ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 209/2011)
31 Οκτωβρίου 2012
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
INCI HAKKI, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗ ΤΗΣ
ΒΑΚΟΥΦΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ
BARUTCUZADE AHMET VASIF EFENDI,
Αιτήτρια,
- ΚΑΙ -
1. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΕΘΝΙΚΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ, ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΚΗΔΕΜΟΝΑ ΤΟΥΡΚΟΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΠΕΡΙΟΥΣΙΩΝ,
3. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------------
Murat Metin Hakki, για την Αιτήτρια.
Ε. Φλωρέντζου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Όπως γίνονται αντιληπτά τα γεγονότα, η αιτήτρια, Τουρκοκύπρια που διαμένει στις κατεχόμενες περιοχές της Δημοκρατίας, υπέβαλε στις 2.5.2010 αίτηση στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας όπως εγγραφούν επ΄ ονόματι της δύο ακίνητα υπό την ιδιότητα της, ως ισχυρίζεται, του σημερινού αντιπροσώπου/διαχειριστή mutevelli του Βακουφίου γνωστού με το όνομα Bartigigate Ahmet Vassif Effendi Vakf, σε αντικατάσταση του αποθανόντος παππού της, Mehmet Munir Bey Jemal Effendi, ο οποίος ήταν ο προηγούμενος εγγεγραμμένος αντιπρόσωπος του Βακουφίου.
Τα ακίνητα αυτά που είναι στην ενορία Αγίου Ανδρέα στο Δήμο Λευκωσίας, με προγενέστερη εγγραφή στους Αγίους Ομολογητές, είναι ακίνητα της κατηγορίας «Ijare-i-Vahide» και η τάξη του Βακουφίου είναι «Mulhaqua». Εγένετο εγγραφή επ΄ ονόματι του προηγούμενου διαχειριστή σύμφωνα με τα στοιχεία του Κτηματολογίου, όπως απαντώνται στο Σημείωμα κτηματολογικού λειτουργού ημερ. 5.7.2010, (Τεκμήριο 6 στην ένσταση), το 1918. Με τη ψήφιση του περί Εβκαφ και Βακουφίου Νόμου, Κεφ. 337, όλες οι εξουσίες του Εβκαφ που ρυθμίζονταν με προηγούμενη νομοθεσία, περιήλθαν στο Υψηλό Συμβούλιο, το οποίο λόγω της Τουρκικής εισβολής το 1974, δεν μπορούσε πια να ασκεί τη διαχείριση του Βακουφίου.
Η περιουσία Βακουφίων περιήλθε με τον περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (Διαχείριση και Άλλα Θέματα) (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο αρ. 139/1991, (εφεξής «ο Νόμος»), στην κατοχή, έλεγχο και διαχείριση του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών, που είναι ο Υπουργός Εσωτερικών. Με βάση το άρθρο 55(1) του Κεφ. 337, οποιοδήποτε πρόσωπο έχει συμφέρον σε βακούφικη περιουσία μπορεί να αιτηθεί στο Δικαστήριο για έκδοση διατάγματος, μεταξύ άλλων, για διορισμό νέου αντιπροσώπου, («mutevelli») νοουμένου ότι έχει εξασφαλιστεί εκ των προτέρων συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα. Υπάρχουν και άλλες προϋποθέσεις για την εφαρμογή αυτής της πρόνοιας, στις οποίες θα γίνει αναφορά αργότερα.
