ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 293/2012 )
7 Μαρτίου, 2012
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
KRISZTIAN BEKEFI,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
_ _ _ _ _ _
ΜΟΝΟΜΕΡΗΣ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 23.2.2012
_ _ _ _ _ _
Αχ. Αιμιλιανίδης, για τον Αιτητή.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Με την υπό κρίση μονομερή αίτηση ο αιτητής ζητά την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο «να αναστέλλεται η εκτέλεση διατάγματος απαγόρευσης εισόδου και απέλασης στην Κύπρο, του Αιτητή» το οποίο του κοινοποιήθηκε κατά ή περί τις 21.2.2012, μέχρι εκδικάσεως της υπό τον άνω τίτλο και αριθμό προσφυγής ή και μέχρι νεώτερης διαταγής του δικαστηρίου.
Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση δικηγόρου στην οποία εκτίθενται γεγονότα, γνωστά στην ομνύουσα είτε εξ ιδίας γνώσεως είτε από πληροφορίες που πήρε από τον αιτητή και το δικηγόρο του κ. Αχ. Αιμιλιανίδη. Σύμφωνα λοιπόν με την ένορκο δήλωση, ο αιτητής είναι Ούγγρος υπήκοος και ως πολίτης της Ευρωπαϊκής Ενωσης, διαμένει νομίμως στην Κύπρο δυνάμει των διατάξεων του περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ενωσης και Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου (Ν. 7(1)/2007 («ο Νόμος») και της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ. Στις 8.2.2011 ο αιτητής συνελήφθη από την αστυνομία με σκοπό την απέλασή του και αμέσως απελάθηκε. Ο αιτητής άσκησε προσφυγή (υπόθ. αρ. 1244/11) προς ακύρωση της πιο πάνω απόφασης. Εκκρεμούσας της εκδίκασης της προσφυγής, ο Υπουργός Εσωτερικών ακύρωσε την απόφαση απέλασης του αιτητή λόγω λανθασμένης αναφοράς στο Νόμο και παράλληλα κήρυξε εκ νέου τον αιτητή ως απαγορευμένο μετανάστη και ως απειλή για τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας συμφώνως των προνοιών του άρθρου 29 του Νόμου. Ταυτόχρονα απαγόρευσε την επιστροφή του στη Δημοκρατία για τα επόμενα 10 χρόνια. Ο εφεσείων απελάθηκε αμέσως η δε προμνησθείσα απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, στα πλαίσια της οποίας, υποβάλλεται η υπό εξέταση μονομερής αίτηση.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή εισηγείται ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για να χορηγηθεί προσωρινό διάταγμα ως η αίτηση εφόσον πληρούνται, καθώς εισηγείται, οι αναγκαίες προϋποθέσεις ήτοι, η ύπαρξη έκδηλης παρανομίας ή/και η πιθανότητα ανεπανόρθωτης ζημιάς. Για σκοπούς πλήρους αποκάλυψης των γεγονότων, επισυνάπτεται στην ένορκο δήλωση που συνοδεύει την αίτηση έγγραφο του Τμήματος Αλλοδαπών στο οποίο εμφαίνονται οι λόγοι για τους οποίους το εν λόγω Τμήμα εισηγήθηκε αρμοδίως την απέλαση του αιτητή καθώς και των άλλων κατονομαζόμενων στο έγγραφο προσώπων από την Κυπριακή Δημοκρατία, ως επικίνδυνων προσώπων για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια. Αναφέρεται στο έγγραφο ότι όλα τα πρόσωπα που αναφέρονται στο έγγραφο είναι μέλη της φατρίας «ΚΑΛΟΨΙΔΙΩΤΗ» η οποία δραστηριοποιείται παράνομα στην ελεύθερη περιοχή Αμμοχώστου για παροχή προστασίας, ξυλοδαρμούς ελληνοκυπρίων και ξένων επισκεπτών. Για τις παράνομες δραστηριότητές τους σχεδόν καθημερινά διαβιβάζονται πληροφορίες στην αστυνομία χωρίς όμως να γίνονται επισήμως καταγγελίες αφού τα θύματα εκβιάζονται. Καθόσον αφορά ειδικά τον αιτητή, αυτός αντιμετωπίζει κατηγορίες για διάπραξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων και η εκδίκαση της υπόθεσης εκκρεμεί ενώπιον δικαστηρίου.
Ο κ. Αιμιλιανίδης εισηγείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εκδήλως παράνομη γιατί δεν έχει τηρηθεί η αρχή της αναλογικότητας που προβλέπεται στο άρθρο 29 του Νόμου ήτοι,
«κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που το αφορά, η οποία πρέπει να συνιστά, πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Νοείται ότι δεν επιτρέπεται η επίκληση λόγων που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης, ούτε η επίκληση γενικών λόγων πρόληψης. Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ΄ εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων μέτρων.»
Ο ευπαίδευτος συνήγορος λέγει επίσης ότι δεν έτυχε εφαρμογής ούτε το άρθρο 30 του Νόμου που προβλέπει ότι,
«Προτού η αρμόδια αρχή λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, λαμβάνει υπόψη της την περίοδο διαμονής του ενδιαφερόμενου προσώπου στη Δημοκρατία, την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του, την οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, την κοινωνική και πολιτική του ενσωμάτωση στη Δημοκρατία και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής του.»
Ο κεντρικός άξονας της εισήγησης περί έκδηλης παρανομίας της προσβαλλόμενης απόφασης είναι ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε στη βάση υποψίας χωρίς επίσημη καταγγελία και χωρίς αποδείξεις για παράνομες δραστηριότητες. Προς υποστήριξη της πιο πάνω εισήγησης ο δικηγόρος του αιτητή επικαλέστηκε την Κυριακίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 ΑΑΔ 485.
Στην υπό εξέταση υπόθεση, οι λόγοι δημόσιας τάξης και ασφάλειας του κράτους φαίνεται πως ερείδονται σε πληροφορίες της αστυνομίας, στις καταγγελίες θυμάτων της παράνομης δραστηριότητας του αιτητή αλλά και στη γενική εκτίμηση των γεγονότων από τις αστυνομικές αρχές.
Περιοριζόμενος στα πλαίσια εξέτασης της μονομερούς αίτησης, σημειώνω ότι στις περιπτώσεις όπου τα στοιχεία προέρχονται από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης και όντως προκαλούν ανησυχία αναφορικά με την παρουσία αλλοδαπού στην Κύπρο, μπορεί να δικαιολογήσουν απόφαση για άμεση απέλαση του εν λόγω προσώπου έστω και αν δεν ξεπερνούν τα όρια των γενικών ενδείξεων. Ταυτόχρονα, τα δικαιώματα του προσώπου εναντίον του οποίου στρέφεται το διάταγμα απέλασης ή/και η απαγόρευση επανεισόδου του στη Δημοκρατία πρέπει να αντικρίζονται με καλή πίστη. Βλ. Moyo &Another v. Republic (1988) 3 CLR 1203.
Ενόψει των πιο πάνω, θεωρώ πως το στοιχείο της παρανομίας δεν είναι ευκόλως ορατό στην προσβαλλόμενη απόφαση, ζήτημα το οποίο θα εξεταστεί βεβαίως κάτω από άλλο πρίσμα κατά την ακρόαση της ουσίας της προσφυγής. Παρενθετικά επαναλαμβάνω αυτό που έχει ειπωθεί στην Eddine v. Δημοκρατίας (2008) 3 ΑΑΔ 95, ότι,
«Η έκδοση διατάγματος απέλασης αλλοδαπού, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που επηρεάζεται η δημόσια ασφάλεια, δεν έχει χαρακτήρα τιμωρίας αλλά έκφραση κρατικής κυριαρχίας. Η παρουσία του ενδιαφερόμενου προσώπου όταν εξετάζεται η υπόθεση του σε παρόμοιες περιπτώσεις δεν είναι αναγκαία, αφού η διαδικασία της εξέτασης μπορεί να περιοριστεί στην έγγραφη μαρτυρία που υπάρχει ενώπιον του αρμόδιου οργάνου (βλ. Παπακόκκινου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 510). Από το σύνολο των στοιχείων της παρούσας υπόθεσης δεν προκύπτει οποιαδήποτε παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης.»
Με βάση τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου δεν διέκρινα ότι ο αιτητής θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά αν δεν εκδοθεί το ζητούμενο προσωρινό διάταγμα αναστολής της προσβαλλόμενης απόφασης.
Η αίτηση απορρίπτεται ως αβάσιμη.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.