ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Υπόθεση Αρ. 595/2010)

 

24 Ιανουαρίου 2013 

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΔΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ,

Αιτητές

- ΚΑΙ -

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ

ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ,

Καθ΄ ων η αίτηση

-----------------------------------

Α.  Τσάρκατζης για Χρ. Πατσαλίδη, για τους Αιτητές.

Ρ. Παπαέτη (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

--------------------------------------

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Με αφορμή την αθώωση από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στην Ποινική Υπόθεση υπ΄ αρ. 17889/07 των εκεί κατηγορουμένων ιατρών, καθώς και του παραπονούμενου, ακολούθησε αρθρογραφία από το δημοσιογράφο Γιώργο Μιχαηλίδη στην εφημερίδα «Η Σημερινή» ημερ. 16.7.2009, κάτω από τον τίτλο «Αθωώθηκαν τέσσερεις γιατροί σε υπόθεση πατρότητας παιδιού». 

 

         Στο εν λόγω άρθρο αναφερόταν ότι το Δικαστήριο αθώωσε τέσσερεις γνωστούς γιατρούς στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα τους οποίους και κατονομάζει, οι οποίοι μαζί με έτερο πρόσωπο, το οποίο επίσης κατονομάζει, κατηγορούνταν ότι για περίοδο έξι ετών απέκρυβαν σε συνεργασία με τη σύζυγο του παραπονούμενου, αμφότερους τους οποίους επίσης κατονομάζει, ότι ο βιολογικός πατέρας του μικρότερου γιου του παραπονούμενου ήταν έτερο πρόσωπο και όχι ο ίδιος.  Στα πλαίσια της εν λόγω ειδησιογραφίας έγινε αναφορά και στη δέκατη κατηγορία, η οποία απέδιδε στους εκεί κατηγορούμενους ότι ενώ ήσαν δημόσιοι  ιατρικοί λειτουργοί  καταχράστηκαν την εμπιστοσύνη που τους έδειξε ο παραπονούμενος διότι του απέκρυψαν το γεγονός ότι ο μικρότερος υιός, ο οποίος κατονομάζεται επίσης, έπασχε από την ασθένεια Β΄ Ομόζυγο Θαλασσαιμίας, αναφέροντας ότι αυτός έπασχε από άλλη ασθένεια. 

         Η ονομαστική αναφορά στο όνομα του παιδιού και στην ασθένεια από την οποία αυτό έπασχε,  ευαισθητοποίησε την Επίτροπο Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού, η οποία με επιστολή της ημερ. 23.7.2009 προς την Επίτροπο Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, κάλεσε την τελευταία όπως προβεί στις δέουσες ενέργειες και μάλιστα άμεσα, σε σχέση με την ανεπίτρεπτη αποκάλυψη  ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, ήτοι, «... τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του παιδιού και της οικογένειας του και συγκεκριμένα δεδομένα υγείας του παιδιού, γενεολογικά δεδομένα και οικογενειακά δεδομένα», κατά παράβαση  του Νόμου αρ. 243/1990 ο οποίος κύρωσε τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού.

 

  Η Επίτροπος Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, (εφεξής «η Επίτροπος»), ανέλαβε έρευνα για το θέμα και αφού ζήτησε και έλαβε τη σχετική απόφαση του Δικαστηρίου, απηύθυνε σχετική επιστολή ημερ. 19.8.2009 προς τον αρχισυντάκτη της εφημερίδας «Σημερινή», στην οποία αφού αναφέρθηκε σε διάφορες πρόνοιες του περί  Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμος αρ. 138(Ι)/2001, (εφεξής «ο Νόμος»), ζήτησε την άποψη του παραλήπτη της επιστολής καταγράφοντας την εκ πρώτης όψεως θέση ότι η δημοσιοποίηση των ευαίσθητων δεδομένων του παιδιού έγινε κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, ενώ ήταν και ήταν υπερβολική αυτή η έκθεση της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του παιδιού σε συσχετισμό με τον επιδιωκόμενο σκοπό της ενημέρωσης του κοινού και αποκατάστασης του ονόματος των τεσσάρων ιατρών που αθωώθησαν από το Δικαστήριο. 

