ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 275/2011
20 Ιουλίου, 2012
[Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 38 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
BAYER SCHERING PHARMA AG
Aιτητές
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ
Καθ' ων η αίτηση
..............................
Κ. Χρυσοστομίδης με Δ. Κωνσταντίνου (κα) για τους αιτητές
Λ. Χριστοδουλίδου (κα) Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση
................................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Μ. ΦΩΤΙΟΥ, Δ: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν από το δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία, την οποία παραθέτω αυτούσια:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση της καθ' ης η αίτηση, η οποία δημοσιεύθηκε στο Παράρτημα Πέμπτο, Μέρος ΙΙ της Επίσημης Εφημερίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας Αριθμός 4198, ημερομηνίας 22.12.2010, σελίδες 3373-3374 και σύμφωνα με την οποία η Καθ' ης η αίτηση διέγραψε από τις 04.02.2008 την κατάθεση της Μετάφρασης του Ευρωπαϊκού Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας με Αρ. CY 1105716 (ΕΡ 1594483), ιδιοκτησίας της Αιτήτριας, με το αιτιολογικό της μη καταβολής των ετησίων τελών ανανέωσης είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε αποτελέσματος.»
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Στις 19/10/2006 καταχωρήθηκε αίτηση στο Γραφείο του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη (στο εξής ο Έφορος) και πληρώθηκαν τα σχετικά τέλη για κατάθεση, για σκοπούς ειδικής προστασίας, της Μετάφρασης του Ευρωπαϊκού Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας με αρ. ΕΡ 1 594 483 στην Κύπρο, στο όνομα της εταιρείας Schering AG από Γερμανία. Η αίτηση κατατέθηκε από το δικηγορικό γραφείο Δρ. Κ. Χρυσοστομίδη και Σία, σαν πληρεξούσιος αντιπρόσωπος της Schering AG και στις 21/12/2007, με βάση τις πρόνοιες του περί Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας Νόμου του 1998, (Ν. 16(1)/98 όπως έχει τροποποιηθεί), και ειδικά με βάση το άρθρο 66, ο Έφορος προχώρησε στην έκδοση Πιστοποιητικού Καταχώρησης Μετάφρασης Ευρωπαϊκού Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας με αρ. CY 1105716.
Nα σημειωθεί πως την 1/11/2006, δηλαδή στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της καταχώρησης της αίτησης και της έκδοσης του σχετικού πιστοποιητικού, στάληκε στον υπό αναφορά πληρεξούσιο αντιπρόσωπο, έντυπο, υπό τον τίτλο «Απόδειξη Παραλαβής Εγγράφου» με σημείωση ότι τα ετήσια τέλη ανανέωσης του διπλώματος για τον 4ο χρόνο προστασίας πρέπει να καταβληθούν μέχρι τις 4/2/2007. Στις 16/1/2007 η εταιρεία Schering AG συμμορφούμενη προς την πιο πάνω σημείωση κατέβαλε τα προβλεπόμενα τέλη για την ανανέωση του διπλώματος για τον 4ο χρόνο. Στη συνέχεια, ακριβώς ένα χρόνο μετά, δηλαδή στις 16/1/2008 πλήρωσε και τα σχετικά τέλη για την ανανέωση του διπλώματος για τον 5ο χρόνο. Επισημαίνεται πως και στις δυο προαναφερόμενες περιπτώσεις οι σχετικές αιτήσεις κατατέθηκαν από το δικηγορικό γραφείο Δρ. Κ. Χρυσοστομίδη και Σία.
