα.
Με δεδομένο ότι η άδεια είχε χορηγηθεί για ένα έτος και ίσχυε μέχρι 19.10.2011, η επίκληση από τους καθ΄ ων της παρ. (η) του εδαφίου (1) του άρθρου 7, ότι, δηλαδή, ο αιτητής 2 κρίθηκε ακατάλληλο πρόσωπο, ήταν τουλάχιστον ατυχής, διότι η παρ. (η), είναι μία από τις προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιείται πριν τη χορήγηση της άδειας. Οι εναρκτήριες πρόνοιες του άρθρου 7(1) εισάγουν τις προϋποθέσεις μη χορήγησης άδειας από τον Αρχηγό, εννοείται βέβαια, εξετάζοντας την αίτηση που υποβάλλεται κατά το άρθρο 6. Ο Αρχηγός ικανοποιήθηκε ως προς όλες τις προϋποθέσεις του άρθρου 7, συμπεριλαμβανόμενης και της καταλληλότητας του προσώπου του αιτητή 2, να ασκεί το επάγγελμα φύλακα ή ιδιώτη φύλακα.
Έπεται, ότι η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 13(4), δεν πληρούται διότι δεν έχει καταδειχθεί ότι έχει «παύσει να υφίσταται», η προϋπόθεση της καταλληλότητας. Ο Αρχηγός αποφασίζοντας την ανάκληση αναφέρθηκε στον ενεστώτα χρόνο ότι, δηλαδή, «δεν κρίνεστε κατάλληλο πρόσωπο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 7(1)(η) του υπό αναφορά Νόμου.» Ο αιτητής 2, όμως, είχε ήδη κριθεί προ μερικών μηνών ως κατάλληλος. Οι καθ΄ ων όφειλαν να δώσουν σαφείς και συγκεκριμένους λόγους οι οποίοι τους οδήγησαν μεταγενέστερα να ανακαλέσουν την άδεια, η οποία ήταν μια ευμενής διοικητική απόφαση υπέρ των αιτητών, μόλις λίγους μήνες προηγουμένως.
Οι καθ΄ ων εισηγούνται στην αγόρευση τους ότι η πλήρωση των προσόντων την πρώτη φόρα όταν χορηγήθηκε η άδεια δεν εξυπακούει ή δεν «.. τεκμαίρεται ότι τα πληρούν και για σκοπούς ανανέωσης ..» (παρ. 3.3 αγόρευσης). Υπενθυμίζεται όμως εδώ ότι η απόφαση δεν λήφθηκε κατά το χρόνο ανανέωσης, αλλά προηγουμένως, στη βάση ανάκλησης, πριν τη λήξη της περιόδου ισχύος της απόφασης.
Η επίκληση αόριστων πληροφοριών που κατέχει η αστυνομία, που οδηγούν στο συμπέρασμα, εν μέσω ισχύος μάλιστα της άδειας, ακαταλληλότητας δεν είναι δυνατόν να αποτελεί αιτιολογία στο διοικητικό δίκαιο. Πουθενά στο Νόμο δεν παρέχεται το δικαίωμα είτε στον Αρχηγό, είτε στον Υπουργό να μην αποκαλύπτουν τις πληροφορίες που οδηγούν στην παραγωγή της διοικητικής πράξης, ιδιαιτέρως όταν πρόκειται για ανάκληση νόμιμης πράξης. Οι καθ΄ ων στην προσβαλλόμενη πράξη δεν ισχυρίζονται ότι οι αιτητές συνέβαλαν με οποιοδήποτε τρόπο στην έκδοση και χορήγηση της άδειας λειτουργίας κατά τρόπο που να την καθιστούσε παράνομη, ώστε να ήταν δυνατή η ανάκληση έστω και μετά από παρέλευση ευλόγου χρόνου, (Ν.Ε. Κλαππής & Υιός Λτδ ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 396).
Εδώ υπήρχε διοικητική πράξη νόμιμη κατά την παραγωγή της. Επομένως η αιτιολογία της ανάκλησης νόμιμης πράξης έπρεπε να ήταν σαφής και συγκεκριμένη και, όπως εξηγείται και στον Δαγτόγλου: «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο» 5η έκδ., σελ. 385-486 παρ. 716, νόμιμες διοικητικές πράξεις που δημιουργούν δικαιώματα ιδιωτών ή πραγματικές καταστάσεις μπορούν να ανακληθούν κατ΄ αρχήν μόνο για λόγους «επιτακτικού δημόσιου συμφέροντος». Η στάθμιση, όμως, όπως εξηγείται, μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου συμφέροντος «. πρέπει .. να ικανοποιεί ακόμη αυστηρότερα κριτήρια από την περίπτωση ανακλήσεως παράνομης πράξεως.».