 

         Ουδεμία απάντηση δόθηκε από τον αρχισυντάκτη της «Σημερινής», στάση που εξακολούθησε να τηρεί παρά τις δύο υπενθυμητικές επιστολές που απέστειλε στη συνέχεια η Επίτροπος, ημερ. 9.10.2009 και 17.11.2009.   Στις 11.1.2010, η Επίτροπος απηύθυνε με το χέρι επιστολή στον εν λόγω αρχισυντάκτη στην οποία έγινε αναφορά στο ιστορικό της υπόθεσης, με ταυτόχρονη καταγραφή της θέσης της Επιτρόπου ότι όντως υπήρξε παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, όπως αυτή προνοείται στο άρθρο 4(1)(γ) του Νόμου.  Ο αρχισυντάκτης της «Σημερινής», καλείτο εν κατακλείδι όπως εντός τριών εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της επιστολής, αναφέρει τους λόγους για τους οποίους δεν θα έπρεπε να επιβληθεί οποιαδήποτε διοικητική κύρωση.

 

  Και πάλι δεν λήφθηκε οποιαδήποτε απάντηση, με αποτέλεσμα η Επίτροπος να αποφανθεί στις 26.2.2010 ότι υπήρξε παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και δεδομένου ότι δεν δόθηκαν οποιοιδήποτε λόγοι για τους οποίους δεν θα έπρεπε να επιβληθεί οποιαδήποτε κύρωση, η Επίτροπος ενεργώντας στη βάση των διατάξεων του άρθρου 25(1)(β) του Νόμου, επέβαλε τη χρηματική ποινή των €3.000, εισπρακτέα ως αστικό χρέος, ως πληροφόρησε τον αρχισυντάκτη με την επιστολή της ημερ. 26.2.2010, με την οποία του κοινοποιήθηκε η απόφαση της. 

 

         Οι αιτητές που είναι, ως έγινε τελικώς δεκτό και από τη Δημοκρατία κατά τις διευκρινίσεις, αποσυρομένης σχετικής προδικαστικής ένστασης, οι ιδιοκτήτες της εφημερίδας «Σημερινή», επιδιώκουν με την υπό κρίση προσφυγή την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και του συνακόλουθου διοικητικού προστίμου.  Κύριο έρεισμα της θέσης τους, αποτελεί η εσφαλμένη απόφαση της Επιτρόπου να θεωρήσει ότι στην περίπτωση δεν τύγχαναν εφαρμογής οι πρόνοιες του άρθρου 6(2)(θ) του Νόμου που επιτρέπει, κατ΄ εξαίρεση, τη συλλογή και επεξεργασία ευαίσθητων δεδομένων για δημοσιογραφικούς σκοπούς, έχοντας υπόψη ότι ευαίσθητα δεδομένα περιλαμβάνουν και αυτά που αφορούν την υγεία και τα σχετικά με ποινικές διώξεις και καταδίκες.  Η Επίτροπος, κατά τους αιτητές, λανθασμένα και αναιτιολόγητα στήριξε την απόφαση της σε δήθεν έκθεση της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, ενώ το άρθρο 6(2)(θ) αφορά την παραβίαση του δικαιώματος προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.

 

 Περαιτέρω, οι αιτητές απλώς δημοσιοποίησαν τα όσα απαγγέλθηκαν δημοσίως σε δικαστική απόφαση, η οποία και αποτελεί δημόσιο έγγραφο και, επομένως, όσα δημοσιεύθηκαν αναφορικά με τον ανήλικο από την εφημερίδα είχαν ήδη δημοσιευθεί από το Δικαστήριο στα πλαίσια ποινικής υπόθεσης.  Με άλλα λόγια, οι αιτητές, κατά τον ισχυρισμό τους, «... δεν εισχώρησαν παράνομα εις την ιδιωτική ζωή του ανηλίκου δημοσιεύοντας δεδομένα που αφορούν την υγεία του».  Ούτε και εξηγεί η Επίτροπος με ποιο τρόπο εξετέθη η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του ανηλίκου, εφόσον η όποια αναφορά έγινε στα πλαίσια δημοσιογραφίας. Ούτε και υπερβολική ή και δυσανάλογη με τον επιδιωκόμενο σκοπό ήταν η δημοσιογραφική κάλυψη, εφόσον τα δεδομένα υγείας του ανηλίκου ήταν αναγκαία έχοντας υπόψη ότι η 10η κατηγορία που αντιμετώπιζαν οι γιατροί αφορούσε ακριβώς στο ότι αυτοί απέκρυψαν το γεγονός ότι ο ανήλικος έπασχε από την ασθένεια Β΄ Θαλασσαιμίας.  Κατά τους αιτητές, από τη στιγμή που η υπόθεση ήταν ενδιαφέρουσα από δημοσιογραφικής άποψης, δεν θα μπορούσε να ενημερωθεί επαρκώς το κοινό χωρίς αναφορά στη φύση της υπόθεσης, στις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν οι γιατροί και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι και πώς αυτοί συνδέονταν μεταξύ τους. 

