ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1721/2011)
21 Ιουνίου, 2012
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
HOOMAN & MAHIAB KHANBAIE,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΑΙ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ,
3. ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Ενδιάμεση Αίτηση ημερ. 23.5.2012
Μ. Παρασκευάς, για τους Αιτητές.
Ε. Γαβριήλ (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Ε Ν Δ Ι Α Μ Ε Σ Η Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η υπόθεση έγινε περίπλοκη, ως αποτέλεσμα της απόφασης των Αιτητών να ενάγουν στην ίδια προσφυγή, την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, το Τμήμα Αλλοδαπών και Μετανάστευσης, καθώς και την Υπηρεσία Ασύλου. Τα πράγματα συγχέονται ακόμα περισσότερο με τις πολλαπλές θεραπείες που ζητούνται κατά διαφορετικών αποφάσεων διαφόρων οργάνων. Επίσης ζητούνται θεραπείες πότε και για τους δύο Αιτητές και πότε μόνο για τον Αιτητή 1.
Οι δύο Αιτητές είναι σύζυγοι. Για σκοπούς της παρούσας απόφασης θα αναφέρομαι στο σύζυγο ως ο Αιτητής 1. Φαίνεται ότι με την προσφυγή τους οι δύο Αιτητές ζητούν:- (Α) Ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 27.10.2011, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή τους για παραχώρηση ασύλου, (Β) ακύρωση της απόφασης της ίδιας ημερομηνίας με την οποία ο Αιτητής 1 κηρύχθηκε παράνομος αλλοδαπός και διατάχθηκε η απέλασή του, και (Γ) ακύρωση της απόφασης του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης ημερ. 2.12.2011, με την οποία διατάσσονταν να εγκαταλείψουν το έδαφος της Δημοκρατίας.
Με την καταχώρηση της προσφυγής, οι Αιτητές καταχώρησαν και δια κλήσεως αίτηση, με την οποία αιτούνται όπως η απόφαση (Γ) ανωτέρω, ήτοι η απόφαση ημερ. 2.12.2011, ανασταλεί μέχρι αποπεράτωσης της παρούσας προσφυγής. Επίσης ζητούν όπως εκδοθεί διάταγμα με το οποίο οι Καθ' ων η αίτηση να αναγκάζονται να θεωρούν νόμιμη την παραμονή των Αιτητών στην Κύπρο.
Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Αιτητή 1, ο οποίος ισχυρίζεται ότι η κήρυξη του ιδίου και της συζύγου του ως παράνομων αλλοδαπών υποκείμενων σε απέλαση, είναι αντίθετη με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο, καθώς επίσης και με το άρθρο 39 της Οδηγίας 2005/85 με το οποίο δίδεται στους αιτούντες άσυλο, δικαίωμα «πραγματικής προσφυγής» ενώπιον δικαστηρίου. Όπως ισχυρίζονται, από τη στιγμή που η προσφυγή κατά της απόρριψης της αίτησης ασύλου δεν έχει ακόμη εξεταστεί σε πρώτο βαθμό από δικαστήριο της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι Αιτητές έχουν, δυνάμει του άρθρου 7 της Οδηγίας 2005/85, δικαίωμα παραμονής στην Κύπρο μέχρις ότου η προσφυγή τους περατωθεί.
Οι Καθ' ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση, η οποία συνοδεύεται από δύο ένορκες δηλώσεις. Με την πρώτη παραθέτουν τα γεγονότα τα οποία συνοψίζονται ως ακολούθως: Οι Αιτητές είναι Ιρανοί υπήκοοι και αφίχθηκαν αρχικά στη Δημοκρατία το 2000 μέσω του αεροδρομίου Λάρνακας ως τουρίστες και τους δόθηκε δικαίωμα παραμονής για μερικές εβδομάδες. Όμως δεν αναχώρησαν από τη Δημοκρατία και ένα μήνα μετά υπέβαλαν αίτηση ασύλου. Εν αναμονή της εξέτασης της αίτησής τους, εξασφάλισαν άδεια παραμονής ως επισκέπτες μέχρι τις 13.5.2002. Στο μεταξύ, στις 14.12.2001 η αίτησή τους απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου. Στις 18.1.2002 η Αιτήτρια 2 μαζί με την κόρη της αναχώρησαν για το Ιράν, ενώ εναντίον του Αιτητή 1 εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης, σύμφωνα με την παράγραφο 6(1)(κ) του Κεφ. 105. Επειδή ο Αιτητής δεν εντοπίστηκε, το όνομά του καταχωρήθηκε στον κατάλογο καταζητούμενων προσώπων. Όμως στις 31.7.2002 αναχώρησε και αυτός από το αεροδρόμιο Λάρνακας.