Εδώ υπάρχει μια κυκλοτερής σκέψη στην απόφαση της διοίκησης. Η προσβαλλόμενη πράξη, όπως αναφέρθηκε, παραπέμπει στην ακαταλληλότητα του αιτητή 2, δυνάμει του άρθρου 7(1)(η) του Νόμου και ταυτόχρονα στο άρθρο 11(1) του Νόμου, το οποίο όμως και πάλι σχετίζεται με την αρχική χορήγηση άδειας ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας. Με άλλα λόγια, η επίκληση του άρθρου 11(1) του Νόμου τόσο από τον Αρχηγό, όσο και από τον Υπουργό κατά την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής, δεν προσθέτει οτιδήποτε περαιτέρω όπως πολύ ορθά εντοπίζουν οι συνήγοροι του αιτητή κατά την ιεραρχική προσφυγή.
Όπως έχει λεχθεί και προηγουμένως, ανακλήθηκε στην ουσία η ευμενής προηγούμενη διοικητική απόφαση υπέρ των αιτητών με τη χορήγηση σ΄ αυτούς της σχετικής άδειας με επίκληση πληροφορίες που κατείχε η Αστυνομία και οι οποίες δεν μπορούσαν να αποκαλυφθούν για λόγους δημοσίας τάξεως. Έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω ότι πουθενά δεν παρέχεται δικαίωμα μη αποκάλυψης πληροφοριών στις οποίες εδράζεται η ανάκληση της ευμενούς διοικητικής πράξης. Αυτή η θέση επιβεβαιώνεται και από το ίδιο το άρθρο 13(4), το οποίο, κατά την τέταρτη διαζευτική προϋπόθεση του, επιτρέπει την ανάκληση όταν αυτή δικαιολογείται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, δεόντως όμως αιτιολογημένους. Η προσβαλλόμενη πράξη, όμως, δεν εδράζεται καν στην ύπαρξη λόγων δημόσιου συμφέροντος για την ανάκληση της προηγούμενης χορηγηθείσας άδειας. Εάν αυτή ήταν η βάση της ανάκλησης θα έπρεπε το δημόσιο συμφέρον να αιτιολογηθεί δεόντως, όπως ακριβώς προνοεί το άρθρο 13(4), πράγμα το οποίο δεν έγινε και επομένως δεν μπορεί τώρα να ελεγχθεί οτιδήποτε από το αναθεωρητικό Δικαστήριο. Η απόφαση όπως λήφθηκε στηρίχθηκε στην ακαταλληλότητα του αιτητή 2, ο οποίος εκ των υστέρων κρίθηκε ως μη κατάλληλο άτομο για να ασκήσει το επάγγελμα του φύλακα. Υπό πλάνη λοιπόν λήφθηκε η απόφαση της ανάκλησης μιας καθόλα νόμιμης πράξης και υπόκειται σε ακύρωση, (Temco Panel Advertisements Ltd v. Δήμου Στροβόλου (2008) 3 Α.Α.Δ. 143).
Οι καθ΄ ων θα έπρεπε πρόσθετα να θέσουν ενώπιον των αιτητών τις όποιες πληροφορίες είχαν συλλέξει ώστε να δοθεί σε αυτούς το δικαίωμα να τοποθετηθούν δεόντως. Όπως αναφέρεται στον Δαγτόγλου - πιο πάνω - το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης του ιδιώτη που υπάρχει στην περίπτωση ανάκλησης παράνομης ευμενούς πράξεως, ισχύει «... κατά μείζονα λόγο επί ανακλήσεως νόμιμων ευμενών πράξεων.». Αυτή η αρχή θα πρέπει να ακολουθηθεί και στην υπό κρίση περίπτωση διαφορετικά θα ήταν δυνατό να ανακαλούνται άδειες στη βάση πληροφοριών από τρίτους που εκ των υστέρων περιέρχονται στην αντίληψη της διοίκησης και οι οποίες όμως πληροφορίες μπορεί να προέρχονται από άτομα που έχουν αντίθετο συμφέρον οικονομικό ή άλλο από τους αιτητές ή να είναι και απλά υποβολιμαία ή και σκόπιμα και χωρίς να περιέχουν ίχνος αληθείας. Παρατηρείται εδώ ότι οι αιτητές στην ιεραρχική προσφυγή τους έθεσαν εαυτούς στη διάθεση του Υπουργού για περαιτέρω εξηγήσεις, χωρίς όμως ποτέ να κληθούν να καταθέσουν οτιδήποτε από τον Υπουργό. Βεβαίως, ο Υπουργός δυνητικά είναι που ακούει τον ενώπιον του προσφεύγοντα κατά το εδάφιο (5) του άρθρου 12. Αλλά, εδώ δεν τέθηκαν στοιχεία από τους ίδιους τους αιτητές ώστε ενώπιον του Υπουργού να μην χρειαζόταν ενδεχομένως, κατά την κρίση του, να προστεθεί οτιδήποτε. Οι πληροφορίες που οδήγησαν στην ανάκληση, προήλθαν από τρίτους. Και ο Υπουργός, ως ιεραρχικό όργανο που δεν εξετάζει την ιεραρχική προσφυγή υπό τύπο έφεσης, αλλά υπό τύπο επανεξέτασης εξ αρχής ώστε να καταλήξει στα δικά του ανεξάρτητα συμπεράσματα, (Tsouloftas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 431 κ.ά.), ενδείκνυτο να θέσει τις πληροφορίες αυτές και στους αιτητές ώστε να λάβει και τις δικές τους απόψεις.