 

         Οι αιτητές, τέλος, παραπονούνται για παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης υπό το φως του γεγονότος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκδόθηκε μετά από δημόσια συνεδρία, ούτε και η ποινή επεβλήθη μετά από δημόσια ακρόαση.  Αυτό, κατά παράβαση σχετικής νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας στην υπόθ. αρ.3319/2010, το οποίο καθοδηγήθηκε από αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που περιλαμβάνουν και την αρχή της δημοσιότητας των συνεδριάσεων, (B και P v. Ηνωμένου Βασιλείου υποθ. αρ. 36337/97 και 35974/97 ημερ. 4.4.20012, Brugger v. Αυστρίας , υπόθ. αρ. 12643/02, ημερ. 21.9.2006 και Martinie v. Γαλλίας, υπόθ. αρ. 58675/2000).

 

         Η Επίτροπος στη δική της αγόρευση αντιπαραθέτει το επιχείρημα ότι ορθά απεφασίσθη ότι οι διατάξεις του άρθρου 6(2)(θ) δεν ισχύουν, διότι η δημοσιοποίηση των δεδομένων της υγείας του ανήλικου έχει πράγματι εκθέσει την ιδιωτική και οικογενειακή του ζωή εφόσον έχει παραβιάσει το δικαίωμα προστασίας αυτών, όπως προνοείται στο ίδιο  το εδάφιο (2)(θ) του άρθρου 6.  Η έκθεση της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής συνιστά ταυτόχρονα και παραβίαση του δικαιώματος προστασίας αυτής της ζωής και δεν μπορούν οι αιτητές να καλυφθούν πίσω από τη θεώρηση ότι το δημοσίευμα αποτελούσε μέρος δικαστικής απόφασης, διότι κανένα απολύτως δημοσιογραφικό σκοπό δεν εξυπηρετούσε η δημοσιοποίηση του ονόματος του ανηλίκου.  Το δημοσίευμα, κατά την Επίτροπο, θα μπορούσε να επιτύχει το σκοπό του χωρίς την καταγραφή των ονομάτων του ανηλίκου και των γονιών του διότι ουδόλως ενδιέφερε το κοινό και κανένα δημοσιογραφικό σκοπό δεν ήταν δυνατό να εξυπηρετεί η αναφορά σε συγκεκριμένα ονόματα.  Έπεται ότι η δημοσιοποίηση του ονόματος του ανηλίκου και της ασθένειας αυτού, ήταν δυσανάλογη προς τον σκοπό της δημοσιογραφικής ανταπόκρισης. 

         Όσον αφορά την κατ΄ ισχυρισμό παραβίαση των αρχών της δίκαιης δίκης και της μη δημοσιότητας της όλης διαδικασίας, η Επίτροπος εισηγείται ότι αυτή ενεργεί όχι ως Δικαστήριο, αλλά κατ΄ ουσίαν ως διοικητικό όργανο ή όργανο που ασκεί έλεγχο δυνάμει ρητής νομοθεσίας και ουδόλως ενεργεί ως Δικαστήριο εν δημοσία ακροάσει.  Άλλωστε, η Επίτροπος έδωσε την ευκαιρία δυνάμει του άρθρου 25 στους αιτητές να ακουστούν τόσο επί της ουσίας, όσο και επί της ενδεχόμενης κύρωσης και δεν ήταν αναγκαίο  να διεξαχθεί περί αυτών δημόσια ακρόαση.  Τέλος, η Επίτροπος εισηγείται ότι για να τίθετο θέμα δίκαιης δίκης αναφορικά με τον τρόπο της διαδικασίας, θα έπρεπε να είχε προσβληθεί ως αντισυνταγματική η συγκεκριμένη πρόνοια του άρθρου 25 του Νόμου. 