Ακολούθως, ο Έφορος με επιστολή του ημερ. 11/2/2008, ενημέρωσε τον πληρεξούσιο αντιπρόσωπο της Schering AG πως για να καταστεί δυνατή η καταχώρηση της ανανέωσης του διπλώματος για την περίοδο 4/2/2008- 3/2/2009 (5ος χρόνος), ως η αίτηση τους ημερ. 16/1/2008, θα πρέπει να κοινοποιηθεί η αλλαγή του ονόματος του ιδιοκτήτη από Schering AG σε Bayer Schering Pharma Aktiengesellschaft το συντομότερο δυνατό. Αυτούσιο το κείμενο της εν λόγω επιστολής έχει ως εξής:
«Θέμα: Ανανέωση Ευρωπαϊκού Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας Αρ. CY1105716 (EP1 594 483)
Αναφέρομαι στην αίτηση σας που λήφθηκε στις 16.01.08 με τον τύπο Π.13, σχετικά με την ανανέωση του πιο πάνω Ευρωπαϊκού Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας για την περίοδο 04.02.2008 -03.02.2009 (5ος χρόνος) και σας πληροφορώ ότι για να καταστεί δυνατή η καταχώρηση της ανανέωσης πρέπει να κοινοποιηθεί η αλλαγή του ονόματος του ιδιοκτήτη από Scherng AG σε Bayer Schering Pharma Aktiengesellschaft με το έντυπο Π.2. το συντομότερο δυνατό.
Με τιμή,
Ε. Πίττα (κα)
Για Έφορο Εταιρειών και
Επίσημο Παραλήπτη»
Στη συνέχεια και πιο συγκεκριμένα στις 30/1/2009 καταχωρήθηκε νέα αίτηση (Τύπος Π.13) και πληρώθηκαν τα σχετικά τέλη για την ανανέωση του διπλώματος για την περίοδο 4/2/2009 - 3/2/2010 (6ος χρόνος). Αυτή τη φορά η αίτηση κατατέθηκε από το δικηγορικό γραφείο Δρ. Χρ. Α. Θεοδούλου.
Να σημειωθεί πως σύμφωνα με τα ενώπιον του δικαστηρίου στοιχεία, από τις 9/3/2009 η εταιρεία Schering Actiengesellschaft εκπροσωπείτο στον Έφορο από το συγκεκριμένο δικηγορικό γραφείο δηλ. του Δρα Χρ. Α. Θεοδούλου.
Ακολούθως ο Έφορος, με επιστολή του ημερ. 20/3/2009 που απευθύνετο προς το νέο πληρεξούσιο αντιπρόσωπο των αιτητών Δρα Χρ. Α. Θεοδούλου, αφού κατ' αρχάς αναφέρθηκε στην κατατεθείσα για λογαριασμό των αιτητών αίτηση ανανέωσης του Διπλώματος για τον 6ο χρόνο προστασίας ημερ. 30/1/2009, τον ενημέρωσε για τη διαγραφή του Διπλώματος από το Μητρώο «λόγω μη ανανέωσης του προηγούμενου χρόνου» και τον κάλεσε να υποβάλει αίτηση επαναφοράς του Διπλώματος σύμφωνα με τις πρόνοιες του Καν. 43 των περί Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 46/99).
Αυτούσιο το κείμενο της επιστολής ημερ. 20/3/2009 έχει ως εξής:
«Θέμα: Αίτηση ανανέωσης Κατάθεσης Μετάφρασης Ευρωπαϊκού Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας Αρ. CY 1105716 (ΕΡ 1 594 483)
Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτηση σας με τον τύπο Π.13 ημερομηνιας 30/01/2009 αναφορικά με την ανανέωση του πιο πάνω διπλώματος, για τον 6ο χρόνο προστασίας και σας πληροφορώ ότι:
1) Το πιο πάνω δίπλωμα έχει διαγραφεί από το Μητρώο μας λόγω μη ανανέωσης του προηγούμενου χρόνου. Ο κανονισμός 43 των περί Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 46/99) σας παρέχει το δικαίωμα επαναφοράς υποβάλλοντας αίτηση στον Έφορο, μέσα σε δώδεκα μήνες από τη λήξη της περιόδου χάριτος όπως αυτή καθορίζεται από τον κανονισμό 42(1)(β). Η συγκεκριμένη αίτηση ανανέωσης θα διεκπεραιωθεί, αν και εφ' όσον ολοκληρωθεί η διαδικασία επαναφοράς του διπλώματος στο ανάλογο Μητρώο.
2) Εάν επιθυμείτε να προχωρήσει η πιο πάνω υπόθεση πρέπει να καταχωρηθεί ο τύπος Π.13 και να πληρωθούν τα τέλη για τον 5ο χρόνο προστασίας καθώς και τα αντίστοιχα τέλη επιβάρυνσης (€41).
Παρακαλώ όπως διευθετηθεί το πιο πάνω το συντομότερο δυνατόν και όχι αργότερα από τις 20/04/09.
Με τιμή
Ελένη Πίττα
Για Έφορο Εταιρειών και
Επίσημο Παραλήπτη»
Στις 27/1/2010 υποβλήθηκε νέα αίτηση και πληρώθηκαν τα σχετικά τέλη για την ανανέωση του Διπλώματος για τον 7ο χρόνο προστασίας από το ίδιο δικηγορικό γραφείο. Στη συνέχεια ο Έφορος, με νέα επιστολή του προς τον αντιπρόσωπο των αιτητών Δρα Χρ. Α. Θεοδούλου ημερ. 12/4/2010 τον ενημέρωσε ότι το Δίπλωμα έχει διαγραφεί από το Μητρώο από τις 4/2/2008 κι' ότι έχει παρέλθει η περίοδος χάριτος για επαναφορά του.
Η εν λόγω διαγραφή δημοσιεύτηκε στο Παράρτημα Πέμπτο, Μέρος ΙΙ, της Επίσημη Εφημερίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας με αρ. 4198 και ημερομηνία 22/12/2010 σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 45 του περί Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας Νόμου του 1998, (Ν. 16(Ι)/98 όπως έχει τροποποιηθεί) λόγω «μη καταβολής των ετήσιων τελών ανανέωσης». Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών στη γραπτή της αγόρευση (αρχική και απαντητική) εισηγούνται την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης για τους εξής λόγους: (α) ο Έφορος δεν νομιμοποιείτο να προχωρήσει στην επίδικη διαγραφή, καθώς από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης προκύπτει αβίαστα, ότι οι αιτητές κατέβαλαν τα σχετικά τέλη ανανέωσης του Διπλώματος για τον 5ο χρόνο προστασίας, (περίοδος 4/2/2008 - 3/2/2009), τους δόθηκε μάλιστα και σχετική απόδειξη πληρωμής, (β) εσφαλμένα ο Έφορος, απαίτησε με την επιστολή του ημερ. 11/2/2008 όπως η μεταβίβαση του Διπλώματος στο όνομα των αιτητών, καταχωρηθεί στο Γραφείο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας της Κύπρου, αφού η εν λόγω μεταβίβαση είχε ήδη καταχωρηθεί στο Κεντρικό Μητρώο του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας (ΕΡΟ) και αυτό ήταν αρκετό. Η συγκεκριμένη απαίτηση, υποστηρίζουν οι συνήγοροι των αιτητών, ήταν αποτέλεσμα λανθασμένης ερμηνείας των προνοιών τόσο της Σύμβασης για τη χορήγηση Ευρωπαϊκών Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας όσο και της εθνικής νομοθεσίας καθώς επίσης και της μη διεξαγωγή δέουσας έρευνας από μέρους του Εφόρου, και (γ) ακόμη και στην περίπτωση που το Δικαστήριο ήθελε κρίνει ότι ορθά ο Έφορος ζήτησε την καταχώρηση της προαναφερθείσας μεταβίβασης στο Κυπριακό Μητρώο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, η απόφασή του να προχωρήσει στην επίδικη διαγραφή λόγω μη συμμόρφωσης των αιτητών με το περιεχόμενο της επιστολής ημερ. 11/2/2008 χωρίς οποιαδήποτε άλλη ειδοποίηση, γραπτή ή προφορική, ήταν παράτυπη καθ' ότι:
(ι) η μη καταχώρηση της συγκεκριμένης μεταβίβασης δεν συνιστούσε από μόνη της νόμιμο λόγο για διαγραφή του Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας των αιτητών, και σε κάθε περίπτωση δεν δικαιολογούσε τη διαγραφή «λόγω μη καταβολής των ετήσιων τελών ανανέωσης»,
(ιι) η επιστολή του Εφόρου ημερ. 11/2/2008 δεν καθόριζε συγκεκριμένη προθεσμία συμμόρφωσης παρά μόνο την αόριστη απαίτηση για συμμόρφωση «το συντομότερο δυνατό» σε αντίθεση με τον Καν. 16 των Κανονισμών του 1999 ο οποίος απαιτεί τον καθορισμό του χρονικού διαστήματος για συμμόρφωση.
(ιιι) συνιστούσε παραβίαση της ρητής πρόνοιας του Καν. 21(1)(α) των Κανονισμών καθώς και του άρθρου 5 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(1)/99),
(ιv) συνιστούσε παραβίαση των προνοιών των άρθρων 50 και 51 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 159(Ι)/99) αναφορικά με τις αρχές της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης με τις οποίες οφείλει να συμμορφώνεται η διοίκηση, και
(v) έρχεται σε αντίθεση με το πνεύμα του Νόμου και την πρόθεση του νομοθέτη να προστατεύσει τα αποκλειστικά δικαιώματα των ιδιοκτητών των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.
Η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση προέβαλε στη γραπτή της αγόρευση δυο προδικαστικές ενστάσεις, τις εξής: Με την πρώτη θέτει θέμα εκπροθέσμου της προσφυγής και με τη δεύτερη εισηγείται ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος προσβολής της επίδικης απόφασης. Διαζευκτικά, επί της ουσίας της υπόθεσης, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νόμιμη και ορθή.
ΕΞΕΤΑΣΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ
Εφόσον υπάρχουν προδικαστικές ενστάσεις είναι ορθό όπως εξεταστούν πρώτα αυτές. Είναι τέτοια η φύση τους (εγείρουν θέμα δημόσιας τάξης) που μπορούν να εξεταστούν ανεξάρτητα από το ότι έχουν εγερθεί για πρώτη φορά με τη γραπτή αγόρευση των καθ' ων η αίτηση (βλ. μεταξύ άλλων Βραχίμης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 498).
Αναφορικά με την πρώτη προδικαστική ένσταση, είναι η θέση της ευπαιδεύτου δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση, πως από τη στιγμή που οι αιτητές, έλαβαν γνώση για την από τις 4/2/2008 διαγραφή του Διπλώματος τους από το Μητρώο, από τις 12/4/2010, με την επιστολή του Εφόρου προς τον τότε πληρεξούσιο αντιπρόσωπό τους Δρ. Χρ. Α. Θεοδούλου, η προθεσμία των 75 ημερών για την άσκηση της προσφυγής που θέτει το Άρθρο 146.3 του Συντάγματος αρχίζει από την εν λόγω ημερομηνία και όχι από τις 22/12/2010 ημερομηνία δημοσίευσης της διαγραφής στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Οι αιτητές, συνεχίζει η εισήγηση, είχαν εν προκειμένω πλήρη γνώση των στοιχείων που επηρέαζαν τη θέση τους, δηλαδή της διαγραφής, από τις 12/4/2010. Συνεπώς η παρούσα προσφυγή που καταχωρήθηκε στις 25/2/2011 είναι καταφανώς εκπρόθεσμη. Προς ενίσχυση των πιο πάνω ισχυρισμών της η δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση παρέπεμψε σε σχετική επί του θέματος νομολογία σύμφωνα με την οποία η προθεσμία που τίθεται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος αρχίζει με την πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης από το διοικούμενο.
Η πλευρά των αιτητών εισηγείται ότι από τη στιγμή που με βάση το σχετικό νόμο (Ν.16(Ι)/98 άρθρα 43 έως 45) επιβάλλεται η δημοσίευση ενός πιστοποιητικού που καθίσταται ανίσχυρο δυνάμει του άρθρου 43 ή σε περίπτωση που κηρύσσεται άκυρο με βάση το άρθρο 44, τότε η διοικητική πράξη τελειώνει με τη δημοσίευση και επομένως η προθεσμία αρχίζει από την ημερομηνία της δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Εξέτασα τις αντίστοιχες θέσεις και έχω καταλήξει ότι δεν μπορώ να συμφωνήσω με τις πιο πάνω θέσεις των καθ' ων η αίτηση. Κατά την άποψη μου η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί. Το θέμα του εκπροθέσμου μιας προσφυγής διέπεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 146.3 του Συντάγματος που διαλαμβάνει ως ακολούθως:
«Η προσφυγή ασκείται εντός εβδομήκοντα πέντε ημερών από της ημέρας της δημοσιεύσεως της αποφάσεως ή της πράξεως ή, εν περιπτώσει μη δημοσιεύσεως ή εν περιπτώσει παραλείψεως, από της ημέρας καθ' ην η πράξις ή παράλειψις περιήλθεν εις γνώσιν του προσφεύγοντος.»