Το ότι στον κατατεθέντα διοικητικό φάκελο αναφέρονται κάποια στοιχεία και ονόματα και η κατ΄ ισχυρισμόν διασύνδεση των αιτητών με αυτά, δεν προωθούν τη θέση των καθ΄ ων, καθότι το Δικαστήριο δεν ασκεί πρωτογενή κρίση και ούτε μπορούν να τεθούν ενώπιον του στοιχεία που δεν είχαν οι ίδιοι οι αιτητές για να λάβουν επ΄ αυτών θέση. Το μεμπτό ήταν ότι δεν παρασχέθησαν οι όποιες πληροφορίες στους ίδιους τους αιτητές για να ακουστούν επ΄ αυτών πριν την παραγωγή της προσβαλλόμενης πράξης.
Οι καθ΄ ων αναφέρθησαν ως δικαιολογία για τη μη αποκάλυψη των πληροφοριών αυτών, στο άρθρο 37 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99. Το άρθρο αυτό δεν σχετίζεται με το υπό κρίση θέμα, εφόσον εκείνο το οποίο προνοεί είναι η δυνατότητα του διοικούμενου ή κάθε προσώπου που θίγεται από πράξη, να ζητά εγγράφως να του δοθεί πλήρες αντίγραφο αυτής. Το αρμόδιο διοικητικό όργανο, συμφώνως του άρθρου αυτού, μπορεί με αιτιολογημένη απόφαση του να απορρίψει ολόκληρο ή μέρος του αιτήματος αν η ικανοποίηση του «. παραβλάπτει το υπηρεσιακό συμφέρον ή το συμφέρον τρίτου προσώπου.».
Οι αιτητές δεν αιτήθηκαν οτιδήποτε δυνάμει του άρθρου 37. Δεν ζήτησαν δηλαδή να λάβουν πλήρες αντίγραφο της πράξης που τους έθιξε εφόσον η πράξη του Αρχηγού καταγράφηκε διεξοδικά στο τηρηθέν πρακτικό συνημμένο στην απόφαση του. Κατά την ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού επίσης δεν ζητήθηκε οτιδήποτε σχετικό δυνάμει του άρθρου 37. Απλώς αμφισβήτησαν την απόφαση του Αρχηγού να μη θεωρηθεί ο αιτητής 2, κατάλληλο πρόσωπο, εφόσον τίποτε δεν είχε διαφοροποιηθεί από την ημερομηνία χορήγησης της άδειας. Κατ΄ αρχάς, όπως εξηγείται και στον Δαγτόγλου - πιο πάνω - σελ. 328-332, υπάρχει δικαίωμα πρόσβασης στα διοικητικά στοιχεία ώστε να ασκείται αποτελεσματικά το δικαίωμα έννομης προστασίας. Το δικαίωμα αυτό μπορεί να περιοριστεί εάν δυσχεραίνεται ουσιωδώς η έρευνα δικαστικών, αστυνομικών ή στρατιωτικών αρχών σχετικά με την τέλεση εγκλήματος, αλλά όχι των διοικητικών αρχών, ιδιαιτέρως, όπως εδώ, όπου επίκεντρο της αυτεπάγγελτης κατ΄ ουσίαν απόφασης της διοίκησης, ήταν η επανεξέταση ενός δικαιώματος που δόθηκε στους αιτητές.
Ούτε είναι σχετικές οι πρόνοιες της παρ. 2 του Άρθρου 25 του Συντάγματος, ως προς την άσκηση του δικαιώματος εργασίας που μπορεί να περιοριστεί προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας, της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως. Οι καθ΄ ων δεν στηρίχθηκαν άλλωστε σε αυτούς τους νόμιμους περιορισμούς στην προσβαλλόμενη πράξη και, επομένως, δεν είναι εκ των υστέρων δυνατή η επίκληση τους. Κατά τα άλλα, στην αγόρευση τους οι καθ΄ ων ορθά επιβεβαιώνουν ότι τα κριτήρια του άρθρου 7 του Νόμου, πρέπει να πληρούνται πριν την έγκριση αίτησης.
Τέλος, η τροποποίηση στην οποία αναφέρονται οι καθ΄ ων στην αγόρευση τους με το Νόμο αρ. 101(Ι)/2011, που προσέθεσε τη νέα παρ. (4) στο άρθρο 11, που δίνει τη δυνατότητα στον Αρχηγό να αρνηθεί χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία την έκδοση άδειας λειτουργίας ιδιωτικού γραφείου παροχής υπηρεσιών ασφάλειας για λόγους που αφορούν ζητήματα που σχετίζονται με την ασφάλεια του κράτους ή τη δημόσια τάξη, ουδόλως εφαρμόζεται στην προσβαλλόμενη πράξη, εφόσον αυτή λήφθηκε στις 24.5.2011, ενώ η τροποποίηση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 29.7.2011, χωρίς να έχει βέβαια αναδρομική ισχύ. Άλλωστε, αφορά μόνο το στάδιο της έκδοσης και όχι μεταγενέστερα της ανάκλησης.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από το Πρωτοκολλητείο και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