 

         Ο Νόμος με το άρθρο 4, καθορίζει τις προϋποθέσεις για νόμιμη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από τον υπεύθυνο επεξεργασίας.  Αυτός πρέπει να διασφαλίζει τη θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία δεδομένων, ότι δεδομένα που συλλέγονται για νόμιμους σκοπούς δεν τυγχάνουν μεταγενέστερα ασυμβίβαστης μ΄ αυτούς μεταχείρισης και διατηρούνται σε μορφή που επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας του υποκείμενου, μόνο κατά τη διάρκεια της περιόδου που απαιτείται.  Η Επίτροπος δύναται αυτεπαγγέλτως ή μετά από καταγγελία, να διακριβώσει παράβαση των διατάξεων του άρθρου 4(1).  Με βάση το άρθρο 5(1), επεξεργασία προσωπικών δεδομένων επιτρέπεται με τη ρητή συγκατάθεση του υποκείμενου ή και χωρίς τη συγκατάθεση αυτή σε ορισμένες περιπτώσεις που δεν εφαρμόζονται στην υπό κρίση περίπτωση.  Το ίδιο προνοείται και με το άρθρο 6, το εδάφιο (1) του οποίου απαγορεύει πρωτίστως τη συλλογή και επεξεργασία «ευαίσθητων» δεδομένων.  Επιτρέπεται, όμως, με το εδάφιο (2)(θ) του εν λόγω άρθρου, μεταξύ άλλων, η  επεξεργασία που πραγματοποιείται

 

 «... αποκλειστικά για δημοσιογραφικούς σκοπούς, ή στο πλαίσιο καλλιτεχνικής έκφρασης και εφόσον δεν παραβιάζεται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.»

 

         Οι αιτητές, κρίνεται, έχουν δίκαιο από τη στιγμή που η δημοσιογραφική ανταπόκριση βασιζόταν στα όσα το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δημοσιοποίησε εκδίδοντας την απόφαση του.  Το εδάφιο (2)(θ), θα πρέπει να αναγνωσθεί κατά τρόπο που να μην οδηγεί σε παράλογα αποτελέσματα ή να θεωρείται ότι εμπεριέχει αντιφατικές πρόνοιες.  Εφόσον η δημοσιογραφική κάλυψη και κατά συνέπεια η επεξεργασία για δημοσιογραφικούς σκοπούς, έγινε με την απλή αναπαραγωγή των όσων το ίδιο το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας θεώρησε ορθό να συμπεριλάβει στην απόφαση του, ακόμη και τα ονόματα του ανηλίκου και των γονιών του, δεν μπορεί να τίθεται βάσιμος ισχυρισμός από την Επίτροπο ότι έχει παραβιαστεί το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.  Η θέση αυτή λαμβάνει υπόψη, κατ΄ απομόνωση, μόνο το δεύτερο σκέλος του εδαφίου (θ), χωρίς να το συνδέει με τον δημοσιογραφικό σκοπό.  Εφόσον το δημοσίευμα δεν έχει εκφύγει από την καλόπιστη αναδημοσίευση των όσων η δικαστική απόφαση περιείχε, δεν έχει παραβιάσει το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του ανηλίκου. Θα το έπραττε, εάν, ενδεχομένως, το δημοσίευμα αναφερόταν ονομαστικά στον ανήλικο και τους γονείς του και στο πρόβλημα υγείας του στη βάση αγνώστων δημοσιογραφικών πηγών και ασύνδετα με οποιαδήποτε δικαστική κρίση, χάριν απλώς δημοσιογραφικής εμπορικής προώθησης μιας ενδιαφέρουσας για το ευρύτερο κοινό, υπόθεσης.

 

         Η Επίτροπος βασίστηκε στην πρόνοια του άρθρου 4(1)(γ), που καθορίζει ότι ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να διασφαλίζει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα:

 

«(γ) είναι συναφή, πρόσφορα και όχι περισσότερα από ό,τι κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας.»

 

