ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(Υπόθεση Αρ. 396/2010)
17 Οκτωβρίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΠΕΤΡΟΣ ΚΩΜΟΔΡΟΜΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ου η αίτηση.
- - - - - -
Ε. Κορακίδης, για τον Αιτητή.
Μ. Ιεροκηπιώτου για Α. Τριανταφυλλίδη, για το Καθ΄ ου η αίτηση.
Π. Παναγιώτου για Α. Μαρκίδη, για το Ενδ. Μέρος.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: O αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών του Πανεπιστημίου Κύπρου ημερ. 17.12.09 με την οποία αποφασίστηκε η ανέλιξη του Συμεών Χριστοδούλου (ενδ. μέρος) στη βαθμίδα του Αναπληρωτή Καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος της Πολυτεχνικής Σχολής.
Η διαδικασία ανέλιξης του ακαδημαϊκού προσωπικού του Πανεπιστημίου Κύπρου διέπεται από τους περί Πανεπιστημίου Κανονισμούς (Εκλογή, Ανέλιξη και Ανανέωση Συμβάσεων Ακαδημαϊκού Προσωπικού) ΚΔΠ 145/2001 (όπως τροποποιήθηκαν) και το Ν.144(Ι)/89. Η διαδικασία που εδώ ενδιαφέρει, άρχισε στις 29.4.09 με την έγκριση της σύστασης της Ειδικής Επιτροπής από το Συμβούλιο της Πολυτεχνικής Σχολής, τα μέλη της οποίας προτάθηκαν από το Συμβούλιο του Τμήματος (ΠΜΜΠ). Η Σύγκλητος στη συνεδρία της ημερ. 6.5.09 αποφάσισε να εγκρίνει την Ειδική Επιτροπή για την ανέλιξη του ενδ. μέρους σύμφωνα με τις εισηγήσεις του Συμβουλίου. Αυτή αποτελείτο από τους κυρίους Μ. Πολυκάρπου και Π. Παπαναστασίου (εσωτερικά μέλη) και τρεις καθηγητές του εξωτερικού οι οποίοι εισηγήθηκαν ομόφωνα με σχετική έκθεση ημερ. 10.11.09 την ανέλιξη του ενδ. μέρους στην επίδικη θέση. Ακολούθησαν διαδοχικά η πρόταση της ανέλιξης του ενδ. μέρους από το Εκλεκτορικό Σώμα του Τμήματος ΠΜΜΠ στις 23.11.09 και η απόφαση της Συγκλήτου στις 2.12.09, η οποία επικυρώθηκε με απόφαση της Επιτροπής Προσωπικού και Κανονισμών στις 17.12.09.
Ηγέρθη προδικαστική ένσταση από το καθ' ου η αίτηση και το ενδ. μέρος για έλλειψη εννόμου συμφέροντος του αιτητή. Υποστηρίζουν ότι ο αιτητής βρίσκεται στη βαθμίδα του Λέκτορα ενώ το ενδ. μέρος είναι Αναπληρωτής Καθηγητής. Συνεπώς, ακόμα και αν ακυρωθεί η επίδικη απόφαση, ο ίδιος δεν θα δικαιούται ανέλιξης σε θέση Αναπληρωτή, εφόσον δεν πληρεί την απαραίτητη προϋπόθεση της συμπλήρωσης τεσσάρων χρόνων υπηρεσίας στη θέση του Επίκουρου Καθηγητή (Καν. 9(2) ΚΔΠ 145/2001) ενώ το ενδ. μέρος θα παραμείνει ανώτερος του στην ακαδημαϊκή ιεραρχία.
