ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 588/2009)
30 Μαρτίου 2012
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
NICOS ANASTASSIOU MOTORS LTD, ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ,
Αιτητών,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ
ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ.
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------
ΚΑΙ ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 14.1.2011
ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ
ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ
NICOS ANASTASIOU MOTORS LTD,
Αιτητών,
- ΚΑΙ -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΔΙΑ
ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ.
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------
Δ. Κακουλλής, για τους Αιτητές.
Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, με
Χρ. Χατζηγεωργίου, ασκούμενο δικηγόρο για τους
Καθ΄ ων η αίτηση.
------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις 5.3.2009, οι καθ΄ ων η αίτηση βεβαίωσαν φορολογία με σχετική επιστολή τους προς τους αιτητές για συνολικό ποσό €43.928, δυνάμει του άρθρου 34 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. 246/90, ως τροποποιήθηκε και πρόσθετο φόρο €434.613,97, φόρο οφειλόμενο δυνάμει του άρθρου 49 του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. 95(Ι)/2000.
Οι πιο πάνω βεβαιώσεις φόρου έγιναν μετά από επιτόπια επίσκεψη ελέγχου της επιχείρησης των αιτητών, την εξέταση βιβλίων και στοιχείων του αρχείου τους, τα οποία και παραλήφθησαν για σκοπούς εξέτασης, απροειδοποίητη έρευνα που πραγματοποιήθηκε στις 11.6.2007 και καταθέσεις που λήφθηκαν από τον διευθυντή των αιτητών Νίκο Αναστασίου και από πελάτες των αιτητών για την περίοδο 1.7.1998 μέχρι 30.6.2007. Συγκεκριμένα, στην εκτεταμένη ανάλυση που γίνεται στην επιστολή των καθ΄ ων ημερ. 5.3.2009, που αποτελεί και την προσβαλλόμενη πράξη, αναφέρεται ότι δεν είχε αποδοθεί φόρος εκροών ποσού ύψους €478.289,25 επί τω ότι: (i) υπήρχαν αδήλωτες πωλήσεις ύψους £91.522,38 για την περίοδο 1998-2004, για τις οποίες δεν είχε αποδοθεί Φ.Π.Α. εκροών ύψους €114.847,41, (ii) δεν αποδόθηκε φόρος εκροών ποσού €959,96 για την περίοδο 1.7.1998-30.6.2007 με βάση τη συμφιλίωση του φόρου εκροών, (iii) δεν αποδόθηκε φόρος εκροών ποσού €7.545,59 λόγω λαθών στη φορολογική μεταχείριση κατά την πώληση οχημάτων με βάση το λογαριασμό πωλήσεων και το λογαριασμό φόρου εκροών των λογιστικών βιβλίων για την περίοδο 19.1.2000-13.10.2005, (iv) λόγω μη τήρησης των προϋποθέσεων για χρήση του σχεδίου περιθωρίου κέρδους επί πωλήσεων μεταχειρισμένων επιβατικών οχημάτων, προέκυπτε οφειλόμενο ποσό Φ.Π.Α. εκροών €335.017,35, (v) επί δύο πωλήσεων επιβατικών οχημάτων υπήρχαν αδήλωτες εισπράξεις με οφειλόμενο φόρο εκροών €944,24, (vi) από υποδηλωμένες εισπράξεις συγκεκριμένων πωλήσεων με βάση ορισμένα παραληφθέντα στοιχεία παραγγελιών οφειλόταν Φ.Π.Α. εκροών €4.899,51, (vii) επί άλλων πωλήσεων μεταχειρισμένων οχημάτων με βάση τα τιμολόγια οφειλόταν φόρος εκροών €4.664,32, (viii) από καταθέσεις πελατών υπολογίστηκε ποσοστό υποδηλωμένων εισπράξεων οχημάτων επί των οποίων προέκυπτε φόρος εκροών ποσού €84.959,65 και (ix) οφειλόταν φόρος εκροών €24.451,22 επί αδήλωτων πωλήσεων μεταχειρισμένων επιβατικών κυπριακών οχημάτων για δύο περιόδους. Περαιτέρω, δεν έπρεπε να είχε διεκδικηθεί από τους αιτητές φόρος εισροών ποσού €252,72.