Η αίτηση της αιτήτριας για διορισμό της ως mutevelli απορρίφθηκε από το Κτηματολόγιο στις 10.12.2010, στη βάση του ότι η Υπηρεσία Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών θεώρησε ότι με τα υπάρχοντα στοιχεία δεν δικαιολογείτο η εγγραφή των ακινήτων επ΄ ονόματι της αιτήτριας, ενώ παράλληλα, η αιτήτρια δεν νομιμοποιείτο να αιτείται την εγγραφή των ακινήτων στο όνομα της κατά τη διάρκεια της έκρυθμης κατάστασης λόγω της Τουρκικής εισβολής και της συνεχιζόμενης παράνομης κατοχής εδάφους της Δημοκρατίας. Η αιτήτρια με βάση την υπό κρίση προσφυγή αιτείται προφανώς την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης στη βάση προσφυγής που καταχωρήθηκε στην Τούρκικη γλώσσα, η μετάφραση της οποίας έγινε από το Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών. Το μεταφρασμένο κείμενο το οποίο τιτλοφορείται «Προσέγγιση Αιτήματος», δεν είναι ευκόλως κατανοητό ούτε ως προς τη γλώσσα που χρησιμοποιείται, ούτε και ως προς το αιτητικό της προσφυγής. Σε αυτό το έγγραφο που θεωρείται ως η προσφυγή, και στο οποίο χρησιμοποιείται λανθασμένο όνομα ως προς το Κτηματολόγιο, παρατίθενται διαζευκτικές «λύσεις», ως ονομάζονται, η σύνοψη των οποίων αφορά στο δικαίωμα της αιτήτριας για εγγραφή στη βάση του ότι το Άρθρο 28 του Συντάγματος απαγορεύει τις εθνικές διακρίσεις, ότι το Σύνταγμα και η Ευρωπαϊκή Συνθήκη Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προστατεύει τα δικαιώματα της οικογένειας και της ιδιωτικής ζωής και ότι με την απόφαση του Κτηματολογίου παραβιάζονται οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 37 του Κεφ. 224.
Το αίτημα της αιτήτριας γίνεται πλέον σαφές από τη γραπτή της αγόρευση, η οποία είναι στην Ελληνική γλώσσα και η οποία καταλήγει στη θέση ότι η άρνηση των καθ΄ ων να εγγράψουν την αιτήτρια ως mutevelli, δυνάμει του άρθρου 37 του Κεφ. 224, είναι άκυρη και χωρίς αποτέλεσμα. Στην αγόρευση αυτή, αφού αναφέρονται τα σχετικά γεγονότα, απορρίπτεται ο ισχυρισμός της Δημοκρατίας ότι η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί ως εμπίπτουσα στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου, προχωρώντας να εισηγηθεί ότι το Κεφ. 337 παραμένει ισχυρό, (παρόλο που στη συνέχεια θεωρεί ότι το Κεφ. 337 ως προς το άρθρο 55 αυτού δεν εφαρμόζεται), ενώ ο Νόμος είναι άσχετος σε σχέση με τα γεγονότα της προσφυγής διότι εφαρμόζεται μόνο σε εγκαταλειμμένες Τουρκοκυπριακές περιουσίες, που δεν είναι η περίπτωση εδώ. Σχολιάζεται στη συνέχεια η απόφαση στην Πολιτική Έφεση Αρ. 62/2008, ημερ. 18.5.2010, η οποία κατ΄ ισχυρισμόν δεν καλύπτει τα δεδομένα της υπόθεσης αυτής. Αντίθετα, η αιτήτρια θα πρέπει να τύχει της εγγραφής που έχει ζητήσει δυνάμει των διαφόρων άρθρων του Συντάγματος και της Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που κατοχυρώνουν το δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, προστατεύουν την ιδιοκτησία και απαγορεύουν οποιαδήποτε δυσμενή διάκριση λόγω διαμονής ή φύλου.
Η Δημοκρατία προβάλλει με την ένσταση της προδικαστικώς το ζήτημα ότι η ρύθμιση και η διαχείριση των αστικών περιουσιακών δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων από τον Κηδεμόνα δυνάμει του Νόμου, εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου, εφόσον η διαχείριση αυτή δεν αποβλέπει στην εξυπηρέτηση οποιουδήποτε ζωτικού δημοσίου συμφέροντος. Εν πάση περιπτώσει, δυνάμει του Νόμου, η βακούφικη περιουσία έχει περάσει στη διαχείριση του Κηδεμόνα και εφόσον διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση, η αιτήτρια δεν δικαιούται στην εγγραφή της περιουσίας επ΄ ονόματι της εφόσον αυτή εγκατέλειψε την περιουσία και διαμένει μονίμως στις κατεχόμενες περιοχές. Περαιτέρω, για να ήταν δυνατή η επέμβαση του Δικαστηρίου θα έπρεπε να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 55(1) του Κεφ. 337, οι οποίες από την αίτηση της αιτήτριας δεν φαίνονται να συντρέχουν όσον αφορά τουλάχιστον το λόγο για τον οποίο μπορεί να διοριστεί ως νέος mutevelli. Η Δημοκρατία απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς περί παραβίασης συνταγματικών προνοιών ή μη εφαρμογής των βασικών ανθρωπινών δικαιωμάτων και ελευθεριών, εισηγείται επίσης ότι τυγχάνει εφαρμογής η απόφαση στην Πολιτική Έφεση αρ. 62/08, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι ο διορισμός mutevelli δεν μπορεί να αποτελεί νόμιμη αξίωση εφόσον η περιουσία Βακουφίων υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Κηδεμόνα.