Η δημοσιοποίηση του ονόματος και του προβλήματος υγείας του ανηλίκου θεωρήθηκε από την Επίτροπο ως δυσανάλογο μέτρο έκθεσης του ανηλίκου προς ό,τι ήταν αναγκαίο για τον σκοπό της δημοσίευσης.  Η έννοια του «δυσανάλογου μέτρου» πρέπει να έχει αναφορά και να συναρτάται προς τα πραγματικά περιστατικά της κάθε υπόθεσης.  Υπό ποία έννοια έκρινε η Επίτροπος δυσανάλογο μέτρο τη δημοσιοποίηση στοιχείων που απέρρεαν  από δικαστική απόφαση, η οποία δεν περιόριζε με οποιοδήποτε τρόπο, ούτε απαγόρευε την κυκλοφορία της, ενώ κατέγραφε ονομαστικά και τους εμπλεκόμενους;  Ο δημοσιογραφικός σκοπός και στόχος εδώ προφανώς ήταν η πληροφόρηση του κοινού για το αποτέλεσμα μιας δικαστικής απόφασης.  Η έκταση και ο τρόπος  αυτής της πληροφόρησης εναπόκειτο στην καλή κρίση του δημοσιογράφου και των ιδιοκτητών της εφημερίδας.  Παρατηρείται για παράδειγμα από το διοικητικό φάκελο που κατετέθη κατά τις διευκρινίσεις ότι υπήρξαν και άλλα δημοσιεύματα από άλλες εφημερίδες αναφορικά με το ίδιο θέμα, χωρίς όμως να αποκαλυφθούν οποιαδήποτε ονόματα.  Αυτό πιθανόν να θεωρείται ορθότερο από δημοσιογραφικής δεοντολογικής άποψης.  Το αντίστροφο όμως δεν επάγεται και παραβίαση της προστασίας της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, εφόσον ο δημοσιογράφος της «Σημερινής», αναπαρήγαγε τη δικαστική απόφαση.  Εάν, για παράδειγμα, για να γίνει πλέον κατανοητό το ζήτημα, μια εφημερίδα σε είδηση της αναπαρήγαγε αυτούσια  μόνο την δέκατη κατηγορία όταν το κατηγορητήριο καταχωρείτο στο Δικαστήριο, στην οποία δέκατη κατηγορία, όπως  φαίνεται από τις σελ. 10 και 11 της δικαστικής απόφασης ημερ. 15.9.2009, (ερ. 14 και 15 του διοικητικού φακέλου), καταγραφόταν το όνομα του ανηλίκου και η ασθένεια του, πώς αυτό θα μπορούσε βάσιμα να στοιχειοθετήσει παραβίαση των προσωπικών δεδομένων του ανηλίκου και της οικογένειας του, τη στιγμή που το ίδιο το κράτος διά της εισαγγελικής οδού αποκαλύπτει τα προσωπικά αυτά δεδομένα;

Η έρευνα του Δικαστηρίου έφερε στην επιφάνεια αποφάσεις του ΕΔΑΔ στις Z v. Finland 1997-I, 25 EHRR 371, Craxi (No. 2) v. Italy 38 EHRR 995 και Panteleyenko v. Ukraine, Hudoc (2006), με αναφορά στη διευρυμένη αντίληψη της ιδιωτικής ζωής κάτω από το Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.  Το τι εξάγεται από τις αποφάσεις αυτές στο σύνολο τους είναι ότι, πέραν των ιδιαζόντων γεγονότων  όσον αφορά μια έκαστη εξ αυτών και το δεδομένο ότι εξετάζονταν ζητήματα παραβίασης της ιδιωτικής ζωής κατά τη νομολογία του ΕΔΑΔ, δεν είχαν ακολουθηθεί οι νόμιμες εσωτερικές διαδικασίες αποκάλυψης στοιχείων ή πληροφόρησης του κοινού, μέσω δημοσιογράφων (υπόθεση Craxi), ή, η κυβέρνηση δεν αμφισβήτησε το παράνομο της έρευνας ή της αποκάλυψης ψυχιατρικών δεδομένων χωρίς την ειδική στη χώρα προνοούμενη διαδικασία (υπόθεση Panteleyenko), ενώ στην υπόθεση Z v. Finland, κρίθηκε ότι η αποκάλυψη στοιχείων υγείας μετά την πάροδο 10 ετών σύμφωνα με τον περιορισμό που έθεσε το εκεί Δικαστήριο, δεν υποστηριζόταν από κάποιας μορφής υψίστης σημασίας λόγους («overriding reasons»), έχοντας υπόψη την ήδη αποκάλυψη των στοιχείων αυτών, ενάντια στη θέληση της παραπονούμενης στο Δικαστήριο, κατά τη δίκη.

 

Να σημειωθεί ότι το ΕΔΑΔ δεν βρήκε καμιά κατάχρηση ή παραβίαση του Άρθρου 8, λόγω της συλλογής ή παρουσίασης των προσωπικών δεδομένων στα πλαίσια προώθησης αναγκαίας μαρτυρίας σε δικαστική διαδικασία σύμφωνα με το νόμο της χώρας.