Η προσβαλλόμενη πράξη είναι κατά τους αιτητές άκυρη λόγω του ότι: διαφορά στο φόρο εκροών για ποσό £564,84 οφείλεται σε λανθασμένη καταχώρηση του λογιστή των αιτητών και/ή λογιστικό λάθος που εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί, ενώ ο μη δηλωθείς φόρος εκροών ύψους €959,96 παρουσιάζεται μόνο σε επτά περιπτώσεις πώλησης οχημάτων και δεν οφείλεται σε λανθασμένα παραστατικά, αλλά λανθασμένη καταχώρηση του λογιστή και ή σε λογιστικό λάθος. Όσον αφορά τις αγορές μεταχειρισμένων οχημάτων, αυτές έγιναν από κάποιο Χρυσόστομο Χρυσοστόμου, ο οποίος ήταν ο πωλητής των οχημάτων προς τους αιτητές, οι οποίοι και στηρίχθηκαν στα τιμολόγια αγοράς που εκείνος εξέδωσε και οι αιτητές δεν περιέλαβαν τιμολόγιο Φ.Π.Α. διότι χρησιμοποίησαν το σχέδιο περιθωρίου κέρδους για απόδοση φόρου εκροών. Τυχόν λανθασμένα τιμολόγια πώλησης από τον Χρυσοστόμου δεν μπορούν να καταλογίζονται στους αιτητές ούτε να τιμωρούνται γι΄ αυτό. Η Υπηρεσία Φ.Π.Α. όμως τιμώρησε ουσιαστικά τους αιτητές αγνοώντας το δικαίωμα τους να διεκδικήσουν Φ.Π.Α. για τις εισροές, ενώ περαιτέρω ο Φ.Π.Α. είχε εισπραχθεί κανονικά τόσο από τον πωλητή Χρυσοστόμου, όσο και από τους αιτητές. Με αυτό τον τρόπο έγινε διπλή πληρωμή Φ.Π.Α. για τα ίδια προϊόντα, πράγμα παράνομο. Περαιτέρω, οι λεγόμενες αδήλωτες εισπράξεις για διάφορα οχήματα δεν είναι ορθές διότι οι αιτητές δεν πώλησαν τέτοια οχήματα, εφόσον δεν ήταν ποτέ ιδιοκτήτες, οι δε εισπράξεις είχαν κατατεθεί σε λογαριασμούς πελατών των αιτητών και όχι στους ίδιους.
Όσον αφορά τη θέση των καθ΄ ων ότι παρατηρούνταν διαφορές επί των βιβλίων παραγγελιών και εισπράξεων, αυτές οι διαφορές οφείλονταν στο ότι ο αγοραστής ζητούσε εκ των υστέρων και μετά τη διενέργεια της πώλησης, έκπτωση για επιδιόρθωση προβλήματος, και ουδέποτε οι αιτητές προέβηκαν σε υποδήλωση τιμής. Αντίθετα ενεργούσαν πάντοτε μέσα στα συναλλακτικά ήθη της αγοράς ειδικά όσον αφορά μεταχειρισμένα οχήματα, η δε έκπτωση που οι αιτητές παραχωρούσαν σε πελάτες ήταν προς εξυπηρέτηση αυτών των πελατών και όχι για να αποκομίσουν οι ίδιοι οι αιτητές οποιοδήποτε άμεσο κέρδος.