Η προδικαστική ένσταση που ηγέρθη από τη Δημοκρατία αφορά τη θέση ότι τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης παραπέμπουν σε ρύθμιση και διαχείριση αστικού περιουσιακού δικαιώματος των Τουρκοκυπρίων και επομένως εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημοσίου δικαίου. Όπως ορθά εισηγείται η Δημοκρατία, η οριοθέτηση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, που δεν είναι πάντοτε εύκολο να αποφασιστεί, συναρτάται από τη φύση της πράξης και το συμφέρον του κοινού από την έκδοση της πράξης και κατά πόσο η πράξη αυτή εκδίδεται από ένα φορέα δημοσίου δικαίου. Όταν το κράτος ασκεί κρατική, κυριαρχική εξουσία τότε οι αποφάσεις που παίρνουν τα όργανα του θεωρούνται ότι εμπίπτουν στο πεδίο του δημοσίου δικαίου. Άλλως, θεωρούνται ότι οι αποφάσεις τους ανήκουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου.
Αναμφίβολα ο Νόμος είχε σκοπό να ρυθμίσει ευρύτερα θέματα κρατικής πολιτικής εφόσον δυνάμει του δικαίου της ανάγκης έπρεπε οι εγκαταλειφθείσες Τουρκοκυπριακές περιουσίες να τύχουν της ανάλογης προστασίας και διαχείρισης για όσο καιρό διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση λόγω της Τουρκικής εισβολής. Πέραν όμως της γενικής αυτής επιδίωξης του Νόμου, ο Κηδεμόνας έχει περιβληθεί δυνάμει του άρθρου 6 με διάφορες και ευρείες εξουσίες διαχείρισης των περιουσιών αυτών που αναμφίβολα σχετίζονται με ζητήματα καθαρά ιδιωτικού δικαίου. Η αιτήτρια στην αγόρευση της δεν διαφωνεί ότι δικαιώματα επί γης και διαφορές σχετιζόμενες με ακίνητη ιδιοκτησία εμπίπτουν στο ιδιωτικό δίκαιο. Εισηγείται όμως ότι εδώ είναι ζήτημα δημοσίου δικαίου διότι ο mutevelli ως ο διαχειριστής-καταπιστευματοδόχος του βακουφίου είναι το άτομο που έχει δικαίωμα να ενοικιάζει την περιουσία και γενικώς να τη διαχειρίζεται, με αποτέλεσμα η μη εγγραφή της αιτήτριας δυνάμει του άρθρου 37 του Κεφ. 224, να αφορά το ευρύτερο κοινό εφόσον αυτό πρέπει να γνωρίζει με ποιον πρέπει να συναλλάσσεται για την ενοικίαση κλπ, της βακούφικης περιουσίας.
Είναι φανερό όμως ότι ακριβώς η αιτήτρια με την επιδιωκόμενη αναγνώριση της ως mutevelli από το Κτηματολόγιο, επιθυμεί την κατοχύρωση της ίδιας να συναλλάσσεται οικονομικώς εκ μέρους του βακουφίου. Και αυτό παραμένει μια ιδιωτική συναλλαγή στην οικονομική σφαίρα του βακουφίου. Όπως έχει αποφασιστεί, για παράδειγμα, η μεταβίβαση ή μη Τουρκοκυπριακής περιουσίας ενδιαφέρει μόνο τα εμπλεκόμενα στη δικαιοπραξία μέρη και όχι το ευρύτερο κοινό, (δέστε Terrain Construction Limited v. Υπουργού Εσωτερικών κ.ά., υπόθ. αρ. 1125/08, ημερ. 31.1.2011, καθώς και Torgut Yashar v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 454/02, ημερ. 16.9.2004, και Molivo Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα, υπόθ. αρ. 778/05, ημερ. 27.11.2006).
Πιο πρόσφατα στην απόφαση της Ολομέλειας Zehra Kemal Ahmet κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. αρ. 110/07, ημερ. 14.2.2011, τέθηκε θέμα κατά πόσο η προσβαλλόμενη πράξη της άρνησης του Κηδεμόνα να επιστρέψει περιουσία των εφεσειόντων στη Λάρνακα, ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού ή του δημοσίου δικαίου. Αυτό υπό το φως του γεγονότος ότι οι εφεσείουσες πρόβαλαν ισχυρισμό ότι ο Κηδεμόνας παράνομα κατακρατούσε την περιουσία τους, ενώ είχαν επίσης τη θέση ότι εξαναγκάστηκαν λόγω φόβου να μετακινηθούν στις κατεχόμενες περιοχές και άρα δεν έπρεπε να θεωρηθούν ως έχουσες εγκαταλείψει την περιουσία τους λόγω της μαζικής μετακίνησης του Τουρκοκυπριακού πληθυσμού. Η Ολομέλεια έκρινε ότι το ζήτημα της τυχόν παράνομης επέμβασης από τον Κηδεμόνα, ενέτασσε την υπόθεση στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και, επομένως, κατά πάγια νομολογία το Ανώτατο Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας.
Κρίνεται ότι το Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας. Η επιδιωκόμενη εγγραφή της αιτήτριας δυνάμει του άρθρου 37 του Κεφ. 224, έχει σκοπό τη δυνατότητα οικονομικής συναλλαγής της αιτήτριας εκ μέρους του βακουφίου με τρίτους. Τα βακούφια είναι στην ουσία ιδιωτικά αφιερωματικά καταπιστεύματα, που δημιουργούνται για κληρονομικούς σκοπούς διαδοχής και εκμετάλλευσης της περιουσίας που αφιερώνεται και εντάσσεται στο καταπίστευμα. Το ότι είναι καταπίστευμα («trust»), το αναφέρει και η ίδια η αιτήτρια στην αίτηση της. Ως εκ τούτου το ζήτημα εμπίπτει στο ιδιωτικό και όχι το δημόσιο δίκαιο.
Ανεξάρτητα από το θέμα της δικαιοδοσίας, η προσφυγή είναι εν πάση περιπτώσει καταδικασμένη σε αποτυχία ενόψει του ότι εφαρμόζεται και στην υπό κρίση περίπτωση η ουσία του σκεπτικού της απόφασης της Ολομέλειας στην Shermin Kemal Balce (2010) 1 Α.Α.Δ. 680, (Πολιτική Έφεση αρ. 62/08), παρά τη διαφορά στα γεγονότα, όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια. Όπως έχει εξηγηθεί στην υπόθεση εκείνη, το άρθρο 55 του Κεφ. 337, που καθορίζει τη διαχείριση βακούφικης περιουσίας, διατηρήθηκε σε ισχύ με βάση τις πρόνοιες του Άρθρου 188 του Συντάγματος και του άρθρου 29 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60, ως τροποποιήθηκε. Η Ολομέλεια υιοθετώντας την πρωτόδικη προσέγγιση έκρινε ότι η περιουσία της εφεσείουσας, η οποία, παρομοίως με την παρούσα υπόθεση, επεδίωξε το διορισμό της ως καταπιστευματοδόχου, («mutevelli»), ενέπιπτε στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών στη βάση του Νόμου, ο οποίος Νόμος έχει κατ΄ επανάληψη κριθεί συνταγματικός υπό το φως του δικαίου της ανάγκης, εφαρμοζόμενος καθηκόντως από την πολιτεία για προστασία και διαχείριση των εγκαταλειφθεισών τουρκοκυπριακών περιουσιών, ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής, (δέστε τις Α. Χρ. Σολωμονίδης Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα (2003) 1 Α.Α.Δ. 1275 και Κίτση ν. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1 Α.Α.Δ. 1077).
Υπεδείχθη επίσης κατ΄ επανάληψη από τη νομολογία, ότι η θέσπιση του Νόμου δεν είχε σκοπό να περιορίσει μονίμως ή να στερήσει τα δικαιώματα των νομίμων ιδιοκτητών της εγκαταλειφθείσας περιουσίας, αλλά να διαχειριστεί την περιουσία αυτή για όσο χρόνο είναι αναγκαίο. Όπως αναφέρθηκε και μεταγενέστερα στην υπόθεση Zehra Kemal Ahmet κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας - πιο πάνω - το προοίμιο του Νόμου κατέγραψε επεξηγηματικά ότι η ψήφιση του κατέστη αναγκαία λόγω της μαζικής μετακίνησης του τουρκοκυπριακού πληθυσμού, ως αποτέλεσμα της εισβολής, σε περιοχές που εξακολουθούν να είναι υπό τον έλεγχο των Τουρκικών δυνάμεων εισβολής, με αποτέλεσμα να έχουν εγκαταλειφθεί οι ανάλογες περιουσίες των Τουρκοκυπρίων στις ελεύθερες περιοχές της Δημοκρατίας.
Ως ορίζει το άρθρο 2 του Νόμου, «τουρκοκυπριακή περιουσία», περιλαμβάνει περιουσία που είναι βακούφικη. Η εδώ αιτήτρια, ως η ίδια αναφέρει στην ένορκη δήλωση της ημερ. 7.9.2005, εγκατέλειψε την περιουσία της διαμένοντας μονίμως στις κατεχόμενες περιοχές. Η υπό κρίση βακούφικη περιουσία συνεπώς έχει περιέλθει νομίμως δυνάμει του Νόμου στην εξουσία και διαχείριση του Κηδεμόνα, ο οποίος και έχει, όπως αποφασίστηκε και στην υπόθεση Balce - πιο πάνω - αποκλειστική αρμοδιότητα στο ζήτημα. Η Ολομέλεια στην Balce, αποφάσισε επίσης ότι η εφαρμογή του σχετικού Νόμου και η ενεργοποίηση των εξουσιών διαχείρισης του Κηδεμόνα έχει ταυτόχρονα καταστήσει ανενεργείς τις διατάξεις του άρθρου 55 του Κεφ. 337. Προς τούτο υιοθέτησε το εξής απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, σε ό,τι αφορά την κρίση ότι ο Κηδεμόνας δεν ενεργεί ως mutevelli:
«Ενόψει των πιο πάνω, αποφαίνομαι ότι ο διορισμός Μουτεβελλή της συγκεκριμένης βακούφικης περιουσίας θα συνιστούσε υπό τις περιστάσεις πράξη contra legem εφόσον, δυνάμει του ισχύοντος νόμου, η διαχείριση κλπ της βακούφικης περιουσίας, περιλαμβανομένης και της περιουσίας που εδώ ενδιαφέρει, υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Κηδεμόνα Τ/Κ Περιουσιών. Το θέμα αυτό, συνάπτεται του θέματος της άρνησης του Γενικού Εισαγγελέα να δώσει τη συγκατάθεσή του για την έναρξη της διαδικασίας διορισμού νέου Μουτεβελλή κλπ. με βάση το Άρθρο 55 του περί Εβκάφ και Βακουφίων Νόμου Κεφ. 337.»
Η διαφορά μεταξύ της υπόθεσης Balce και της παρούσας, για την οποία έγινε νύξη προηγουμένως, έγκειται στο ότι εδώ, σ΄ αντίθεση με την Balce, η αιτήτρια λέγει ότι δεν στηρίζεται στο άρθρο 55 του Κεφ. 337, το οποίο και δεν έχει εφαρμογή, αλλά στο άρθρο 37 του Κεφ. 224. Η αιτήτρια θεωρεί τον εαυτό της ως ήδη διορισμένη mutevelli από τον Οργανισμό Βακουφίων και επιζητεί απλώς τον εκσυγχρονισμό του μητρώου με την αναγνώριση της ως νέου mutevelli και την εγγραφή της ως τέτοιας δυνάμει του άρθρου 37. Ως εκ τούτου, η άρνηση του Κτηματολογίου είναι κατά την εισήγηση της, άκυρη και παράνομη.