Ο αιτητής θέτει ως βάση του ηθικού εννόμου συμφέροντος του την ιδιότητα του μέλους του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος και ότι τον αφορά οποιαδήποτε πράξη καθορίζει τη νομική κατάσταση μέλους του διδακτικού και επιστημονικού προσωπικού του ίδιου Τμήματος. Προς επίρρωση αυτής της πτυχής του συμφέροντος του, επικαλείται νομολογία του ΣτΕ (ΣτΕ 667/2001, 2258/1999, 1854/1991, 2703/2004, 498//2002 κ.α.), σύμφωνα με την οποία «οι καθηγητές πανεπιστημίου, ενόψει του εύλογου ενδιαφέροντος για την τήρηση νομιμότητας στο Τμήμα στο οποίο ανήκουν, έχουν καταρχήν ηθικό έννομο συμφέρον για την άσκηση αίτησης ακυρώσεως κατά πράξεων που αφορούν στην εκλογή ή εξέλιξη μελών Δ.Ε.Π στο οικείο Τμήμα και γενικότερα, κατά πράξεων που αναφέρονται στη νομική κατάσταση του διδακτικού προσωπικού του Τμήματος».
Εξειδικεύοντας το ηθικό του συμφέρον, ο αιτητής υποστηρίζει ότι το ενδ. μέρος ως ανώτερος σε βαθμίδα καθηγητής του Τμήματος μπορεί να συμμετέχει σε σώματα όπως στην Ειδική Επιτροπή και να λαμβάνει αποφάσεις που αφορούν την ανέλιξη του. Υποβάλλει ότι η ιεραρχία στο Τμήμα και ειδικά η διαφορά μεταξύ των θέσεων Λέκτορα/Επίκουρου και Αναπληρωτή /Καθηγητή είναι πολύ σημαντική, διότι ο κάτοχος της επίδικης θέσης έχει δικαίωμα εκλογής για τις θέσεις του Κοσμήτορα και Αναπληρωτή Κοσμήτορα όπως και Προέδρου και Αντιπροέδρου του Τμήματος, ενώ η διαδικασία ανέλιξης σε Καθηγητή δεν μπορεί να οδηγήσει σε απόλυση και δεν γίνεται υποχρεωτικά (συνεπώς υπέχει μονιμότητας). Επιπρόσθετα υποστηρίζει ότι αν προκηρυσσόταν η θέση Αναπληρωτή, ο ίδιος θα ήταν προσοντούχος υποψήφιος. Όμως, ακόμη και με την ανέλιξη του ενδ. μέρους σε αυτή, μειώνονται οι προοπτικές ανέλιξης του ιδίου αφού συνεπάγεται περιορισμό των θέσεων που θα μπορούσαν να πληρωθούν στο πλαίσιο της συνήθους διαδικασίας και κάλυψης από τον Προϋπολογισμό του Πανεπιστημίου. (Λοϊζου Χριστοφόρου ν. Δημοκρατίας, υποθ. αρ. 227/96, ημερ. 15.6.98).
Κανένα από τα πιο πάνω επιχειρήματα του αιτητή δεν θεμελιώνει οποιαδήποτε άμεση βλάβη στην υπηρεσιακή του κατάσταση ή στην ακαδημαϊκή ιεραρχία που να καθιστά το έννομο συμφέρον του άμεσο, ενεστώς και προσωπικό. Η επίδικη απόφαση δεν έχει θίξει κανένα συμφέρον του υλικό ή ηθικό, παρόν ή προβλεπτό.
Από τα αναντίλεκτα γεγονότα της προσφυγής προκύπτει ότι τόσο ο αιτητής όσο και το ενδ. μέρος είναι μέλη του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Κύπρου στον τομέα της Πολιτικής Μηχανικής. Ο αιτητής κατά το 2003 εκλέγηκε στη βαθμίδα του Λέκτορα ενώ το ενδ. μέρος εκλέγηκε ως Επίκουρος Καθηγητής κατά το 2004. Η αρνητική απόφαση για την ανέλιξη του αιτητή στην θέση Επικούρου Καθηγητή προσβλήθηκε επιτυχώς με την προσφυγή (Πέτρος Κωμοδρόμος ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, υπόθ. αρ. 1461/2008, ημερ. 10.2.2010) και παρά την έκδοση ακυρωτικής απόφασης δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί η επανεξέταση, με αποτέλεσμα ο αιτητής να παραμένει στην θέση του Λέκτορα. Το ενδ. μέρος τόσο πριν την επίδικη πράξη όσο και μετά ήταν ιεραρχικά ανώτερος του αιτητή.