Σύμφωνα με τη νομολογία για να αρχίσει να μετρά η προθεσμία των 75 ημερών για σκοπούς καταχώρησης μιας προσφυγής, ισχύουν τα ακόλουθα: (α) Σε περίπτωση που πρόκειται για πράξη που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, από την ημερομηνία αυτή. (β) Σε κάθε άλλη περίπτωση από την ημέρα που ο ενδιαφερόμενος έχει λάβει πραγματική γνώση της απόφασης. Πραγματική γνώση, σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου και την πάγια νομολογία, θεωρείται ότι λαμβάνει ένας αιτητής εφόσον περιέλθει σε γνώση του το περιεχόμενο της πράξης ή απόφασης ή παράλειψης. Σχετικά η Ολομέλεια στην απόφαση Ακίνητα Λούλας Ιωνίδου Λτδ ν. Εφόρου Φόρου Εισοδήματος (2001) 3 Α.Α.Δ. 1011, επισήμανε τα ακόλουθα:
«Έχει νομολογηθεί ότι για να κινήσει την προθεσμία για την άσκηση προσφυγής η κοινοποίηση πρέπει να είναι πλήρης και η πράξη να είναι με τέτοιο τρόπο διατυπωμένη ώστε να προκύπτει σαφώς το περιεχόμενο της (Βλ. Pissas (No.1 ) v. E.A.C. (1066) 3 C.L.R. 634, 638).
Πλήρης είναι η γνώση η οποία επιτρέπει εις τον ενδιαφερόμενο να διαγνώσει με βεβαιότητα και ακρίβεια την υλική ή την ηθική ζημιά την οποία υφίσταται από τη δημοσιευόμενη ή κοινοποιούμενη πράξη (Βλ. Θ.Δ. Τσάτσου «Η Αίτησις Ακυρώσεως Ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας», σελ. 74, Aspri v. Republic (1979) 3 C.L.R. 490, 497, 498).
Στην Papaioannou v. Republic (1982) 3 Α.Α.Δ. 103, 108, 109, ο Πικής Δ. - όπως ήταν τότε - υποδεικνύει πως από την επισκόπηση της σχετικής ελληνικής νομολογίας πηγάζουν οι πιο κάτω προτάσεις οι οποίες πρέπει να καθοδηγούν το δικαστήριο στο θέμα της προθεσμίας:
(1) Οσάκις ο Νόμος απαιτεί δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα τέτοια δημοσίευση είναι απαραίτητη για να θέσει σε κίνηση την προθεσμία σε σχέση με τρίτα πρόσωπα.
(2) Η γνωστοποίηση της απόφασης οσάκις προβλέπεται από το Νόμο δεν είναι ανάγκη να γίνεται με οποιοδήποτε επίσημο τύπο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποιοσδήποτε τύπος νοουμένου ότι είναι αποτελεσματικός.
(3) Η γνωστοποίηση δεν είναι ανάγκη να επεκτείνεται στην κάθε λεπτομέρεια της απόφασης. Εφόσο ενημερώνει τον επηρεαζόμενο για το αποτέλεσμα και τη βάση της αιτιολογίας θα θεωρηθεί επαρκής παρά την απουσία ασήμαντων λεπτομερειών.
(4) Οσάκις ο Νόμος απαιτεί έγγραφη γνωστοποίηση η αποστολή της γνωστοποίησης δεν αποτελεί κατ' ανάγκη προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της προθεσμίας. Η προθεσμία κινείται από την στιγμή που ο επηρεαζόμενος λαμβάνει γνώση της απόφασης. Έτσι αν η γνώση αποκτηθεί με άλλο τρόπο η προθεσμία αρχίζει να κινείται από τότε.
(5) Η γνώση η οποία απαιτείται για να θέσει σε κίνηση την προθεσμία που προβλέπεται από το άρθρο 146.3 του Συντάγματος πρέπει να είναι αρκετά εκτεταμένη έτσι που να πληροφορεί τον επηρεαζόμενο διάδικο επαρκώς για τις επιπτώσεις της απόφασης επί της κατάστασης και θέσης του και να τον καθιστά ικανό να λάβει τα θεραπευτικά μέτρα που προσφέρονται από το Νόμο.»
Στρεφόμενοι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, διαπιστώνουμε, ότι σε περιπτώσεις διαγραφής ενός πιστοποιητικού λόγω μη καταβολής των ετήσιων τελών ανανέωσης, (όπως είναι η υπό εξέταση περίπτωση), η αναγκαιότητα δημοσίευσης της διαγραφής προβλέπεται ρητά από το άρθρο 45 του περί Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας Νόμου του 1998, (Ν. 16(1)/98 όπως έχει τροποποιηθεί). Το παραθέτω:
«45. Στην περίπτωση που ένα πιστοποιητικό καθίσταται ανίσχυρο, δυνάμει του άρθρου 43 παράγραφοι (β), (γ) ή (δ) ή στην περίπτωση που ένα πιστοποιητικό κηρύσσεται άκυρο σύμφωνα με το άρθρο 44, ο Έφορος προβαίνει στη σχετική δημοσίευση.»
Σύμφωνα δε με το άρθρο 43 υπό τον τίτλο «Λήξη της ισχύος του πιστοποιητικού»
«Το πιστοποιητικό λήγει -
(α) ......................................................................................................
(β) .......................................................................................................
(γ) αν δεν καταβληθεί εμπρόθεσμα το ετήσιο τέλος που καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 41
(δ) .......................................................................................................»
Αφού λοιπόν ο σχετικός Νόμος, προνοούσε ρητά τη δημοσίευση της επίδικης πράξης της διαγραφής, η προθεσμία των 75 ημερών που θέτει το Άρθρο 146 του Συντάγματος για την άσκηση της προσφυγής αρχίζει, σύμφωνα με τις νομικές αρχές που παρατέθηκαν πιο πάνω, από την ημερομηνία της εν λόγω δημοσίευσης, που εδώ έγινε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 22/12/2010.
Αναφορικά με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση, ο ισχυρισμός από πλευράς των καθ' ων η αίτηση είναι ότι οι αιτητές στερούνται εννόμου συμφέροντος να προωθούν την παρούσα προσφυγή γιατί, μετά τη λήψη της επιστολής του Εφόρου ημερ. 11/2/2008, η οποία καθιστούσε αδύνατη την ανανέωση του Διπλώματος για τον 5ο χρόνο προστασίας αν η αλλαγή των ιδιοκτητών αυτού δεν καταχωρείτο στο Κυπριακό Μητρώο Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας το συντομότερο, παρέμειναν πλήρως αδρανείς και χωρίς να αναφέρουν οτιδήποτε σε σχέση με την τωρινή εκδοχή τους περί καταχώρησης της προαναφερθείσας αλλαγής στο Κεντρικό Μητρώο του Ευρωπαϊκού Γραφείου Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας, αλλά επανήλθαν μετά την πάροδο σχεδόν ενός έτους (στις 30/1/2009), με νέο πληρεξούσιο αντιπρόσωπο και ζήτησαν ανανέωση του 6ου έτους. Όταν δε με τη νέα επιστολή του Εφόρου ημερ. 20/3/2009, πληροφορήθηκαν για τη διαγραφή του Διπλώματος λόγω μη ανανέωσης του 5ου χρόνου αλλά και για το δικαίωμα επαναφοράς αυτού δυνάμει των προνοιών του Καν. 43 των περί Διπλωμάτων Ευρεσιτεχνίας Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 46/99), καθώς και για την ανάγκη καταβολής των τελών για τον 5ο χρόνο προστασίας και πάλι παρέμειναν εντελώς άπρακτοι. Δεν ακολούθησαν τη διαδικασία επαναφοράς και τώρα παραπονιούνται ότι ο Εφορος διέγραψε το Δίπλωμά τους χωρίς να τους προειδοποιήσει. Η αντίδραση των αιτητών ήλθε πολύ αργότερα μετά τη δημοσίευση της επίδικης διαγραφής στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 22/12/2010. Ειδικότερα η θέση της ευπαιδεύτου δικηγόρου των καθ' ων η αίτηση είναι ότι η πιο πάνω συμπεριφορά των αιτητών ισοδυναμεί με ανεπιφύλακτη αποδοχή της διαγραφής του Διπλώματος, γεγονός που καθιστά την παρούσα προσφυγή απαράδεκτη λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος.
Αναφορικά με αυτή την προδικαστική ένσταση οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των αιτητών δηλώνουν ότι ουδέποτε οι αιτητές έχουν ρητά ή σκόπιμα αποδεκτεί τη διαγραφή του διπλώματος. Αντίθετα έχουν καταβάλει τα ετήσια τέλη και σύμφωνα με το άρθρο 41 του Νόμου 16(Ι)/98 «η διατήρηση ισχύος του πιστοποιητικού εξαρτάται από την καταβολή των ετήσιων τελών ανανέωσης». Αυτή ήταν η ρητή υποχρέωση των αιτητών την οποία και εκπλήρωσαν.
Σύμφωνα με τη νομολογία η αποδοχή με ελεύθερη βούληση διοικητικής απόφασης στερεί τον διοικούμενο του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος για προσφυγή, εκτός όπου επηρεάζονται θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. (Βλ. μεταξύ άλλων Piperis v. R. (1967) 3 CLR 295, Tomboli v. CYTA (1982) 3 CLR 149, Christodoulides v. R. (1985) 3 CLR 1979, Γρηγορίου ν. Δήμου Λευκωσίας (1991) 4 ΑΑΔ 3005, Κωνσταντίνου ω. ΑΤΗΚ (2001) 3 ΑΑΔ 282, 290 και Καϊσερλίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 ΑΑΔ 517). Το ακόλουθο απόσπασμα από το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 8η έκδοση 1997 του Ε. Σπηλιωτόπουλου στην παρ. 458, συνοψίζει την ορθή νομική προσέγγιση:
«Το έννομο συμφέρον που υπάρχει κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης ή την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως εκλείπει, παύει να υπάρχει, από αντικειμενικούς λόγους, εάν διακόπηκε ο νομικός δεσμός που συνδέει τον αιτούντα με την προσβαλλόμενη πράξη (ΣΕ 2473/1970), καθώς και με αποδοχή της πράξης από τον αιτούντα (ΣΕ 2612/1982). Η αποδοχή μπορεί να είναι ρητή, δηλαδή, να προκύπτει από σχετική δήλωση του αιτούντος, ή σιωπηρή, δηλαδή, να συνάγεται από συμπεριφορά του, η οποία δεν αφήνει αμφιβολία για την έννοια της (ΣΕ 432/1983, 3547/1987), όπως π.χ. είναι ανεπιφύλακτη συμμετοχή στη διαδικασία έκδοσης της πράξης (ΣΕ 1674, 2836/1987). Η αποδοχή πρέπει : i) να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη (ΣΕ 480/1970, 1745/1977), ii) να μην έγινε από νόμιμη υποχρέωση (ΣΕ 4528/1976, 4071/1990) ή λόγω οικονομικής ανάγκης (ΣΕ 2407/1970) ή λόγω παράνομης βίας ή απειλής (ΣΕ 2013/1959) ή διότι η παράλειψή της θα είχε για τον αιτούντα δυσμενείς συνέπειες (ΣΕ 1568/1960) και iii) να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλλου (ΣΕ 2087/1970), ή όταν δεν είναι ρητή, να συνάγεται από αναμφισβήτητες πράξεις (ΣΕ 1341/1966).»
(Βλ. επίσης Γ. Σιούτη «Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως (1998) σελίδες 207-208, και Δαμιανού ν. ΡΙΚ (1999) 3 ΑΑΔ 129).
Στην προαναφερθείσα υπόθεση Κωνσταντίνου κ.α. ν. ΑΤΗΚ σελ. 290, λέχθηκαν σχετικά, τα ακόλουθα:
«Έχει νομολογηθεί ότι η αποδοχή πράξης από το διοικούμενο που γίνεται ελεύθερα χωρίς πίεση ή επιφύλαξη και η οποία θίγει το έννομο συμφέρον του συνεπάγεται την άρση του έννομου συμφέροντος για αμφισβήτηση της με προσφυγή: βλ. Χαρίλαος Παπαδόπουλος κ.α., ανωτέρω. Στην προκείμενη περίπτωση δεν αμφισβητήθηκαν σοβαρά ευρήματα του δικαστηρίου αναφορικά με την αποζημίωση. Δεν προβλήθηκαν επιχειρήματα που θα δικαιολογούσαν παρέμβαση μας. Η αποδοχή προκύπτει σαφώς από τη ρητή δήλωση που υπέγραψε ο κάθε εφεσείων καθώς και τη συμπεριφορά του.»