Η απάντηση στο πιο πάνω επιχείρημα της αιτήτριας είναι ότι το άρθρο 37 του Κεφ. 224, ναι μεν προνοεί για την εγγραφή της περιουσίας τύπου βακουφίου στον δικαιούχο κάτω από το έγγραφο αφιέρωσης ως καταπιστευματοδόχου, αλλά η πρόνοια αυτή δεν εφαρμόζεται απομονωμένα, ούτε μπορεί να λειτουργήσει κατ΄ αποκλεισμό των υπολοίπων νομοθετικών προνοιών που ρυθμίζουν τη διαχείριση βακούφικης περιουσίας. Από τη στιγμή που ο Κηδεμόνας έχει αναλάβει τη διαχείριση της περιουσίας βακουφίου, νομίμως διά του Νόμου, έπεται ότι σ΄ αυτόν ανήκει η εξουσία της έγκρισης διορισμού της αιτήτριας ως νέας mutevelli. Το Τμήμα Κτηματολογίου καθηκόντως ενημέρωσε τον Κηδεμόνα ως προς τα δεδομένα της συγκεκριμένης βακούφικης περιουσίας. Και ορθά εντόπισε ότι τα έγγραφα που φέρουν την αιτήτρια να είναι η νέα mutevelli της επίδικης περιουσίας, έχουν εκδοθεί από Οργανισμό που λειτουργεί στα κατεχόμενα και δεν αναγνωρίζεται στην Κυπριακή Δημοκρατία. Οι πρόνοιες του Άρθρου 110.2 του Συντάγματος, στις οποίες αναφέρεται ο συνήγορος της αιτήτριας σε σχέση με την αποκλειστική διαχείριση και διοίκηση των βακουφίων, παραμένουν βέβαια εκεί, αλλά είναι υπό αναστολή εφόσον διαρκεί η έκρυθμη κατάσταση και οι συνέπειες που επέφερε η Τουρκική εισβολή. Ο Οργανισμός Βακουφίων λειτουργεί τώρα σε μη ελεγχόμενη από το κράτος περιοχή, οι πράξεις του είναι παράνομες και τα έγγραφα που εκδίδει ανυπόστατα.
Η προσβαλλόμενη πράξη εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία που υποστηρίζουν την άρνηση της διοίκησης να αποδεχθεί εγγραφή της αιτήτριας και η αιτιολογία ευλόγως συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλου.
Η εφαρμογή ή μη του άρθρου 55 του Κεφ. 337, είναι παρεπόμενο των ανωτέρω. Την εφαρμογή του άρθρου αυτού, άλλωστε, αμφισβητεί και η ίδια η αιτήτρια. Βεβαίως, πρέπει εδώ να προσεχθεί ότι δεν είναι δυνατόν για την αιτήτρια να επικαλείται από τη μια διατάξεις του Κεφ. 337, όπως το άρθρο 28 και να αρνείται την ισχύ του άρθρου 55. Για να ενεργοποιείτο εν πάση περιπτώσει το άρθρο 55, έπρεπε να συντρέχουν οι προϋποθέσεις του, δηλαδή, είτε να ζητούνταν οι οδηγίες του Δικαστηρίου σχετικά με τη διοίκηση ή διαχείριση του βακουφίου (που δεν είναι αυτή η βάση της αίτησης της αιτήτριας), είτε να υπήρχε ισχυρισμός για κακοδιαχείριση στη διοίκηση ή λειτουργία του καταπιστεύματος (που δεν αποτελεί ούτε αυτό τη βάση της αίτησης). Η αιτήτρια, άλλωστε, για να νομιμοποιείτο να αιτηθεί το διορισμό της, θα έπρεπε να λάβει τη συγκατάθεση του Γενικού Εισαγγελέα εφόσον θεωρεί τον εαυτό της ως πρόσωπο που έχει συμφέρον στη συγκεκριμένη περιουσία, συγκατάθεση που δεν εξασφάλισε.
Είναι λανθασμένη η εισήγηση της αιτήτριας διά του δικηγόρου της, ότι πρέπει κατ΄ ουσίαν οι αρχές της Δημοκρατίας να προσυπογράψουν απλώς ή να αποδεχθούν το διορισμό της ως mutevelli, διότι αυτή ήδη διορίστηκε νομίμως από τον Οργανισμό Βακουφίων («Evkaf Administration») και επομένως δεν χρειαζόταν να αποταθεί «σε κανένα Δικαστήριο για να διοριστεί ξανά», όπως το θέτει στη σελ. 16 της γραπτής της αγόρευσης. Όλα αυτά, όπως εξηγήθηκε προηγουμένως, πρέπει να διέλθουν από τη νόμιμη οδό και τις αρχές της Δημοκρατίας, η οποία δεν μπορεί να αποδεχθεί διορισμούς ή άλλες ενέργειες από παράνομα όργανα που βρίσκονται στα κατεχόμενα.
Όσον αφορά τις θέσεις της αιτήτριας για παραβίαση του Συντάγματος και του Πρωτοκόλλου 4 της Συνθήκης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αναφορικά με την προστασία της ιδιοκτησίας και της ελεύθερης διακίνησης, αυτές δεν ευσταθούν καθώς, όπως ορθά εισηγείται ο Κηδεμόνας στη δική του αγόρευση, το δίκαιο της ανάγκης είχε υπαγορεύσει τη θέσπιση του Νόμου ώστε να ρυθμιστούν ζητήματα που αφορούσαν και την περιουσία των Τουρκοκυπρίων, είτε ως φυσικών, είτε ως νομικών προσώπων, ο δε Νόμος έχει κριθεί κατ΄ επανάληψη συνταγματικός μέσα από σχετικές αποφάσεις, (δέστε Κίτση ν. Γενικού Εισαγγελέα - πιο πάνω - και Α. Χρ. Σολωμονίδης Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα - πιο πάνω -).
Στην υπόθεση Balce - πιο πάνω - η Ολομέλεια επιβεβαίωσε τη συνταγματικότητα του Νόμου, σημειώνοντας ότι ακόμη και πριν τη θέσπιση αυτού, η Δημοκρατία εξέδιδε διατάγματα επίταξης της εγκαταλειφθείσας περιουσίας αμέσως μετά την Τουρκική εισβολή σε μια προσπάθεια προστασίας και διαφύλαξης των δικαιωμάτων των ιδιοκτητών της, (δέστε Αλή Κιαμίλ κ.ά. ν. Υπουργού Εσωτερικών, υπόθ. αρ. 133/05, ημερ. 29.1.2007). Περιορισμοί αναφορικά με το δικαίωμα στην ιδιοκτησία για λόγους δημοσίου συμφέροντος επιτρέπονται από το Σύνταγμα και από τη Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ιδιαιτέρως το άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, (δέστε Achmet Mulla Suleyman ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 99/05, ημερ. 21.5.2007).
Εντελώς πρόσφατα στην Mehmet Yilmaz v. Κυπριακής Δημοκρατίας και τριών άλλων αιτήσεων, Αίτηση αρ.4722/05, ημερ. 28.8.2012, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων απορρίπτοντας τις αιτήσεις ως μη παραδεκτές λόγω μη εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων και θεραπειών που εισήχθηκαν στις 7.5.2010 με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 39(Ι)/2010, σε σχέση με τις εξουσίες του Κηδεμόνα, επιβεβαίωσε την προηγούμενη νομολογία του ότι ο Νόμος πριν τροποποιηθεί ως ανωτέρω, δεν παραβίαζε τη Σύμβαση και ιδιαιτέρως το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου αρ. 1. Σχετική είναι και η απόφαση του ΕΔΑΔ στη Niazi Kazali and Hakan Kazali v. Cyprus και οκτώ άλλων αιτήσεων, ημερ. 6.3.2012.
Ούτε ισχύει η εισήγηση για διάκριση εναντίον της αιτήτριας λόγω διαμονής ή φύλου και οι υποθέσεις που ανέφερε ο συνήγορος στην αγόρευση του δεν έχουν καμία σχέση με τα υπό κρίση γεγονότα. Αντίθετα, σχετική είναι η απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Ali Erel and Mustafa Damdelen, Appl. No. 39973/07, ημερ. 14.12.2010. Παρόλο που αφορούσε την εκλογική νομοθεσία και το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, η οικειοθελής διαμονή των εκεί αιτητών στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές αποτελούσε σκόπελο στην άσκηση των δικαιωμάτων τους, χωρίς αυτός ο σκόπελος να κριθεί ότι ήταν σε αντίθεση είτε με το Σύνταγμα, είτε με τη νομολογία του ΕΔΑΔ, τη Σύμβαση και τα συναφή Πρωτόκολλα, αναφορικά με διάκριση ως προς το φύλο, την εθνότητα, τη θρησκεία ή τη διαμονή.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