Σε άγνωστο χρόνο οι Αιτητές φαίνεται ότι επανήλθαν στη Δημοκρατία, προφανώς μέσω των κατεχομένων και στις 18.3.2005 υπέβαλαν εκ νέου αίτηση ασύλου, ισχυριζόμενοι ότι υπέστησαν βασανιστήρια στη χώρα τους. Αφού εξετάστηκε η αίτησή τους, αυτή απορρίφθηκε στις 5.5.2011 από την Υπηρεσία Ασύλου και στις 17.5.2011 καταχωρήθηκε διοικητική προσφυγή η οποία επίσης απορρίφθηκε στις 27.10.2011. Ως αποτέλεσμα, στις 2.12.2011, με την τρίτη επίδικη πράξη, το Τμήμα Αρχείου, Πληθυσμού και Μετανάστευσης τους απέστειλε επιστολή, καλώντας τους απλώς να αναχωρήσουν από τη Δημοκρατία, ενόψει της απόρριψης της διοικητικής προσφυγής τους. Οι Αιτητές στις 27.12.2011 καταχώρησαν την παρούσα προσφυγή και ταυτόχρονα ενδιάμεση αίτηση για αναστολή εκτέλεσης της επίδικης πράξης. Έκτοτε διαμένουν στη Δημοκρατία χωρίς άδεια.
Με την ένστασή τους, οι Καθ' ων η αίτηση εγείρουν προδικαστικές ενστάσεις ότι η πράξη ημερ. 2.12.2011: (α) δεν είναι εκτελεστή, αλλά πληροφοριακού περιεχομένου, αφού με αυτή δεν παράγονται οποιαδήποτε έννομα αποτελέσματα έναντι των Αιτητών. Όπως εξηγεί ο δικηγόρος τους, εκτελεστή διοικητική πράξη θα ήταν η έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης των Αιτητών (τα οποία ακόμα δεν έχουν εκδοθεί) και όχι η προσβαλλόμενη πράξη ημερ. 2.12.2011 με την οποία οι Αιτητές απλώς πληροφορούνταν για μια κατάσταση πραγμάτων, (β) με την ενδιάμεση αίτηση ζητείται απαραδέκτως η αναστολή αρνητικής διοικητικής πράξης, (γ) με την προσφυγή προσβάλλονται πράξεις μη συναφείς μεταξύ τους και (δ) η προσφυγή είναι πρόωρη, καθότι δεν έχουν ακόμη εκδοθεί οποιαδήποτε διατάγματα κράτησης και απέλασης έτσι ώστε να διαταχθεί η αναστολή διαταγμάτων, όπως ζητούν οι Αιτητές. Η τρίτη προδικαστική ένσταση αποσύρθηκε με επιφύλαξη των δικαιωμάτων των Καθ' ων η αίτηση να την επαναφέρουν στο στάδιο εκδίκασης της ουσίας της προσφυγής.
Επί της ουσίας της αίτησης, οι Καθ' ων η αίτηση προβάλλουν ότι δεν υφίστανται οι προϋποθέσεις για έκδοση προσωρινού διατάγματος, ότι οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με το νόμο, ότι δεν έχει αποδειχθεί έκδηλη παρανομία και ότι δεν υπάρχει πιθανότητα οι Αιτητές να υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά.
Κατ' αρχάς, θα πρέπει να διευκρινίσω ότι για να μην επηρεαστεί χωρίς αποχρών λόγο η ουσία της προσφυγής, έκρινα ότι δεν είναι απαραίτητο να αποφασίσω την προδικαστική ένσταση που αφορά στην εκτελεστότητα της πράξης και ότι θα ήταν πιο πρόσφορο να αφήσω το θέμα να κριθεί κατά την εκδίκαση της προσφυγής. Προτίμησα να αποφασίσω την αίτηση επί της δεύτερης προδικαστικής ένστασης.