Ο ισχυρισμός των καθ' ων η αίτηση είναι ότι οι αιτητές, με την επιλογή τους να μην αντιδράσουν στην επιστολή του Εφόρου ημερ. 20/3/2009, να εξασκήσουν δηλαδή το δικαίωμα επαναφοράς, αποδέχτηκαν στην ουσία τη διαγραφή του Διπλώματος και έχουν χάσει πλέον το έννομο συμφέρον στην έγερση της παρούσας προσφυγής.
Το κείμενο της εν λόγω επιστολής ημερ. 20/3/2009 που αποστάληκε στον Δρα Χρ. Α. Θεοδούλου, το παρέθεσα ήδη πιο πάνω, σελ. 5 και 6 της παρούσας.
Οι ισχυρισμοί των αιτητών είναι ότι κατέβαλαν τα ετήσια τέλη ανανέωσης του Διπλώματος κανονικά (υποχρέωση που πηγάζει από το άρθρο 41 του σχετικού Νόμου), τόσο για τον 5ο όσο και για τον 6ο χρόνο, κάτι που αποδεικνύει ότι δεν είχαν αποδεχθεί τη διαγραφή.
Από προσεκτική εξέταση των πιο πάνω γεγονότων κρίνω ότι δεν έχουμε περίπτωση που να δείχνει ότι οι αιτητές έχουν ρητά και ανεπιφύλακτα αποδεχθεί τη διαγραφή, ούτως ώστε να θεωρείται ότι στερούνται εννόμου συμφέροντος. Επομένως θα εξετάσω την ουσία της προσφυγής.
Με τον (α) από τους λόγους ακυρώσεως, όπως τους συνόψισα πιο πάνω, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο Έφορος δεν νομιμοποιείτο να προχωρήσει στη διαγραφή αφού από τα γεγονότα «προκύπτει αβίαστα» όπως το διατύπωσαν οι συνήγοροι, ότι οι αιτητές κατέβαλαν τα σχετικά τέλη ανανέωσης του Διπλώματος για τον 5ο χρόνο προστασίας (περίοδος 4/2/2008-3/2/2009) και τους δόθηκε σχετική απόδειξη. Μάλιστα οι αιτητές επικαλούνται τα Παραρτήματα 6 και 7 της αίτησης που δείχνουν την πληρωμή των τελών. Παρά ταύτα η ευπαίδευτη δικηγόρος των καθ' ων η αίτηση στην παράγρ. 2.5 της γραπτής της αγόρευσης ισχυρίζεται ότι η περίοδος 4/2/2008 έως 3/2/2009 που αφορούσε τον 5ο χρόνο, ήταν χωρίς την καταβολή των τελών ανανέωσης. Όμως δέχθηκε ότι για τον 6ο χρόνο οι αιτητές πλήρωσαν τα σχετικά τέλη τα οποία έγιναν δεκτά.
Εξέτασα τα ενώπιον μου γεγονότα. Πράγματι με τα Παραρτήματα 6 και 7 της Αίτησης φαίνεται ότι οι αιτητές στις 16/1/2008 σχετικά με τον 5ο χρόνο υπέβαλαν την αίτηση Τύπος Π13, όπου φαίνονται και τα σχετικά δικαιώματα.
Με βάση τα πιο πάνω κρίνω ότι προκύπτει μια αντιφατικότητα και ασάφεια όσον αφορά το κατά πόσο η θέση των καθ' ων η αίτηση που αποτελεί και την αιτιολογία γιατί διαγράφηκε η μετάφραση του Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας λήφθηκε μετά από τη δέουσα έρευνα και διαπίστωση των ορθών γεγονότων ή κάτω από πιθανότητα πραγματικής πλάνης.
Ενόψει των πιο πάνω κρίνω ότι δεν αναγκαίο να εξεταστούν και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα (πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει) υπέρ των αιτητών και εναντίον των καθ' ων η αίτηση, όπως αυτά θα υπολογιστουν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται σύμφωνα με το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος.
Μ. Φωτίου, Δ.
/ΚΑΣ