 

Επομένως στα πλαίσια της Κυπριακής νομοθεσίας αναφορικά εξειδικευμένα με την αποκάλυψη προσωπικών ευαίσθητων δεδομένων και η νομολογία του ΕΔΑΔ είναι βοηθητική στο ότι εφόσον τα δεδομένα λαμβάνονται από δικαστική διαδικασία και η επεξεργασία πραγματοποιείται «... αποκλειστικά για δημοσιογραφικούς σκοπούς ..» δεν παραβιάζεται με οποιονδήποτε τρόπο η προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής.

 

Τα πιο πάνω οριοθετούν και την κρίση επί της προσφυγής, η οποία και πρέπει να επιτύχει.  Να λεχθεί, όμως, ότι η θέση των αιτητών ως προς τη δημοσιότητα της όλης διαδικασίας γεγονός που παραβιάζει τα εχέγγυα της δίκαιης δίκης και το Άρθρο 6(1) της Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δεν ευσταθεί.  Είναι σαφές από το νομοθετικό κείμενο που διέπει τα της λειτουργίας του Επιτρόπου, ότι η διαδικασία που ακολουθείται για την εξέταση και διαπίστωση τυχόν παράβασης σύγκειται στην ανάθεση διοικητικής έρευνας από λειτουργό του γραφείου του Επιτρόπου που εξετάζει παράπονα σχετικά με την εφαρμογή του Νόμου, επιβάλλει δε διοικητική κύρωση μετά από ακρόαση του υπεύθυνου επεξεργασίας.  Προηγείται βέβαια η διάγνωση και η στοιχειοθέτηση του παραπόνου.  Οι αιτητές δεν μπορούν βάσιμα να παραπονούνται ως προς την όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε εφόσον ουδέποτε ανταποκρίθηκαν σε οποιαδήποτε επιστολή-πρόσκληση της τότε Επιτρόπου για να τοποθετηθούν επί του εξεταζόμενου θέματος.  Εκ των υστέρων δεν νομιμοποιούνται να θέτουν οι ίδιοι θέμα διαδικασίας εφόσον επέλεξαν να την αγνοήσουν.  Τα όσα ο συνήγορος των αιτητών  ανέφερε κατά τις διευκρινίσεις ως προς το λόγο μη έγκαιρης ή και καθόλου ανταπόκρισης, αποτελούν αιτιολογίες έξω από τα δεδομένα της προσφυγής και δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη, ενώ εν πάση περιπτώσει  διά αγορεύσεων δεν συμπληρώνονται γεγονότα τα οποία εν πάση περιπτώσει δεν είναι σχετικά με το όλο ζητούμενο.

 

Περαιτέρω, είναι σαφές ότι ο Επίτροπος δεν ενεργεί ως Δικαστήριο, αλλά ως διοικητικό όργανο, οι αποφάσεις του οποίου ελέγχονται κατ΄ αναθεώρηση από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας υπ΄ αρ. 3319/2010, με αναφορά στις προηγουμένως μνημονευθείσες αποφάσεις του ΕΔΑΔ, αφορούσε συγκεκριμένο θέμα λειτουργίας της Αρχής Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ), η οποία έκρινε ζητήματα παραβίασης τηλεπικοινωνιακών δεδομένων και επέβαλε πρόστιμο στη βάση κανονισμού εσωτερικής λειτουργίας που εξέδωσε ότι οι συνεδριάσεις της δεν είναι δημόσιες, καθ΄ υπέρβαση όμως της νομοθετικής εξουσιοδότησης.  Τα δεδομένα εδώ είναι πολύ διαφορετικά.  Η Επίτροπος ενήργησε επακριβώς στη βάση της κειμένης νομοθεσίας, ούτε και αποκλείσθηκαν οι αιτητές από οποιοδήποτε δικαίωμα ακρόασης, εφόσον οι ίδιοι δεν ανταποκρίθηκαν.  Η δυνατότητα άλλωστε οι αποφάσεις της Επιτρόπου, ως διοικητικού οργάνου, να τύχουν πλήρους ή επαρκούς αναθεώρησης από αρμόδιο Δικαστήριο, έχει αποφασιστεί από το ΕΔΑΔ ως σύμφωνη με τα εχέγγυα του Άρθρου 6 της Σύμβασης, (δέστε την υπόθεση Sigma Radio Television Ltd v. Cyprus Appl. no. 32181/04 and 35122/05 ημερ. 21.7.2011).

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται βάσει του                 Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.

 

 

 

 

                                  Στ. Ναθαναήλ,

                                             Δ.

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο