ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
[Υπόθεση Αρ. 1086/2009]
5 Δεκεμβρίου, 2011
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΩΤΗΡΟΥΛΑ ΜΑΥΡΗ
Αιτήτρια
v.
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Καθ' ων η αίτηση
Ανδρέας Σ. Αγγελίδης με Μαρία Κοτσώνη για την αιτήτρια.
Ριάνα Πασιουρτίδη για Αντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί ΔΕΠΕ για τους καθ' ων η αίτηση.
Μαρίκα Καλλιγέρου για το ενδιαφερόμενο μέρος.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Προσβάλλεται η απόφαση, ημερομηνίας 18.5.09, για προαγωγή της Ειρήνης Κυριακίδου (η ενδιαφερομένη) στη θέση Ανώτερου Βοηθού Βιβλιοθήκης.
Την απόφαση την πήρε η Επιτροπή Προσωπικού και Κανονισμών (Επιτροπή). Η ενδιαφερομένη επελέγη ως υπερέχουσα στη βαθμολογία στις ετήσιες αξιολογήσεις και ως αποδώσασα καλύτερα στην προφορική εξέταση (εξαίρετη) σε σύγκριση με την ανθυποψήφιά της αιτήτρια (πολύ καλή). Η αιτήτρια υπερείχε σε αρχαιότητα κατά ένα χρόνο και πέντε μήνες αλλά, όπως κρίθηκε, η γενική υπεροχή της ενδιαφερομένης στην αξία τής έδιδε προβάδισμα. Ως προς τα προσόντα δεν έγινε ειδική σύγκριση. Όπως είχε αποφασιστεί προοιμιακά, θα λαμβάνονταν υπόψη «τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα».
Ήταν το πρώτο επιχείρημα της αιτήτριας πως η Επιτροπή δεν είχε εξουσία λήψης τελικής απόφασης. Αυτή ανήκε στο Συμβούλιο του Πανεπιστημίου του οποίου χρειαζόταν η επικύρωση. Υποδείχθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και την ενδιαφερομένη το άρθρο 6Α του περί Πανεπιστημίου Κύπρου Νόμου του 1989 (Ν. 144/89 όπως τροποποιήθηκε), (ο Νόμος), σύμφωνα με το οποίο το Συμβούλιο μπορεί να καταρτίζει Επιτροπές στις οποίες μπορεί να μεταβιβάζει οποιεσδήποτε αρμοδιότητές του. Επίσης υποδείχθηκε η απόφαση του Συμβουλίου, ημερομηνίας 8.7.08, με την οποία εγκρίθηκε η συγκρότηση της Επιτροπής στην οποία και μεταβιβάστηκε η αρμοδιότητα, μεταξύ άλλων, για προαγωγές διοικητικού προσωπικού. Επανήλθε η αιτήτρια με την απαντητική αγόρευσή της. Υποστήριζε, πλέον, πως αφού το άρθρο 6Α αναφερόταν σε Επιτροπές από μέλη του Συμβουλίου, που είναι ορθό, εδώ η Επιτροπή δεν απαρτιζόταν μόνο από μέλη του Συμβουλίου. Επομένως η συγκρότηση της ήταν παράνομη. Περαιτέρω, κατά τις διευκρινήσεις, συζήτησε το θέμα και από άλλη σκοπιά. Η απόφαση της 8.7.08 δεν αναφερόταν ονομαστικά στα μέλη της Επιτροπής αλλά στις ιδιότητες εκείνων που θα την απάρτιζαν. Υπέδειξαν οι καθ' ων η αίτηση και η ενδιαφερομένη, πως, κατά το πλήρες πρακτικό της 8.7.08 το οποίο προσκόμισαν ως μέρος του φακέλου, τα μέλη της Επιτροπής καθορίστηκαν ονομαστικώς. Ήταν τα μέλη όπως αυτά καταγράφονται στα πρακτικά της Επιτροπής ημερομηνίας 18.5.09, όταν λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Με την εξαίρεση του Δ. Μιχαήλ, ως εκπροσώπου του διοικητικού προσωπικού που δεν κλήθηκε και δεν συμμετέσχε για λόγους που συζητήθηκαν, όπως θα δούμε, στο πλαίσιο άλλων επιχειρημάτων της αιτήτριας. Περαιτέρω, οι καθ' ων η αίτηση και η ενδιαφερομένη αντιπαρέβαλαν τα δυο πρακτικά. Όλα τα μέλη της Επιτροπής ήταν μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου όπως αυτά καταγράφονται στο πρακτικό της 8.7.08. Είδε τότε η αιτήτρια, και πάλιν κατά τις διευκρινήσεις, άλλο πρόβλημα. Ο Α. Χριστοφίδης δεν ήταν μέλος του Συμβουλίου αφού σύμφωνα με το άρθρο 5(2) του Νόμου, «στις συνεδρίες του Συμβουλίου μετέχει, χωρίς δικαίωμα ψήφου, ο Διευθυντής Διοίκησης και Οικονομικών». Και ο Α. Χριστοφίδης ήταν ακριβώς αυτός ο Διευθυντής. Προκύπτει αβάσιμος και αυτός ο ισχυρισμός. Δεν είμαι έτοιμος να δεχτώ τη θέση της αιτήτριας ενόψει της διατύπωσης του άρθρου 5(2) όπου ο Διευθυντής ουσιαστικά θεωρείται μέλος, χωρίς όμως δικαίωμα ψήφου. Σημειώνω δε πως, εν πάση περιπτώσει, ο Α. Χριστοφίδης δεν μετέσχε στην επίμαχη συνεδρία της Επιτροπής γεγονός που, έστω κατά τις διάφορες παλινδρομήσεις και αναμορφώσεις θέσεων, η αιτήτρια δεν συζήτησε από αυτή την άποψη.
Το τελευταίο επιχείρημα σε σχέση πλέον με τη λειτουργία της Επιτροπής, αφορά στο μέλος της, Δ. Μιχαήλ, εκπρόσωπο του διοικητικού προσωπικού. Δεν αναφέρεται στο πρακτικό της 18.5.09 ούτε ως παρών ούτε ως απών. Ως εάν να μην υπήρχε. Αυτό είναι ορθό αλλά η απάντηση των καθ' ων η αίτηση και της ενδιαφερομένης είναι και επί του προκειμένου πειστική. Το Συμβούλιο, με την απόφασή του ημερομηνίας 8.7.08, στην παράγραφο 2.4.8, όρισε πως «ο εκπρόσωπος του διοικητικού προσωπικού συμμετέχει στην Επιτροπή με την προϋπόθεση ότι δεν θα συμμετέχει στη συζήτηση και λήψη αποφάσεων για θέματα που αφορούν διορισμούς και προαγωγές διοικητικού προσωπικού και προσωπικά τους αιτήματα». Εν προκειμένω, είχαμε προαγωγές και καθηκόντως δεν κλήθηκε και δεν παρέστη. Λέγει, βεβαίως, η αιτήτρια πως αφού ήταν μέλος έπρεπε να προσκληθεί για να παρευρεθεί έστω και αν δεν θα συμμετείχε στη συζήτηση και στη λήψη της απόφασης. Περαιτέρω πως, εν πάση περιπτώσει, δεν είχε δικαίωμα το Συμβούλιο να «κατηγοριοποιήσει» τα μέλη της Επιτροπής και αναλόγως να περιορίσει τις αρμοδιότητές τους. Όμως, δεν ήταν υποχρεωτικό να ήταν πενταμελής η Επιτροπή και είναι προφανές πως το Συμβούλιο, στην ουσία, ως προς τους διορισμούς, τις προαγωγές και τα άλλα του διοικητικού προσωπικού, δεν ήθελε τον εκπρόσωπό του να συμμετέχει ως μέλος της Επιτροπής. Δεν έχουμε δηλαδή περίπτωση διορισμού μέλους με διαβαθμισμένη αρμοδιότητα αλλά για μη διορισμό τέτοιου μέλους για τα συγκεκριμένα θέματα. Η διατύπωση, βεβαίως, θα μπορούσε να ήταν διαφορετική αλλά, όπως εκτιμώ, αυτή είναι η ουσία του πράγματος.
Η αιτήτρια υποστήριξε πως η διαφορά τους στις αξιολογήσεις ήταν οριακή. Όπως κατέγραψε η Επιτροπή, κατά την τελευταία δεκαετία είχαν μέσο όρο βαθμολογίας εκείνη 4.96 και η ενδιαφερομένη 4.99, δηλαδή ελάχιστα «μεγαλύτερη». Οι καθ' ων η αίτηση και η ενδιαφερομένη θεωρούν πως και οριακή υπεροχή έχει σημασία ενόψει των ισοπεδωτικών ετήσιων αξιολογήσεων όπως λέχθηκε σε ορισμένες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου οι οποίες όμως δεν αφορούσαν στον τρόπο αξιολόγησης στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Τονίζει περαιτέρω η αιτήτρια την αρχαιότητά της και διεκδικεί μεγαλύτερη πείρα θεωρώντας πως κακώς προσδόθηκε, χωρίς τη δέουσα έρευνα, αποφασιστική βαρύτητα στις εντυπώσεις από την προφορική εξέταση που και αυτές δεν ήταν αιτιολογημένες. Ήταν αιτιολογημένη η γενική εντύπωση από την προφορική εξέταση αλλά δεν παρέχεται δυνατότητα για περαιτέρω συζήτηση ως προς τη συγκριτική καταλληλότητα της αιτήτριας και της ενδιαφερομένης. Ο ειδικός ισχυρισμός που πρόβαλε η αιτήτρια σε σχέση με τα προσόντα, είναι βάσιμος.