Οι καθ΄ ων αντιτείνουν ότι ακόμη και αν υπήρξε λάθος από το λογιστή των αιτητών στις καταχωρήσεις των διαφόρων ποσών, το οφειλόμενο ποσό παραμένει και επομένως ορθά τα οποιαδήποτε ποσά βεβαιώθηκαν με την επίδικη πράξη. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν πρόκειτο για λάθος του λογιστή, αυτό δεν δικαιολογείται να επαναλαμβάνεται για επτά συνεχείς φορές και ούτε αναιρεί την ευθύνη των αιτητών. Το ίδιο αφορά και τη θέση ότι επεβλήθη παράλληλη φορολογία, τόσο στους αιτητές, όσο και στον Χρυσοστόμου. Ο Χρυσοστόμου εισήγαγε οχήματα από το Ηνωμένο Βασίλειο και διεκδίκησε την έκπτωση φόρου που αναλογούσε στην αξία εισαγωγής τους, η δε επιλογή των αιτητών να χρησιμοποιήσουν το σχέδιο περιθωρίου κέρδους δεν τους δικαίωνε διότι δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην περίπτωση με βάση τις διατάξεις της Γνωστοποίησης Κ.Δ.Π. 36/2002. Σε καμιά περίπτωση ο Έφορος Φ.Π.Α. δεν τιμώρησε ή επεδίωξε να τιμωρήσει τους αιτητές, αλλά απλώς εφάρμοσε ορθά τη σχετική νομοθεσία στα δεδομένα της υπόθεσης.
Οι αιτητές δεν έχουν δίκαιο στις αιτιάσεις τους για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης. Κατ΄ αρχάς, διαπιστώνεται πλήρης έρευνα από πλευράς των καθ΄ ων. Η προσβαλλόμενη πράξη εξηγεί με πολύ μεγάλη λεπτομέρεια (ανέρχεται σε επτά σελίδες με συνημμένους δεκαοκτώ πίνακες), τη βεβαίωση Φ.Π.Α. για τις διάφορες επιμέρους φορολογίες. Η ίδια η προσβαλλόμενη πράξη είναι αποτέλεσμα φορολογικής εξέτασης των στοιχείων των αιτητών μετά από επώνυμη και ανώνυμη καταγγελία προς τους καθ΄ ων, οι οποίοι στη συνέχεια επισκέφθηκαν τα γραφεία των αιτητών, έλαβαν βιβλία, λογαριασμούς και άλλα συναφή στοιχεία, πήραν καταθέσεις και έδωσαν την ευκαιρία στους αιτητές και τους λογιστές τους να δώσουν σχετικές εξηγήσεις, να παρουσιάσουν σχετικά δικαιολογητικά και να εξηγήσουν τα όσα παρουσιάζονταν ως ελλείμματα στα βιβλία και τους τηρηθέντες λογαριασμούς.
Η όλη διαδικασία ελέγχου και τελικής βεβαίωσης των οφειλόμενων καταγράφεται με πληρότητα στην επιστολή- έκθεση ελέγχου της λειτουργού Φ.Π.Α., Χαρούλας Κυπριανού Σταύρου, ημερ. 5.3.2009, όπου φαίνεται το όλο ιστορικό. Εκεί σημειώνεται ότι ο έλεγχος άρχισε στις 11.6.2007 και τα τελευταία στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση των καθ΄ ων ήταν στις 18.2.2009. Στην έκθεση επισυνάπτεται και εμπιστευτικό σημείωμα της εν λόγω λειτουργού με πλήρεις επεξηγήσεις προς τον τομέα διερευνήσεων του Φ.Π.Α. ημερ. 29.1.2009, η οποία εγκρίθηκε.
Οι αιτητές δεν θέτουν με την προσφυγή τους ουσιαστικούς λόγους με παράθεση λεπτομερειών ή συγκεκριμένων στοιχείων ώστε να εξηγείται το κατ΄ ισχυρισμόν ακυρώσιμο της διοικητικής πράξης. Παραμένουν, συνοπτικά, σε γενικόλογες και αόριστες αιτιάσεις που δεν εξηγούν τη βάση της ένστασης τους. Ορθά οι καθ΄ ων εισηγούνται ότι λογιστικά λάθη που αποδίδονται στο λογιστή των αιτητών δεν επηρεάζουν την ορθότητα της φορολογίας που βεβαιώθηκε. Αντίθετα, τη βεβαιώνουν διότι γίνεται έτσι δεκτό από τους αιτητές ότι υπήρχαν προβληματικές λογιστικές καταστάσεις. Λάθη του λογιστή των αιτητών, εφόσον δεν ανακαλύφθηκαν, ούτε διορθώθηκαν έγκαιρα, τους δεσμεύουν. Ούτε είναι αρκετό για τους αιτητές να ισχυρίζονται ότι εύκολα διαπιστώνεται το λάθος το οποίο είναι λογιστικό, χωρίς να επεξηγούν, έστω και στο ελάχιστο, τη δήλωση αυτή. Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν καθίσταται το ίδιο ελεγκτής τεχνικών δεδομένων, ιδιαιτέρως όταν ελλείπουν οι οποιεσδήποτε επεξηγήσεις.
Τα ίδια ισχύουν και για τις πωλήσεις που αφορούν τις συναλλαγές των αιτητών με τον Χρυσοστόμου. Οι αιτητές δεν νομιμοποιούνταν να εφαρμόσουν το σχέδιο περιθώριου κέρδους για απόδοση του φόρου εκροών. Οι καθ΄ ων εξηγούν με επάρκεια στη δική τους αγόρευση ότι η χρήση των σχεδίου περιθωρίου κέρδους για τους αιτητές αποτελούσε επιλογή και όχι υποχρέωση και, ως επιλογή, οι αιτητές όφειλαν να βεβαιωθούν ότι νομιμοποιούνταν να χρησιμοποιήσουν το εν λόγω σχέδιο. Η Γνωστοποίηση Κ.Δ.Π. 36/2002, ως λεπτομερώς εξηγείται στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ων, προϋποθέτει ορισμένες περιστάσεις για την εφαρμογή της. Αυτές συναρτώνται προς την παράδοση μεταχειρισμένου οχήματος επί της οποίας ουδείς Φ.Π.Α. ήταν επιβλητέος, παράδοση επί της οποίας ο φόρος ήταν επιβλητέος επί του περιθωρίου κέρδους δυνάμει του Καν. 8(1) της Κ.Δ.Π. 36/02, πράξη που δεν αφορά παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών και πράξη μεταβίβασης στοιχείων επιχείρησης, ως δρώσα οικονομική μονάδα που δεν θεωρήθηκε είτε ως παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών αν ο μεταβιβάζων έλαβε κατοχή των αγαθών υπό τις περιστάσεις που εκεί περιγράφονται. Με βάση την παρ. 5(2) της Γνωστοποίησης Κ.Δ.Π. 36/02, αγαθό που αγοράστηκε με τιμολόγιο Φ.Π.Α. που παρέχει δικαίωμα έκπτωσης του φόρου εισροών, δεν είναι δικαιούχο να πωληθεί με βάση το σχέδιο.
Παρουσιάζεται από τα γεγονότα ότι ο προμηθευτής Χρυσοστόμου εισήγαγε τα μεταχειρισμένα οχήματα διεκδικώντας την έκπτωση του φόρου που αναλογούσε στην αξία εισαγωγής τους. Κατά τη διαδικασία πώλησης τους όμως προς τους αιτητές, ο Χρυσοστόμου εξέδιδε τιμολόγια στα οποία αναγραφόταν ο αριθμός μητρώου Φ.Π.Α., χωρίς να καταγράφεται χωριστά οποιοδήποτε συγκεκριμένο ποσό. Η εφαρμογή συνεπώς της περί Φ.Π.Α. νομοθεσίας από τους καθ΄ ων στην ολότητα της ώστε να αποδοθεί ορθά ο Φ.Π.Α., δεν αποτελεί ούτε τιμωρία των αιτητών, ούτε βεβαίως διπλή ή ανεπίτρεπτη χρέωση. Οι καθ΄ ων εισηγούνται και ορθά, ότι δεν απέδωσαν ευθύνη στους αιτητές για τα τιμολόγια που εκδόθηκαν σ΄ αυτούς από τον προμηθευτή τους. Απεδόθη όμως ο ορθός Φ.Π.Α. επί των εκροών που οι ίδιοι οι αιτητές επέλεξαν να εφαρμόσουν με το σχέδιο περιθωρίου κέρδους, το οποίο ήταν μη εφαρμόσιμο στην περίπτωση τους, και αυτό, ήταν δική τους ευθύνη να εξετάσουν εκ των προτέρων ώστε να βεβαιώνονταν για την εφαρμογή του. Όπως περαιτέρω εξηγείται στην ένσταση και τη γραπτή αγόρευση των καθ΄ ων, ο προμηθευτής έλαβε την αναλογία έκπτωσης Φ.Π.Α. κατά την εισαγωγή των οχημάτων, η οποία στη συνέχεια συμψηφίστηκε με το Φ.Π.Α. κατά την πώληση τους προς τους αιτητές. Από πλευράς τους, οι αιτητές και εφόσον δεν τύγχανε εφαρμογής το σχέδιο, θα απέδιδαν τον δικό τους Φ.Π.Α. επί της αξίας των οχημάτων κατά την μεταπώληση τους.
Οι αιτητές επί των θέσεων του Εφόρου, δεν απαντούν, ούτε παρουσιάζουν συγκεκριμένα στοιχεία προς αντίκρουση.
Όσον αφορά τις υποδηλώσεις τιμών, ο έλεγχος από τη λειτουργό του Φ.Π.Α., έφερε στο φως τα στοιχεία που λεπτομερώς καταγράφηκαν στη σχετική έκθεση και την ένσταση των καθ΄ ων. Τα τιμολόγια του Οργανισμού Χρηματοδότησης Τράπεζας Κύπρου Λτδ, σε σύγκριση με τα λογιστικά βιβλία των ιδίων των αιτητών, έδειχναν υποτιμολογημένες αξίες και δεν έχει καμιά σημασία το γεγονός ότι οι αιτητές, κατά τον ισχυρισμό τους, στα πλαίσια της δικής τους προώθησης των πωλήσεων ή λόγω σχέσεων με τους πελάτες τους, προέβαιναν σε εκπτώσεις ώστε διάφορα ποσά να μην είχαν εισπραχθεί απ΄ αυτούς. Ο αναγκαίος φόρος οφείλετο να καταβληθεί και η διαφορά αξίας στα τιμολόγια πώλησης με αυτή που καταχωρείτο στα λογιστικά βιβλία της εταιρείας των αιτητών, δεν αφορούσε τον Έφορο Φ.Π.Α. Ο ανάλογος φόρος εισροών και εκροών οφείλεται αναλόγως της πραγματοποιήσιμης συναλλαγής, (δέστε γενικά για το νόημα του Φ.Π.Α. επί εισροών και εκροών την απόφαση στην Jacomino Enterprises Ltd v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 218/2008, ημερ. 5.3.2010).
Και εδώ η έρευνα των καθ΄ ων υπήρξε πλήρης εφόσον η αρμόδια λειτουργός όπως φαίνεται από την προσβαλλόμενη πράξη, παρ. 8, έλαβε και καταθέσεις από αγοραστές των αιτητών ώστε να εξακριβωθεί κατά πόσον πράγματι υπήρξαν υποτιμολογήσεις, γεγονός που πιστοποιήθηκε. Η υπό κρίση πράξη καταγράφει τους αναγκαίους μαθηματικούς υπολογισμούς με βάση τους οποίους προέκυπτε ο οφειλόμενος Φ.Π.Α. εκροών για τις υποτιμολογήσεις και τις αδήλωτες πωλήσεις μεταχειρισμένων οχημάτων. Ο ισχυρισμός των αιτητών ότι δεν εισέπραξαν οποιαδήποτε χρήματα, ούτε αυτά κατατέθηκαν στο λογαριασμό τους, παρέμεινε κενός περιεχομένου, υπό το φως των όσων διαπίστωσε το γραφείο Φ.Π.Α.
Οι αιτητές, όπως και όλοι όσοι υπόκεινται στις διατάξεις της νομοθεσίας περί Φ.Π.Α., οφείλουν να διατηρούν επαρκή και ταυτόχρονα ορθά στοιχεία, τα οποία οφείλουν να παρουσιάζουν στις αρμόδιες αρχές σε σχέση με τον προσδιορισμό της φορολογικής τους κατάστασης. Δεν αποτελεί ευθύνη των φορολογικών υπηρεσιών να αναζητούν οι ίδιες στοιχεία σε σχέση με τα εισοδήματα αυτά, (Βιομηχανία Υποδημάτων Αφροδίτη Λτδ ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 47 και Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 363). Η έρευνα των καθ΄ ων απέληξε στη συλλογή όλων των στοιχείων που διατηρούσαν οι αιτητές, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η εκ μέρους του Εφόρου Φ.Π.Α. βεβαίωση του οφειλόμενου φόρου με βάση το άρθρο 34(1) του περί Νόμου αρ. 246/1990, χρησιμοποιώντας, ως είναι επιτρεπτό, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του, στη βάση βεβαίως των στοιχείων που έφερε στην επιφάνεια ο έλεγχος. Σύμφωνα με τη Βιομηχανία Υποδημάτων Αφροδίτη Λτδ ν. Δημοκρατίας - ανωτέρω - πρόσωπο υποκείμενο σε φορολογία το οποίο δεν τηρεί τις νομοθετικές του υποχρεώσεις αναφορικά με τα αρχεία και βιβλία του, δεν μπορεί εκ των υστέρων να παραπονείται για την εκ μέρους του γραφείου του Φ.Π.Α. έρευνα προς προσδιορισμό της φορολογικής υποχρέωσης.
Όπως αποφασίστηκε και στην P. Zazoo Unisex Boutique Ltd v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 266:
«Σύμφωνα με τη νομολογία, ο Φ.Π.Α. είναι αυτοβεβαιούμενος φόρος, στην έλλειψη δε στοιχείων και πληροφοριών που οφείλει ο επιχειρηματίας να κρατεί, ο Έφορος δύναται να βεβαιώσει το φόρο χρησιμοποιώντας εκείνη τη μεθοδολογία που προσφέρεται υπό τις περιστάσεις (δέστε Κ.Ε.Μ. Tours Ltd v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 211, Σουβλάκια Γύρος «Κρητικός» Λτδ ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 935, Δημοκρατία ν. Nicolas Tyrimos Tavern Restaurant Ltd (2000) 3 Α.Α.Δ. 679 και Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 21.) Περαιτέρω, σύμφωνα με πάγια νομολογία, δεν ισχύει η αρχή της αυτοτέλειας της φορολογίας κάθε φορολογικής περιόδου στην περίπτωση του Φ.Π.Α., ο δε Έφορος διατηρεί την ευχέρεια να χρησιμοποιεί στοιχεία ορισμένων περιόδων για προσδιορισμό του Φ.Π.Α. που αφορά τη συνολική, κατά περίπτωση, περίοδο (δέστε F & A Car Supermarket Ltd v. Δημοκρατίας, (2010) 3 Α.Α.Δ. 77.»
Η απόφαση στην P.T.A. Food Lab & Nutritional Services Ltd v. Δημοκρατίας μέσω Εφόρου Φ.Π.Α., υπόθ. αρ. 740/2007, ημερ. 9.12.2008, στην οποία παρέπεμψαν οι αιτητές, δεν κρίνεται ως ισχύουσα αναφορικά με τα εδώ γεγονότα. Το Δικαστήριο εκεί διαπίστωσε ότι ανεξάρτητα από το ακατάλληλο του συστήματος τιμολόγησης που διατηρούσαν οι αιτητές, παρεχόταν πεδίο περαιτέρω έρευνας στα βιβλία των πελατών των αιτητών ώστε να διαπιστωθεί η αλήθεια της εκδοχής των καθ΄ ων περί διπλών και ακυρωμένων τιμολογίων με σκοπό να αποφευχθεί η διπλή καταβολή Φ.Π.Α. Ως αποφάσισε το Δικαστήριο, οι καθ΄ ων με βάση τις αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης όφειλαν να διερευνήσουν περαιτέρω την αντίθετη εκδοχή των αιτητών. Τα εδώ γεγονότα όμως είναι διαφορετικά. Δεν υπάρχουν διπλά ή ακυρωμένα τιμολόγια, όπως εκεί, όπου δόθηκε εξήγηση ότι οι αιτητές προχώρησαν με εκείνον τον τρόπο για να δυνηθεί το Ίδρυμα Τεχνολογίας Κύπρου να λάβει πιο γρήγορα τη σχετική επιχορήγηση χωρίς ποτέ να υπάρξει διαφορετική τιμολόγηση. Εδώ υπήρξαν υποτιμολογήσεις και αδήλωτες πωλήσεις. Έγινε έλεγχος από πλευράς του Εφόρου Φ.Π.Α. στα λογιστικά βιβλία, παραλήφθησαν βιβλιάρια τιμολογίων βιβλιοπωλείου (όχι προτυπωμένων της εταιρείας των αιτητών), λήφθηκαν καταθέσεις από πελάτες και επιβεβαιώθηκε πράγματι η υποτιμολόγηση.
Δέουσα έρευνα γενικώς τεκμαίρεται να υφίσταται εφόσον αυτή περιλαμβάνει τη συλλογή όλων των σχετικών στοιχείων και θεωρείται επαρκής, ανάλογα με τα περιστατικά και γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης. Το διοικητικό όργανο καθορίζει κατά διακριτική ευχέρεια τον τρόπο και τη διαδικασία της έρευνας. Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει προς υποκατάσταση της διενέργειας της έρευνας, εφόσον κρίνει ότι η ληφθείσα απόφαση ήταν ευλόγως επιτρεπτή και εντός των παραμέτρων που είχε υπόψη της η διοίκηση στη βάση των γεγονότων και το υλικό στη διάθεση της, (Σχίζα ν. ΑΤΗΚ (2004) 3 Α.Α.Δ. 339, Motorways Ltd v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447, Logicom Ltd v. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 287 και Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345). Αυτά, υπό το φως και της ιδιαίτερης αντιμετώπισης της νομολογίας σε φορολογικά θέματα, όπως ήδη επεξηγήθηκε.
Πρόσθετη αναφορά εδώ στην αυθεντία Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας μέσω Εφόρου Φ.Π.Α. (1997) 4 Α.Α.Δ. 292, ενισχύει τα προλεχθέντα. Η εφαρμογή του άρθρου 34(1) του Νόμου νομιμοποιεί τον Έφορο Φ.Π.Α. στην απόφαση του να βεβαιώσει φόρο εφόσον παρατηρείται παράλειψη του υποκείμενου στην φορολογία προσώπου να υποβάλει τις φορολογικές του δηλώσεις ή δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ή αρνείται την παροχή διευκολύνσεων για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων ή υποβάλλει δηλώσεις ελλιπείς ή εσφαλμένες. Το άρθρο 39(1) του Νόμου αρ. 246/90, είναι επίσης σχετικό, εφόσον κάθε πρόσωπο οφείλει δυνάμει αυτού να τηρεί τα αναγκαία βιβλία, αρχεία και στοιχεία για την εξακρίβωση της παραδόσεως ή παροχών αγαθών και υπηρεσιών.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, διαπιστώνεται πλήρης έρευνα, ορθή ενάσκηση διακριτικής ευχέρειας και σαφής αιτιολογία αναφορικά με τη λήψη της προσβαλλόμενης πράξης. Τα όσα οι αιτητές πρόσθετα αναφέρουν σε σχέση με παραβίαση διεθνών συμβάσεων ή Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς περαιτέρω στοιχεία, ουδόλως συγκεκριμενοποιήθηκαν και δεν είναι καν εξεταστέα.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών και υπέρ των καθ΄ ων, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η προσβαλλόμενη πράξη επικυρώνεται με βάση το Άρθρο 146.4(α) του Συντάγματος.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