Ούτε οι προοπτικές ανέλιξης του έχουν μειωθεί αφού στο Πανεπιστήμιο Κύπρου δεν ισχύει η προαγωγική διαδικασία που ακολουθείται στην υπόλοιπη δημόσια υπηρεσία. Θέση προκηρύσσεται μόνο στις περιπτώσεις του Καν.3(α) σε περίπτωση παραίτησης, αφυπηρέτησης, τερματισμού της απασχόλησης. Η ανέλιξη σε θέση Καθηγητή και Αναπληρωτή Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου γίνεται κατόπιν αυτοτελούς και ανεξάρτητης κρίσης από τα αρμόδια όργανα και δεν συνεπάγεται προκήρυξη της θέσης ή αξιολογική σύγκριση μεταξύ υποψηφίων. (Καν. 9(2) των Κανονισμών). Συνεπώς, κάθε ακαδημαϊκός ανελίσσεται αυτοτελώς χωρίς η μια ανέλιξη να επηρεάζει την άλλη. Στην προκειμένη δε περίπτωση η ανέλιξη του ενδ. μέρους στη θέση Αναπληρωτή δεν συνδέεται ούτε επηρεάζει την μελλοντική ανέλιξη του αιτητή στην ίδια θέση, αφού αυτή προϋποθέτει την κατοχή των αντίστοιχων προσόντων και μεταξύ άλλων του προσόντος της 4ετούς υπηρεσίας στην θέση Επίκουρου που δεν είχε. Συνεπώς μια τέτοια προοπτική για το αν θα ήταν υποψήφιος σε περίπτωση προκήρυξης είναι μελλοντική και αβέβαιη και εφόσον στηρίζεται σε εικασίες και όχι στα γεγονότα της προσφυγής δεν θεμελιώνει έννομο συμφέρον. Τα όσα ισχυρίζεται ο αιτητής για το αν κατέχει τα προσόντα για τη θέση του Αναπληρωτή, επίσης δεν μπορούν να κριθούν στην παρούσα διαδικασία.
Τέλος, ούτε το ηθικό έννομο συμφέρον του αιτητή που το συνδέει με την συμμετοχή του ενδ. μέρους ως Αναπληρωτή σε όργανα που θα επηρεάσουν την ανέλιξη του, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Αποδοχή αυτού του επιχειρήματος θα διεύρυνε ανεξέλεγκτα το έννομο συμφέρον στα όρια λαϊκής αγωγής, αφού στα όργανα και/ή εκλεκτορικά σώματα που αποφασίζουν για την ανέλιξη κάθε ακαδημαϊκού (Ειδική Επιτροπή, Συμβούλιο, Σύγκλητος) συμμετέχουν μέλη του ακαδημαϊκού προσωπικού όχι μόνο του ίδιου τμήματος ή του ίδιου του Πανεπιστημίου, αλλά και συναφών ειδικοτήτων και άλλων Τμημάτων. Συνεπώς ο κύκλος των προσφευγόντων στην βάση των πιθανών ανελίξεων άλλων ακαδημαϊκών που θα επηρέαζαν τη διαδικασία ανέλιξης τους, θα διευρύνονταν χωρίς όρια.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, θεωρώ ότι ο αιτητής δεν έχει θεμελιώσει το έννομο συμφέρον του να προσβάλλει την επίδικη πράξη.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως μη παραδεκτή λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος. Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του καθ΄ ου η αίτηση και σε βάρος του αιτητή.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.