Η Επιτροπή αναφέρθηκε εξ αρχής στον Κανονισμό 9(3) των περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Διοικητικό Προσωπικό) Κανονισμών του 1990 (ΚΔΠ 162/90 και ΚΔΠ 256/92). Τα κριτήρια για προαγωγή, όπως καθορίζεται σ' αυτόν, είναι η αξία, τα προσόντα και η αρχαιότητα. Εν τούτοις, αμέσως μετά, ως προς τα προσόντα, η Επιτροπή καθόρισε: «Λαμβάνονται υπόψη τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας». Για να ακολουθήσει στη συνέχεια η σημείωση πως οι δυο κατείχαν ακριβώς «τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα» χωρίς αναφορά σε οτιδήποτε άλλο και είναι το παράπονο της αιτήτριας πως δεν συνυπολογίστηκαν ακαδημαϊκά της προσόντα, τα οποία καταγράφει, που θα τις προσέδιδαν υπεροχή στον τομέα και συνακολούθως γενικότερα.
Οι καθ' ων η αίτηση εισηγούνται πως η αρχική δήλωση της Επιτροπής οφειλόταν στο ότι έκρινε πως οποιαδήποτε προσόντα της αιτήτριας αλλά και της ενδιαφερομένης δεν ήταν σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Η ενδιαφερομένη λέγει πως η Επιτροπή «τα προσμέτρησε» αλλά είναι προφανές πως ούτε αυτό ούτε και το επιχείρημα των καθ' ων η αίτηση δικαιολογούνται από τα δεδομένα.
Το σχέδιο υπηρεσίας δεν απαιτούσε ακαδημαϊκά προσόντα και δεν έχει γίνει συζήτηση αναφορικά προς πιθανά τέτοια για τη θέση του Βοηθού Βιβλιοθήκης Α7 που ήδη κατείχαν. Το σχέδιο υπηρεσίας, όπως εξειδικεύθηκε, απαιτούσε για την περίπτωση κατοχή της θέσης Βοηθού Βιβλιοθήκης Α΄ και επταετή πείρα συναφή με τα καθήκοντα της θέσης. Περαιτέρω, απαιτούσε ακεραιότητα χαρακτήρα, οργανωτική και διοικητική ικανότητα, πρωτοβουλία, ευθυκρισία, υπευθυνότητα και ικανότητα αποτελεσματικής συνεργασίας. Η Επιτροπή καθόρισε πως θα λάμβανε υπόψη τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και δεν είναι δυνατό αυτό να αλλοιωθεί. Ασφαλώς δεν θα ήταν δυνατό να θεωρηθεί ότι, αυτή η δήλωση, μάλιστα προοιμιακή όπως ήταν, σημαίνει πως εξετάστηκαν άλλα μη απαιτούμενα προσόντα και πως εμπεριέχει κρίση ότι αυτά δεν ήταν σχετικά. Πολύ λιγότερο δεν μπορεί να δικαιολογεί την άποψη ότι, στην πραγματικότητα, η Επιτροπή «προσμέτρησε» πρόσθετα, μη απαιτούμενα προσόντα.
Μου φαίνεται πως η απλή πραγματικότητα, όπως αυτή αναδύεται από τον καθόλου χειρισμό, είναι πως η Επιτροπή λειτούργησε κάτω από πλάνη ως προς τα προσόντα που θα έπρεπε να συνυπολογιστούν. Όταν ο Κανονισμός αναφέρεται σε «προσόντα» ως κριτήριο για προαγωγή, δεν εννοεί βεβαίως τα απαιτούμενα. Χωρίς τα οποία δεν τίθεται ζήτημα διεκδίκησης της θέσης. Εννοεί μη απαιτούμενα και θα πρέπει η Επιτροπή να στρέψει την προσοχή της προς εκείνη την κατεύθυνση. Να διαπιστώσει ποια προσόντα είχαν, να εκτιμήσει αν ήταν ή όχι σχετικά προς τα καθήκοντα της θέσης και να τα συνυπολογίσει, ανάλογα. Αυτό το έργο δεν μπορεί, όπως είναι παγίως νομολογημένο, να το αναλάβει το Ανώτατο Δικαστήριο και, συνεπώς, στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας. Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
/μσιαμπαρτά