Όπως είναι γνωστό, αρνητικές πράξεις της διοίκησης δεν μπορούν να ανασταλούν, αφού θεωρούνται ότι ισοδυναμούν με την έκδοση διοικητικής απόφασης από το δικαστήριο, κάτι που θεωρείται ανεπίτρεπτο. Κλασσική περίπτωση, είναι η άρνηση της διοίκησης να χορηγήσει άδεια διαμονής σε αλλοδαπό, η οποία θεωρείται αρνητική πράξη και ως τέτοια δεν μπορεί να ανασταλεί η εκτέλεσή της. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Sayigh v. Republic (1986) 3(A) CLR 277, Radwan v. Δημοκρατίας κ.α. (Αρ. 1) (1989) 3(B) ΑΑΔ 421, Hellenic Petroleum Cyprus Ltd v. Δημοκρατίας κ.α., Υπόθ. Αρ. 815/07, ημερ. 6.7.2007, Hellenic Petroleum Cyprus Ltd v. Δημοκρατίας κ.α. (2007) 3 ΑΑΔ 602 και Moyo and Αnother v. Republic (1988) 3 CLR 1203.
Στην προκειμένη περίπτωση, ακόμα και αν αποδοθεί στην επίδικη πράξη ημερ. 2.12.2011, η εκτελεστότητα που της αποδίδει ο δικηγόρος των Αιτητών, η πράξη είναι σαφώς αρνητική, αφού μετά την απόρριψη της αίτησης τους για παραχώρηση ασύλου, στην ουσία το Τμήμα Αλλοδαπών και Μετανάστευσης θεώρησε ότι η παραμονή τους στη Δημοκρατία δεν καλυπτόταν από οποιαδήποτε άδεια παραμονής και τους καλούσε ευθέως να προβούν στις απαιτούμενες ενέργειες για να αναχωρήσουν από τη Δημοκρατία. Τυχόν αναστολή της απόφασης, αν αυτή κρινόταν εκτελεστή, θα είχε ως αποτέλεσμα τη νομιμότητα της παραμονής των Αιτητών στη Δημοκρατία, χωρίς καν αυτοί να αιτηθούν πρώτα άδεια από τη διοίκηση. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με την παραχώρηση από το δικαστήριο άδειας παραμονής, ενέργεια που ξεφεύγει των εξουσιών του Δικαστηρίου και θεωρείται από τη νομολογία ανεπίτρεπτο (βλ. Moyo and Another v. Republic, ανωτέρω και Wang v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1108/11, ημερ. 28.9.2011). Ενόψει των πιο πάνω, η δεύτερη προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει.
Η αποδοχή της προδικαστικής ένστασης θα έπρεπε να σφραγίσει την τύχη της αίτησης. Όμως και επί της ουσίας, η αίτηση θα είχε την ίδια κατάληξη. Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προσωρινή θεραπεία για αναστολή δυνάμει του Κανονισμού 13 του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, παραχωρείται με φειδώ. Θα πρέπει να διαπιστώνεται ότι η παρανομία είναι έκδηλη ή ότι ο Αιτητής θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά, όπως ο όρος έχει ερμηνευθεί νομολογιακά. Μια παρανομία για να είναι έκδηλη, θα πρέπει να είναι οφθαλμοφανής, χωρίς να χρειάζεται διερεύνηση αντιφατικών γεγονότων (βλ. Λοϊζίδης ν. Υπουργού Εξωτερικών (1995) 3 ΑΑΔ 233, Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου ν. Marfin Popular Βank Public Co Ltd (2007) 3 ΑΑΔ 32, Κοινοπραξία Poseidon Grand Marina of Paphos κ.α. ν. Δημοκρατίας (2009) 3 ΑΑΔ 513 και Hellenic Petroleum Cyprus Ltd v. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 602).
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχει καταδειχθεί είτε εξόφθαλμη παρανομία, είτε ανεπανόρθωτη ζημιά. Βέβαια, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο στο στάδιο της εκδίκασης της προσφυγής να διαπιστωθεί, μετά από ενδελεχή εξέταση των θέσεων των Αιτητών, κάποιου είδους παρανομία. Όμως τέτοια παρανομία στο παρών στάδιο δεν είναι εξόφθαλμη (βλ. σχετικά Noel de Silva v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1694/11, ημερ. 25.5.2012).
Ο δικηγόρος των Αιτητών στη σελίδα 2 της γραπτής του αγόρευσης, προβάλλει ότι η έκδηλη παρανομία συνίσταται στο ότι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, ημερ. 2.12.2011 ισοδυναμεί με κήρυξη των Αιτητών ως παράνομων αλλοδαπών, με αποτέλεσμα η απόφαση της διοίκησης να έρχεται σε αντίθεση με τις διασφαλίσεις που παρέχονται από τα άρθρα 7 και 39 της Οδηγίας 2005/85. Δεν συμφωνώ ότι η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση έχει αυτό το αποτέλεσμα. Όπως έχω ήδη εξηγήσει, η συγκεκριμένη διοικητική πράξη, τουλάχιστον από την όψη της δεν φαίνεται να κηρύσσει τους Αιτητές ως παράνομους αλλοδαπούς δυνάμει του άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105 και ούτε με αυτή εκδόθηκαν εναντίον τους διατάγματα κράτησης και απέλασης. Το άρθρο 7(1) της Οδηγίας, στο οποίο έκαμε αναφορά ο δικηγόρος των Αιτητών, διευκρινίζει ότι το δικαίωμα παραμονής δεν θεμελιώνει και δικαίωμα για χορήγηση άδειας διαμονής. Από την άλλη, οι πρόνοιες του άρθρου 39 της Οδηγίας θα είχαν περισσότερη σημασία, αν οι Αιτητές εμποδίζονταν με οποιοδήποτε τρόπο από του να προσφύγουν στο δικαστήριο. Όμως εδώ οι Αιτητές προσέφυγαν στο δικαστήριο, χωρίς οποιοδήποτε εμπόδιο. Η υπόθεση C-69/10, ημερ. 28.7.2001 του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης, την οποία επικαλέστηκε ο δικηγόρος των Αιτητών για να ενισχύσει τα επιχειρήματα του για την αποτελεσματικότητα της ένδικης θεραπείας, δεν βοηθά, αφού εκείνο που τονίστηκε στην απόφαση, είναι η ανάγκη ο προσφεύγων να έχει πρόσβαση και σε δικαστήριο, παρά μόνο σε διοικητικό όργανο ή άλλη αρχή του κράτους.
Ούτε η απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ., στη Ngassam v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 493/10, ημερ. 20.8.2010, στην οποία επίσης έκαμε αναφορά ο κ. Παρασκευάς, είναι βοηθητική, αφού εκεί το θέμα που εξετάστηκε ήταν η μη ενσωμάτωση της Οδηγίας 2005/85 στο εσωτερικό δίκαιο. Πέραν τούτου, τα γεγονότα της υπόθεσης ήταν εντελώς διαφορετικά, αφού εκεί εκδόθηκε διάταγμα κράτησης και απέλασης σε αντίθεση με την παρούσα περίπτωση. Εν πάση περιπτώσει, εδώ οι δύο Αιτητές δεν εμποδίστηκαν, ούτε από του να προσφύγουν στο δικαστήριο, ούτε από του να αιτηθούν ασφαλιστικά μέτρα από δικαστήριο της Δημοκρατίας.
Ο δικηγόρος των Αιτητών έκαμε αναφορά και στην υπόθεση M.S.S. v. Belgium and Greece, Appl. No. 30696/09, ημερ. 21.1.2011 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ούτε αυτή η υπόθεση βοηθά, γιατί δεν αφορά σε θέματα της Οδηγίας 2005/85, αλλά στο δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον Δικαστηρίου, το οποίο διασφαλίζεται παράλληλα από το άρθρο 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Πέραν τούτου, η απόφαση αφορούσε κυρίως τις συνθήκες κράτησης αλλοδαπών, κάτι που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή. Αυτά θα είναι πληρωτέα μετά τη διεκπεραίωση της προσφυγής.
(Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΕΠσ